Τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση στις αρχές του μήνα είναι καθαρά προεκλογικού χαρακτήρα κι αυτό είναι γνωστό στους πάντες. Για τα λαϊκά στρώματα αυτά τα μέτρα έχουν κάποιο θετικό αντίκτυπο και ας γίνονται για προεκλογικούς λόγους – αυτό είναι κάτι που η Αριστερά δεν πρέπει να αμφισβητεί. Τα μέτρα επιδιώκουν να ενισχύσουν την απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ στους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους και τους φτωχούς. Και κάνουν τη ΝΔ να αντιδρά σπασμωδικά, με επιχειρήματα «αυτοχειρίας» (δείτε: «Μητσοτάκης – το καλύτερο χαρτί του Τσίπρα»). Η ΝΔ θα ήθελε, και δεν το κρύβει, τα μέτρα που θα πάρει η κυβέρνηση να ενισχύουν την κερδοφορία του κεφαλαίου (μειώνοντας τη φορολογία των επιχειρήσεων και κρατώντας τα μεροκάματα και τις κοινωνικές παροχές καθηλωμένες). Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης ενισχύουν την εικόνα του «μικρότερου κακού» για τον ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τη ΝΔ – πράγμα που όμως δεν φαίνεται να μπορεί να αντιστρέψει τη γενική εικόνα η οποία δείχνει τη ΝΔ να κερδίζει τις εκλογές και να ηγείται της επόμενης κυβέρνησης. Εξ άλλου παρόμοιες προσπάθειες έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ και την προηγούμενη περίοδο, με σημαντικότερο απ’ όλα το μέτρο της αύξησης του βασικού μισθού στα 650€ από 585€, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να ανατρέψει το προβάδισμα της ΝΔ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Το βασικό ερώτημα που χρειάζεται να απαντήσουμε, σαν Αριστερά, είναι αν τα μέτρα του Τσίπρα είναι πραγματικά και μόνιμα και η αρχή μιας διαρκούς βελτίωσης για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα, όπως δηλώνει η κυβέρνηση, ή αν είναι μέτρα που θα κινδυνεύουν να παρθούν πίσω την επόμενη περίοδο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Δυστυχώς, ισχύει το δεύτερο.
Τα μέτρα
Ας δούμε κατ’ αρχήν τα βασικά μέτρα.
Άμεσα, για το 2019:
- Κατανομή 13ης σύνταξης.
- Μείωση ΦΠΑ σε ηλεκτρικό και φυσικό αέριο από το 13% στο 6%.
- Μείωση του ΦΠΑ σε όλα τα τρόφιμα και στην εστίαση, από το 24% στο 13%.
Και για το 2020:
- Δεν μειώνεται το αφορολόγητο, παραμένει στα 8.600 € (με βάση το 3ο Μνημόνιο θα μειωνόταν στα 5.500 €).
- Μειώνεται ο μεσαίος συντελεστής ΦΠΑ από το 13% στο 11%.
- Αυξάνεται η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών των νέων εργαζομένων, καταργείται η εισφορά αλληλεγγύης για εισοδήματα μέχρι 20.000 €, μειώνεται ο ΦΠΑ και ο ΕΝΦΙΑ σε μικρά νησιά, μειώνεται η φορολογία των αγροτικών συνεταιρισμών, αυξάνεται το επίδομα θέρμανσης στις ορεινές περιοχές κλπ.
Η κυβέρνηση Τσίπρα μπορεί να έχει κάθε διάθεση να εφαρμόσει όλα αυτά τα μέτρα που υπόσχεται κι ακόμα περισσότερα για να ενισχύσει την εκλογική της απήχηση. Μπορεί όμως, από τη στιγμή που παραμένει μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού και δεν έχει καμία διάθεση ή πρόθεση να έρθει σε σύγκρουση με το σύστημα;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Φθινόπωρο του 2014 στο περιβόητο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», λίγο πριν τις εκλογές του Γενάρη του 2015, ο Τσίπρας έταζε «λαγούς με πετραχήλια» και μερικούς μήνες αργότερα τα ξέχναγε όλα κι έκανε τα ακριβώς αντίθετα. Το ερώτημα, επομένως, είναι αν η οικονομία, η οποία λειτουργεί με βάση τα συμφέροντα των καπιταλιστών και τις αποφάσεις της ελληνικής άρχουσας τάξης, της ΕΕ και των δανειστών, θα το επιτρέψει. Η απάντηση είναι αρνητική.
