Διαβάστε παρακάτω άρθρο της Σάμα Σαγουάντ, μέλους της Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής (αδελφή οργάνωση του «Ξ» στις ΗΠΑ και τμήμα της Επιτροπής για μια Εργατική Διεθνή-CWI) εκλεγμένης στο συμβούλιο της πόλης του Σιάτλ, γύρω από την εκστρατεία επανεκλογής της και τις συνθήκες μέσα στις οποίες εκτυλίσσεται.
Η έναρξη της εκστρατείας για την επανεκλογή μου στο συμβούλιο της πόλης του Σιάτλ συντελείται σε ένα πολύ διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο σε σχέση με αυτό του 2013, όταν εκλέχθηκα για πρώτη φορά ως υποψήφια της «Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής» (Socialist Alternative). Από τότε μέχρι σήμερα, το πολιτικό σκηνικό στις ΗΠΑ έχει εισέλθει σε μια περίοδο αυξανόμενης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής, ενώ το ενδιαφέρον για τις σοσιαλιστικές ιδέες αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς.
Η προεκλογική εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς για το χρίσμα των Δημοκρατικών το 2016, έκανε τη λέξη «σοσιαλισμός» πρώτη σε αναζητήσεις στο διαδίκτυο για τη συγκεκριμένη χρονιά, ενώ το γεγονός ότι ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως δημοκρατικός σοσιαλιστής ενέπνευσε εκατομμύρια νέους και εργαζόμενους να αναζητήσουν εναλλακτική λύση στο φιλο-καπιταλιστικό πολιτικό κατεστημένο. Πιο πρόσφατα, η εκλογή της Αλεξανδρία Οκάσιο Κορτές, δημιούργησε ενθουσιασμό σε πλατιά στρώματα και αναζωπύρωσε τη συζήτηση γύρω από τις σοσιαλιστικές ιδέες. Κεντρικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν οι προτάσεις της για φορολόγηση κατά 70% των εισοδημάτων πάνω από 10 εκατομμύρια δολάρια και για τη δημιουργία ενός «Πράσινου New Deal» για την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων με την παράλληλη δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας με αξιοπρεπείς μισθούς.
Όλο και περισσότεροι ψηφοφόροι δεν ταυτίζονται πολιτικά ούτε με τους Δημοκρατικούς, ούτε με τους Ρεπουμπλικάνους. Αυτή η τάση είναι πιο έντονη στους νέους ανθρώπους, με το 71% των Millennials (όσοι γεννήθηκαν μεταξύ του 1980 και του 2000) να λένε ότι πιστεύουν ότι η χώρα χρειάζεται ένα τρίτο μεγάλο κόμμα, που να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των απλών ανθρώπων.
Για κάποιους η μεγάλη ανάπτυξη της υποστήριξης των σοσιαλιστικών πολιτικών μπορεί να αποτελεί έκπληξη, όμως στην πραγματικότητα αποτελεί τη φυσική απάντηση στην κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου της αμερικάνικης εργατικής τάξης και στην αποτυχία του καπιταλισμού να προσφέρει μέλλον στους νέους. Ένας εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό δεν μπορεί -πουθενά στη χώρα- να ανταποκριθεί στο κόστος του ενοικίου για ένα διαμέρισμα 2 υπνοδωματίων. Σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί θα αντιμετωπίσουν τεράστιες δυσκολίες αν χρειαστεί να πληρώσουν ένα απρόσμενο ιατρικό λογαριασμό ύψους 500 δολαρίων και οι σημερινοί απόφοιτοι των πανεπιστημίων θα συνεχίσουν να πληρώνουν τα φοιτητικά τους δάνεια μέχρι τα 40 τους. Αν συνδυάσουμε όλα τα παραπάνω με τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής -τις ολοένα και πιο καταστροφικές δασικές πυρκαγιές, τις καταστροφικές καταιγίδες που προκαλούν χάος- αλλά και την τρομακτική άνοδο των ακροδεξιών ομάδων, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι απλοί Αμερικανοί αναζητούν απελπισμένα ουσιαστικές αλλαγές.
