Μια νέα διάσταση έχει πάρει τις τελευταίες εβδομάδες η διαμάχη μεταξύ κεμαλιστών και ισλαμιστών στην Τουρκία, μια διαμάχη η οποία κρατά δεκαετίες.
Η νέα διαμάχη ξέσπασε όταν ο εισαγγελέας Οσμάν Σανάλ διέταξε στα μέσα Φλεβάρη τη σύλληψη ενός συναδέλφου του, λέγοντας ότι συμμετείχε σε σχέδιο ανατροπής της κυβέρνησης Ερντογάν με στρατιωτικό πραξικόπημα. Μετά την καταγγελία ο Σανάλ έχασε τις ειδικές εξουσίες του, ύστερα από απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου δικαστών και εισαγγελέων (το σώμα αυτό αποτελεί μια ισχυρή ομάδα στους κόλπους της δικαιοσύνης και- ενώ τυπικά ελέγχεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης- ασκεί έντονη κριτική στο κυβερνών κόμμα).
Μετά από αυτό το περιστατικό ακολούθησαν μαζικές συλλήψεις δεκάδων στρατιωτικών – απόστρατων και εν ενεργεία οι οποίοι κατηγορούνται ότι συμμετείχαν σε αυτή την απόπειρα.
Η απόπειρα εντάσσεται στο περίφημο σχέδιο «Βαριοπούλα», το οποίο είχε βγει στη δημοσιότητα το 2003 ένα χρόνο μετά την εκλογή στην εξουσία του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΚΔΑ) του Ερντογάν. Βάση αυτού, ο στρατός σχεδίαζε την πρόκληση τεχνητής κρίσης με την Ελλάδα, βομβιστικές επιθέσεις σε τζαμιά, τη δημιουργία μιας ελεγχόμενης πολιτικής αστάθειας, και μέσω αυτών την ανατροπή της κυβέρνησης.
Μια διαμάχη που κρατά εδώ και δεκαετίες
Ο στρατός στην Τουρκία κατέχει σταθερά προνομιακή θέση και ασκεί σημαντική επιρροή στο σύστημα εξουσίας, ενώ έχει στην ιδιοκτησία του μεγάλες επιχειρήσεις και τράπεζες. Όλα αυτά τα χρόνια αποτελεί τον υπερασπιστή του λεγόμενου «κοσμικού» ή κεμαλικού κράτους, που είχε δημιουργήσει στις αρχές του περασμένου αιώνα ο ηγέτης Κεμάλ Ατατούρκ. Στον αντίποδα των κεμαλικών βρίσκονται οι ισλαμιστές, οι οποίοι πολιτικά εκφράζονται επίσημα από το ΚΔΑ
Η διαμάχη μεταξύ των δύο στρατοπέδων διαρκεί εδώ και δεκαετίες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι ο στρατός από το 1960 μέχρι σήμερα έχει ανατρέψει με πραξικοπήματα 4 εκλεγμένες κυβερνήσεις.
Όμως η εκλογή του Ερντογάν το 2002 με αυτοδυναμία, και η αδυναμία ανατροπής του με πραξικόπημα το 2003, έβαλαν σχετικά «φρένο» στα σχέδια του στρατού. Έκτοτε, ο Ερντογάν επιχειρεί με μικρά και σταθερά βήματα να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που να αποδυναμώνουν κι άλλο το ρόλο του στρατού στο σύστημα εξουσίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την πρόσφατη αυτή κρίση, ο Ερντογάν ανακοίνωσε την πρόθεση της κυβέρνησής του να αλλάξει το σύνταγμα της χώρας. Ήδη τα αντίπαλα κόμματα και μεγάλος αριθμός δικαστών έχουν ήδη εκφράσει την αντίθεσή τους σε αυτό, ενώ ο Ερντογάν επιμένει ότι θα προχωρήσει ακόμη και σε δημοψήφισμα για να εγκριθεί από το λαό η αλλαγή του Συντάγματος.
Δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος
Όλη αυτή η διαμάχη δεν αποτελεί τίποτε άλλο από μια μάχη για την εξουσία από την μία και την άλλη πτέρυγα, οι οποίες αποτελούν επί της ουσίας δύο διαφορετικά κομμάτια της αστικής τάξης της χώρας. Για τους βιομήχανους της χώρας δεν παίζει κανένα ρόλο αν στην εξουσία θα βρίσκονται οι μεν ή οι δε. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η εκάστοτε κυβέρνηση να είναι μία κυβέρνηση αυτοδυναμίας, που θα δημιουργεί ένα πολιτικό κλίμα σχετικά σταθερό για την υπεράσπιση των δικών τους συμφερόντων.
Επιπλέον, για τους φτωχούς και καταπιεσμένους εργαζόμενους και νεολαίους ούτε η μία, ούτε η άλλη πτέρυγα μπορούν να δώσουν λύση στα συνεχώς αυξανόμενα προβλήματά τους. Πάνω από το 1/3 του πληθυσμού (20 εκατ.) ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, η ανεργία βρίσκεται σταθερά σε ψηλά επίπεδα και δεν έχει υπάρξει καμία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μαζών, ούτε κανένα προχώρημα σε ότι αφορά τις πολιτικές και θρησκευτικές ελευθερίες.
Η διέξοδος του κινήματος
Μόνο οι μαζικοί αγώνες και το χτίσιμο μιας νέας αριστεράς μπορεί να δώσει λύση στα αυξανόμενα προβλήματα των Τούρκων εργαζομένων και νεολαίων. Αγώνες σαν αυτόν που δίνουν αυτή την περίοδο οι εργαζόμενοι της ΤΕΚΕΛ δείχνουν τον δρόμο για να απαλλαγούν μια για πάντα από τους καταπιεστές τους, όποια μάσκα κι αν φορούν αυτοί.