Το κόστος των πιο πάνω μέτρων είναι μεγάλο. Για παράδειγμα μόνο για την πληρωμή της 13ης σύνταξης το ποσό που απαιτείται είναι γύρω στα 800 εκατομμύρια ευρώ. Για το σύνολο των μέτρων του 2019 το κόστος υπολογίζεται σε 1,1 δισ. ευρώ. Για το 2020 το κόστος των μέτρων υπολογίζεται σε τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ. Κι όλα αυτά τα ποσά, εννοείται λειτουργούν αθροιστικά από χρόνο σε χρόνο – δηλαδή στα 2 δισ. του 2020 θα πρέπει, χοντρικά μιλώντας, να προστεθούν τα 1,1 δισ. του 2019, κοκ.
Η κυβέρνηση θα πρέπει με βάση τις συμφωνίες με τους δανειστές να δημιουργεί σε ετήσια βάση πρωτογενή πλεονάσματα στο ύψος του 3,5% του ΑΕΠ που να πηγαίνουν στην αποπληρωμή του χρέους (που παραμένει στο 181% του ΑΕΠ). Για τα όποια φιλολαϊκά μέτρα όπως τα πιο πάνω, επομένως, η κυβέρνηση θα πρέπει να αυξάνει το πρωτογενές πλεόνασμα ανάλογα – που σημαίνει τα πρωτογενή πλεονάσματα να κυμαίνονται στο 4,5-5%.
Αυτό είναι απλά αδύνατο και γι’ αυτό η κυβέρνηση καταφεύγει για ακόμη μία φορά σε κόλπα.
5,5 δισ. € από τα αποθέματα
Τα προηγούμενα χρόνια η κυβέρνηση έδινε τα διάφορα επιδόματα αλληλεγγύης κόβοντας, ανάμεσα σε άλλα από τις δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις, καθυστερώντας τις οφειλόμενες πληρωμές της σε διάφορους κλάδους και υπουργεία κοκ – μέτρα που κάθε άλλο βοηθούν την οικονομία να πάει μπροστά.
Φέτος πάει ένα βήμα παραπέρα: για να βρει τα λεφτά για να χρηματοδοτήσει τα μέτρα του 2019-20 αποφάσισε να βάλει χέρι στα ταμειακά αποθέματα, αντλώντας 5,5 δισ. ευρώ. Με αυτό τον τρόπο αντί να παραχωρεί το 3,5% του ΑΕΠ στους δανειστές, τους παραχωρεί το 2,5% και καλύπτει τη διαφορά από τα ταμειακά αποθέματα. Έτσι όμως παραβιάζει τις συμφωνίες με τους δανειστές!
Τα ταμειακά αποθέματα είναι το «μαξιλάρι» που έχει παραχωρηθεί από τους δανειστές για να χρηματοδοτήσει την αποπληρωμή του χρέους σε πολύ έκτακτες καταστάσεις κρίσης στις οποίες μπορεί να βρεθεί η οικονομία – όπως μια νέα οικονομική κρίση που θα προκαλέσει μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων ή μια νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να αποδεχτούν οι δανειστές αυτά τα κόλπα του Τσίπρα, κόλπα που θέτουν σε κίνδυνο την αποπληρωμή των δανείων τους.
Βέβαια ο Τσίπρας διάλεξε την «κατάλληλη» στιγμή για να κάνει αυτή την κίνηση – την ώρα που όλα είναι ρευστά στις Βρυξέλες λόγω των επικείμενων Ευρωεκλογών. Με άλλα λόγια οι «Θεσμοί» δεν είναι στην καλύτερή τους κατάσταση για να αντιδράσουν δυναμικά τώρα, αλλά είναι σίγουρο πως θα αντιδράσουν αργότερα. Που σημαίνει ότι προς το τέλος του χρόνου οι εταίροι δεν θα δίνουν συγχαρητήρια στην όποια κυβέρνηση αλλά θα συζητούν τι κυρώσεις θα επιβάλουν.
Η ουσία των πιο πάνω όμως είναι ότι είτε έχουμε, μετά τις γενικές εκλογές (κατά πάσα πιθανότητα τον Οκτώβρη) κυβέρνηση της ΝΔ είτε, στην μακρινή περίπτωση, ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο οι υποσχέσεις για το 2020 κάθε άλλο παρά πρέπει να θεωρούνται ρεαλιστικές, αλλά ακόμα και τα μέτρα που θα έχουν παρθεί το 2019, όπως η 13η σύνταξη, μπορεί να ανακληθούν.
