Δέκα σχεδόν χρόνια πριν το τέλος του 20ου αιώνα κατέρρευσε το Τείχος του Βερολίνου, σηματοδοτώντας το τέλος του Σταλινισμού. Περίπου δέκα χρόνια μετά την αρχή του 21ου αιώνα, η κατάρρευση ενός άλλου Τείχους προκαλεί συνειρμούς: Που θα οδηγήσει η κατάρρευση του Τείχους της Wall Street;
Η ιστορία του καπιταλισμού είναι ιστορία κρίσεων. Σε αυτές καταλήγει κάθε περίοδος ανάπτυξης. Από αυτές γεννιέται η βάση για το επόμενο άλμα στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Οι κρίσεις, βέβαια, δεν είναι ουδέτερα ιστορικά γεγονότα. Προκαλούν πείνα, φτώχεια, πολέμους και θάνατο σε εκατομμύρια εργαζομένων. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό, οι κρίσεις εξελίσσονται κάποιες φορές σε θρυαλλίδες της επανάστασης: Σε αυτές ξεγυμνώνονται όλες οι αντιφάσεις του συστήματος. Αλήθεια, ποιος τολμάει σήμερα να μιλήσει για τις αλάνθαστες αγορές και το αόρατο χέρι τους που μπορεί να ρυθμίζει τα πάντα; Τι έχει να απαντήσει σήμερα ο κ. Φουκογιάμα για το «υπέροχο» τέλος της Ιστορίας που είχε προβλέψει(1) ;
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η επανάσταση θα έρθει από μόνη της ή ότι θα οδηγήσει αυτόματα στον Σοσιαλισμό. Την επανάσταση μπορούν να την κάνουν μόνο τα λαϊκά στρώματα. Και δυστυχώς αυτά δεν βρίσκονται ακόμα στο προσκήνιο. Τον Σοσιαλισμό μπορεί να τον φέρει μόνο η οργανωμένη δράση των εργαζομένων. Και δυστυχώς αυτή παραμένει εγκλωβισμένη στα δίχτυα του συστήματος. Είναι χρέος κάθε οργάνωσης που πιστεύει στην σοσιαλιστική επανάσταση να δουλέψει ώστε η κρίση να οδηγήσει στην επανάσταση και αυτή στον Σοσιαλισμό. Και για να το πετύχει αυτό πρέπει πρώτα να καταλάβει τι συμβαίνει.
Η σημερινή κρίση δεν προέκυψε ξαφνικά. Ουσιαστικά αποτελεί το αποτέλεσμα μιας τριακονταετούς πορείας του δυτικού καπιταλισμού, στην οποία επικράτησαν τα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Αλλά κι αυτά δεν επικράτησαν συμπτωματικά. Η κυριαρχία τους προέκυψε από την εκδήλωση των αντιφάσεων της προηγούμενης φάσης του καπιταλισμού, όταν κυριαρχούσαν οι Kεϋνσιανές ιδέες (2). Κι αυτές με τη σειρά τους ήταν το φυσικό επακόλουθο της κρίσης στην οποία οδήγησε ο καπιταλισμός την περίοδο του μεσοπολέμου. Ο οποίος, με τη σειρά του, γεννήθηκε από την κρίση του ’29, που προκάλεσε η πρώτη φάση της παγκοσμιοποίησης στις αρχές του 20ου αιώνα. Η ιστορία των τελευταίων 100 χρόνων περιγράφει ουσιαστικά την προσπάθεια του καπιταλισμού να βρει ισορροπία σε παγκόσμιο επίπεδο. Και από ότι φαίνεται αυτό δεν είναι εύκολο…
Η αντίφαση
Ο καπιταλισμός έχει μια κεντρική αντίφαση. Ως σύστημα επιδιώκει τη διαρκή συσσώρευση του κεφαλαίου. Για να πείθει χρειάζεται έναν στόχο. Όταν μπορεί να κατασκευαστούν εχθροί, αυτός συνήθως είναι η προάσπιση της πατρίδας. Σε ειρηνικότερες περιόδους ο στόχος μετατίθεται στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου – στην παραγωγή όλο και περισσότερων αγαθών. Στο βαθμό που υπάρχει ατομική ιδιοκτησία, η κάλυψη των αναγκών προϋποθέτει την αγορά των αγαθών. Μόνο που όταν κυριαρχούν οι νόμοι της αγοράς (όπως στις αρχές και το τέλος του 20ου αιώνα), το εισόδημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων αυξάνεται με εξαιρετικό αργό ρυθμό και κάποιες φορές μειώνεται. Έτσι αυτοί που έχουν τις περισσότερες ανάγκες δεν έχουν τα χρήματα για τις καλύψουν και εκείνοι που έχουν τα περισσότερα χρήματα δεν έχουν ουσιαστικές ανάγκες να ικανοποιήσουν. Ως αποτέλεσμα, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να προσβλέπουν σε σημαντική αύξηση των πωλήσεών τους. Άρα δεν υπάρχει λόγος αύξησης των επενδύσεων. Και γι΄ αυτό ο καπιταλισμός μπαίνει σε κρίση.
Για το ξεπέρασμα της κρίσης, σε κάποια φάση αξιοποιήθηκε η εμφάνιση του κοινωνικού κράτους και η μεταβίβαση πλούτου, μέσω της φορολογίας, από εκείνους που έχουν χρήματα σε εκείνους που έχουν ανάγκες. Η επιλογή αυτή δεν έγινε σε ιστορικό κενό. Είχαν προηγηθεί αγώνες 140 ετών των εργαζομένων που επέβαλλαν τη δημοκρατική οργάνωση των κοινωνιών έστω και μέσω αντιπροσώπων. Στις αρχές του 20ου αιώνα κάποιοι πίστεψαν ότι μέσα από την αντιπροσωπευτική (κοινοβουλευτική) δημοκρατία θα μπορούσε να γεννηθεί ο Σοσιαλισμός. Ήταν οι Σοσιαλδημοκράτες. Και οι αγώνες των εργαζομένων επέβαλλαν στο σύστημα να τους δώσει την εξουσία. Από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού αλλά και την ταξική πάλη των αρχών του αιώνα προέκυψε ο συμβιβασμός του Κεϋνσιανισμού.
