«Αν δεν είχαν συμβεί όλα αυτά μπορεί να ζούσα την υπόλοιπη ζωή μου μιλώντας στις γωνίες των δρόμων σε ανθρώπους που θα με περιφρονούσαν. Θα μπορούσα να είχα πεθάνει άσημος, άγνωστος, αποτυχημένος. Τώρα δεν είμαστε αποτυχημένοι. Αυτή είναι η καριέρα μας και ο θρίαμβός μας. Ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή μας δεν θα μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι θα προσφέρουμε τέτοια υπηρεσία στην ανεκτικότητα, στη δικαιοσύνη, στην κατανόηση του ανθρώπου για τον άνθρωπο, όπως αυτή που προσφέρουμε σήμερα τυχαία. Τα λόγια μας, οι ζωές μας, οι κόποι μας, δεν είναι τίποτα! Η αφαίρεση των ζωών μας -ζωές ενός καλού τσαγκάρη και ενός φτωχού ψαροπώλη- είναι τα πάντα! Αυτή η τελευταία στιγμή ανήκει σε μας, αυτή η αγωνία είναι ο θρίαμβός μας».
Μπαρτολομέο Βανσέτι
Στις 23 Αυγούστου του 1927 εκτελέστηκαν στην Βοστόνη της Μασαχουσέτης μετά από μια πολυετή δικαστική μάχη, καταδικασμένοι για ληστεία και δύο δολοφονίες, ο Νίκολα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βανσέτι, Ιταλοί μετανάστες στις ΗΠΑ, φτωχοί εργάτες και αναρχικοί. Εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο παρακολούθησαν με οργή τη δίκη – παρωδία με την οποία καταδικάστηκαν, πολλοί συμμετείχαν σε κινητοποιήσεις αλληλεγγύης και απαίτησαν την απαλλαγή τους από τις κατηγορίες στις ΗΠΑ και αλλού, ενώ στην κηδεία τους που μετατράπηκε σε μαζική διαμαρτυρία και έμεινε γνωστή ως «πορεία της θλίψης» συμμετείχαν χιλιάδες άνθρωποι, παρά την ασφυκτική παρουσία μεγάλων αστυνομικών δυνάμεων, ενώ σύμφωνα με εφημερίδες της εποχής τουλάχιστον 200.000 την παρακολούθησαν.
Πρόκειται για μια από τις πιο γνωστές δίκες όλων των εποχών, όπως και για μια από τις πιο εξόφθαλμες αυθαιρεσίες εναντίον δύο μεταναστών, που μάλιστα βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της μάχης για την ανατροπή του συστήματος. Ο Σάκο και ο Βανσέτι πέρασαν περίπου επτά χρόνια στη φυλακή, δίνοντας ταυτόχρονα μια μεγάλη μάχη με το δικαστικό και πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ και τελικά εκτελέστηκαν παρά την παγκόσμια κατακραυγή, επειδή ήταν μετανάστες και επειδή μιλούσαν ανοιχτά για την ανάγκη ανατροπής του συστήματος σε μια εποχή και σε μια χώρα όπου η παραμικρή απόκλιση διωκόταν με αγριότητα.
Αισιοδοξία και φόβος
Η δεκαετία του 20 ήταν για τις ΗΠΑ μια περίοδος ευφορίας. Μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η βιομηχανία, οι κατασκευές, η οικονομία συνολικά, βρίσκονται σε μεγάλη άνοδο, δίνοντας στη δεκαετία την επονομασία «roaring ‘20s» (βρυχώμενα ‘20s). Την ίδια ώρα, αν και η άρχουσα τάξη νιώθει μεγάλη αυτοπεποίθηση, η επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία προκαλεί φόβο και ανησυχία για την ενδεχόμενη επέκταση ανατρεπτικών ιδεών στις ΗΠΑ. Έτσι, μαζί με το καρότο της οικονομικής ανάπτυξης και του αναδυόμενου «αμερικανικού ονείρου», επικρατεί και το μαστίγιο της τρομοκρατίας και της περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Το πρώτο επεισόδιο του λεγόμενου «κόκκινου τρόμου» (red scare) που επικράτησε στις ΗΠΑ τα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (θα επαναλαμβανόταν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κατά την ψυχροπολεμική περίοδο) περιλάμβανε ανάμεσα σε άλλα την προώθηση της ιδέας ότι υπάρχουν παντού εχθροί του αμερικανικού έθνους και του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου. Οι εχθροί αυτοί ταυτίζονταν με τους κομμουνιστές και τους αναρχικούς, που βρίσκονταν κατά κύριο λόγο ανάμεσα στους μετανάστες από τη νότια και την ανατολική Ευρώπη. Ο Κάλβιν Κούλιτζ (πρόεδρος των ΗΠΑ από το 1923 ως το 1929) είναι γνωστός τόσο για τη σκληρή του στάση απέναντι στα συνδικάτα και το εργατικό κίνημα, όσο και για τον νόμο του 1924 που περιόριζε τη μετανάστευση.
