Σαν σήμερα, στις 10 Μάρτη του 1900 γεννήθηκε ο μαρξιστής επαναστάτης Παντελής Πουλιόπουλος. Με αφορμή την επέτειο, δημοσιεύουμε την ομιλία του σ. Σεραφείμ Σεφεριάδη, στη συζήτηση – εκδήλωση που έγινε τον Φλεβάρη του 2018 στο Συνεδριακό Κέντρο στη Θήβας με θέμα «Η αναστήλωση της προτομής και το έργο του μεγάλου επαναστάτη μαρξιστή, Παντελή Πουλιόπουλου». Περισσότερα για την εκδήλωση δείτε εδώ κι εδώ.
Ευχαριστώντας θερμά για την πρόσκληση, νομίζω ότι οφείλεται καταρχάς στην Επιτροπή Μνήμης ένα μεγάλο ευχαριστώ για τη διοργάνωση αυτής της εκδήλωσης. Λέμε συχνά για την ανάγκη η ιστορία να μελετηθεί με θεωρητικά ενσυνείδητο τρόπο, έτσι που τα συμπεράσματα της εμπειρίας του παρελθόντος να αποτελούν διεκδικητικό πόρο και πολιτική παρακαταθήκη για τους αγώνες του παρόντος και του μέλλοντος. Το λέμε, όμως με ευθύνη κυρίως της ακαδημαϊκής κοινότητας (ιστορικών και κοινωνικών επιστημόνων στους οποίους και εγώ συμπεριλαμβάνομαι) αυτό γίνεται ελάχιστα, αν γίνεται καθόλου.
Ανάχωμα και εφαλτήριο
Εκλαμβάνω λοιπόν τη σημερινή εκδήλωση ως ανάχωμα (και ελπίζω να αποτελέσει και εφαλτήριο) για αντιστροφή αυτού του ελλιπούς, αυτού του κακού τρόπου ενατένισης της ιστορίας∙ κι αυτό είναι πολλαπλά σημαντικό, καθώς μια συζήτηση για τον Πουλιόπουλο, την εποχή του, και τις δράσεις του εργατικού κινήματος στον πρώιμο Μεσοπόλεμο, αποτελούν πραγματικό θησαυρό συμπερασμάτων με –όχι σπάνια–άμεση, τολμώ να πω, συνάφεια στο σήμερα. Πρέπει βέβαια κανείς να κατανοήσει την πρόταση αυτή τηρουμένων των αναλογιών: μιλούμε για παραλληλισμούς, για συνάφειες, όχι για ταυτίσεις, που δεν παύουν όμως για το λόγο αυτό να διατηρούν μιαν αξιοσημείωτη επικαιρότητα. Η σύντομη τοποθέτησή μου θα επιχειρήσει να εξειδικεύσει αυτή τη διαπίστωση εστιαζόμενη στο διάστημα της παρουσίας του Πουλιόπουλου στο προσκήνιο των πολιτικών διεργασιών, στην ηγεσία του ΚΚΕ μεταξύ 1924 και 1926.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή, ακριβώς μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, που το οργανωτικά και πολιτικά νεαρό εργατικό κίνημα, μετά τις πρώιμες μαχητικές εξάρσεις των χρόνων ’19-’21, βρίσκεται ηττημένο, έχοντας υποστεί απηνή καταστολή, οργανωτική αποψίλωση και τις επιπτώσεις της υποχωρητικής πολιτικής του ΣΕΚΕ που, από το Φεβρουάριο του ’22, και μετά ακολουθεί τη λεγόμενη πολιτική της «μακράς νομίμου υπάρξεως» –μια πολιτική αναδιπλώσεων και συμβιβασμών που, όσο κι αν εξηγείται από το κύμα διώξεων που είχε εξαπολυθεί εναντίον του από το Λαϊκό Κόμμα και τις νεόκοπες πρωτοφασιστικές ομάδες (π.χ. την εγκληματική Μακεδονική Νεολαία) εντούτοις βυθίζει ταλαϊκά στρώματα σε παραλυσία.