Κεϋνσιανισμός
Στην αρχή ήταν ένας ευχάριστος σε όλους συμβιβασμός. Η μεταπολεμική ανάπτυξη ήταν τόσο ραγδαία ώστε η συσσώρευση του κεφαλαίου να εξελίσσεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς και ας υπήρχαν υψηλοί φόροι. Όσο υποχωρούσε, βέβαια, η ανάπτυξη, τόσο εντονότερα το κεφάλαιο προσπαθούσε να περιορίσει τους φόρους για να διατηρήσει την κερδοφορία του. Η δε αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία οδήγησε σταδιακά στον πλήρη αφοπλισμό των εργαζομένων, μέσω της απορρόφησης των αντιπροσώπων τους από το σύστημα. Είτε επρόκειτο για τα κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας, είτε για εκείνα της σταλινικής αριστεράς, είτε για τα συνδικάτα, είτε για την γραφειοκρατία του Δημοσίου, το σύστημα κατάφερε να προσηλυτίσει τους εκπροσώπους των εργαζομένων (συνδικαλιστές, βουλευτές εργατικών και αριστερών κομμάτων). Όταν, λοιπόν, το κεφάλαιο πέρασε στην αντεπίθεση, οι ταξικοί συσχετισμοί είχαν αντιστραφεί εις βάρος των εργαζομένων.
Κάπως έτσι άρχισε να ανατρέπεται ο συμβιβασμός του Kεϋνσιανισμού. Το διάδοχο δόγμα ήταν ο νεοφιλελευθερισμός, που αρχικά επιβλήθηκε στις οικονομίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας (των κυρίαρχων πόλων συσσώρευσης κεφαλαίου στη Δύση). Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ επιτάχυνε τη διαδικασία ισχυροποίησης του κεφαλαίου και την μετέτρεψε σε παγκόσμια. Στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, οι όροι είχαν αντιστραφεί προς όφελος του κεφαλαίου και εις βάρος των εργαζομένων σε κλίμακα αντίστοιχη εκείνης των αρχών του αιώνα. Ο μηχανισμός που εφευρέθηκε για να αντιμετωπίζει μια σημαντική αντίφαση του καπιταλισμού (μεταφέροντας κεφάλαια από αυτούς που έχουν περισσότερα χρήματα σε εκείνους που έχουν περισσότερες ανάγκες) είχε πλέον αδρανοποιηθεί. Και γι’ αυτό ήταν θέμα χρόνου να οδηγήσει η αντίφαση σε κρίση.
Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες το κεφάλαιο είχε καταλήξει σε δύο τρόπους διαχείρισης της εν λόγω αντίφασης: Τον υπερκαταναλωτισμό και τον δανεισμό. Ο πρώτος επιδίωξε τη διαρκή αύξηση των αναγκών όσων είχαν χρήματα και των ονείρων εκείνων που δεν είχαν. Με τον δεύτερο μεταφέρθηκαν κεφάλαια από τους πρώτους στους δεύτερους. Ουσιαστικά ο Κεϋνσιανός μηχανισμός της φορολογίας αντικαταστάθηκε από εκείνον του δανεισμού των εργαζομένων από τις τράπεζες.
Δανεισμός
Ο δανεισμός έχει, βέβαια, νόημα όσο υπάρχει πιθανότητα αποπληρωμής των κεφαλαίων. Με τα εισοδήματα των εργαζομένων να μην αυξάνονται, η συσσώρευση όλο και περισσότερων χρεών τους στις τράπεζες παρέπεμπε στον ήχο ωρολογιακής βόμβας. Η ανάγκη όμως για διαρκή συσσώρευση «κώφευε» το κεφάλαιο, που προτιμούσε να ζει στον γαλήνιο κόσμο των… μπουρμπουλήθρων.
Πρώτα ήταν η φούσκα της «νέας οικονομίας». Τα Αμερικανικά νοικοκυριά πίστεψαν ότι μπορούν να συμμετέχουν στα κέρδη της επόμενης… «Microsoft» και άρχισαν να επενδύουν τις αποταμιεύσεις τους στο χρηματιστήριο. Ο δείκτης της αγοράς Nasdaq στις ΗΠΑ, όπου διαπραγματεύονται οι μετοχές των εταιρειών της «νέας οικονομίας» (νέες τεχνολογίες) τριπλασίασε την αξία του κατά τα δύο τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’90. Όσο οι τιμές των μετοχών ανέβαιναν, τόσο η αξία των επενδύσεων μεγάλωνε και τα νοικοκυριά κατανάλωναν λες και τα χρήματα αυτά τα είχαν στα πορτοφόλια τους. Όταν τελικά η «φούσκα» έσκασε και οι τιμές κατέρρευσαν, τότε τα εκατομμύρια των μικροεπενδυτών ένιωσαν λες και ξύπνησαν με hang over (πονοκέφαλος μετά από γερό μεθύσι) και μόλις συνειδητοποιούν ότι λείπει το πορτοφόλι και τα κλειδιά του αυτοκινήτου τους. Η κατανάλωση υποχώρησε απότομα και η οικονομία πορευόταν ολοταχώς προς την ύφεση.
Για να βοηθήσει την οικονομία να εξέλθει από την ύφεση, ο τότε επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Άλαν Γκρίνσπαν, μείωσε με γοργούς ρυθμούς τα επιτόκια. Το βασικό επιτόκιο της Fed έφτασε από το 6,5% (αρχές 2001) στο 1% (μέσα 2003). Τα νοικοκυριά βρήκαν, έτσι, ένα νέο κέρας της Αμάλθειας: τα ίδια τους τα σπίτια. Μετά το σκάσιμο της φούσκας της «νέας οικονομίας», η υπερβάλλουσα ρευστότητα χρηματοοικονομικού κεφαλαίου έπρεπε κάπου να επενδυθεί. Έτσι προέκυψε η φούσκα των ακινήτων. Καθώς, δε, τα επιτόκια μειώνονταν διαρκώς, όλο και περισσότερα νοικοκυριά λάμβαναν στεγαστικό δάνειο αντιμετωπίζοντας το σπίτι που αγόραζαν ως σίγουρη επένδυση. Πολλούς περίμεναν, μάλιστα, ευχάριστες εκπλήξεις καθώς οι τράπεζες τους καλούσαν να αναπροσαρμόσουν τους όρους παλιών δανείων με τα χαμηλά επιτόκια και τις υψηλότερες τιμές ακινήτων. Όταν, το καλοκαίρι του 2005, οι τιμές έπαψαν να ανεβαίνουν, και αυτή η φούσκα έσκασε. Μόνο που αυτή τη φορά, ξυπνώντας με hang over οι νοικοκυραίοι ανακάλυπταν ότι έλειπε το σπίτι!