Ένα πολιτικό σύστημα με ρωγμές
Επειδή το σημερινό κοινωνικό και πολιτικό σύστημα δεν «δουλεύει» υπέρ της πλειοψηφίας, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι τολμηρές προοδευτικές πολιτικές όπως η πρόταση για δημιουργία Εθνικού Συστήματος Υγείας (Medicare for All), η φορολόγηση κατά 70% στα εισοδήματα άνω των 10 εκατομμυρίων δολαρίων της Οκάσιο Κορτές και η αύξηση των κρατικών δαπανών για αξιοπρεπή στέγαση, απολαμβάνουν τεράστιας υποστήριξης. Ωστόσο, το κατεστημένο των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων κάνει τα πάντα για να αντισταθεί σε αυτά τα αιτήματα. Έτσι το ερώτημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Αμερικανοί εργαζόμενοι και η νεολαία δεν είναι το «τι είδους αλλαγές χρειάζονται», αλλά το «τι απαιτείται για να τις πετύχουμε;».
Ως Σοσιαλιστική Εναλλακτική υποστηρίζουμε εδώ και δεκαετίες ότι για να υιοθετηθούν πολιτικές υπέρ των εργαζομένων, χρειαζόμαστε ένα πολιτικό κόμμα που να λογοδοτεί στα δικά τους συμφέροντά και όχι σε εκείνα των μεγάλων εταιρειών και των υπερ-πλούσιων. Γιατί τελικά, οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι των κομμάτων που στηρίζονται στη χρηματοδότηση μεγάλων επιχειρήσεων, θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να παραμείνουν υπό την εύνοια των προστατών τους.
Αυτό αποδείχθηκε στο Σιάτλ τον περασμένο Μάρτιο. Η δήμαρχος Jenny Durkan και η πλειοψηφία του Συμβουλίου που βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Δημοκρατικού Κόμματος, κάλεσαν έκτακτη σύσκεψη για να ανατρέψουν την απόφαση φορολόγησης της Amazon. Το μέτρο που ονομάστηκε «Amazon tax», προέβλεπε μια μικρή φορολόγηση της τάξης του 3% επί των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων. Με τον τρόπο αυτό θα συγκεντρώνονταν 40 εκατομμύρια δολάρια ετησίως για τη χρηματοδότηση της ανέγερσης λαϊκών κατοικιών, σε μια περίοδο που η στεγαστική κρίση στην πόλη μας είναι από τις χειρότερες σε όλη την χώρα.
Χιλιάδες απλοί άνθρωποι αγωνίστηκαν για μήνες διεκδικώντας να περάσει το μέτρο -αγωνιστήκαμε μαζί. Και παρά τις δηλώσεις τους ότι η προσιτή στέγαση αποτελούσε νούμερο ένα προτεραιότητα, η δήμαρχος και 7 από τους 9 τοπικούς συμβούλους υποχώρησαν μπροστά στις απειλές της Amazon ότι θα αποσύρει επενδύσεις και θέσεις εργασίας από την πόλη. Κατάργησαν το φόρο που λίγο καιρό πριν είχαν ψηφίσει ομόφωνα!
Η στεγαστική κρίση και Σιάτλ και στις ΗΠΑ
Σχεδόν ένα χρόνο μετά, η δήμαρχος και το Συμβούλιο δεν έχουν ακόμη προτείνει εναλλακτική λύση για τη στεγαστική κρίση στο Σιάτλ. Κι ενώ από το περασμένο φθινόπωρο έχουν κατατεθεί έντεκα διαφορετικές προτάσεις χρηματοδότησης για τη δημιουργία κοινωνικών κατοικιών, η φιλο-επιχειρηματική πλειοψηφία του Συμβουλίου τις καταψήφισε όλες. Ξανά και ξανά, αυτοί οι πολιτικοί υπάλληλοι των επιχειρήσεων, υποχωρούν αμέσως στις πιέσεις των μεγάλων εταιρειών, ενώ ανακυκλώνουν μια λίστα δικαιολογιών γιατί δε μπορούν να ενεργήσουν υπέρ των αναγκών των απλών ανθρώπων.
