Ο Σεραφείμ Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Life Member στο πανεπιστήμιο του Cambridge.
Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ (σήμερα) Κυριακή 12/05/2013 (http://www.tovima.gr/PrintArticle/?aid=512188)
Η ηθική και πολιτική κατάπτωση κατά κανόνα συνυπάρχει με έκπτωση νοημάτων και εννοιών. Αυτή είναι η μείζων διάσταση στην ιλαροτραγική διαμάχη ανάμεσα στη «Σοσιαλιστική Διεθνή» και την υπό ίδρυση «Προοδευτική Συμμαχία» – διότι, ασφαλώς, όσοι – φαίνεται να – αντιπαρατίθενται δεν είναι ούτε σοσιαλιστές ούτε διεθνιστές· δεν είναι καν απροσδιόριστα «προοδευτικοί».
Περί του ποιού τους, οφείλει κανείς να είναι σαφής και κατηγορηματικός· να πει την αλήθεια, όπως την οραματιζόταν ο Μπρεχτ: σαν όπλο. Να πει ότι πρόκειται για πολιτικούς νάνους σε όλο το εύρος της περισπούδαστης ιεραρχίας τους· ένα τοξικό και ιδιοτελές γραφειοκρατικό συνονθύλευμα, δέσμιο ισχυρών επιχειρηματικών και χρηματιστικών συμφερόντων που επικαλείται ιδεολογικές ρήσεις προσχηματικά και κατά το δοκούν προκειμένου να κρύψει ό,τι πλέον δεν κρύβεται: την απόλυτη και – σε περιπτώσεις όπως η ελληνική – άκρως επιθετική προσχώρησή του στο καταστρεπτικό νεοφιλελεύθερο δόγμα. Πρόκειται για απύθμενο θράσος· για αναίσχυντη ύβρη προς τη δημόσια σφαίρα…
Στις περιστάσεις προέχει η διευκρίνιση λέξεων και σημασιών. Οπως δεν είναι διεθνιστής κάποιος που ταξιδεύει «για επαφές» στο εξωτερικό, έτσι δεν είναι και «σοσιαλιστής» (ή «αριστερός») όποιος… έτσι δηλώνει. Δεν είναι, αίφνης, αριστερή η ΔΗΜΑΡ επειδή περιλαμβάνει τον όρο στον τίτλο της, όπως δεν είναι και το ΠαΣοΚ σοσιαλιστικό επειδή ο τέως προέδρός του ηγείται της «Σοσιαλιστικής Διεθνούς» και ο νυν αρχηγός του ετοιμάζεται να μεταβεί στη Λειψία. Δι-ιστορικά, και πολύ περισσότερο σήμερα, Αριστερά δεν νοείται χωρίς αγώνα για ενδυνάμωση της εργασίας στη σύγκρουσή της με το κεφάλαιο, συνδυαστικά με τη θέση ότι προϋπόθεση για την ευημερία είναι ο κοινωνικός – δημοκρατικός έλεγχος επί της παραγωγικής διαδικασίας και των καρπών της – τον ακριβή δηλαδή αντίποδα της άποψης με την οποία εδώ και χρόνια φορτικά μας βομβαρδίζει η Σοσιαλδημοκρατία: ότι πρόοδος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς «καλό επενδυτικό κλίμα» (ευφημισμό για το σύνδρομο χαμηλών μισθών, επισφαλών εργασιακών σχέσεων και συρρικνούμενων συνδικαλιστικών δικαιωμάτων).