Sub-prime
Η απότομη υποχώρηση των τιμών των ακινήτων προκάλεσε τη δυσμενή, αυτή τη φορά, αναπροσαρμογή των όρων στα αμερικανικά στεγαστικά δάνεια. Καθώς το ενέχυρο άξιζε, πλέον, λιγότερο, οι δανειολήπτες καλούνταν να πληρώσουν υψηλότερες δόσεις. Την ίδια περίοδο η Fed, υποτιμώντας την κατάσταση, άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια από το υπερβολικά χαμηλό επίπεδο που τα είχε οδηγήσει, επιβαρύνοντας περαιτέρω τις δόσεις. Τα πρώτα δάνεια που παρουσίασαν μαζικές αδυναμίες πληρωμής ήταν εκείνα προς άτομα με χαμηλότερη δανειοληπτική ικανότητα.
Για την ακρίβεια ήταν άτομα που κανονικά δεν θα λάμβαναν στεγαστικό δάνειο. Καθώς, όμως, οι τράπεζες προσπαθούσαν να αυξήσουν τις χορηγήσεις τους για να ενθουσιάσουν τους επενδυτές και να αυξηθεί η τιμή της μετοχής τους, σταδιακά άρχισαν να χορηγούν δάνεια σε άτομα με δανειοληπτική ικανότητα χαμηλότερη των παλιών ορίων. Τα δάνεια αυτά ονομάστηκαν sub-prime και τον Μάρτιο του 2007 ξεπερνούσαν τα 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Οι τράπεζες κατάφεραν, μάλιστα, να «ξεφορτωθούν» μέρος από τα δάνεια αυτά, μέσω της διαδικασίας της τιτλοποίησης. Σε συνεργασία με τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (Moody’s, S&P, Fitch) δημιουργούσαν επενδυτικά «καλάθια» (τα λεγόμενα CDO’s), που περιείχαν δάνεια sub-prime και ομόλογα του Δημοσίου. Οι διεθνείς οίκοι απέδιδαν στα CDO’s την κορυφαία αξιολόγηση που συνδεόταν με τα κρατικά ομόλογα (αλλά όχι με τα sub-prime). Στη συνέχεια οι τράπεζες πούλαγαν τα CDO’s σε άλλες τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και άλλους θεσμικούς επενδυτές, που αναζητούσαν να επενδύσουν σε προϊόντα με κορυφαία αξιολόγηση αλλά σχετικά υψηλή απόδοση. Τα CDO’s ικανοποιούσαν και τα δύο κριτήρια, αφού είχαν την αξιολόγηση των ομολόγων αλλά και καρπούνταν μέρος της υψηλής απόδοσης που συνδεόταν με τα επίφοβα sub-primes.
Σκάει η «φούσκα»
Το 2007 κατασχέθηκαν 1,3 εκατομμύρια σπίτια, αριθμός αυξημένος κατά 80% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Ολόκληρες περιοχές αμερικανικών μεγαλουπόλεων όπως το Ντιτρόιτ θυμίζουν πλέον σκηνές γουέστερν με έρημους δρόμους και κλειστά παράθυρα. Μόνο που, σε αυτή την περίπτωση, μπροστά από τα σπίτια δεν υπάρχουν αφίσες με επικηρύξεις αλλά… πωλητήρια. Καθώς όλο και περισσότεροι δανειολήπτες αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους, οι τράπεζες αναγκάστηκαν να καταγράψουν στους ισολογισμούς τους την πραγματικότητα. Αυτό πυροδότησε την σημερινή κρίση.
Η μία μετά την άλλη οι μεγάλες τράπεζες υποχρεώθηκαν να παραδεχθούν τεράστιες ζημιές και να αναζητήσουν νέα κεφάλαια από την αγορά, αντιμετωπίζοντας ακόμα και το φάσμα της χρεοκοπίας. Στη Βρετανία, η κυβέρνηση παρενέβη τον Σεπτέμβριο του 2007 για να αποτρέψει τη χρεοκοπία της Northern Rock και τελικά αποφάσισε την εθνικοποίησή της. Στη διατραπεζική αγορά (εκεί δηλαδή που οι τράπεζες δανείζουν η μία την άλλη) η εμπιστοσύνη είχε υποχωρήσει στο ναδίρ και τα επιτόκια ήταν κατά πολύ υψηλότερα των επιπέδων που δικαιολογούσαν τα επιτόκια δανεισμού από τις κεντρικές τράπεζες. Οι τελευταίες, με συντονισμένες παρεμβάσεις, άρχισαν να διοχετεύουν ρευστότητα για να «συγκρατήσουν» τα επιτόκια.
Bear Stearns
Στις 14 Μαρτίου, με τις τιμές στο χρηματιστήριο να βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, η Fed αναγκάστηκε να οργανώσει τη διάσωση της 5ης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας της Bear Stearns, που βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η κεντρική τράπεζα ανέλαβε σημαντικό μέρος από τα «τοξικά» χρεόγραφα και τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία τα εξαγόρασε η JPMorgan. Η είδηση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στην αγορά και τις επόμενες εβδομάδες ακολούθησε μίνι-ράλι στα χρηματιστήρια.
