Τάκης Μαστρογιαννόπουλος
Ο πόλεμος και ο μιλιταρισμός είναι και πάλι παρόντες στην Ευρώπη. O ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, τελικό αποτέλεσμα του σχεδιασμένου στην αμερικανική πρεσβεία πραξικοπήματος το οποίο ανέτρεψε τον εκλεγμένο πρόεδρο της Ουκρανίας το 2014, η κατάργηση των συμφωνιών του Μίνσκ και της αυτονομίας των Ρωσόφωνων περιοχών, η δράση του περιβόητου φασιστικού τάγματος Αζόφ, η προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, η ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, το ξέσπασμα του πολέμου και η συμμετοχή του ΝΑΤΟ με τη μορφή στρατιωτικής βοήθειας και εξειδικευμένου προσωπικού στον ουκρανικό στρατό, απειλούν όχι μόνο την Ευρώπη αλλά και με πυρηνικό όλεθρο την ίδια την ανθρωπότητα.
Η διάσπαση του κινήματος
Ο πόλεμος αυτός, όπως άλλωστε και η γενοκτονία στην Παλαιστίνη, είχε και μια άλλη αρνητική συνέπεια. Διέσπασε για μια ακόμα φορά το εργατικό και αριστερό κίνημα. Και δεν είναι πρώτη φορά.
Η ιστορία είναι πλούσια σε μαθήματα. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος διέσπασε, όπως είναι γνωστό, το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα και τα κόμματα της 2ης Διεθνούς.
Ο Λένιν, με το ξέσπασμα του πολέμου υποστήριζε ότι ο πόλεμος είχε θέσει νέες διαχωριστικές γραμμές στο κίνημα. Σε ένα άρθρο του, τον Μάιο του 1915, ανέλυσε τη νέα πραγματικότητα:
«Δεν θα υπάρχει Σοσιαλδημοκράτης της Ρωσίας που να μην νιώθει ότι οι παλιές διαιρέσεις και κατατάξεις –δεν θα λέγαμε πάλιωσαν αλλά– πήραν άλλη μορφή. Στην πρώτη σειρά προβάλει η κατάταξη σε “διεθνιστές” και “σοσιαλπατριώτες”, διαίρεση που γίνεται με βάση το θεμελιακό πρόβλημα που έθεσε ο πόλεμος».[1]
Στη βάση αυτής της εκτίμησης εκθείαζε τον ηγέτη των μενσεβίκων Γ. Μαρτόφ, ο οποίος με το ξέσπασμα του πολέμου υποστήριζε αντιπολεμικές θέσεις, ενώ αργότερα πρότεινε την ενοποίηση του κόμματος τόσο με την αριστερά των Μενσεβίκων –τους Μενσεβίκους-διεθνιστές– όσο και με τους Ενωμένους Σοσιαλδημοκράτες (με κύριο εκπρόσωπό τους τον Τρότσκι) με τους οποίους οι Μπολσεβίκοι ενοποιήθηκαν τελικά το καλοκαίρι του 1917 αφού σύμφωνα με τον Λένιν οι Ενωμένοι Σοσιαλδημοκράτες
«πήραν την σωστή γραμμή της ρήξης με τους ”αμυνίτες” [τους υποστηρικτές του πολέμου]. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες οποιαδήποτε κατάτμηση των δυνάμεων δεν δικαιολογείται κατά τη γνώμη μας με κανένα τρόπο».[2]
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα από τα πλέον θεμελιακά προβλήματα που τίθενται και πάλι στην Αριστερά είναι ο πόλεμος, Η Ευρώπη μετατρέπεται, ιδιαίτερα με την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, σε μια Ευρώπη της πολεμικής οικονομίας, της στρατιωτικοποίησης και των άκρατων εξοπλισμών.
Ήδη η Γερμανία έχει δημιουργήσει ένα ταμείο ύψους 100.000.000.000 ευρώ για την ενίσχυση των ένοπλων δυνάμεων της, έχοντας μάλιστα ως στόχο οι πολεμικές δαπάνες να φτάσουν στο 2% του ΑΕΠ. Στη Γαλλία ο πρόεδρος Μακρόν ανακοίνωσε ότι 400.000.000.000 ευρώ θα διατεθούν την περίοδο 2024-2030 για πολεμικές δαπάνες ώστε να αντιμετωπιστούν «υψηλής έντασης συρράξεις». Δεν είναι τυχαίο ότι με την πρόσφατη περιβόητη έκθεση του για την Ευρώπη ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός και ιδρυτικό μέλος του «Δημοκρατικού Κόμματος» Ενρίκο Λέτα αφού διαπίστωσε ότι στην Ευρώπη «χρειαζόμαστε πράγματι μια νέα πυξίδα για να επιβιώσουμε» πρότεινε μια ενιαία αγορά «με δόντια»!
