Δυο γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων επανάφεραν στη δημόσια συζήτηση την πιθανότητα μετεκλογικής συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ και το σχηματισμό λεγόμενης «προοδευτικής διακυβέρνησης» ως απάντηση στη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Από τη μια είχαμε την εξαγγελία του επικείμενου 3ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ που προγραμματίστηκε για τις 24-27 Φλεβάρη του ’22 στο οποίο το ζήτημα της «προοδευτικής διακυβέρνησης» (δηλαδή της συνεργασίας με το ΚΙΝΑΛ) θα αποτελέσει βασικό θέμα συζήτησης. Από την άλλη είχαμε την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Γ. Παπανδρέου στις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝΑΛ που «φούντωσε» ξανά τα σχετικά σενάρια.
Τι «απασχολεί» το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ;
Όσον αφορά βέβαια τον ΣΥΡΙΖΑ και το επικείμενο συνέδριο του, το ζήτημα της συνεργασίας με το ΚΙΝΑΛ καθ’ αυτό δεν πρόκειται να αποτελέσει σημείο αντιπαράθεσης. Όλες οι πλευρές, ακόμη και οι λεγόμενες «αριστερές» τάσεις (53+, Ομπρέλα) δεν διαφωνούν με αυτή την προοπτική.
Τα μόνα προσκόμματα άλλωστε που αυτή η πλευρά φαίνεται να βάζει αφορούν σε δευτερεύοντα ζητήματα, όπως το αν θα συμμετέχουν ή όχι στο συνέδριο 150 «προσωπικότητες» με δικαίωμα ψήφου (σε ένα σώμα συνολικά 5.000 συνέδρων) όπως πρότεινε ο Α. Τσίπρας ή αν θα υπάρχει ποσόστωση 20% για τα «νέα μέλη» (δηλαδή τους προερχόμενους από ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) στις διαδικασίες του συνεδρίου.
Για την ίδια την «ταμπακιέρα» βέβαια, κανείς δεν περιμένει να ακουστεί κουβέντα στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ: ούτε για τις αντιλαϊκές πολιτικές που εφάρμοσε ως κυβέρνηση, ούτε για την μετατροπή του από κόμμα που περηφανευόταν για την εσωκομματική του δημοκρατία σε ένα εντελώς αρχηγικό κόμμα, ούτε βέβαια και για την πιθανότητα συνεργασίας με τον άνθρωπο που πρώτος έβαλε την χώρα στα Μνημόνια κι έφερε την Τρόικα στη χώρα το 2010.
Όσον αφορά το τελευταίο, υπάρχουν ήδη στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ όπως ο Σ. Κούλογλου που έχουν αναλάβει να «ρετουσάρουν» το προφίλ του Γ. Παπανδρέου. Σε πρόσφατο άρθρο του ο Κούλογλου ισχυρίστηκε πως αφενός ο Παπανδρέου «είχε σοβαρά ελαφρυντικά» και αφετέρου πως «ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να παραδεχτεί ότι αρκετές από τις κριτικές του εναντίον της τότε κυβέρνησης ήταν υπερβολικές»!
Πόσο «προοδευτική» μπορεί να είναι μια κυβέρνηση Τσίπρα-ΓΑΠ;
Είναι γεγονός πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη στα σχεδόν δυόμιση χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία έχει αποδειχτεί εφιαλτική για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα και έχει δίκαια γίνει μισητή από ένα ολοένα και αυξανόμενο τμήμα της κοινωνίας.
Παρόλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ σαν αξιωματική αντιπολίτευση δεν καρπώνεται σημαντικά οφέλη από αυτή την δυσαρέσκεια και βέβαια τα σενάρια για «προοδευτική διακυβέρνηση» δεν ενθουσιάζουν κανέναν άλλο πέρα από τους εμπνευστές τους.
Πως να μιλήσει πειστικά, για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ για τους αγώνες στο λιμάνι ενάντια στην Cosco όταν ήταν αυτός που της πούλησε την πλειοψηφία της ιδιοκτησίας του λιμανιού; Πως να πάρουν στα σοβαρά οι εργαζόμενοι της e-food την «στήριξη» στον αγώνα τους όταν ο πρώτος που χτύπησε το δικαίωμα στον συνδικαλισμό ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ με τον νόμο Αχτσιόγλου; Πόσο πειστικές μπορεί να ακουστούν οι υποσχέσεις για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ όταν προέρχονται από τα χείλη αυτών που υπόσχονταν ανατροπή της λιτότητας και ξήλωμα των μνημονιακών νόμων και συνέχισαν τελικά την αντεργατική επίθεση;
Όσον αφορά δε την κωμικοτραγική προσπάθεια (και κύκλων του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων) να παρουσιαστεί ως «προοδευτική» επιλογή ο Γ. Παπανδρέου, μάλλον απευθύνεται σε πολίτες με μνήμη χρυσόψαρου.
Ήταν η κυβέρνηση του ΓΑΠ που επέβαλε το πρώτο Μνημόνιο. Ήταν η ίδια κυβέρνηση που για να μπορέσει να το επιβάλει χρησιμοποίησε την πιο ωμή, απροκάλυπτη καταστολή (με τον Πάγκαλο την ίδια στιγμή να απειλεί με τανκς). Ήταν αυτή η κυβέρνηση που ξεδιάντροπα άφηνε ελεύθερο πεδίο δράσης στην Χρυσή Αυγή, είτε στον Άγιο Παντελεήμονα είτε κατά την διάρκεια του τριήμερου πογκρόμ που εξαπέλυσε ενάντια σε μετανάστες τον Μάιο του 2011 με τους άνδρες των ΜΑΤ να συνοδεύουν απλώς τους Χρυσαυγίτες κατά την διάρκεια του θεάρεστου έργου τους.
Συμπερασματικά
Μια τέτοιου είδους κυβέρνηση, όσο και αν μετά τον εφιάλτη της κυβέρνησης Μητσοτάκη ακούγεται σε ορισμένους σαν ανακούφιση, δεν πρόκειται να λύσει κανένα από τα ζωτικά προβλήματα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περάσει ανεπιστρεπτί στο στρατόπεδο του αντιπάλου και την κρίση και τα αδιέξοδα του συστήματος δεν θα διστάσει να τα φορτώσει ξανά στις πλάτες της κοινωνικής πλειοψηφίας όπως έκανε μετά το 2015.
Ο δρόμος της πάλης για την ανασυγκρότηση της ανατρεπτικής Αριστεράς είναι μακρύς και δύσκολος, αλλά είναι ο μόνος που υπάρχει μπροστά μας.