Παράλληλα, όμως, σε ανοδική τροχιά βρίσκονταν και οι τιμές σχεδόν όλων των αξιών. Στα περισσότερα βιομηχανικά μέταλλα οι ανατιμήσεις ξεπερνούσαν το 100%. Το ίδιο συνέβαινε και με αγροτικά προϊόντα όπως το καλαμπόκι, το σιτάρι, το ρύζι, το κακάο, το γάλα, η ζάχαρη και ο καφές. Η δε τιμή του πετρελαίου, «έσπασε» το ιστορικό φράγμα των 100 δολαρίων / βαρέλι και «άγγιξε» τα 150 δολάρια τον Ιούλιο.
Ο συνδυασμός υψηλού πληθωρισμού και χαμηλής ανάπτυξης (στασιμοπληθωρισμός) ήταν κάτι που οι αναπτυγμένες οικονομίες είχαν να αντιμετωπίσουν σχεδόν τρεις δεκαετίες. Καθώς, μάλιστα, η ύφεση από τις ΗΠΑ άρχισε να εξαπλώνεται σε Ευρώπη και Ιαπωνία, οι επενδυτές βρήκαν νέο λόγο για να ανησυχούν. Μετά από μια νέα βουτιά τον Ιούλιο, οι τιμές των μετοχών έδειχναν στα τέλη του καλοκαιριού να αναζητούν κατεύθυνση. Ο Αύγουστος τελείωσε με τη δημοσιοποίηση εντυπωσιακών στοιχείων για την ανάπτυξη στις ΗΠΑ (3,3% το β’ τρίμηνο) αλλά ο Dow Jones δυσκολευόταν να κρατηθεί πάνω από τις 11.500 μονάδες (ξεκίνησε το έτος πάνω από τις 13.000 μονάδες).
Fannie και Freddie
Τις μεγαλύτερες πιέσεις δέχονταν οι μετοχές των δύο πυλώνων της αμερικανικής αγοράς στεγαστικών δανείων: της Fannie Mae και του Freddie Mac. Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομίας, Χένρι Πόλσον, είχε λάβει στις αρχές του καλοκαιριού την έγκριση του Κογκρέσου για την παροχή οικονομικής ενίσχυσης στις δύο εταιρείες. Τότε είχε μιλήσει για ένα μπαζούκα, στη θέα και μόνο του οποίου θα πείθονταν οι αγορές ότι δεν υπάρχει κίνδυνος χρεοκοπίας. Τελικά, όμως ο Λευκός Οίκος όχι μόνο αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει το μπαζούκα αλλά να καταφύγει και σε… όπλα μαζικής καταστροφής: Στην κρατικοποίηση της Fannie και του Freddie!
Οι δύο «πυλώνες» της αμερικανικής αγοράς στεγαστικών δανείων «έγραψαν» τα τελευταία τρίμηνα τεράστιες απώλειες (πάνω από 14 δισ. δολ. το 2007), καθώς είχαν εγγυηθεί περίπου για τα μισά στεγαστικά δάνεια των ΗΠΑ. Και οι δύο εταιρείες χρειάζονταν άμεσα κεφάλαια, μόνο που οι τιμές των μετοχών τους είχαν υποχωρήσει τόσο (πάνω από 90% σε λιγότερο από 12μηνες) ώστε να μην έχει νόημα μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Τα δε επιτόκια που καλούνταν να καταβάλλουν στις δημοπρασίες χρεογράφων τους αυξάνονταν διαρκώς. Υπό τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, η κυβέρνηση προχώρησε στην κρατικοποίησή τους το πρώτο Σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου.
Lehman Brothers
Την Δευτέρα (8/9), στο άκουσμα της είδησης, ο Dow Jones ενισχύθηκε πάνω από 2,5%. Μια προσεκτικότερη, όμως, ματιά αποκάλυπτε ένα νέο πρόβλημα: Οι επενδυτές αναρωτιόνταν ήδη πιο θα είναι το επόμενο θύμα της κρίσης και το εντόπιζαν στην 4η μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα, την Lehman Brothers. Έχοντας ήδη διαγράψει αξίες 8 δισ. δολ. από το χαρτοφυλάκιο της τράπεζας, η διοίκηση της Lehman αναζητούσε εναγωνίως χρηματοδότη για να τον παρουσιάσει μαζί με τα αποτελέσματα τριμήνου. Με την τιμή της μετοχής να έχει χάσει πάνω από τα 3/4 της αξίας της, η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου δεν έδειχνε να έχει ούτε σε αυτή την περίπτωση νόημα. Σωτήρες αναζητήθηκαν σε Ασιατικά επενδυτικά κεφάλαια αλλά συμφωνία δεν προέκυψε.
Το πρόβλημα της Lehman σύντομα μετέτρεψε σε «παλιά νέα» την κρατικοποίηση των δύο κολοσσών. Την Τρίτη (9/9) ο Dow έχασε το σύνολο των κερδών της προηγούμενης συνεδρίασης. Την επόμενη ημέρα η διοίκηση της Lehman αναγκάστηκε να ανακοινώσει εσπευσμένα τα αποτελέσματα τριμήνου (νέες ζημιές 3,9 δισ. δολ.) για να δώσει τέλος στη φημολογία. Το σχέδιο διάσωσης, όμως, που παρουσίασε στους επενδυτές δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης και η τιμή της μετοχής συνέχισε την ελεύθερη πτώση της.