Από την Ιταλία στην Αμερική
Την ίδια περίοδο, ανάμεσα στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη, ιδιαίτερα στα πιο φτωχά στρώματα χωρών του Νότου, κυριαρχούσε η ιδέα ότι η μετανάστευση στις ΗΠΑ μπορούσε να προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όσων θα την τολμούσαν. Μέχρι και πριν τους νόμους για τον περιορισμό της μετανάστευσης του 1921 και του 1924 (που αφορούσαν κατά κύριο λόγο μετανάστες από χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, ενώ δεν περιόριζαν σχεδόν καθόλου τις μεταναστευτικές ροές από τον Καναδά, το Μεξικό, κα) ουσιαστικά δεν υπήρχε αριθμητικό όριο για την είσοδο μεταναστών στις ΗΠΑ. Έτσι, υπολογίζεται ότι ανάμεσα στο 1880 και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έφτασαν στην Αμερική περίπου 25 εκατομμύρια μετανάστες.
Ο Σάκο και ο Βανσέτι ήταν ανάμεσα σε αυτούς που πρόλαβαν να φτάσουν στις ΗΠΑ πριν από τους περιοριστικούς νόμους του 1921 και κυρίως του 1924. Έφτασαν και οι δύο (ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο αφού γνωρίστηκαν αρκετά χρόνια αργότερα) το 1908. Ο Νίκολα Σάκο, που προερχόταν από μια σχετικά ευκατάστατη αγροτική οικογένεια, φτάνοντας στην Αμερική έγινε υποδηματοποιός, ενώ ο Μπαρτολομέο Βανσέτι, αφού άλλαξε αρκετές δουλειές σε εργοστάσια, έγινε πλανόδιος ψαροπώλης.
Το «αμερικάνικο όνειρο» δεν ήταν αυτό που περίμεναν. Ο Σάκο περιγράφει πως όταν έφτασε στις ΗΠΑ ανακάλυψε ότι οι άνθρωποι δεν ζούνε «μέσα στην Αμερική, αλλά κάτω από την Αμερική» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σύστημα της εκμετάλλευσης πρέπει να ανατραπεί. Και οι δύο προσεγγίζουν τις ριζοσπαστικές, αντικαπιταλιστικές ιδέες και τον αναρχισμό, συνδέονται με τις ιδέες και τη δράση του Λουίτζι Γκαλεάνι, ηγετικής μορφής του αναρχισμού στις ΗΠΑ εκείνη την περίοδο.
Οι κατηγορίες και η δίκη
Στις 15 Απριλίου του 1920, ο υπεύθυνος πληρωμών ενός εργοστασίου παπουτσιών και ο φύλακας που συνόδευε τον ίδιο και την χρηματαποστολή που μετέφερε, δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια ληστείας. Στις αρχές του Μάη, ο Σάκο και ο Βανσέτι συνελήφθησαν για το έγκλημα και η δίκη τους ξεκίνησε περίπου έναν χρόνο αργότερα, στα τέλη του Μάη του 1921. Μέχρι τον Ιούλη του ίδιου χρόνου είχαν κριθεί ένοχοι από ένα σώμα ενόρκων, μετά από τις ακούραστες προσπάθειες του δικαστή Γουέμπστερ Θέηερ (Webster Thayer) που επιδίωξε την καταδίκη τους με μεγάλο ζήλο.
Τα στοιχεία βάσει των οποίων καταδικάστηκαν ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτα. Σε πρώτη φάση, ο Θέηερ κατάφερε να καταδικάσει τον Βανσέτι για συμμετοχή σε άλλη ληστεία, που είχε γίνει λίγους μήνες νωρίτερα, στις 24 Δεκέμβρη του 1919. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι πάνω από δέκα μάρτυρες κατέθεσαν ότι τον είδαν αλλού την ώρα της ληστείας (την παραμονή των Χριστουγέννων οι Ιταλοί τρώνε χέλια και ο Βανσέτι βρισκόταν όλη μέρα στη δουλειά προμηθεύοντας οικογένειες μεταναστών με το παραδοσιακό τους έδεσμα). Οι καταθέσεις των Ιταλών μαρτύρων δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από το δικαστήριο, το οποίο τον καταδικάζει σε δεκαπέντε χρόνια φυλάκισης. Ο Θέηερ ξέρει -εξάλλου το έχει μεθοδεύσει- ότι αυτή η πρώτη καταδίκη θα αποδειχτεί ιδιαίτερα βοηθητική για τη συνέχεια.