Όταν έτσι η «Μεγάλη Ιδέα» καταρρέει, τον Αύγουστο του ’22, το εργατικό κίνημα απουσιάζει ολοσχερώς, αποτυγχάνοντας να εγγράψει –έστω και στο παραμικρό– την παρουσία του στα νέα πολιτικά ισοζύγια που διαμορφώνονται.
Ζόφος και αγώνες
Την επαύριο της έλευσης των προσφύγων, και εν πολλοίς αξιοποιώντας αυτήν την πραγματικότητα, η ελληνική αστική τάξη ασκεί ολομέτωπη επίθεση: έχουμε μειώσεις μισθών, επιμήκυνση της εργάσιμης μέρας, απελευθέρωση των απολύσεων, και γενικευμένη άρση των λιγοστών μέτρων προστασίας της εργασίας που είχαν θεσπιστεί στα πρώτα βενιζελικά χρόνια.
Είναι μια πραγματικότητα ζοφερή, πολύ πιο ζοφερή από αυτήν που ζούμε σήμερα∙όμως, από την άλλη,και σήμερα διανύουμε μια περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη –μια περίοδο διαρκών και αλλεπάλληλων επιθέσεων ενάντια στα λαϊκά στρώματα που χαρακτηρίζεται από ήττες, απογοήτευση και –το κυριότερο– ένα οδυνηρό πολιτικο κενό. Το κενό αυτό καλούμαστε γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γίνεται, να το καλύψουμε. Και στο σημείο αυτό, η εμπειρία και τα διδάγματα από την παρουσία του Πουλιόπουλου είναι απολύτως αποκαλυπτικά.
Πρωτοπόρος της γενιάς της Μπολσεβικοποίησης (που η βρετανική διπλωματική αποστολή αρέσκονταν να αποκαλεί «γενιά των εξτρεμιστών») ο Πουλιόπουλος (μαζί με τον Σεραφείμ Μάξιμο και άλλα στελέχη), πρωτοστατεί στην πρώτη –αν όχι μοναδική– ενσυνείδητη υιοθέτηση από μαζικό φορέα της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου.
Πρόκειται για όρο που ακούμε πολύ συχνά και στις μέρες μας, όμως εξαιρετικά σπάνια τον ακούμε στις σωστές του διαστάσεις. Το «βαδίζουμε χωριστά αλλά χτυπάμε μαζί» σήμαινε ότι το κόμμα διατηρούσε τις προγραμματικές του επιδιώξεις, όμως προκειμένου να καταδείξει την αξία τους στις εργατικές και αγροτικές μάζες επιδίδονταν στη δημιουργία πλατιών μετωπικών σχημάτων ειδικών στοχεύσεων, όπως την Ομοσπονδία Παλαιών Πολεμιστών που δραστηριοποιήθηκε με τεράστια επιτυχία στο χώρο των νέων μικροϊδιοκτητών της υπαίθρου, και την –πολύ λιγότερο γνωστή–Ένωση για την Υπεράσπιση της Εργατικής Τάξεως εναντίον της Καπιταλιστικής Επιθέσεως στην οποία συμμετείχαν και συνδικαλιστές που δίσταζαν να ενταχθούν στην κομμουνιστική ΓΣΕΕ. Αντίστοιχο προσανατολισμό είχε και η οργάνωση νεολαίας, η ΟΚΝΕ, που ιδρύθηκε το 1925.
Η επιτυχής έκβαση των κινήσεων αυτών βοήθησε το κίνημα να αντισταθεί στην καταστολή του 1923-24 και να ανασυνταχθεί με τρόπο εντυπωσιακό: το 1923, ένα μόλις χρόνο μετά την οργανωτική παραλυσία του 1922, το κίνημα ενεπλάκη σε μεγαλύτερο αριθμό συγκρουσιακών επεισοδίων απ’ ό,τι το 1921 (ως τότε κορυφαία στιγμή διεκδικητικής μαχητικότητας), ενώ ο Άγγλος πρεσβευτής Bentinck εκτιμούσε ότι η δύναμη των Παλαιών Πολεμιστών ανέρχονταν σε 60.000 (PRO FO 286/858), και ο Αμερικανός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Lowrie την υπολόγιζε σε 80.000 (SDNA M443/No 7/63).