Σε αυτό το κλίμα, κυβέρνηση και Fed κάλεσαν «πολεμικό συμβούλιο» με τους επικεφαλείς των μεγαλύτερων τραπεζών. Στον πύργο της Fed Νέας Υόρκης, στο κάτω Μανχάταν, αναζητούσαν καθ’ όλο το Σαββατοκύριακο επίδοξο αγοραστή για την Lehman. Οι υποψήφιοι «γαμπροί» (Bank of America και Barclays) ζητούσαν την… προίκα που πήρε η JPMorgan: να αναλάβει, δηλαδή, η Fed τα «τοξικά» χρεόγραφα της Lehman. Οι αρχές, όμως, έκριναν ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε ένα εξαιρετικά αρνητικό προηγούμενο, με τις τράπεζες να αδιαφορούν για τους κινδύνους που αναλαμβάνουν, ελπίζοντας πάντα στο… ιππικό. Αποφάσισαν, έτσι, να λάβουν το στοίχημα ότι η χρεοκοπία μιας επενδυτικής τράπεζας δεν θα απειλούσε τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Η Lehman Brothers αναγκάστηκε, τελικά, το πρωί της Δευτέρας (15/9) να κηρύξει πτώχευση, ολοκληρώνοντας μια πορεία 158 ετών, μέσα από πολέμους (Αμερικανικός εμφύλιος, Παγκόσμιοι Πόλεμοι) και κρίσεις (μεταξύ αυτών και το κραχ του ’29). Την ίδια στιγμή, εξαφανιζόταν από το χάρτη και η 3η μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα, καθώς οι διαπραγματεύσεις του Σαββατοκύριακου ανέδειξαν «γαμπρό»: Την Bank of America για την Merrill Lynch. Ο επικεφαλής της τελευταίας, John Thain, αν και καλεσμένος στο συμβούλιο για τη διάσωση της Lehman, προτίμησε να βρει σωτήρα για την δική του τράπεζα, καθώς ένιωθε ότι έρχεται η σειρά της (η μετοχή της Merrill είχε χάσει πάνω από τη μισή αξία της σε λιγότερο από 3 μήνες). Έπεισε τον επικεφαλής της Bank of America, Kenneth Lewis, να πάψει να ασχολείται με την εξαγορά της Lehman και να εξαγοράσει την Merrill.
AIG
Η συμφωνία θεωρητικά θα «ηρεμούσε» της Wall Street. Οι επενδυτές, όμως, αναζητούσαν και πάλι το επόμενο θύμα και η ανησυχία άρχισε να δίνει τη θέση της στον πανικό. Ο Dow Jones έκλεισε τη Δευτέρα (15/9) κάτω από τις 11.000 μονάδες με μεγαλύτερο «βαρίδι» μεταξύ των 30 μετοχών του, εκείνη του ασφαλιστικού κολοσσού AIG, που υποχώρησε κατά 60%. Και σε αυτή την περίπτωση η χρεοκοπία φάνταζε μόνη διέξοδος αν δεν υπήρχε έξωθεν βοήθεια. Οι αρχές που προσπάθησαν να δώσουν μάθημα στις αγορές αποφεύγοντας να διασώσουν την Lehman, αναγκάζονταν σε λιγότερο από 48 ώρες να το πράξουν για την AIG, προσφέροντας δάνειο 85 δισ. δολ. με εγγύηση το 80% των μετοχών της εταιρείας. Αν, όμως, κατέρρεε ο ασφαλιστικός όμιλος, θα παρέσυρε στην «άβυσσο» προγράμματα ασφάλειας ζωής, συνταξιοδότησης και περίθαλψης εκατομμυρίων εργαζομένων. Θα μετέτρεπε σε «σκουπίδια» χιλιάδες τίτλους, για τους οποίους η AIG έχει εγγυηθεί και οι οποίοι βρίσκονται σε προνομιακή θέση στα χαρτοφυλάκια σχεδόν κάθε τράπεζας.
Ακόμα, όμως, και μετά τη νέα διάσωση το κλίμα πανικού συνέχισε να φουντώνει στην αγορά. Οι μετοχές των δύο επενδυτικών τραπεζών που είχαν πλέον απομείνει, Morgan Stanley και Goldman Sachs, βρίσκονταν σε ελεύθερη πτώση αν και αυτές παρέμεναν κερδοφόρες. Στο μέσον της συνεδρίασης της Πέμπτης (18/9), ο Dow Jones υποχώρησε κάτω κι από τις 10.500 μονάδες. Οι επενδυτές αναζητούσαν εναγωνίως ασφαλή καταφύγια, οδηγώντας την τιμή του χρυσού σε ημερήσια άνοδο σχεδόν κατά 100 δολάρια / ουγκιά (πάνω από 10%) και τα επιτόκια των τίτλων του Δημοσίου σε αρνητικό έδαφος (οι επενδυτές, δηλαδή, καλούνταν να πληρώσουν το Δημόσιο για να το δανείσουν).
Στη διατραπεζική αγορά τα επιτόκια εκτοξεύτηκαν σε επίπεδα πολλαπλάσια εκείνων που ορίζουν οι κεντρικές τράπεζες. Οι τελευταίες αναγκάστηκαν σε συντονισμένες παρεμβάσεις διοχέτευσης ρευστότητας μεγαλύτερες εκείνων που πραγματοποίησαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Τα επιτόκια, όμως, δεν υποχωρούσαν και η παγκόσμια οικονομία κινδύνευε να «στεγνώσει» από δολάρια. Οι πολυεθνικές κάθε κλάδου (από αυτοκινητοβιομηχανίες μέχρι αερομεταφορές και από αλυσίδες λιανικής μέχρι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας) εξαρτώνται άμεσα από τον δανεισμό. Με την καταναλωτική ζήτηση σε όλες τις αναπτυγμένες αγορές να υποχωρεί, οι περισσότερες βρίσκονται έτσι κι αλλιώς σε δύσκολη θέση. Η αδυναμία φθηνής χρηματοδότησης σε αυτές τις συνθήκες ισοδυναμεί με στέρηση του οξυγόνου για τις περισσότερες από αυτές.
Τα «πυρηνικά»
Έχοντας εξαντλήσει το οπλοστάσιό της, η αμερικανική κυβέρνηση δεν μπορούσε πλέον παρά να χρησιμοποιήσει… «πυρηνικά». Αργά το βράδυ της Πέμπτης (18/9), ο Χένρι Πόλσον, ενημέρωσε τους επικεφαλείς του Κογκρέσου για σχέδιο συνολικής διάσωσης των τραπεζών. Το Δημόσιο θα αναλάβει τα «τοξικά» χρεόγραφα μέσω ενός ταμείου που θα δημιουργηθεί. Παράλληλα, σε Αγγλία και ΗΠΑ απαγορεύτηκε η πρακτική του short selling («ποντάρισμα» ότι θα υποχωρήσει η τιμή ενός τίτλου – π.χ. μετοχές). Η πρώτη αντίδραση στη Wall Street είναι εκρηκτική, με τον Dow Jones να «γυρνάει» από το –2% στο +4%. Την επόμενη ημέρα (19/9) τα κέρδη των χρηματιστηριακών δεικτών στα χρηματιστήρια Ασίας και Ευρώπης φτάνουν σε διψήφια επίπεδα και ο Dow σημειώνει νέο άλμα και επιστρέφει στις 11.400 μονάδες.