Δεν ήταν βέβαια πάντοτε έτσι. Στους δύο τελευταίους αιώνες η Σοσιαλδημοκρατία μεταλλάχθηκε όχι λιγότερο από τρεις φορές. Από την αρχική εποχή του διεθνιστικού κινηματικού λόγου και των δράσεων (όταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πράγματι συνείχαν και εξέφραζαν τα αιτήματα της εργασίας) είχαμε, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, στροφή στην εθνοκεντρική γραφειοκρατική ενσωμάτωση – στάση που οδήγησε στις εκατόμβες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – και τον μεσοπολεμικό κρατισμό: την έωλη προσδοκία ότι το αδιέξοδο σύστημα θα μετασχηματιζόταν σταδιακά… με «μεταρρυθμίσεις» – μια πολιτική που συνυφάνθηκε, αν δεν οδήγησε ευθέως, στην άνοδο του φασισμού. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο της οικονομικής άνθησης (όταν, το 1951, η Σοσιαλιστική Διεθνής επανιδρύθηκε) είχαμε τη δεύτερη αλλαγή: την άποψη ότι ο σοσιαλισμός είτε είχε επέλθει, είτε πλέον δεν χρειαζόταν, μια και το Κράτος Πρόνοιας όλα τα παρείχε και όλα τα προέβλεπε. Η παταγώδης κατάρρευση και αυτής της αυταπάτης οδήγησε στην τρίτη μετάλλαξη – αυτήν που σήμερα βιώνουμε με τη μορφή των αντιμεταρρυθμιστικών σοκ «της ευθύνης» και της εκσυγχρονιστικής-αναπτυξιακής προοπτικής, που όμως είναι σαν τη σκιά μας: όσο την πλησιάζουμε, τόσο αυτή απομακρύνεται. Αυτού του τύπου η ιδεολογική αποσάθρωση είχε φέρει στις τάξεις της «Σοσιαλιστικής Διεθνούς», πολύ πριν ξεσπάσει η τωρινή κρίση, κόμματα όπως αυτά των Μπεν Αλι και Χόσνι Μουμπάρακ, και άλλα παρεμφερή που βαρύνονται όχι απλώς με καταστολή, αλλά με συστηματικές σφαγές των πληθυσμών τους (π.χ. το PRΙ στο Μεξικό, η Acci· n Democratica στη Βενεζουέλα, το ΜΙR στη Βολιβία). Αυτό το πολιτικό προσωπικό μπορεί να είναι οτιδήποτε, σοσιαλιστικό όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι.
Προς τι λοιπόν η εμμονή στην αριστερότροπη ορολογία; Τι εκτρέφει το πάθος για αυτή τη σκαιά αντιποίηση συμβόλων και οραμάτων; Δεν πρόκειται μόνο για μικρόνοια και πνευματική οκνηρία. Οπως και στο παρελθόν, η Σοσιαλδημοκρατία θέλει και πάλι να εκμεταλλευθεί πολιτικά το κοινωνικό δράμα προσποιούμενη ευαισθησίες, τις οποίες όμως αποδεδειγμένα πλέον δεν διαθέτει. Εξ ου και η διάχυτη φαιδρότητα της όλης αντιπαράθεσης των ημερών. Το κρίσιμο είναι αλλού, και αφορά την Αριστερά που βλέπει τις γραμμές της να κατακλύζονται από δήθεν ανανήψαντες σοσιαλδημοκράτες: άτομα κατά τεκμήριο ευφυή που, καθώς διαπιστώνουν ότι ο Σοσιαλδημοκράτης βασιλιάς δεν είναι μόνο γυμνός αλλά και γελοίος, σπεύδουν να ενταχθούν στο αριστερό άρμα για να το φέρουν στα – πάντα σοσιαλδημοκρατικά – μέτρα τους: να πουν, λ.χ., ότι αυτό που χρειάζεται είναι κάποιες «άλλες» μεταρρυθμίσεις, πάντοτε –εννοείται– εντός του συστήματος· ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι παρά ανέφικτος βερμπαλισμός και ότι οι κινηματικές δράσεις βλάπτουν τελικά τη δημοκρατία. Αυτών όλων τον ανερυθρίαστο πολιτικό αριβισμό η Αριστερά καλείται να αποκαλύψει και – πριν να είναι αργά – έμπρακτα να ανασκευάσει.