Στο πλαίσιο της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης, που συνοδεύεται από την υποτιθέμενη προσπάθεια της «πράσινης» μετάβασης, όσο και σε αυτό του συνολικού ξεπουλήματος των υποδομών και των φυσικών πόρων της χώρας σε ιδιώτες, εντάσσονται μια σειρά από νέα ή και παλιότερα ενεργειακά σχέδια με τη δυνατότητα πρόκλησης σοβαρών περιβαλλοντικών (και όχι μόνο) καταστροφών. Ανάμεσά τους, η επιστροφή των σχεδίων για εξορύξεις υδρογονανθράκων στην Ήπειρο, το άνοιγμα της δυνατότητας κατασκευής τερματικού σταθμού αλλά και μονάδας παραγωγής ενέργειας από LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο) στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, αλλά και η διαρκής «γκρίνια» παραγόντων της βιομηχανίας ενέργειας για την ελλιπή αξιοποίηση των ορυκτών μετάλλων σε διάφορες περιοχές της χώρας, που θα μπορούσαν να αναζωογονήσουν την παραγωγή μπαταριών στην Ευρώπη.
Τα νέα σχέδια για τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά
Στις αρχές του Μάρτη ένα μεγάλο μέρος των ναυπηγείων Σκαραμαγκά πέρασε στα χέρια του εφοπλιστή Γ. Προκοπίου, ενώ σύντομα αναμένεται να ακολουθήσει και το υπόλοιπο. Από την πρώτη στιγμή της υπογραφής της σύμβασης μεταβίβασης, έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τα σχέδια του εφοπλιστή γύρω από το νέο του απόκτημα, που περιλαμβάνουν τη δημιουργία τερματικού σταθμού μεταφοράς LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου) αλλά και την κατασκευή μονάδας παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο.
Σύμφωνα με επιστολή του Δημάρχου Χαϊδαρίου Ε. Ντηνιακού, με την οποία διαμαρτύρεται για τις εξελίξεις,
«… στον νόμο 4.949 που ψηφίστηκε από τη Βουλή το 2022 προβλέπονται για τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά πρόσθετες χρήσεις υψηλής όχλησης μεταξύ των οποίων εγκαταστάσεις, παραγωγής, αποθήκευσης και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου».
Το παραπάνω, σε συνδυασμό με τα όσα δηλώνει ο ίδιος ο Προκοπίου, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αμφιβολιών για τα σχέδιά του, αφού όπως έχει πει, ο βασικός λόγος για τον οποίο συμμετείχε στους διαγωνισμούς για τα ναυπηγεία, ήταν:
«…η βεβαιότητα ότι μπορώ να κάνω τον Σκαραμαγκά την αιχμή του δόρατος για νέες τεχνολογίες και το όραμα που είχα να γίνει η πατρίδα μας ανεξάρτητη και αυτάρκης στην προστασία των συνόρων, να μη μας βγάζει από την πρίζα κανείς. Λες και ο Θεός ένιωσε τη λαχτάρα μου…»
Ο Προκοπίου έχει στην κατοχή του 19 LNG carriers (πλοία μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου) ενώ σχεδιάζει την κατασκευή άλλων 7. Διαθέτει επίσης 70 δεξαμενόπλοια και άλλα πλοία μεταφοράς μεγάλων φορτίων.
Παρόλα αυτά, στελέχη της κυβέρνησης επιμένουν να διαψεύδουν ότι τα σχέδια γύρω από τα ναυπηγεία περιλαμβάνουν τις παραπάνω εγκαταστάσεις και δραστηριότητες. Τόσο ο αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών Μ. Βαρβιτσιώτης απαντώντας στον δήμαρχο Χαϊδαρίου, όσο και ο υπουργός ανάπτυξης Α. Γεωργιάδης, απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή του ΜΕΡΑ25 Κ. Αρσένη, ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχουν τέτοια σχέδια, επειδή… δεν υπάρχουν ακόμη οι σχετικές περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις.