Από την επόμενη Δευτέρα (22/9), όμως, ο δείκτης επέστρεψε σε έντονα πτωτική τροχιά. Στο Κογκρέσο, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι διαπραγματεύονταν τις λεπτομέρειες του σχεδίου και όλα έδειχναν ότι θα τα βρουν.
Κι όμως κάτι ανησυχούσε τη Wall Street… Τα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία βουλευτών, γερουσιαστών και ομάδων λόμπι άρχισαν να πλημμυρίζουν από δεκάδες χιλιάδες μηνύματα εξαγριωμένων ψηφοφόρων, που δεν ήθελαν να σώσουν με τα χρήματά τους τη Wall Street. Και αυτό το αυθόρμητο κίνημα προκάλεσε μια σπάνια στα Αμερικανικά χρονικά σύγκρουση των βουλευτών με τις επιθυμίες της κυβέρνησης αλλά και της κυρίαρχης ελίτ. Γιατί τόσο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης όσο και στους οικονομικούς κύκλους η υποστήριξη του σχεδίου Πόλσον είναι πρωτοφανής. Το Κογκρέσο, όμως, έκανε σκληρό παζάρι, όχι επειδή έτυχαν «αντάρτες» βουλευτές αλλά λόγω της επικείμενης λαϊκής ετυμηγορίας (αμερικανικές εκλογές στις 4 Νοέμβρη).
Παζάρι
Οι εκλογές της 4ης Νοεμβρίου εκτός από τον νέο Πρόεδρο, θα αναδείξουν όλα τα μέλη της νέας Βουλής των Αντιπροσώπων καθώς και 35 Γερουσιαστές. Έτσι τα μέλη του Κογκρέσου δείχνουν μια απροσδόκητη προσοχή στα αιτήματα των ψηφοφόρων, που από την πλευρά τους δείχνουν εκπληκτικά ανακλαστικά εις βάρος του σχεδίου. Δεν είναι δε τυχαίο, που η Γερουσία (στην οποία τα 2/3 των θέσεων δεν θα κριθούν από τις επικείμενες εκλογές) ενέκρινε με μεγάλη πλειοψηφία το σχέδιο ενώ η Βουλή αρχικά το απέρριψε.
Με την απόρριψη αυτή το σχέδιο διάσωσης άλλαξε προς όφελος των Αμερικανών στα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Στο νέο νομοσχέδιο, αυξάνεται το όριο ασφάλισης των τραπεζικών καταθέσεων από την Ομοσπονδιακή Αρχή Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC) στα 250.000 δολάρια, από 100.000 δολάρια. Μέτρο που προστατεύει τους μικροκαταθέτες αλλά και τις μικρότερες τράπεζες, που πλήττονται περισσότερο από το κύμα φυγής των καταθέσεων από τις τράπεζες.
Στο νομοσχέδιο προστέθηκε, επίσης, ένα πακέτο φορολογικών απαλλαγών ύψους 104 δισ. δολαρίων (αφορούν 24 εκατ. νοικοκυριά) αλλά και φορολογικά μέτρα που «ανακουφίζουν» τα θύματα των πρόσφατων φυσικών καταστροφών σε Τέξας και Λουϊζιάνα. Για τους ψηφοφόρους στις δυτικές πολιτείες το σχέδιο «προσφέρει» βοήθεια σε σχολεία αγροτικών περιοχών. Ευμενή φορολογικά μέτρα υπάρχουν και για τις εταιρείες, με περισσότερο κερδισμένες εκείνες στον κλάδο της «πράσινης» οικονομίας και ανανεώσιμης ενέργειας. Ο συγκεκριμένος κλάδος, άλλωστε, αποτελεί την κορωνίδα της αναπτυξιακής πολιτικής, που υπόσχεται να υιοθετήσει ο Μπάρακ Ομπάμα.
Το «παζάρι» άφησε, αντίθετα, ανέπαφα τα βασικά μέρη του σχεδίου, καθώς σε αυτά είχαν ήδη υπάρξει διασφαλίσεις υπέρ του Δημοσίου από τις διαπραγματεύσεις της προηγούμενης εβδομάδας (αυστηρότερη εποπτεία της κυβέρνησης, πέρασμα στο Δημόσιο μετοχικών μεριδίων στις τράπεζες που επωφελούνται, έλεγχο στις αμοιβές των διευθυντικών τραπεζικών στελεχών, χορήγηση των 700 δισ. δολ. σε τρεις δόσεις κ.α.). Ουσιαστικά, δηλαδή, το κίνημα ψηφοφόρων κατά του σχεδίου επιχειρήθηκε να «εξαγοραστεί» μέσω στοχευμένων παροχών.
Στην προσπάθεια να μεταπειστούν 12 βουλευτές (τόσοι έκριναν το αρνητικό αποτέλεσμα της Δευτέρας) ανασύρθηκαν από τα συρτάρια διάφορα αιτήματα ομάδων πίεσης (τις οποίες συχνά εκπροσωπούν οι βουλευτές). Έτσι το νομοσχέδιο κατέληξε να έχει πληθώρα άσχετων τροπολογιών, όπως η πρόβλεψη ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες υποχρεούνται να καλύπτουν δαπάνες και διανοητικής υγείας (κάλυπταν μόνο φυσικής). Όλες αυτές οι τροπολογίες αύξησαν, βέβαια, και το κόστος του σχεδίου, που πλέον ίσως φτάσει τα 850 δισ. δολ.
