Του Παναγιώτη Βογιατζή
Η οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων ανακοινώνεται συνήθως σε τρεις φάσεις: Το Σεπτέμβριο, στα εγκαίνια της ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός κάνει τις πρώτες γενικές εξαγγελίες, τον Οκτώβριο κυκλοφορεί το προσχέδιο του Προϋπολογισμού, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις και τέλος το Νοέμβρη κατατίθεται στη Βουλή ο επίσημος πια Προϋπολογισμός του κράτους, κάτι σαν οικονομικό Ευαγγέλιο για την επόμενη χρονιά. Αυτά στη θεωρία, γιατί η πράξη είναι εντελώς διαφορετική.
Στην πράξη, όλα τα τελευταία χρόνια, ο Προϋπολογισμός έχει καταντήσει ένα απλό κείμενο, που ποτέ δε δεσμεύει την κυβέρνηση που το καταθέτει και που φυσικά ποτέ δεν τηρείται. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι παρά το σάλο που προκάλεσε η ΝΔ για τα «ψέματα του ΠΑΣΟΚ» και τις οικονομικές του αλχημείες, πάρα το γεγονός ότι είναι κυβέρνηση πρακτικά για όλο το 2004, δεν μπήκε καν στον κόπο να καταθέσει ένα συμπληρωματικό προϋπολογισμό, όπως είχε το δικαίωμα να κάνει. Στην καλύτερη περίπτωση λοιπόν, δεν πρόκειται παρά για ένα ευχολόγιο, που περιγράφει κατά το δυνατόν μια ειδυλλιακή κατάσταση με μόνο στόχο να καθησυχάσει την κοινωνία και έπειτα βλέπουμε. Εδώ βρίσκεται και η αξία της μελέτης του προϋπολογισμού του 2005: Αν και ευχολόγιο, δεν περιέχει παρά μόνο κατάρες για τους εργαζομένους. Μπορούμε εύκολα λοιπόν να φανταστούμε τι μας περιμένει στην πραγματικότητα.
Αντιφάσεις που βγάζουν μάτι
Οι ευχές αρχίζουν από το στόχο για την ανάπτυξη, που ορίστηκε στο 3,9% (η προεκλογική δέσμευση, 7 μόλις μήνες πριν, ήταν για 5%, αλλά ας το παραβλέψουμε). Η πραγματικότητα είναι πως κανείς εκτός από την κυβέρνηση δεν προβλέπει ανάπτυξη μεγαλύτερη από 2,5 με 3% κι αυτή με το ζόρι.
«Ήπια προσαρμογή» βαφτίστηκε η οικονομική πολιτική της ΝΔ για το 2005, παρά το γεγονός ότι προβλέπεται μείωση του δημόσιου ελλείμματος σχεδόν στο μισό (από 5,3% σε 2,8%). Αυτό το στοιχείο από μόνο του αρκεί για να καταλάβει κανείς την πλήρη έλλειψη σοβαρότητας του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης. Κάθε πρωτοετής φοιτητής οικονομικών μαθαίνει πως τέτοια μείωση του ελλείμματος είναι αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς πραγματικό τσεκούρι σε δημόσιες επενδύσεις και κοινωνικές δαπάνες, τσεκούρι που, όπως και να το δει κανείς, μόνο «ήπιο» δεν μπορεί να είναι. Ακόμα και στα κρίσιμα υπουργεία Παιδείας και Υγείας για παράδειγμα, οι δαπάνες που προβλέπονται δεν πρόκειται να ξεπεράσουν τον επίσημο πληθωρισμό.
Ανεργία και ακρίβεια, η γνωστή συνταγή
Καμιά απ’ τις προεκλογικές δεσμεύσεις δεν αναφέρεται καν στον καινούριο προϋπολογισμό. Όλες μεταφέρονται σε ορίζοντα τετραετίας, λες και δεν ξέρουμε πως ακριβώς η βασική ιδιότητα του ορίζοντα είναι πως όσο τον πλησιάζεις απομακρύνεται. Όλες; Όχι ακριβώς. Υπάρχει μια δέσμευση που ήδη ανακοινώθηκε και μάλιστα με λεπτομέρειες, αυτή της μείωσης του φορολογικού συντελεστή για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Έτσι, προβλέπεται μεγαλύτερη αύξηση στη φορολογία φυσικών προσώπων (8,6%) απ’ ότι των επιχειρήσεων (7,8%), τη στιγμή που υποτίθεται πως η πολιτική της ΝΔ θα δώσει ώθηση στην αγορά και «θα τονώσει το επενδυτικό κλίμα». Ακόμη μεγαλύτερη μάλιστα προβλέπεται η αύξηση των έμμεσων φόρων (11,1%), φόρων δηλαδή που πληρώνουμε όλοι μας, για τέλη κυκλοφορίας, τσιγάρα, ΦΠΑ κλπ. Είναι σαφές πως αρκούν αυτές οι αυξήσεις και μόνο για να εξανεμίσουν το πενιχρό 3% περίπου που θα δοθεί σε μισθούς και συντάξεις. Αν συνυπολογιστούν και οι τεράστιες αυξήσεις σε καύσιμα (γύρω στο 20% υπολογίζονται προς το παρόν) και στα υπόλοιπα είδη κατανάλωσης, εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα πως ο χειμώνας προβλέπεται μαύρος για τους εργαζόμενους.
Και φυσικά όλα τα παραπάνω πρέπει να συνδυαστούν με την πολιτική μείωσης της ανεργίας που εξαγγέλλεται. Πώς θα επιτευχθεί αυτή; Οι δημόσιες επενδύσεις μειώνονται δραστικά, λόγω της προσπάθειας να συγκρατηθεί το δημόσιο έλλειμμα. Ο ιδιωτικός τομέας, χάνοντας την κότα με τα χρυσά αυγά που λέγεται Ολυμπιακοί Αγώνες, θα περάσει από μια μεγάλη περίοδο αναζήτησης του επόμενου Ελ Ντοράντο. Ακόμα κι ο τουρισμός, βασική πηγή εσόδων για την ελληνική οικονομία, παρουσιάζει σταθερή μείωση τα τελευταία χρόνια και τίποτε δε δείχνει πως αυτή η κατάσταση θ’ αλλάξει σύντομα. Από πού λοιπόν θα προέλθουν οι νέες θέσεις εργασίας; Από τα προγράμματα εθελούσιας εξόδου του ΟΤΕ και της Εθνικής ή από την ιδιωτικοποίηση όσων κρατικών επιχειρήσεων έχουν μείνει, ιδιωτικοποίηση που πάντα συνοδεύεται από μείωση των θέσεων εργασίας για να γίνουν ανταγωνιστικές; Δεν πρέπει να έχουμε καμιά αμφιβολία: Οι πολιτικές που ανακοινώνονται όχι μόνο δεν πρόκειται να μειώσουν την ανεργία, αλλά και θα την αυξήσουν θεαματικά.
Αυτός είναι σε γενικές γραμμές ο προϋπολογισμός του 2005, κρατώντας βέβαια μια σοβαρή επιφύλαξη: Είναι πολύ πιθανό να μας ανακοινωθεί σύντομα ότι η ΕΕ τον βρίσκει πολύ φιλολαϊκό και πως είναι απαραίτητες κάποιες πιο σκληρές προσαρμογές για να συνεχίσουμε ν’ απολαμβάνουμε τα οφέλη της ΟΝΕ. Ε, σε μια τέτοια περίπτωση, τι αξία θα έχουν λίγες θυσίες παραπάνω;