Μάλιστα, ο πιο σημαντικός παράγοντας που μπορεί να ανατρέψει τα νέα μέτρα και υποσχέσεις του Τσίπρα δεν είναι η αντίδραση των θεσμών καθαυτή, είναι η πορεία της ευρωπαϊκής και διεθνούς οικονομίας και ο αντίκτυπός της στην ελληνική.
Και μπροστά μας, κρίση
Το πόσο μεγάλα είναι τα πλεονάσματα ή τα υπερπλεονάσματα με τα οποία μπορεί η κυβέρνηση να χρηματοδοτεί διάφορες παροχές εξαρτάται βέβαια από το πόσο καλά πάει η οικονομία.
Όλοι θα θυμούνται τις δηλώσεις του Τσίπρα και του Τσακαλώτου τα προηγούμενα χρόνια όταν προέβλεπαν «τσουνάμι επενδύσεων» και ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας. Η πραγματικότητα είναι για μια ακόμη φορά διαφορετική. Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς γύρω στο 2% – κάθε άλλο παρά «θεαματικοί», ούτε καν ψηλοί. Οι δε επενδύσεις παραμένουν καθηλωμένες σε τραγικά επίπεδα: οι εξωτερικές επενδύσεις («ξένες άμεσες επενδύσεις») δεν ξεπερνούν το 1,5% με 2% του ΑΕΠ, ενώ οι εγχώριες κινούνται στα επίπεδα των 20-25 δισ. €, όταν οι αποσβέσεις υπερβαίνουν τα 32 δισ. €. Δηλαδή οι νέες επενδύσεις δεν καλύπτουν καν τη φθορά και τη μείωση της αξίας των ήδη επενδυμένων κεφαλαίων – έχουμε αποεπένδυση.
Αυτά συμβαίνουν προτού έρθει η νέα κρίση την οποία όλοι οι αναλυτές του κεφαλαίου περιμένουν μέσα στους επόμενους μήνες, το πολύ 1-2 χρόνια. Όπως, ενδεικτικά, γράφει ο Α. Χ. Παπανδρόπουλος στο Euro2day:
«Οι συνθήκες για μια νέα και ίσως χειρότερη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση έχουν ήδη δρομολογηθεί και είναι θέμα χρόνου η έναρξή της».
Αν η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας όπως είναι σήμερα δεν «αντέχει» το νέο «φιλολαϊκό πακέτο» Τσίπρα, πόσο μάλλον όταν η ελληνική οικονομία βρεθεί στη δίνη μιας νέας διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης.
Είναι θέμα συστήματος
Tο θέμα δεν αφορά την κυβέρνηση, αφορά τη λειτουργία του συστήματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία βέβαια ότι αν εκλεγεί ο Μητσοτάκης (στο όνομα του γνωστού επιχειρήματος της «καμένης γης» που θα έχει παραλάβει από τον ΣΥΡΙΖΑ) θα εφαρμόσει μια νέα σκληρή λιτότητα. Όλα όμως δείχνουν πως και ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις εκλογές, αν καταφέρει να εκλεγεί, δεν πρόκειται να εκπληρώσει τις τωρινές του υποσχέσεις αλλά μπορεί και να πάρει πίσω ακόμα και μέτρα που έχει ήδη θεσμοθετήσει και να προχωρήσει κι αυτός σε μια νέα λιτότητα.
Το καπιταλιστικό σύστημα, που στηρίζεται στο κέρδος και την εκμετάλλευση, δεν αφήνει περιθώρια για φιλολαϊκές πολιτικές – ούτε στην Ελλάδα, ούτε πουθενά. Για να εφαρμοστούν ακόμα και απλά μέτρα ανακούφισης και αποκατάστασης του βιοτικού επιπέδου χρειάζεται τελικά σύγκρουση με το σύστημα, χρειάζεται να περάσει η οικονομία στα χέρια της κοινωνίας και των εργαζομένων. Η πάλη για την ανατροπή του είναι μονόδρομος και η προϋπόθεση για να πετύχει είναι να χτιστεί μια νέα Αριστερά, διεθνιστική, ανατρεπτική, επαναστατική.