Στα μέσα του περασμένου Μάη, το Συμβούλιο της πόλης του Σιάτλ, πήρε την απόφαση να φορολογήσει την Amazon και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, προκειμένου να εξασφαλιστούν 48 εκατ. δολάρια το χρόνο για τη χρηματοδότηση ενός προγράμματος κατασκευής εργατικών κατοικιών. Το Συμβούλιο πήρε αυτή την απόφαση κάτω από την πίεση του κινήματος της πόλης, που οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία για αυτό το θέμα. Η απόφαση αυτή όμως εξόργισε τις μεγάλες επιχειρήσεις της πόλης, που ξεκίνησαν μια δική τους εκστρατεία εκφοβισμού. Έτσι, πριν περάσει ένας μήνας, το Συμβούλιο πήρε πίσω την απόφασή του, με 7 ψήφους υπέρ και 2 κατά.
Η εκστρατεία της Amazon
Τα μέλη του Συμβουλίου, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν είναι τίποτα παραπάνω από υπάλληλοι των μεγάλων επιχειρήσεων, όπως και η δήμαρχος της πόλης Τζένι Ντάρκαν, δε δυσκολεύτηκαν να πάρουν πίσω την προηγούμενη απόφασή τους. Ήδη, πριν από την ομόφωνη απόφαση για φορολόγηση της Amazon, είχαν κάνει οτιδήποτε περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τις «απώλειες» της εταιρείας, μειώνοντας τη φορολόγηση που είχε αρχικά προταθεί.
Οι απειλές της Amazon ότι θα σταματήσει μια σειρά από κατασκευαστικά έργα στην πόλη και η προσπάθειά της να πάρει με το μέρος της τμήμα των εργαζομένων, που έπεσαν στην παγίδα φοβούμενοι για τις θέσεις εργασίας τους, ήταν αρκετά. Επιπλέον, η Amazon ξεκίνησε μια κίνηση για να γίνει δημοψήφισμα τον Νοέμβριο για το θέμα. Τα 7 μέλη του Συμβουλίου το χρησιμοποίησαν αυτό σαν δικαιολογία για να αποσύρουν την ψήφο τους, δηλώνοντας ότι φοβούνται ότι το δημοψήφισμα θα το κερδίσει η Amazon έτσι και αλλιώς.
Απληστία και θράσος χωρίς όρια
Γιατί αλήθεια ο ιδιοκτήτης της Amazon Τζεφ Μπέζος, ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, χρειάζεται καθεστώς μηδενικής φορολόγησης προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί την επιχείρησή του και να «δίνει δουλειές» στην πόλη; Προφανώς όχι επειδή «δυσκολεύεται» οικονομικά, ή επειδή η εταιρεία του κινδυνεύει πραγματικά να κλείσει. Ο Μπέζος δεν είναι διατεθειμένος να χάσει ούτε ψίχουλο από τα κέρδη του, γιατί με τον πλούτο του μπορεί να επιβάλλει την φορολογική του ασυλία σε βάρος της κοινωνίας. Τα 48 εκατομμύρια το χρόνο αποτελούν πραγματικά ψίχουλα για εταιρείες όπως η Amazon, όμως το παράδειγμα ενός γενικευμένου κινήματος που επιβάλει στις μεγάλες επιχειρήσεις να βγάζουν από την τσέπη τους έστω και μικρά ποσά για «κοινωνική πολιτική», αποτελεί εφιάλτη για τους μεγαλοεπιχειρηματίες.
Πολλές ακόμη πόλεις θα μπορούσαν να ακολουθήσουν, ενθαρρυμένες από το παράδειγμα του Σιάτλ. Το ίδιο εξάλλου συνέβη και στην περίπτωση της απόφασης για 15 δολάρια την ώρα ως κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα, που ξεκίνησε από το Σιάτλ και επεκτάθηκε σε μια σειρά πολιτείες των ΗΠΑ.
Με αυτό στο μυαλό τους, αποφάσισαν να μην επιτρέψουν στο παράδειγμα να επεκταθεί, ασκώντας όλες τις πιέσεις στο Συμβούλιο της πόλης να αναιρέσει την απόφαση του.
Στεγαστική κρίση
Το γεγονός ότι η Amazon και άλλες μεγάλες εταιρείες έχουν αναπτύξει έντονη δραστηριότητα στην πόλη, έχει οδηγήσει στην εκτόξευση των τιμών τόσο των ενοικίων, όσο και της αγοράς κατοικιών. Έτσι, οι κάτοικοι της πόλης βρίσκονται αντιμέτωποι με μια τεράστια στεγαστική κρίση, που δεν επηρεάζει μόνο τα φτωχότερα στρώματα, τους άνεργους, τους άστεγους, κλπ, αλλά ακόμη και χαμηλόμισθους εργαζόμενους, που δυσκολεύονται να πληρώσουν τα αστρονομικά ενοίκια.
Η εκστρατεία για τη φορολόγηση της Amazon, προέκυψε ακριβώς εξαιτίας αυτής της κατάστασης, με πλατιά τμήματα του πληθυσμού της πόλης να απαιτούν από την εταιρεία που ευθύνεται για τη στεγαστική κρίση, να πληρώσει -έστω και σε ένα βαθμό- για την αντιμετώπισή της. Η Amazon όμως, κατάφερε για άλλη μια φορά να «πείσει» τους πολιτικούς της υπαλλήλους να αποτρέψουν ακόμη κι αυτό το σενάριο.
Ο αγώνας συνεχίζεται
Η εκστρατεία για τη φορολόγηση της Amazon ξεκίνησε το περασμένο φθινόπωρο και η «Σοσιαλιστική Εναλλακτική» (CWI – αδελφή οργάνωση του «Ξ» στις ΗΠΑ) και το εκλεγμένο μέλος της στο Συμβούλιο της πόλης Σάμα Σαγουάντ, έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην εξάπλωσή της. Τόσο στους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης, όσο και μέσα στο Συμβούλιο, η Σάμα Σαγουάντ, πάλεψε αρχικά για την επιβολή του φόρου και στη συνέχεια για τη διατήρησή του, την ώρα που τα υπόλοιπα μέλη του εξηγούσαν ότι «αναγκάστηκαν» να τον πάρουν πίσω. Στη συγκεκριμένη συνεδρίαση, η σ. Σάμα εξηγούσε:
«Εγκαταλείποντας την απόφαση για φορολόγηση (της Amazon) το Συμβούλιο μας επιβάλει την απώλεια μιας τεράστιας ευκαιρίας που δημιούργησε το κίνημα, την ευκαιρία να γίνει επιτέλους η αρχή για τη την ανατροπή μιας οπισθοδρομικής κατάστασης, που επιτρέπει τη μηδαμινή φορολογία στις επιχειρήσεις και την τεράστια υποχρηματοδότηση βασικών αναγκών, όπως η προσβάσιμη στέγαση».
Η απώλεια μιας ευκαιρίας όμως, δε σημαίνει ότι ο αγώνας σταματάει. Το κίνημα για τη φορολόγηση της Amazon θα συνεχίσει να παλεύει για την ουσιαστική χρηματοδότηση αναγκών όπως η στέγη, αλλά και ενάντια στα αρπακτικά όπως ο Τζεφ Μπέζος, που αυξάνουν τα κέρδη τους γεμίζοντας τις πόλεις άστεγους και φτωχούς.