Το υπερεθνικιστικό Ριζοσπαστικό Κόμμα Σερβίας (ΡΚΣ), του υπόδικου εγκληματία πολέμου Β. Σέσελι, βγήκε τελικά πρώτο κόμμα με μεγάλη διαφορά στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές (28.12.03). Συγκέντρωσε το 27,33% των ψήφων και έβγαλε 81 βουλευτές, ενώ το Σοσιαλιστικό Κόμμα, του Μιλόσεβιτς, πήρε το 7,55% των ψήφων και 22 έδρες. Και ο Σέσελι και ο Μιλόσεβιτς εκλέγηκαν βουλευτές.
Αντίθετα, τα κόμματα της λεγόμενης Δημοκρατικής Αντιπολίτευσης (ΔΑ), που πήραν την εξουσία, μετά την ανατροπή του Μιλόσεβιτς από την λαϊκή εξέγερση τον Σεπτέμβρη του 2000, έχασαν σχεδόν τους μισούς ψήφους τους. Από το 70% περίπου των ψήφων που συγκέντρωσαν τότε στις πρώτες εκλογές πρίν 4 χρόνια, πήραν τώρα λίγο παραπάνω από 40%. Το Δημοκρατικό Κόμμα Σερβίας, του Κοστούνιτσα, πρώτου Προέδρου μετά την μεταπολίτευση, πήρε 17,81% και 52 έδρες, το Δημοκρατικό Κόμμα, του πρωθυπουργού Τζίντζιτς, που δολοφονήθηκε, πήρε 12,70% και 38 έδρες και η "Ομάδα 17", του Λάμπους 11,60% και 34 έδρες.
Σ’ αυτές τις εκλογές δεν συμμετείχαν οι Αλβανοί του Κόσοβου, γιατί δεν θεωρούν ότι ανήκουν στο Σερβικό κράτος και επίσης δεν αντιπροσωπεύεται στη νέα Βουλή η ουγγρική μειονότητα, γιατί δέν συγκεντρώνει το 5%, που είναι το κατώτατο όριο για να βγάλει βουλευτές.
Χρεοκοπία της νεοφιλελεύθερης, φιλοδυτικής πολιτικής
Η κυβέρνηση του μεταρυθμιστή και εκσυγχρονιστή Τζίντζιτς, των συμμάχων και των διαδόχων του, όχι μόνο δεν έλυσε τα προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί από τον πόλεμο, την διεθνή απομόνωση και την κατάρευση της οικονομίας, αλλά και διέψευσε τις προσδοκίες, που οι ίδια καλλιεργούσε στον απελπισμένο σερβικό λαό.
Η νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, που επιβλήθηκε στη Σερβία, μετά την ανατροπή του Μιλόσεβιτς, από το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή, το ξεπούλημα του δημόσιου τομέα, το κλείσιμο των εργοστασίων και οι αυστηρές περικοπές στις δαπάνες, χειροτέρευσαν την οικονομική κατάσταση, την ανεργία, τη φτώχεια και τη δυστυχία.
Η διαφθορά του κρατικού μηχανισμού εξαπλώνεται και οι διάφορες μαφίες ελέγχουν τμήματα της αστυνομίας, του στρατού και ολόκληρες πόλεις. Η δολοφονία του πρωθυπουργού Τζίντζιτς αποδίδεται σε συγκρούσεις συμφερόντων για τις συναλλαγές της ίδιας της κυβέρνησης με την μαφία του Βελιγραδίου.
Την ίδια ώρα, η ουσιαστική πια αυτονόμηση του Κόσοβου και του Μαυροβουνίου, η δουλική συμπεριφορά της σερβικής κυβέρνησης στις εντολές του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και οι ταπεινωτικοί εκβιασμοί του Σολάνα και της Παγκόσμιας Τράπεζας, πως αν δεν εκλεγούν ξανά οι φιλοδυτικοί εκσυγχρονιστές, θα παγώσουν την διεθνή οικονομική βοήθεια, έχουν εξοργίσει τον σέρβικο λαό.
Αυτές ακριβώς τις συνθήκες εκμεταλλεύονται οι εθνικιστές του Σέσελι και με λαϊκιστικές υποσχέσεις και αντιδυτικά συνθήματα βρίσκουν τώρα ξανά απήχηση και ενισχύουν τις δυνάμεις τους, ενώ μόλις 4 χρόνια πριν κρυβόντουσαν για να γλιτώσουν από την λαϊκή εξέγερση.
Κρίση, αστάθεια και αβεβαιότητα ενισχύουν τους εθνικιστές
Η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ και της Ευρώπης θα κάνει τα πάντα για να στήσει στα πόδια του ένα νέο συνασπισμό των φιλοδυτικών κομμάτων για να σχηματίσουν κυβέρνηση χωρίς τους εθνικιστές. Φοβάται τη νέα έξαρση του εθνικισμού που σηκώνει ξανά κεφάλι όχι μόνο στην Σερβία, αλλά και στη Βοσνία και το Κόσοβο. Φοβάται τον κίνδυνο μιας νέας αποσταθεροποίησης όλης της περιοχής.
Οποιαδήποτε όμως "νέα" τέτοια κυβέρνηση θα ‘ναι προσωρινή και ανά πάσα στιγμή θα κινδυνεύει να καταρρεύσει. Γιατί ούτε αυτή, ούτε οι ιμπεριαλιστές πάτρωνες της μπορούν να δώσουν λύσεις στα πραγματικά προβλήματα του σέρβικου λαού. Ούτε, όμως, οι εθνικιστές μπορούν να δώσουν λύσεις στα καυτά προβλήματα της οικονομίας, της εργατικής τάξης και των εθνικών μειονοτήτων της περιοχής, όπως έδειξε ξεκάθαρα η φρικιαστική εμπειρία της Γιουγκοσλαβίας την προηγούμενη δεκαετία.
Η σέρβικη εργατική τάξη πρέπει να οργανωθεί σε ανεξάρτητα συνδικάτα και να χτίσει ένα δικό της αριστερό μαζικό πολιτικό κόμμα για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις της "νέας" κυβέρνησης και την απειλή των εθνικιστών. Να καλέσει τους εργάτες κι όλους τους εργαζόμενους του Κοσόβου, του Μαυροβουνίου, της Βοσνίας, της Κροατίας και όλων των Βαλκανίων σε κοινό αγώνα ενάντια στους καπιταλιστές και τους εθνικιστές. Να υιοθετήσει ένα πραγματικά σοσιαλιστικό πρόγραμμα με στόχο μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Με εγγυημένα τα δικαιώματα όλων των μειονοτήτων και των εθνοτήτων και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης τους εφ’ όσον το επιθυμούν.