Το ενιαίο μέτωπο…
Επιπλέον στοιχείο που ανησυχούσε ιδιαίτερα τους κρατικούς αξιωματούχους ήταν ο πρωτόγνωρα αποτελεσματικός συντονισμός των επιμέρους δράσεων. Δώδεκα από τις σαράντα περίπου γενικές-κλαδικές απεργίες που έγιναν στο μεσοπόλεμο ξέσπασαν το διάστημα 1923-26 (με συμμετοχή των καπνεργατών, και όλων των εργατών μεταφοράς και επισιτισμού.)
Να λοιπόν ένα πρώτο μεγάλο συμπέρασμα και καθήκον για το σημερινό εργατικό κίνημα. Χρόνο δεν έχω βέβαια να επεκταθώ, αλλά θα μπορούσα να το πω ως σύνθημα-έκκληση προς όλη την Αριστερά που παραμένει Αριστερά: Ας προσπαθήσουμε επιτέλους να κατανοήσουμε το Ενιαίο Μέτωπο! Δε θα πει συγχώνευση ή απάλειψη της ιδιαίτερης πολιτικής ταυτότητας του κάθε χώρου, θα πει ενότητα στη δράση και δημοκρατικό διάλογο ώστε να αναδειχθεί η υπεροχή των ιδεών. Διότι χωρίς ενότητα και μαζικές δράσεις, πραγματική Αριστερά δε μπορεί να οικοδομηθεί.
Ξέρουμε όμως, δυστυχώς, πως η πορεία του μεγάλου αυτού επαναστάτη ανακόπηκε βίαια∙ και δεν αναφέρομαι στην τραγική του εκτέλεση το 1943, αλλά στο μέγα σφάλμα πολιτικής που τον οδήγησε σε μοιραία παραίτηση μετά την επιστροφή του από την παγκαλική εξορία: το σύνθημα περί «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης» που υιοθετήθηκε το Νοέμβριο του 1924 κάτω απ’ την πίεση της ταχύτατα σταλινοποιούμενης Κομιντέρν του Μανουίλσκι.
Και η ακύρωση του…
Ό,τι θετικό είχε αποφέρει το Ενιαίο Μέτωπο, η πολιτική αυτή το ακύρωσε: αποξένωσε τον προσφυγικό πληθυσμό και μεγάλο αριθμό συνδικαλιστών στο νευραλγικό χώρο των καπνεργατών, και έδωσε στο κράτος τα προσχήματα που αναζητούσε για να κάνει τους ελέγχους ακόμα πιο ασφυκτικούς.
Με σπάνια παρρησία (ίσως και υπερβολή) ο Πουλιόπουλος ανέλαβε όλη την ευθύνη και προσωρινά αναδιπλώθηκε εδώ στη Θήβα προτού η αναδυόμενη γραφειοκρατία του κόμματος τον διαγράψει. Έχει όμως σημασία να μελετήσουμε ξανά το ακριβές σκεπτικό του (διότι το εξαιρετικά σύνθετο «εθνικό ζήτημα» αναζωπυρώνεται διαρκώς, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς).
