Αναδημοσιεύουμε άρθρο του σ. Σεραφείμ Σεφεριάδη, από την Εφημερίδα των Συντακτών για τον «απολογισμό» που παρουσιάστηκε στην πρόσφατη ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ.
Τίποτα δεν έχουν να αποκομίσουν οι εργαζόμενοι και η κοινωνία από το κείμενο «απολογισμού» που κατατέθηκε στην πρόσφατη ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ ει μη μόνον την επιβεβαίωση ότι το κόμμα αυτό, ιδεολογικά υποταγμένο και ανίκανο να αντιληφθεί τους καιρούς, έχει πλέον ανεπιστρεπτί ενσωματωθεί στο χώρο του ψευδούς και υποβολιμαίου δόγματος «δεν υπάρχει εναλλακτική». Και ακριβώς επειδή το δόγμα αυτό είναι έτσι ‒ψευδές και υποβολιμαίο‒, μόνος τρόπος για να υποστηριχθεί η επιχειρηματολογία του είναι η επιλεκτικότητα, το ψεύδος και η παραχάραξη των νοημάτων (συχνά και της ίδιας της γλώσσας). Τι μεγαλύτερη υπηρεσία στην αυταρχική νεοφιλελεύθερη επέλαση που καθημερινά βιώνουμε; Τι μεγαλύτερη υπογράμμιση της ιστορικής ανάγκης για επαναδημιουργία της Αριστεράς;
Ο ανυποψίαστος ερευνητής του μέλλοντος που θα διαβάσει το κείμενο θα συμπεράνει πως ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε (με τον άοκνο και ηρωικό αγώνα χιλιάδων) μόνο και μόνο για να διαφυλάξει την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Όλοι όμως ξέρουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ συγκροτήθηκε όχι για να διαχειριστεί τη λιτότητα, αλλά για να την τερματίσει. Αν είναι κάτι που περίτρανα αποκαλύπτει η εμπειρία του, αυτό δεν είναι άλλο από την αναγκαιότητα της ρήξης. Όμως και η ίδια αυτή η έννοια, που στην επίκλησή της βασίστηκε η εκλογική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ ‒η ανάγκη για ρήξη με τις συνθήκες που αναπαράγουν τη συστημική βαρβαρότητα‒ εξοβελίζεται δια παντός, στο όνομα της αναζήτησης και άλλων ακόμη «συμβιβασμών». Βασικό επιχείρημα-σόφισμα εδώ είναι ότι τη ρήξη (περίτεχνα συρρικνωμένη ως απλή έξοδος από την Ευρωζώνη) τελικά την επεδίωκε η απέναντι πλευρά. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνονται διάφορα φαιδρά (λ.χ. η άποψη ότι η διαπραγμάτευση απέτυχε διότι δεν επιδιώχθηκαν συστηματικές συμμαχίες με τις δεξιές κυβερνήσεις χωρών όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία), ενώ αγνοείται παντελώς αυτό που, για όσο διάστημα διαρκούσε, έφερνε τον πανικό στα ηγετικά κλιμάκια της παγκόσμιας κυριαρχίας ‒οι διαδηλώσεις υποστήριξης στη ρήξη που ξέσπασαν σε πάνω από 250 πόλεις παγκόσμια. Κορυφαίο όμως σημείο είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η διαχείριση του δημοψηφίσματος. Δεν είναι μόνο ότι η κυνική παραχάραξη της λαϊκής εντολής ‒το ΟΧΙ που εν μιά νυκτί έγινε ΝΑΙ‒ παρακάμπτεται και σκόπιμα παρερμηνεύεται (λες και οι ψηφοφόροι με τις κλειστές τράπεζες να μην είχαν βομβαρδιστεί με τις προειδοποιήσεις ολόκληρου του «παλαιού» πολιτικού προσωπικού και όλων των υπερεθνικών θεσμών), αλλά και το ότι αυτό που επακολούθησε (δηλαδή το Τρίτο Μνημόνιο) προβάλλεται ως επιτυχία ‒μια και έτσι επήλθε επαρκής «χρηματοδότηση των υποχρεώσεων της χώρας για ολόκληρο το διάστημα μέχρι το 2018, προσφέροντας την απαραίτητη σταθερότητα που [επιτρέπει] …τη σχετική ανάκαμψη της οικονομίας και την οριστική απομάκρυνση του κινδύνου εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη» (σ. 42). Αυτό βιώνουμε σήμερα, ας πανηγυρίσουμε (!)· με την απαραίτητη βέβαια «αυτοκριτική» που, ως είθισται σε τέτοιες περιστάσεις, απευθύνεται σοβαροφανώς προς το κόμμα (σ. 20).
Δέσμια της πολιτικής της ανεπάρκειας, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ καταστρατήγησε με τις πρακτικές της κάθε δημοκρατική αρχή στην κομματική λειτουργία (άραγε ποιον ρώτησε πριν υπογράψει το Τρίτο Μνημόνιο;), και σήμερα επιχειρεί να θεσμοθετήσει αυτήν την καταστρατήγηση. Η διαδρομή είναι γνωστή από την εμπειρία όλων των κομμάτων της Σοσιαλδημοκρατίας ‒αυτό που σήμερα η ηγεσία προβάλλει ως νέο είναι αφόρητα παλιό. Παμπόνηροι καριερίστες και εκκολαπτόμενοι γραφειοκράτες μπορεί βέβαια να χαίρονται, όμως τα λαϊκά στρώματα, η νεολαία, όλοι οι υποτελείς πρέπει άμεσα να συνειδητοποιήσουν πως δεν είναι το «μικρότερο κακό» που χρειαζόμαστε, αλλά μια σοβαρή και, ως εκ τούτου, ανυποχώρητη Αριστερά που θα είναι έτοιμη να πραγματοποιήσει τις έλλογες ρήξεις που απαιτούνται.