Όλα αυτά την ώρα που η κυβέρνηση έχει απλοποιήσει τη διαδικασία περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων σε εγκληματικό βαθμό, συνεχίζοντας βέβαια το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων στον συγκεκριμένο τομέα. Σήμερα πλέον, όλος ο κόσμος ξέρει πως όταν υπάρχει ένας πρόθυμος επενδυτής και μια ακόμη πιο πρόθυμη κυβέρνηση, κανένα έργο δεν πρόκειται να «σκαλώσει» στην περιβαλλοντική αδειοδότηση, ακόμη κι αν απειλεί μια περιοχή με εκτεταμένη περιβαλλοντική υποβάθμιση, ή ακόμη και με σοβαρά ατυχήματα.
Το φυσικό αέριο, πλασάρεται από τους διάφορους «πράσινους» επιχειρηματίες του τομέα της ενέργειας σαν μια καθαρή εναλλακτική στο κάρβουνο και το πετρέλαιο. Στην πραγματικότητα, το φυσικό αέριο όταν καίγεται παράγει μεν το μισό διοξείδιο του άνθρακα σε σχέση με τα άλλα ορυκτά καύσιμα, αλλά αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος του από μεθάνιο. Το μεθάνιο είναι περίπου 35 φορές πιο επιβλαβές από το διοξείδιο του άνθρακα ως προς τις επιπτώσεις του στο κλίμα όταν απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα. Έτσι, η ενδεχόμενη κατασκευή μιας μονάδας αποθήκευσης, ή πολύ περισσότερο παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο, θα επιβαρύνει την ποιότητα του αέρα της περιοχής, τόσο εξαιτίας της καύσης του αερίου, όσο και εξαιτίας των αναπόφευκτων διαρροών (σε όλες τις εγκαταστάσεις εξόρυξης, μεταφοράς, αποθήκευσης ή καύσης αερίου στον κόσμο, πάντα ένα ποσοστό διαρρέει στην ατμόσφαιρα). Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε το σενάριο ενός ατυχήματος, μπορεί να φανταστεί κανείς την υποβάθμιση που θα σημαίνει για την περιοχή μια τέτοια εξέλιξη.
«Ανεκμετάλλευτα» ορυκτά
Στο μεταξύ, την ώρα που ένα σημαντικό κομμάτι της βιομηχανίας ενέργειας σε ολόκληρο τον κόσμο κινείται στην κατεύθυνση της λεγόμενης «πράσινης μετάβασης», πληθαίνουν οι φωνές που ζητάνε την «αξιοποίηση» (δηλαδή την εξόρυξη) μετάλλων που υπάρχουν σε αφθονία στο υπέδαφος διάφορων περιοχών, από την Εύβοια και τη Στερεά, μέχρι τη βόρεια Ελλάδα. Νικέλιο, λίθιο, χαλκός και άλλα μέταλλα, τα οποία χρησιμοποιούνται στην κατασκευή των μπαταριών των ηλεκτρικών οχημάτων, ανεμογεννητριών, κ.α., σύμφωνα με τον Α. Κεφάλα, πρόεδρο του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, θα έπρεπε να εξορύσσονται καθώς μπορούν να δώσουν ώθηση στην ενεργειακή μετάβαση όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης.
Αναφέρει μάλιστα ότι το κύριο πρόβλημα για την καθυστέρηση της εκμετάλλευσης των μεταλλευμάτων είναι οι υπερβολικά αυστηροί κανόνες και οι αργές διαδικασίες με τις οποίες δίνονται οι περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις! Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Αδειοδοτήσεις δίνονται πλέον με μεγάλη ευκολία, ενώ τα περιβαλλοντικά κριτήρια ακόμη και για τα πιο καταστροφικά έργα χαλαρώνουν όλο και περισσότερο.
Οι εξορύξεις που ονειρεύονται οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για τους κατοίκους, τις οικονομικές δραστηριότητες και το περιβάλλον των περιοχών που έχουν την «τύχη» να είναι πλούσιες σε «πράσινα» μέταλλα. Σε ολόκληρο τον κόσμο, πιο πρόσφατα και στην Ευρώπη, οι εξορύξεις των μεταλλευμάτων που χρησιμοποιούνται από τη βιομηχανία ενέργειας, οδηγούν σε σοβαρές καταστροφές, εκτεταμένη ρύπανση του νερού, διαρροή αποβλήτων στο περιβάλλον και την τροφική αλυσίδα. Καθόλου τυχαία, βλέπουμε να αναπτύσσονται μια σειρά από σημαντικά τοπικά περιβαλλοντικά κινήματα ενάντια σε τέτοια σχέδια.
