Ένα ιστορικό παράδειγμα με αφορμή την εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία
Τάκης Μαστρογιαννόπουλος
Δεν είναι πρώτη φορά που η Αριστερά βρίσκεται αντιμέτωπη με δύσκολα διλήμματα, όπως αυτά που προκαλεί η εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία και ο πόλεμος ανάμεσα στις δύο χώρες. Διλήμματα, θεωρητικά αλλά και πρακτικά, για το ποια πρέπει να είναι θέση της Αριστεράς απέναντι στον σημερινό πόλεμο. Θα επιχειρήσω να προσεγγίσω το πρόβλημα μέσω ενός ιστορικού γεγονότος το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό.
Η δολοφονία του Φραγκίσκου Φερδινάνδου
Η δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, διαδόχου της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, και της συζύγου του, στο Σεράγιεβο στις 28 Ιουνίου του 1914, από μια ομάδα νεαρών Σέρβων ρομαντικών επαναστατών εθνικιστών, αποτέλεσε τη σπίθα που άναψε την πυρκαγιά του αιματηρού πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Η δολοφονία του διαδόχου του θρόνου υπήρξε η αφορμή για την επίθεση της Αυστρίας στη Σερβία σηματοδοτώντας την απαρχή ενός παγκοσμίου πολέμου με τραγικές συνέπειες για την ανθρωπότητα, και κυρίως για την Ευρώπη.
Η αυτοκρατορία των Αψβούργων απέστειλε στις 23 Ιουλίου του 1914 ένα τελεσίγραφο και στη συνέχεια κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ανέφερε αργότερα ότι το αυτοκρατορικό σύστημα στην Αυστρία χρησιμοποίησε τη δολοφονία για να επιτεθεί στην Σερβία και το γεγονός αυτό αποτέλεσε το πρώτο βήμα το οποίο οδήγησε στη γενίκευση του πολέμου:
«Η βαλκανική πολιτική της Αυστρίας δεν ήταν παρά μια απροκάλυπτη προσπάθεια να στραγγαλιστεί η Σερβία (…) Ανάμεσα στους Αυστριακούς ιμπεριαλιστές, η αγαλλίαση ήταν ακόμα μεγαλύτερη και αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τα πτώματα των αρχιδουκών όσο ήταν ακόμα ζεστά. Μετά από ένα βιαστικό συνέδριο στο Βερολίνο, ο πόλεμος αποφασίστηκε πραγματικά και το τελεσίγραφο στάλθηκε σαν ένας φλεγόμενος πυρσός που προορισμός του ήταν να βάλει φωτιά στις τέσσερεις γωνιές του καπιταλιστικού κόσμου».[1]
Το «ιστορικό διάγγελμα» με το οποίο ο Πούτιν ανήγγειλε την εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, επιχείρησε να κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα: να δικαιολογήσει μια τυχοδιωκτική και ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα στρατιωτική επίθεση.
Αντιπολεμική αντίδραση της Αριστεράς
Πως αντέδρασε τότε η σέρβικη Αριστερά στην εξαγγελία του πολέμου από την αυτοκρατορία των Αψβούργων; Η Κεντρική Επιτροπή του Σέρβικου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος συνήλθε αμέσως και υιοθέτησε μια αντιπολεμική, διεθνιστική στάση. Σχεδίαζε, μάλιστα, μια συγκέντρωση στην οποία καλούσε τους εργάτες να εκφράσουν «τη σοσιαλιστική θέση και την προλεταριακή διεθνιστική αλληλεγγύη». Η άμεση επιστράτευση που κήρυξε, όμως, η κυβέρνηση υποχρέωσε το κόμμα να αναβάλει τη συγκέντρωση.