Για το εθνικό ζήτημα
Επιτρέψτε μου λοιπόν να κλείσω παραθέτοντας αυτολεξεί εκτενές απόσπασμα από την επιστολή του με ημερομηνία 10 Σεπτεμβρίου 1926, που έστειλε προς την ΚΕ του ΚΚΕ, από τη Θήβα:
«Η πολιτική μας πάνω στο εθνικό ζήτημα στη Μακεδονία και Θράκη αποδείχτηκε ολοφάνερα από τα πράγματα εσφαλμένη κι έφερε ως ένα σημείο καταστρεπτικά, μπορούμε να πούμε, αποτελέσματα για τον επαναστατικό αγώνα του ελληνικού προλεταριάτου… Η πολιτική μας εκείνη (και εννοώ εδώ όχι την ορθή πολιτική της υπερασπίσεως του δικαιώματος της πλήρους αυτοδιαθέσεως των καταπιεζόμενων εθνοτήτων μέχρι και τον αποχωρισμό των, εάν και όπου οι ίδιες εκφράσουν μια τέτοια θέληση…) χρεοκόπησε και δεν μπορούσε να παρά να χρεοκοπήσει στην Ελλάδα, γιατί ήταν απαύγασμα όχι απλώς εσφαλμένης εκτίμησης του πραγματικού συσχετισμού των δυνάμεων μέσα στη χώρα μας, αλλά ενός καθαρού επαναστατικού ρομαντισμού. Τα πράγματα φωνάζουν δυνατά, ότι … [δεν δόθηκε η] πραγματική κατάσταση της χώρας μας και του κινήματός μας, ειδικά της ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης επί τη βάσει της οποίας επιμένουν να καθορισθή η πολιτική του ΚΚΕ πάνω στο εθνικό. Ούτε την έλλειψη κινήματος εθνοεπαναστατικών μαζών στην Ελλάδα ετόνισαν όσο έπρεπε, ούτε την τεράστια μεταβολή που επήλθε με την προσφυγική συσσώρευση, ούτε τον βεβαιότατο κίνδυνο που διέτρεχε το ΚΚΕ να μην κατανοηθούν και να παρεξηγηθούν τέτοια συνθήματα από τις μάζες…
»Καμμία θετική δράση δεν έγινε από το Κόμμα για την πραγματική υπεράσπιση των γλωσσικών, εκπαιδευτικών, κ.λπ.. γενικά πολιτιστικών ελευθεριών των μειονοτήτων μέσα στη χώρα. Καμμία ορθή διεθνιστική διαπαιδαγώγηση των εργατικών μαζών. Διότι τα συνθήματα «Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία», «Ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη» μόνο σύγχυση μπορούσαν να προκαλέσουν και καμμία διεθνιστική διαφώτιση.
»Η πρώτη φορά που δινόταν στο κόμμα η ευκαιρία να αναπτύξη το διεθνιστικό πνεύμα μέσα στην Ελλάδα, τα συνθήματά μας στάθηκαν τόσο άτυχα ώστε άφηναν να δημιουργήται η τρομερή παρεξήγηση ότι επαναστατικός διεθνισμός δεν είναι άλλο τίποτε παρά συμμαχία με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες…
Και επειδή δεν θέλω να καταχραστώ το χρόνο, σύντομα σχολιάζω: Στη σκέψη του Πουλιόπουλου, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης είναι και παραμένει αδιαμφισβήτητο, όμως (1) απαιτείται να υπάρχει κίνημα των καταπιεζόμενων εθνοτήτων (2) πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη η πραγματικότητα του περιβάλλοντος εντός του οποίου διατυπώνονται τα σχετικά συνθήματα.
Πραγματικοί θυσαυροί
Φοβάμαι πως, όπως και στον τομέα του Ενιαίου Μετώπου, η πρόσφατη εμπειρία δείχνει ότι τα συμπεράσματα αυτά εξακολουθούν –από διαφορετικές οπτικές– να παραμένουν αναφομοίωτα. Είναι συνεπώς άμεσο και επιτακτικό καθήκον να μελετηθούν σε βάθος και να προκαλέσουν προβληματισμό.
Δεν είναι βέβαια μόνο αυτά. Το έργο του Πουλιόπουλου στο σύνολό του, λ.χ. το κλασικό του «Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση;», οι θέσεις και οι δράσεις των Παλαιών Πολεμιστών (που ακόμα δεν έχουν μελετηθεί όσο πρέπει) οι επεξεργασίες που βρίσκονται στο Σπάρτακο που ξεκινά το 1928, όλα αποτελούν πραγματικούς θησαυρούς, γεμάτους θεωρητικές και πρακτικές παρακαταθήκες για το σήμερα.
Χωρίς ίχνος επετειακής διάθεσης ή ρομαντικούς εξωραϊσμούς του είδους εκείνου που ο Πουλιόπουλος κατεξοχήν αντιπαθούσε, μας εναπόκειται λοιπόν άμεσα να τον αξιοποιήσουμε.