Το ΝΑΤΟ, o κατ’ εξοχήν εκφραστής του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος σε Ευρώπη και ΗΠΑ, δαπάνησε στο σύνολο του μέσα στο 2023, 1.341.000.000.000 (1,34 τρις !) δολάρια που ισοδυναμούν με το 55% των παγκόσμιων πολεμικών δαπανών. Ο στρατιωτικός αναλυτής Τομ Μπέιλι προβλέπει ότι «Μια αύξηση κατά 30% το 2024 δεν πρέπει να αποκλειστεί».
Η κυβέρνηση Μπάιντεν –οι Δημοκρατικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι από τους πιο συνεπείς εκφραστές της επιθετικότητας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού– έχουν ήδη σύρει και τις αδύναμες και ανιστόρητες κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο γαϊτανάκι του πολέμου και της στρατιωτικοποίησης της οικονομίας. Τα πάντα περιστρέφονται όλο και περισσότερο γύρω από τους πολεμικούς εξοπλισμούς.
Οι πολεμικές βιομηχανίες κυριολεκτικά θησαυρίζουν. Όπως αναφέρει και ο Μ. Ψύλος σε ένα άρθρο του στη Ναυτεμπορική
«Η τεράστια αύξηση των αμυντικών δαπανών έχει ανεβάσει άλλωστε στα ύψη τις μετοχές των πολεμικών βιομηχανιών: Η μετοχή της γερμανικής Rheinmetall αυξήθηκε κατά 75% από την αρχή του χρόνου και της Ιταλικής αμυντικής βιομηχανίας Leonardo κατά 54% τους πρώτους πέντε μήνες και κατά 135% τον τελευταίο χρόνο. Η Airbus είδε επίσης τη μετοχή της να ενισχύεται κατά 24% σε ένα χρόνο και 10% από τον Ιανουάριο. Αύξηση 25% είδε επίσης η γαλλική Thales, που παράγει πυραύλους και άλλα αμυντικά συστήματα. Η Safran επίσης κατέγραψε άνοδο 35% από την αρχή του χρόνου και 60% σε ένα χρόνο, από έτος σε έτος. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, η Ισπανική Indra βρίσκεται στο +55% από τον Ιανουάριο και στο +85% από τον Ιούνιο του 2023. Η σουηδική Saab, ο κορυφαίος αμυντικός εργολάβος της Στοκχόλμης για όπλα και θωρακισμένα οχήματα πέτυχε αύξηση 70%».
Ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός σε συνδυασμό με τον εντεινόμενο μιλιταρισμό δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα, τον «καπιταλισμό με δόντια», ο οποίος θα καταστρέψει ακόμα περισσότερο τις κοινωνικές κατακτήσεις, στην Υγεία, στην Παιδεία, την κοινωνική πρόνοια, την Κατοικία, το επίπεδο διαβίωσης εκατομμυρίων πολιτών. Το μέλλον είναι εφιαλτικό.
Το σύνθημα της ειρήνης
Είναι φανερό ότι η ιστορία του πολέμου, που αγκαλιάζει και πάλι την Ευρώπη, επαναλαμβάνεται όχι ως «μια φάρσα» αλλά ως μια νέα τραγωδία ασύλληπτα πιο επικίνδυνη για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Για μια ακόμη φορά όμως ο πόλεμος αποτελεί τη βασική διαχωριστική γραμμή, την διαιρετική τομή για τα κόμματα και τις οργανώσεις της αριστεράς.