Το Σιάτλ, όπως και πολλές άλλες πόλεις, μετατρέπεται γρήγορα σε «παιδική χαρά» των πλουσίων, ενώ οι εργαζόμενοι, οι μικρο-μαγαζάτορες, οι αφροαμερικάνοι, οι λατίνοι και οι ΛΟΑΤ* άνθρωποι εκτοπίζονται από την πόλη. Η κερδοσκοπική αγορά κατοικιών δεν αφορά τις δικές τους ανάγκες. Έτσι, ενώ το Σιάτλ τα τρία τελευταία χρόνια είναι η πρώτη πόλη στη χώρα στον κατασκευαστικό τομέα και στην οικοδομή, η στεγαστική κρίση για τα λαϊκά στρώματα παραμένει από τις χειρότερες στις ΗΠΑ. Ο συνδυασμός των υψηλών ενοικίων και των ανεπαρκών νόμων προστασίας των δικαιωμάτων των ενοικιαστών, έχουν οδηγήσει σε επιδημία εξώσεων. Στην περιοχή μου γίνεται έξωση σε ένα άτομο κάθε δεύτερη μέρα κατά μέσο όρο, με τις κοινότητες των έγχρωμων ανθρώπων να βρίσκονται αντιμέτωπες με τα υψηλότερα ποσοστά εξώσεων.
Πρέπει να χτίσουμε δεκάδες χιλιάδες εργατικές κατοικίες, εξασφαλίζοντας τα χρήματα από τη φορολόγηση της Amazon και των μεγάλων επιχειρήσεων. Γιατί χρειαζόμαστε μια δημόσια εναλλακτική αντιπρόταση σ’ αυτή την σάπια ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Και ταυτόχρονα χρειαζόμαστε έλεγχο στις τιμές των ενοικίων.
Σε ποιόν ανήκει το Σιάτλ;
Μετά τη σοκαριστική ακύρωση της απόφασης για τη φορολόγηση της Amazon πέρσι την άνοιξη, πολλοί απλοί κάτοικοι του Σιάτλ αναρωτιούνται: «ποιοι ελέγχουν αυτή την πόλη, εμείς ή η Amazon;». Ή «σε ποιους ανήκει η πόλη, σε εμάς ή στην Amazon;».
Ως σύμβουλος της πόλης τα έξι τελευταία χρόνια, έχω γνωρίσει από κοντά τη διαβρωτική επίδραση της δύναμης των εταιρειών και των ομάδων πίεσης στα πίσω δωμάτια του Δημαρχείου. Γι’ αυτό και η δική μου εκστρατεία στέκεται ενάντια σε όλους αυτούς! Όπως πάντα, δε θα πάρω ούτε σεντ από εταιρείες, διευθύνοντες συμβούλους, ομάδες συμφερόντων ή μεγάλους επενδυτές. Η εκστρατεία μου θα χρηματοδοτηθεί μόνο από εισφορές της βάσης της κοινωνίας. Ο Μπέρνι Σάντερς, η Αλεξανδρία Οκάσιο Κορτές, εγώ και πολλοί άλλοι, έχουμε δείξει ότι αυτό είναι δυνατό. Γιατί η αποδοχή της χρηματοδότησης από εταιρείες στέλνει ένα σαφές μήνυμα προς τους επιχειρηματίες ότι μπορούν να σε χρησιμοποιήσουν όταν εκλεγείς για να προωθήσεις τα συμφέροντά τους – και θα αναμένουν αποτελέσματα.
Η άρνηση της χρηματοδότησης από εταιρείες είναι μια βασική προϋπόθεση, ώστε οι εκλεγμένοι σύμβουλοι να αξιοποιήσουν τις εκστρατείες και τα εκλογικά τους γραφεία στη μάχη για τα δικαιώματα των εργαζομένων και της κοινωνίας. Το ίδιο σημαντικό είναι να βοηθήσουν ενεργά στην οικοδόμηση μαζικών, μαχητικών κινημάτων που αγωνίζονται για προοδευτικές αλλαγές.
Κατά τη διάρκεια της θητείας μου, το γραφείο μου έχει συνεργαστεί με ακτιβιστές και εργαζόμενους για να οργανωθούν μαζικές εκστρατείες που κέρδισαν μεγάλες νίκες. Κάποιες από αυτές είχαν να κάνουν με τη θέσπιση του βασικού κατώτατου μισθού των 15 δολαρίων την ώρα, με τη δημόσια στέγαση, με το μπλοκάρισμα της χρηματοδότησης της αστυνομίας με επιπλέον 160 εκ. δολάρια, με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ενοικιαστών κ.λ.π.