Τα αυστριακά στρατεύματα, στα πλαίσια της «τιμωρού» εκστρατείας, επιτέθηκαν στις 28 Ιουλίου στη Σερβία και βομβάρδισαν το Βελιγράδι. Η σέρβικη κυβέρνηση και το κοινοβούλιο υποχρεώθηκαν να μεταφέρουν την έδρα τους στη Νις. Στη σύνοδο του σέρβικου κοινοβουλίου, στις 31 Ιουλίου, ο βουλευτής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ντραγκίσα Λάπτσεβιτς, ένας από τους δύο βουλευτές του κόμματος, μέσα σε ένα κλίμα εθνικιστικής υστερίας, καταδίκασε τον πόλεμο γεγονός που προκάλεσε την άμεση αντίδραση των αστικών κομμάτων και του πρωθυπουργού Ν. Πάσιτς. Στην ομιλία του ο Λάπτσεβιτς υπήρξε ένας σφοδρός κατήγορος του πολέμου:
«Δεν θέλουμε αυτό τον πόλεμο. Δεν το θέλουμε για το καλό του σέρβικου λαού –για το καλό των λαών της Αυστρίας και της Ουγγαρίας– για το καλό των λαών της Ευρώπης και όλου του κόσμου (…) Η σοσιαλδημοκρατία της Σερβίας καλεί την κυβέρνηση και όλα τα αστικά κόμματα να εξασφαλίσουν την ειρήνη για το καλό του λαού της Σερβίας. Σε αλληλεγγύη με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των Βαλκανίων κάνει αυτή την έκκληση για το καλό των βαλκανικών λαών. Σαν τμήμα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς κάνει επίσης αυτή την έκκληση για τα συμφέροντα της διεθνούς ειρήνης, για τα συμφέροντα του προλεταριάτου, για τα συμφέροντα της ειρηνικής πολιτιστικής προόδου και ανάπτυξης όλων των λαών».
Στην ουσία, με το ξέσπασμα του πολέμου, το σέρβικο κόμμα, σε αντίθεση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, καταψήφισε, στα πλαίσια της αντιπολεμικής του πολιτικής, τις στρατιωτικές πιστώσεις στο κοινοβούλιο, τάχθηκε υπέρ της ειρήνης χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις και καταδίκασε τον κυρίαρχο σωβινισμό. Αποτέλεσε τμήμα της αδύναμης αρχικά αντιπολεμικής ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Οι θέσεις της Ρόζας
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ χαιρέτισε την αντιπολεμική στάση του σερβικού κόμματος και των βουλευτών του:
«Οι Σέρβοι σοσιαλδημοκράτες, που διαδήλωσαν έξω από το κοινοβούλιο στο Βελιγράδι ενάντια πόλεμο και αρνήθηκαν να ψηφίσουν τις πολεμικές δαπάνες, είναι σίγουρα προδότες απέναντι στα πιο ζωτικά συμφέροντα της ίδιας της χώρας τους. Στην πραγματικότητα, οι Σέρβοι σοσιαλιστές Λάπτσεβιτς και Κατσλέροβιτς δεν έχουν μόνο εγγράψει τα ονόματα τους με χρυσά γράμματα στα χρονικά του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος, αλλά έχουν επιδείξει μια ξεκάθαρη ιστορική αντίληψη για τις πραγματικές αιτίες του πολέμου. Με την καταψήφιση των πολεμικών δαπανών έκαναν στην πατρίδα τους την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση».[2]
Η επέλαση του στρατού των Αψβούργων αρχικά είχε επιτυχία. Βομβάρδισε και κατέλαβε το Βελιγράδι. Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία η επιτυχία του ήταν πρόσκαιρη. Ο σερβικός στρατός αντιμετώπισε νικηφόρα την αυστριακή εισβολή. Επικράτησε πλήρως του εχθρικού στρατού στη μάχη του ποταμού Κολουμπάρα, απελευθέρωσε, στις 14 Δεκεμβρίου, το Βελιγράδι και απώθησε τα ξένα στρατεύματα έξω από τη χώρα. Η στρατιωτική αυτή επιτυχία υπήρξε και η πρώτη νίκη των συμμάχων της Αντάντ κατά των Κεντρικών Δυνάμεων, την οποία, όμως ακολούθησε μια φοβερή επιδημία τύφου με 100.000 θύματα στρατιώτες και πολίτες.
Το ζήτημα της εισβολής του αυστριακού στρατού στην Σερβία και του πολέμου απασχόλησε, όπως ήταν φυσικό, και την ευρωπαϊκή μαρξιστική αριστερά.