Η αντίθεση στον πόλεμο και το σύνθημα της ειρήνης έχουν μια ιδιαίτερη αξία. Δεν είναι τυχαίο ότι η ρωσική επανάσταση θριάμβευσε έχοντας ως κύριο σύνθημα την ειρήνη. Ο Λένιν, ο οποίος την πρώτη περίοδο υποστήριζε την ανάγκη να μετατραπεί ο πόλεμος σε εμφύλιο αναγνώρισε αργότερα την σπουδαιότητα του συνθήματος της ειρήνης για την κατάκτηση της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας:
«Στις αρχές του πολέμου εμείς, οι Μπολσεβίκοι, ακολουθήσαμε μόνο ένα σύνθημα – εμφύλιος πόλεμος και μάλιστα αμείλικτος. Εμείς στιγματίζαμε σαν προδότη τον καθένα που δεν τασσόταν υπέρ του εμφυλίου πολέμου. Όμως όταν το Μάρτη του 1917 επιστρέψαμε στη Ρωσία και μιλήσαμε με τους αγρότες και τους εργάτες είδαμε ότι αυτοί όλοι τάσσονταν υπέρ της υπεράσπισης της πατρίδας, όμως, φυσικά, με εντελώς άλλη έννοια απ’ ότι οι Μενσεβίκοι, και δεν μπορούσαμε τους απλούς αυτούς εργάτες και αγρότες να τους αποκαλούμε παλιανθρώπους και προδότες. Αυτό το χαρακτηρίσαμε “ευσυνείδητο αμυνιτισμό” (…) Η αρχική μας θέση στις αρχές του πολέμου ήταν σωστή, τότε ήταν σπουδαίο να δημιουργηθεί ένας καθορισμένος αποφασιστικός πυρήνας. Η επόμενη θέση μας ήταν επίσης σωστή. Ξεκινούσε από το ότι χρειαζόταν να κατακτήσουμε τις μάζες».[3]
Σήμερα η ανάγκη της δημιουργίας ενός ισχυρού πυρήνα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και η ανάγκη της κατάκτησης της λαϊκής, κοινωνικής πλειοψηφίας ταυτίζονται χρονικά. Η μάχη κατά του πολέμου είναι μάχη για την ειρήνη.
Ως εκ τούτου η ανάγκη να τεθούν διαχωριστικές γραμμές με τις φιλοπόλεμες δυνάμεις τόσο της Ακροδεξιάς, της Δεξιάς και του ακραίου Κέντρου όσο και της αυτοαποκαλούμενης Αριστεράς στην χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά αναγκαία. Από την μια οι δυνάμεις του πολέμου, των εξοπλισμών και της πολεμικής οικονομίας και από την άλλη οι δυνάμεις κατά του πολέμου – οι δυνάμεις της ειρήνης.
Οι ηγετικές ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες κατά τα άλλα διαγκωνίζονται ποια θα εκφράσει τις «προοδευτικές δυνάμεις», υποστηρίζουν πλήρως τις πολεμικές δαπάνες, τα τεράστια εξοπλιστικά προγράμματα της Νέας Δημοκρατίας και τις τυχοδιωκτικές πολιτικές του ΝΑΤΟ σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Βρίσκονται στο στρατόπεδο του πολέμου.
Δυστυχώς, ακόμα και στη Γαλλία το νεοσύστατο Νέο Λαϊκό Μέτωπο έχει στο πρόγραμμα του μια μαύρη κηλίδα. Δεν διαχωρίζεται πλήρως από την εξωτερική, φιλοπόλεμη πολιτική του Μακρόν ο οποίος πιστός στις γαλλικές ιμπεριαλιστικές παραδόσεις, υποστηρίζει την αύξηση των πολεμικών δαπανών σε δυσθεώρητα ύψη και την συμμετοχή στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στον πόλεμο της Ουκρανίας με απρόσμενα αποτελέσματα για την τύχη της ανθρωπότητας!
Στην αντιπέρα όχθη βρίσκονται δυνάμεις, κόμματα και οργανώσεις της αντιπολεμικής αριστεράς. Οι δυνάμεις αυτές οφείλουν μέσα σε αυτές τις συνθήκες να προχωρήσουν στη συγκρότηση του δικού τους αντιπολεμικού μετώπου τόσο στο εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό πεδίο. Οι συζητήσεις, ο διάλογος, η κοινή δράση, οι συσπειρώσεις, οι συνεργασίες και οι συμμαχίες αποτελούν τις αναγκαίες συνθήκες για να σχηματιστεί το αντίπαλο δέος. H συγκρότηση ενός πανευρωπαϊκού Αντιπολεμικού Φόρουμ θα ήταν μια ενδιαφέρουσα ιδέα.
Το αστικό σύστημα εξουσίας, οι κυρίαρχες ελίτ, εκμεταλλευόμενες την υποχώρηση του κινήματος και της Αριστεράς και βασισμένες στα κόμματα της Άκρας Δεξιάς, της Δεξιάς και του ακραίου Κέντρου εκτιμούν ότι θα περάσουν σχετικά εύκολα στη νέα φάση της βάρβαρης νεοφιλελεύθερης, πολεμικής οικονομίας χωρίς μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις. Όπως είναι γνωστό όμως, η ιστορία έχει τα δικά της καπρίτσια. Ξέρει να αιφνιδιάζει τις κυρίαρχες τάξεις και μάλιστα όταν αυτές δεν το περιμένουν. Από την άποψη αυτή τα μεγάλα γεγονότα βρίσκονται μπροστά μας. Και δεν πρόκειται για αισιοδοξία της βούλησης.
Άλλωστε, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που ο πόλεμος υπήρξε ο πατέρας της επανάστασης.