Οι εξορύξεις επιστρέφουν στην Ήπειρο
Την ίδια ώρα, το σχέδιο για εξόρυξη φυσικού αερίου στην Ήπειρο που θεωρητικά είχε παγώσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, φαίνεται να προχωράει στον Δήμο Ζίτσας, σε μια περιοχή μέχρι στιγμής ανέγγιχτη από κάθε είδους καταστροφική «ανάπτυξη» και ταυτόχρονα σεισμογενή.
Οι γεωτρήσεις για την ανεύρεση και την εξόρυξη φυσικού αερίου, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να εντείνουν ακόμη περισσότερο τη σεισμική δραστηριότητα της περιοχής, ενώ παράλληλα τα απόβλητα και η ενδεχόμενη διαρροή τους στα αποθέματα νερού, αλλά και η αποψίλωση της βλάστησης και οι βλάβες στη βιοποικιλότητα απειλούν ένα από τα λίγα ανέγγιχτα μέχρι σήμερα μέρη της χώρας.
Όσο για την ευθύνη για την ασφάλεια της διαδικασίας, θα την έχει η ίδια η εταιρεία (Energean) γεγονός που προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία στους κατοίκους της περιοχής που αντιστέκονται στο έργο. Πέρα όμως από τους κατοίκους και τα κινήματα της περιοχής, ενάντια στην εξόρυξη έχουν τοποθετηθεί και πιο «θεσμικές» περιβαλλοντικές οργανώσεις. Η Greenpeace αναφέρει:
«…στο όνομα μιας τελευταίας “αρπαχτής” στην Ελλάδα, η εν λόγω εταιρεία αγνοεί απροκάλυπτα τους περιβαλλοντικούς κινδύνους που ελλοχεύουν για την περιοχή των Ιωαννίνων από μια τέτοια εξόρυξη και παραβλέπει τις τοπικές κοινότητες που αντιδρούν σθεναρά στην υλοποίηση ενός τέτοιου έργου».
Η WWF, σχολιάζοντας την Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του έργου (της αρχικής, ερευνητικής γεώτρησης) διαπιστώνει ασάφειες, αλλά και αντιφατικά, ή λανθασμένα στοιχεία.
Απειλές με πρόσχημα την ενεργειακή επάρκεια
Αν και δεν έχουν προχωρήσει όλα στον ίδιο βαθμό, τα παραπάνω σχέδια είναι ενδεικτικά των προθέσεων της κυβέρνησης και των επενδυτών-φίλων της. Ακόμη και αυτά που βρίσκονται στο επίπεδο των «ιδεών» ή των «παραπόνων» για επενδυτικές ευκαιρίες που δεν προχωράνε, αποτελούν απόδειξη ότι οι σημερινές συνθήκες επιτρέπουν κάθε είδους έκπτωση στην προστασία του περιβάλλοντος. Με μόνιμο πλέον επιχείρημα την ενεργειακή κρίση και την ανάγκη επάρκειας της χώρας, κάθε είδους σχετική επένδυση προτείνεται ή και υλοποιείται με ευκολία, χωρίς ουσιαστική μελέτη των ενδεχόμενων επιπτώσεων για τους ανθρώπους, το περιβάλλον, ή τις ήδη υπάρχουσες οικονομικές και επαγγελματικές δραστηριότητες σε κάθε περιοχή.
Απέναντι σε αυτούς τους κινδύνους, τα τοπικά περιβαλλοντικά κινήματα πρέπει να απαντήσουν μαχητικά και συντονισμένα, αποκαλύπτοντας τους μεγάλους κινδύνους που βρίσκονται πίσω από τις εξορύξεις και τα ορυκτά καύσιμα, με συγκεκριμένες προτάσεις για παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, με κριτήριο τις πραγματικές ανάγκες και λαμβάνοντας υπόψη τις περιβαλλοντικές συνθήκες κάθε περιοχής και όχι τις απαιτήσεις του κάθε «πράσινου» επενδυτή που θέλει γιγάντιες ανεμογεννήτριες σε κάθε βουνοκορφή.