Ο Λένιν
Ο Λένιν, στο άρθρο του για την χρεοκοπία της Διεθνούς, το οποίο έγραψε τον Μάϊο και τον Ιούνιο του 1915, υποστήριξε ότι η σερβική ιδιομορφία δεν προσέδιδε ένα αμυντικό, εθνικό χαρακτήρα στον πόλεμο με την αυτοκρατορία των Αψβούργων, αλλά αντίθετα αποτελούσε τμήμα του γενικότερου ιμπεριαλιστικού πολέμου:
«Στο σημερινό πόλεμο το εθνικό στοιχείο εκπροσωπείται μόνο από τον πόλεμο της Σερβίας κατά της Αυστρίας. Μόνο στη Σερβία και μέσα στους Σέρβους έχουμε ένα μακρόχρονο εθνικό απελευθερωτικό κίνημα που αγκαλιάζει εκατομμύρια “λαϊκές μάζες” και που “συνέχεια” του είναι ο πόλεμος της Σερβίας κατά της Αυστρίας. Αν ο πόλεμος αυτός ήταν απομονωμένος, δηλ. αν δεν συνδεόταν με τον πανευρωπαϊκό πόλεμο, με τους ιδιοτελείς και ληστρικούς σκοπούς της Αγγλίας, της Ρωσίας κτλ, τότε όλοι οι σοσιαλιστές θα είχαν την υποχρέωση να εύχονται την επιτυχία της σέρβικης αστικής τάξης – αυτό είναι το μοναδικά σωστό και απόλυτα αναγκαίο συμπέρασμα που βγαίνει από το εθνικό στοιχείο του σημερινού πολέμου (…) Το εθνικό στοιχείο του σερβοαυστριακού πολέμου δεν έχει και δεν μπορεί να έχει καμιά σοβαρή σημασία στον πανευρωπαϊκό πόλεμο».[3]
Το κόμμα των Μπολσεβίκων, στη συνδιάσκεψη των τμημάτων του εξωτερικού, η οποία συνήλθε στη Βέρνη της Ελβετίας τον Φεβρουάριο του 1915, υποστήριξε ότι:
«Το εθνικό στοιχείο στον αυστροσερβικό πόλεμο έχει εντελώς δευτερεύουσα σημασία και δεν αλλάζει το γενικό ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου».[4]
Το Τσίμμερβαλντ
Στη συνδιάσκεψη του Τσίμμερβαλντ, η οποία συνήλθε τον Σεπτέμβριο του 1915, η αντιπολεμική Αριστερά, μέσα σε συνθήκες γενικευμένου πολέμου, καταδίκασε, παρά τις διαφορές της, τον πρώτο μεγάλο πόλεμο ως πόλεμο ιμπεριαλιστικό.
Η θέση της πλειοψηφικής τάσης, η οποία ήταν πασιφιστική, αποκρυσταλλώθηκε στο σύνθημα της ειρήνης. Το Μανιφέστο της συνδιάσκεψης καυτηρίαζε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο:
«Όποια και να είναι η αλήθεια για το ποιος έχει την ευθύνη για την αφορμή που πυροδότησε τον πόλεμο, ένα είναι βέβαιο: Ο πόλεμος που προκάλεσε όλο αυτό το χάος είναι αποτέλεσμα του ιμπεριαλισμού (…) Οι άρχουσες δυνάμεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, οι οποίες κρατούν στα χέρια τους τα πεπρωμένα των εθνών, οι μοναρχικές και δημοκρατικές κυβερνήσεις, η μυστική διπλωματία, οι τεράστιες οργανώσεις των εργοδοτών, τα κόμματα των μεσαίων τάξεων, ο καπιταλιστικός Τύπος, η Εκκλησία, όλες αυτές οι δυνάμεις έχουν την πλήρη ευθύνη για αυτόν τον πόλεμο».