Οι κινητοποιήσεις που καλούμε κάθε χρόνο την ημέρα της συζήτησης του προϋπολογισμού με σκοπό να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες και οι φωνές των απλών ανθρώπων, φέρνουν χιλιάδες ανθρώπους στο Συμβούλιο της πόλης και πετυχαίνουν κάθε φορά να εξασφαλίζεται χρηματοδότηση για ζωτικές ανάγκες της κοινωνίας, παρά την αδιαφορία των εταιρειών και του πολιτικού κατεστημένου.
Αντί να οργανώνω κλειστές συναντήσεις με διευθύνοντες συμβούλους και λομπίστες, χρησιμοποιώ τη θέση μου για τη διοργάνωση συγκεντρώσεων, πορειών, διαμαρτυριών και συνελεύσεων της τοπικής κοινωνίας. Γιατί θέλω το γραφείο μου να είναι απόλυτα προσβάσιμο και ανοικτό και να στηρίζεται στη δύναμη των εργαζομένων. Γι’ αυτό έχω κερδίσει την φήμη ότι είμαι «η μόνη σύμβουλος της πόλης που θα σας ακούσει» και το γραφείο μου δέχεται περισσότερες κλήσεις και μέιλ από οποιουδήποτε άλλου συμβούλου της πόλης – ακόμα και από κατοίκους άλλων περιοχών. Θα συνεχίσουμε τον ανυποχώρητο αγώνα για τις επείγουσες ανάγκες των κατοίκων του Σιάτλ, αλλά και για την εκλογή περισσότερων σοσιαλιστών και εκπροσώπων της εργατικής τάξης στο Συμβούλιο της πόλης.
Απαραίτητες οι σοσιαλιστικές πολιτικές
Ως εκλεγμένη σοσιαλίστρια πιστεύω πως είναι σημαντικό να χρησιμοποιούμε το δημόσιο προφίλ μας για να δίνουμε μάχες από κοινού με τους εργαζόμενους και τα σωματεία τους. Έχω συμμετάσχει στις απεργιακές φρουρές των εργαζομένων στα fast food, των εργαζομένων στην εταιρεία μεταφορών ATU, των οδηγών σχολικών λεωφορείων της Teamster, των δασκάλων της Ένωσης Εκπαιδευτικών του Σιάτλ, ενώ το γραφείο μου τους παραχωρήθηκε για να προωθήσουν τους αγώνες τους με κάθε δυνατό τρόπο. Είμαι περήφανη που ο John Frazier, Πρόεδρος του Σωματείου (WFSE Local 3488) των εργαζομένων στο Ιατρικό Κέντρο του Harbourview, στάθηκε δίπλα μου στην εκδήλωση που άνοιξε την εκλογική μου εκστρατεία και δήλωσε:
«Χρειαζόμαστε κάποιον που θα σταθεί δίπλα στους εργαζόμενους, τους φτωχούς, τους ανθρώπους χωρίς φωνή. Έχω παρακολουθήσει τη Σάμα να στέκεται δίπλα μας κάθε φορά που υπήρχε αδικία. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στις εταιρείες να σιωπήσουν φωνές όπως της Σάμα».
Οι περισσότεροι εργαζόμενοι στο Σιάτλ και σε ολόκληρη τη χώρα δίνουν μάχες, αλλά ξέρουμε πως συγκεκριμένα τμήματα της εργατικής τάξης επιβαρύνονται δυσανάλογα από διακρίσεις, παρενόχληση και συστηματική αγνόηση των αναγκών τους. Η ενδυνάμωση των πιο καταπιεσμένων στρωμάτων της κοινωνίας απαιτεί πολλά περισσότερα από την ανάδειξη των δικαιωμάτων τους κατά τη διάρκεια μιας εκλογικής εκστρατείας. Απαιτεί την αδιαμφισβήτητη και διαρκή πάλη ενάντια στο ρατσισμό, το σεξισμό, την ομοφοβία, την αστυνομική βαρβαρότητα και κάθε μορφής διάκριση, παράλληλα με τις μάχες ενάντια στο πολιτικό κατεστημένο.