Αγορές
Όπως θα περίμενε κανείς οι διαπραγματεύσεις κάθε άλλο παρά θετικά αντιμετωπίστηκαν από τους επενδυτές. Το βράδυ της Δευτέρας (22/9) η τιμή του πετρελαίου κατέγραψε μέσα σε λίγα λεπτά ενίσχυση άνω του 20%, εκτινασσόμενη από τα 105 δολάρια / βαρέλι στα 130 δολάρια! Όσο και να αναζήτησαν αιτία οι αναλυτές δεν μπόρεσαν να βρουν άλλη από τον πανικό που σταδιακά άρχισε να απλώνεται στην αγορά. Ο Dow Jones υποχώρησε πάνω από 3% εκείνη την ημέρα, καταφέρνοντας να κρατηθεί οριακά πάνω από τις 11.000 μονάδες. Οι ρευστοποιήσεις σε τραπεζικούς τίτλους συνεχίστηκαν, με τις μετοχές της τράπεζας Wachovia και του μεγαλύτερου οικιστικού συνεταιρισμού των ΗΠΑ, Washington Mutual, να καταρρέουν.
Την επόμενη ημέρα ο Dow έχασε το «στοίχημα» των 11.000 μονάδων και χρειάστηκε να επιστρατευτεί ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, Γουόρεν Μπάφετ (σύμφωνα με το περιοδικό Forbes) για να μπει φρένο στην υποχώρηση. Η είδηση ότι ο Μπάφετ (γνωστός για τις μεγάλες αποδόσεις των επενδυτικών του επιλογών αλλά και την κριτική του στη Wall Street και τον πρόεδρο Μπους) θα επένδυε περίπου 10 δισ. δολ. στην πρώην επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs, παρουσιάστηκε από τα ΜΜΕ ως ενδεικτική αντιστροφής του κλίματος. Ο Dow Jones, όμως, δεν… συγκινήθηκε.
Οι ενδείξεις επικείμενης συμφωνίας Δημοκρατικών – Ρεπουμπλικάνων για το σχέδιο βελτίωσαν κάπως το κλίμα στην αγορά. Το Σαββατοκύριακο, όμως, ακολούθησαν νέες χρεοκοπίες – Wachovia και Washington Mutual. Την Δευτέρα (29/9) ο ιός «πέρασε» τον Ατλαντικό και ευρωπαϊκές τράπεζες άρχισαν να κρατικοποιούνται για να μην καταρρεύσουν. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, η απόρριψη του σχεδίου από την Βουλή των Αντιπροσώπων προκάλεσε τη μεγαλύτερη (σε απόλυτα μεγέθη) «βουτιά» στην ιστορία του Dow Jones. Σε ποσοστό, η πτώση ήταν η τρίτη μεγαλύτερη μετά το κραχ του ’87, υπολειπόμενη μόνο εκείνων στο αποκορύφωμα της Ασιατικής κρίσης (1998) και στην πρώτη συνεδρίαση μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Εκείνο το βράδυ, η παγκόσμια οικονομία βρέθηκε μια ανάσα από το απόλυτο κραχ.
Δεν είναι, πλέον, μόνο η πτώση στα χρηματιστήρια. Το σημαντικότερο, ίσως, πρόβλημα, είναι η εκτόξευση των επιτοκίων στη διατραπεζική αγορά. Με την εμπιστοσύνη μεταξύ των τραπεζών να «αγγίζει» το μηδέν, κανείς δεν δανείζει κανέναν. Η παγκόσμια οικονομία στερείται, σιγά-σιγά, το ρευστό, όπως στεγνώνει ένα λουλούδι. Η κρίση περνά από το χρηματιστήριο στην πραγματική οικονομία. Εφόσον η κατάσταση αυτή συνεχιστεί, ακόμα και μεγάλες επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους. Η έλλειψη ρευστότητας «άγγιξε» μέχρι και το σύμβολο του Αμερικανικού καπιταλισμού, την General Electric. Αν και σε αυτή την περίπτωση επιστρατεύτηκε ο κ. Μπάφετ (επένδυσε 3 δισ. δολ.) η μετοχή συνεχίζει να υποχωρεί, έχοντας χάσει το 40% της αξίας που είχε στην αρχή του έτους. Μόνο την Πέμπτη (2/10), η μετοχή της General Electric υποχώρησε 9,6%, σε μία συνεδρίαση που ο Dow απώλεσε σχεδόν όλα τα κέρδη που είχε καταφέρει να «μαζέψει» μετά το στραπάτσο της Δευτέρας.
Αν εταιρείες όπως η General Electric αρχίσουν να καταρρέουν, η ανεργία θα εκτιναχθεί στα ύψη και ο πανικός θα κυριαρχήσει στην αγορά. Το σχέδιο διάσωσης των τραπεζών ίσως καταφέρει να αποτρέψει το κραχ τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες. Δεν θα αποτρέψει, όμως, μια παρατεταμένη ύφεση σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία. Ακόμα και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες στην Ασία απειλούνται να «προσγειωθούν» απότομα, καθώς οι εξαγωγές τους προς τη Δύση δεινοπαθούν.
Μετά το σχέδιο διάσωσης τι;
Την Παρασκευή, 3 Οκτωβρίου, η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε το σχέδιο διάσωσης των τραπεζών. Όσο η ψηφοφορία βρισκόταν σε εξέλιξη, οι τιμές των μετοχών ενισχύονταν στο αμερικανικό χρηματιστήριο. Στο τέλος της ψηφοφορίας ο δείκτης Dow Jones ενισχυόταν κατά 3,45%. Και τότε άρχισε να υποχωρεί. Οι αναλυτές τέτοιου είδους αντιδράσεις τις εξηγούν λέγοντας ότι οι επενδυτές «αγοράζουν στη φήμη και πουλάνε στο γεγονός». Στην πραγματικότητα είχε φύγει από τη μέση ένας παράγοντας αβεβαιότητας που «σκιάζε» την εικόνα (αν το Κογκρέσο εγκρίνει το πλάνο). Και ήταν λογικό οι επενδυτές να αρχίσουν να ξεπουλάνε μόλις είδαν μπροστά τους ξανά την πραγματικότητα: Το μεσημέρι της Παρασκευής είχε ανακοινωθεί ότι τον Σεπτέμβριο χάθηκαν 159.000 θέσεις εργασίας – η μεγαλύτερη μηνιαία απώλεια μετά την εισβολή στο Ιράκ (Μάρτιος 2003). Από την αρχή του χρόνου οι θέσεις εργασίας περιορίζονται κάθε μήνα και πλέον έχουν χαθεί πάνω από 760.000 θέσεις.