Στόχος της πλειοψηφίας της συνδιάσκεψης του Τσίμμερβαλντ ήταν η προώθηση της ειρήνης και η αναδιοργάνωση του εργατικού κινήματος:
«Σε αυτή την αφόρητη κατάσταση συναντηθήκαμε όλοι μαζί, εκπρόσωποι των σοσιαλιστικών κομμάτων και συνδικάτων ή των μειοψηφιών τους, Γερμανοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Ρώσοι, Πολωνοί, Λετονοί, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Σουηδοί, Νορβηγοί, Ολλανδοί και Ελβετοί, εμείς που δεν υποστηρίζουμε την εθνική αλληλεγγύη με την τάξη των εκμεταλλευτών αλλά υποστηρίζουμε την διεθνή αλληλεγγύη των εργατών και την πάλη της εργατικής τάξης. Συναντηθήκαμε για να αποκαταστήσουμε τους δεσμούς των διεθνών σχέσεων που έχουν διαρραγεί και για να καλέσουμε την εργατική τάξη να αναδιοργανωθεί και να αρχίσει να παλεύει για την ειρήνη. Αυτός ο αγώνας είναι επίσης αγώνας για την ελευθερία, για την αδελφοσύνη των εθνών, τον σοσιαλισμό».[5]
Η μειοψηφία της συνδιάσκεψης, η οποία έμεινε στην ιστορία ως η «Αριστερά του Τσίμμερβαλντ», παρότι υπερψήφισε το Μανιφέστο, με δικό της κείμενο κατέθεσε την άποψη ότι η μόνη απάντηση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ήταν η μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο:
«Η απαρχή αυτού του αγώνα είναι η πάλη εναντίον του παγκόσμιου πολέμου και για να τελειώσει αυτή η ανθρωποσφαγή. Αυτή η πάλη απαιτεί την άρνηση [των σοσιαλιστών βουλευτών] να ψηφίσουν τις πολεμικές πιστώσεις, την αποχώρηση των [σοσιαλιστών] υπουργών από τις κυβερνήσεις (…) την οργάνωση αντικυβερνητικών διαδηλώσεων, την προπαγάνδα υπέρ της διεθνούς αλληλεγγύης στα χαρακώματα, την υποστήριξη των οικονομικών απεργιών και την προσπάθεια να μετατραπούν σε πολιτικές απεργίες όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές. Το σύνθημά μας είναι εμφύλιος πόλεμος και όχι κοινωνική ειρήνη ανάμεσα στις τάξεις».[6]
Κοινή συνισταμένη, ωστόσο και των δύο τάσεων η καταδίκη του πολέμου και η συμμετοχή των σοσιαλιστικών κομμάτων σε κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας». Και οι δύο τάσεις υποστήριζαν, παρά την διαφορετική συνθηματολογία, την σοσιαλιστική προοπτική ως απάντηση στα αδιέξοδα του πολέμου.
Ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο ρωσό-ουκρανικός πόλεμος, όσο και αν είναι άνισος και άδικος, εκτιμώ ότι θέτει ακριβώς τα ίδια ζητήματα αρχών στην σύγχρονη ευρωπαϊκή Αριστερά.
Ο πόλεμος αυτός, πέρα από μια άδικη στρατιωτική εισβολή εναντίον ενός ανεξαρτήτου κράτους, δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά συνδέεται άμεσα με τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μέσα σε μια περίοδο βαθιάς, πολυεπίπεδου κρίσης και πρωτοφανούς για τα μεταπολεμικά χρόνια αστάθειας του καπιταλιστικού συστήματος. Τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την εισβολή της Αυστρίας στην Σερβία στα 1914 και τον αυστροσερβικό πόλεμο
Η Ουκρανία του Ζελένσκι είναι σήμερα πολύ πιο συνδεδεμένη με τους σχεδιασμούς του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού –αποτέλεσμα και του αμερικανικής έμπνευσης και υποστήριξης πραξικοπήματος του 2014 με το οποίο αποπέμφθηκε βιαίως ο εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας Β. Γιανουκόβιτς– από ότι ήταν η Σερβία ένα αιώνα πριν, στα 1914 με τις συμμαχικές χώρες της Αντάντ. Από την άποψη αυτή η προεδρία Ζελένσκι αποτελεί μέρος της κρίσης και όχι τη λύση της.
Η αντιπολεμική Αριστερά την περίοδο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου βρέθηκε αντιμέτωπη με τα μέτρα καταστολής και τις διώξεις τόσο στις χώρες της Αντάντ όσο και στις χώρες των Κεντρικών Δυνάμεων. Το ίδιο συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία και την Ρωσία. Όσοι διαμαρτύρονται και καταδικάζουν τον πόλεμο είναι στο στόχαστρο των κυβερνήσεων τους.
Στην Ουκρανία σήμερα η Αριστερά υφίσταται διώξεις και καταπίεση τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τις φασιστικές, παραστρατιωτικές δυνάμεις, όπως το περιβόητο τάγμα Αζόφ.
Η κατάργηση της αναγνώρισης μειονοτικών γλωσσών, των ελληνικών συμπεριλαμβανομένων, η απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος και η αποποινικοποίηση της ναζιστικής προπαγάνδας(!) είναι μερικά από τα μέτρα για τα οποία οι σημερινοί χωρίς όρους υποστηρικτές της προεδρίας Ζελένσκι ουδόλως ενοχλούνται.