Οι γυναίκες, οι μετανάστες, οι ιθαγενείς, τα ΛΟΑΤ άτομα, οι έγχρωμοι άνθρωποι και τα άτομα με αναπηρίες, είναι πολύ πιο πιθανό να στερηθούν δικαιώματα όπως η στέγαση, η υγειονομική περίθαλψη και η εργασία. Αυτό πρέπει να αλλάξει επειγόντως. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να καλύψουν τις πιο βασικές τους ανάγκες. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για εκατομμύρια ανθρώπους.
Τίποτα όμως δε θα αλλάξει αν συνεχίσουμε να επιτρέπουμε να διαμορφώνεται η πολιτική ζωή της χώρας από τους πολιτικούς των επιχειρήσεων, που λειτουργούν υποστηρίζοντας τη λογική του καπιταλισμού και προσπαθούν να μας πείσουν να ευγνωμονούμε τις μεγάλες επιχειρήσεις και πως οι προοδευτικές αλλαγές πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές και σταδιακές. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι σοσιαλιστικές πολιτικές βασισμένες στις ανάγκες της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων κοινοτήτων.
Συμπέρασμα
Ενώ το Σιάτλ έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, δεν ξεφεύγει από τις κυρίαρχες -σε εθνικό και διεθνές επίπεδο- οικονομικές και πολιτικές τάσεις. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών αυξάνεται, η μεσαία τάξη συρρικνώνεται, οι μεγάλες επιχειρήσεις αναπτύσσονται σε οικονομικό μέγεθος και επιρροή και οι απλοί εργαζόμενοι στερούνται εντελώς μιας γνήσιας πολιτικής εκπροσώπησης.
Πρέπει να οικοδομήσουμε πλατιά, ενωτικά κινήματα, με βάση τολμηρά αιτήματα που θα απορρίπτουν τη λογική του συμβιβασμού με την άρχουσα τάξη. Αυτά τα κινήματα χρειάζονται και τους δικούς τους υποψήφιους και εκπροσώπους που να αρνούνται τις χρηματοδοτήσεις των εταιρειών και να συμμετέχουν ενεργά στους αγώνες των απλών ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή και για μια άλλη κοινωνία.
Η αυξανόμενη κοινωνική υποστήριξη προς τις σοσιαλιστικές ιδέες, η διαρκής αύξηση των ανθρώπων που είναι πρόθυμοι να συμμετάσχουν σε απεργίες, διαμαρτυρίες, κλπ, δείχνει την τεράστια δυνατότητα να κερδίσουμε σημαντικότερες κατακτήσεις τα επόμενα χρόνια. Υπό μια προϋπόθεση: ότι τα κινήματα αυτά δε θα υποχωρήσουν απέναντι στο πολιτικό κατεστημένο που είναι αποφασισμένο να διατηρήσει την κυριαρχία του.
Στα έξι χρόνια της θητείας μου έχω δείξει καθαρά με ποια πλευρά συντάσσομαι και πώς οι αποφασιστικές μάχες μπορούν να καταφέρουν ιστορικές νίκες. Το γεγονός ότι το πολιτικό και το επιχειρηματικό κατεστημένο κάνει τα πάντα για να μην εκλεγώ, αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα αυτής της προσέγγισης.
Ο αντίκτυπος των κινημάτων στο Σιάτλ έγινε αισθητός και σε εθνικό επίπεδο. Αυτός ο αντίκτυπος φάνηκε όταν κάναμε το Σιάτλ την πρώτη πόλη που εφάρμοσε το κατώτατο μισθό των 15 δολαρίων την ώρα, αλλά φαίνεται και τώρα, που το κίνημα για τη φορολόγηση της Amazon εξαπλώνεται στην Καλιφόρνια, στη Νέα Υόρκη και αλλού. Ζούμε στην εποχή του Τραμπ και χρειαζόμαστε επειγόντως περισσότερα παραδείγματα για το πώς η πολιτική ηγεσία της εργατικής τάξης πρέπει να συνεργαστεί με τα κοινωνικά κινήματα και να αποδείξει που βρίσκεται η πραγματική δύναμη της κοινωνίας – όχι στα πίσω δωμάτια του Δημαρχείου ή στους τραπεζικούς λογαριασμούς των Διευθυνόντων Συμβούλων, αλλά στα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που μέσω της εργασίας τους κινούν την κοινωνία.