Στη δεύτερη δίκη, στην οποία ο Σάκο και ο Βανσέτι κατηγορούνται για τους φόνους και τη ληστεία του Απριλίου του 2020, το ρεσιτάλ αυθαιρεσίας συνεχίζεται. Μάρτυρες πιέζονται για να καταθέσουν εναντίον τους, ενώ άλλοι λένε εξόφθαλμα ψέματα (για παράδειγμα κάποιος ισχυρίζεται ότι είδε τον Βανσέτι να οδηγεί το αυτοκίνητο της ληστείας ενώ ήταν γνωστό ότι δεν ξέρει να οδηγεί). Στοιχεία που σχετίζονται με τα όπλα των κατηγορούμενων φαίνεται πως κατασκευάστηκαν από τους κατήγορους, οι οποίοι επιπλέον μετέτρεψαν την ιδεολογία του Σάκο και του Βανσέτι σε κεντρικό σημείο της δίκης, αδιαφορώντας πλήρως για την αναζήτηση της αλήθειας και κάνοντας ξεκάθαρο ότι αυτή ακριβώς η ιδεολογία και όχι οι δολοφονίες, είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο δικάζονται. Ακόμη και η ομολογία του Σελεστίνο Μαντέιρος (Celestino Madeiros – ενός Πορτογάλλου κρατούμενου) για τη συμμετοχή του στη ληστεία και τους φόνους, όπως και η δήλωσή του ότι ο Σάκο και ο Βανσέτι δεν είχαν ανάμιξη, δεν στάθηκε αρκετή για να επαναληφθεί η δίκη.
Μια ιστορική μάχη ενάντια στην αδικία και τη βαρβαρότητα
Τα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην καταδίκη του Σάκο και του Βανσέτι τον Ιούλη του 1921 και την εκτέλεσή τους στις 23 Αυγούστου του 1927, οι ίδιοι και οι δικηγόροι τους, συνδικάτα, αναρχικές και αριστερές οργανώσεις και κόμματα σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης του πλανήτη έδωσαν μια μεγάλη μάχη, τόσο σε δικαστικό όσο και σε κινηματικό επίπεδο, διεκδικώντας δικαιοσύνη. Ανάμεσα σε άλλα προχώρησαν σε μια σειρά εφέσεων ενάντια στην απόφαση, αλλά και μαζικές διαδηλώσεις και απεργιακές δράσεις σε όλες τις ηπείρους του πλανήτη.
Απέναντί τους είχαν ένα σύστημα αποφασισμένο να επιβάλλει την πυγμή του, παρότι ολόκληρος ο κόσμος ήξερε ότι αυτή δεν είχε καμία στέρεα βάση, παρά μόνο την ξεκάθαρή του πρόθεση να τιμωρήσει και να τρομοκρατήσει οποιονδήποτε τολμούσε να του εναντιωθεί. Ένα σύστημα που τελικά κατάφερε να κερδίσει τη συγκεκριμένη μάχη, έμεινε όμως γυμνό και εκτεθειμένο στα μάτια των κοινωνιών ολόκληρου του πλανήτη και βέβαια δεν κατάφερε να ανακόψει τα εργατικά και τα κοινωνικά κινήματα, τη συνδικαλιστική δράση και την αντίσταση στην αδικία.
Αυτή η αντίσταση και η επιμονή περιγράφηκε με τον καλύτερο τρόπο από τον Μπαρτολομέο Βανσέτι λίγους μήνες πριν πεθάνει. Ανάμεσα σε άλλα, στην τελευταία του κατάθεση στο δικαστήριο τον Απρίλη του 1927, αφού εξηγεί ότι στην πραγματικότητα έχει καταδικαστεί για τις ριζοσπαστικές του ιδέες και την καταγωγή του, λέει:
«…είμαι όμως τόσο βαθιά πεισμένος ότι έχω δίκιο, που αν μπορούσατε να με εκτελέσετε δύο φορές και αν μπορούσα να ξαναγεννηθώ άλλες δύο, θα ζούσα ξανά για να κάνω αυτά που έχω κάνει μέχρι σήμερα».