Τα ασιατικά και ευρωπαϊκά χρηματιστήρια είχαν την τύχη να ολοκληρώσουν τη συνεδρίασή τους προτού ψηφιστεί το σχέδιο διάσωσης (λόγω της διαφοράς ώρας). Όταν «άνοιξαν» την Δευτέρα (6/10), λογικό ήταν να ακολουθήσουν την πορεία των μετοχών στις ΗΠΑ: Οι χρηματιστηριακοί δείκτες «βούτηξαν» πάνω από 5% εν μέσω φημών για χρεοκοπίες Ευρωπαϊκών τραπεζών και απεγνωσμένων προσπαθειών των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να δείξουν ότι αντιδρούν στην κρίση χωρίς να αμφισβητήσουν τα κυρίαρχα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Το μεσημέρι της Δευτέρας, όταν άρχισε η συνεδρίαση στη Wall Street, το κλίμα επιδεινώθηκε. Οι μετοχές συνέχισαν να κατρακυλούν και γρήγορα ο Dow Jones βρέθηκε κάτω από τις 10.000 μονάδες, για πρώτη φορά μετά από 4 χρόνια. Οι απώλειες στις ευρωπαϊκές αγορές έλαβαν διαστάσεις κραχ, με τα ποσοστά να πλησιάζουν διψήφια επίπεδα. Μάλιστα αφού έκλεισαν οι ευρωπαϊκές αγορές, οι ρευστοποιήσεις στις ΗΠΑ εντάθηκαν, με τον Dow Jones να χάνει περίπου 8% (υποχωρώντας στις 9.525 μονάδες) μία ώρα πριν την ολοκλήρωση της συνεδρίασης. Ήταν οι μεγαλύτερες απώλειες που σημείωσε ο δείκτης μετά τη Μαύρη Δευτέρα του 1987 (3) . Τότε άρχισαν να κυριαρχούν φήμες στην αγορά ότι η Fed συμφώνησε με την κυβέρνηση να δανείζει εφεξής τις τράπεζες χωρίς οποιαδήποτε εγγύηση – γεγονός που δεν έχει γίνει ποτέ ξανά! Οι τιμές των μετοχών ανέκαμψαν απότομα και η συνεδρίαση ολοκληρώθηκε με τον Dow οριακά κάτω από τις 10.000 μονάδες και τις απώλειές του να «περιορίζονται» σε 3,58%.
Η απάντηση
Σε τέτοια περιβάλλοντα, οι φλόγες της κοινωνικής έκρηξης και οι επαναστατικές διαδικασίες δεν θέλουν πολύ για να φουντώσουν. Το αυθόρμητο κίνημα των Αμερικανών φορολογούμενων αποτελεί μια εξαιρετικά ευχάριστη εξέλιξη. Πρέπει, όμως, να υπάρξει οργάνωση των εργαζομένων. Σε κάθε χώρο εργασίας που πλήττεται άμεσα από την κρίση, θα πρέπει να δημιουργηθούν επιτροπές αγώνα από τους εργαζομένους. Ο καπιταλισμός βιώνει την πρώτη μεγάλη κρίση του στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Ο διεθνής χαρακτήρας του προβλήματος ευνοεί την επικοινωνία και συνεννόηση των εργαζομένων όλων των ηπείρων.
Σε κάθε χώρα, οι δυνάμεις που είναι συνεπείς με τις ιδέες και τα οράματα του σοσιαλισμού οφείλουν να πρωτοστατήσουν στην οργάνωση των εργαζομένων. Σε πολιτικό επίπεδο πρέπει να προωθήσουν τα αιτήματά τους και όταν η φλόγα δυναμώσει να διεκδικήσουν την αφαίρεση της εξουσίας από το μεγάλο κεφάλαιο και το πέρασμά της στις επιτροπές και τα συμβούλια των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.
Μπορεί και αυτή τη φορά το σύστημα να βρει τις λύσεις του. Σε κάθε περίπτωση, οι ισορροπίες του αύριο θα προκύψουν από τις μάχες που σήμερα ξεκινάνε. Και οι μαρξιστές δεν μπορεί παρά να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.
____________________________
1) Το 1992 ο Φράνσις Φουκουγιάμα, στο βιβλίο του «Το τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος» υποστήριξε ότι με την κατάρρευση του Σταλινισμού ήρθε το τέλος της Ιστορίας σε ιδεολογικό επίπεδο. Ότι ο νεοφιλελευθερισμός είχε επικρατήσει για πάντα! Στο βιβλίο του, μέχρι τότε άσημου, Φουκουγιάμα βρήκε εκλαϊκευμένο πολιτικό σχήμα το πακέτο των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών, που τότε υιοθετούσαν όλες οι κυβερνήσεις. Ενδεικτικό του αντίκτυπου είναι ότι το βιβλίο μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη μόλις ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του.
2) Ο Κέυνς υπήρξε από τους σημαντικότερους οικονομολόγους της κυρίαρχης οικονομικής επιστήμης και το έργο του αποτέλεσε θεωρητικό υπόβαθρο για την κρατική παρέμβαση στις δυτικές οικονομίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Κέυνς υποστήριζε ότι η κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίζει την ανεργία και να τονώνει την ανάπτυξη αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες.
3) Στις 19/10/1987 ο Dow υποχώρησε 22,6% (μεγαλύτερο ποσοστό ημερήσιας απώλειας που έχουν ποτέ καταγραφεί για τον δείκτη) πυροδοτώντας μεγάλες απώλειες στα χρηματιστήρια του πλανήτη. Η κρίση συνεχίστηκε τις επόμενες εβδομάδες (με μικρότερες ημερήσιες απώλειες) και μεταδόθηκε σε όλα τα χρηματιστήρια του πλανήτη. Σύντομα, όμως, οι μετοχές ανέκαμψαν ενώ τα αίτια της κρίσης αποτελούν ακόμα αντικείμενο διαφωνίας των οικονομολόγων.