Στη Ρωσία όλες οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις αντιμετωπίζονται με βίαια μέσα από την αστυνομία με αποτέλεσμα χιλιάδες διαδηλωτές να έχουν συλληφθεί.
Είναι αλήθεια ότι η θεωρία του ιμπεριαλισμού ως σταδίου ένοπλων συγκρούσεων ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις είχε αποδυναμωθεί τις τελευταίες δεκαετίες και είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι η παγκοσμιοποίηση απαιτούσε σταθερότητα στις διεθνείς σχέσεις. Όμως, η ρωσική εισβολή απέδειξε πως ούτε η εμβέλεια των πυρηνικών όπλων αδρανοποίησε και πολύ περισσότερο απέκλεισε το ενδεχόμενο πολεμικών συγκρούσεων οι οποίες, θα έφερναν, όπως και έφεραν, άμεσα αντιμέτωπες τις μεγάλες, εξοπλισμένες με πυρηνικά όπλα, δυνάμεις.
Η Ρωσία του Πούτιν είναι η μια όψη του νομίσματος της εισβολής και του πολέμου. Η πολιτική της προεδρίας Μπάιντεν, οποία είναι η προέκταση του δόγματος του «πολέμου χωρίς τέλος» της προεδρίας Μπους, αποτελεί ένα δόγμα ιμπεριαλιστικής δράσης το οποίο διαμελίζει έθνη, αποσυνθέτει κράτη, όπως το Ιράκ, καταστρέφει κοινωνίες και αποσταθεροποιεί την «παγκόσμια τάξη»- αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος.
Η ουσία τόσο της ρωσικής εισβολής όσο και του πολέμου στην Ουκρανία είναι ότι ο πλανήτης για μια ακόμα φορά πρέπει να ξαναμοιραστεί.
Οι συγκρούσεις ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις ισχυρές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ρωσίας και της Κίνας, είναι, στα πλαίσια της κρίσης του συστήματος, αναπόφευκτες. Οι πολεμικές περιπέτειες θα βρίσκονται –βρίσκονται ήδη– στην ημερήσια διάταξη με τον κίνδυνο ακόμα και ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος.
Η Αριστερά για μια ακόμα φορά δεν πρέπει να διαλέξει ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Στη σημερινή σύγκρουση δεν μπορεί να υποστηρίξει ούτε τον εκπρόσωπο του ρωσικού ιμπεριαλισμού Πούτιν ούτε το μακρύ χέρι στην Ευρώπη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού Ζελένσκι.
Η στάση της πρέπει να είναι μια στάση άτεγκτης αντιπολίτευσης σε κάθε είδους στρατιωτικούς και πολεμικούς σχεδιασμούς. Από την άποψη αυτή τα κόμματα της Αριστεράς, σε όλες τις εκδοχές της, οφείλουν να πρωτοστατήσουν στην συγκρότησε ενός μαζικού εθνικού, ευρωπαϊκού και παγκόσμιου αντιπολεμικού κινήματος – ενός κινήματος που θα αγωνίζεται για την ειρήνη σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Και η πάλη αυτή, όπως και η πάλη των άλλων κινημάτων, για την προστασία του περιβάλλοντος, για τα δημοκρατικά δικαιώματα κλπ, πρέπει να είναι συνδυασμένη με την πάλη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό της κοινωνίας όσο και αν αυτή η θέση ακούγεται στις μέρες μας ξεπερασμένη.
Ένα μικρό ακόμα παράδειγμα. Την περίοδο του πολέμου ο Λένιν σε μία ομιλία του στην ελβετική εργατική νεολαία στο «Σπίτι του Λαού» της Ζυρίχης, το Ιανουάριο του 1917, υποστήριζε, μέσα στο κύμα του σοβινισμού που αγκάλιαζε το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, ότι «εμείς, οι ηλικιωμένοι, ίσως να μη ζήσουμε ως τις αποφασιστικές μάχες αυτής της επανάστασης που έρχεται»! (ο Λένιν ήταν τότε 47 ετών). Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, η επανάσταση επικρατούσε πλήρως στην πρώην αχανή τσαρική αυτοκρατορία.
Η ιστορία ξέρει να αιφνιδιάζει τις κυρίαρχες τάξεις και μάλιστα τότε που αυτές δεν το περιμένουν.