Άρθρο του Πετρου Παπακωνσταντινου στην «Καθημερινή»
Ανήσυχος με αυτά που βιώνει καθημερινά στο Βερολίνο, ο Αϊνστάιν ξεκινά το καλοκαίρι του 1931 αλληλογραφία με τον Ζίγκμουντ Φρόιντ, όπου αναπτύσσει προβληματισμούς για την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού και την απειλή ενός νέου Μεγάλου Πολέμου. Το βασικό ερώτημα που θέτει στην πρώτη επιστολή του είναι «πώς θα σταματήσουμε την ψύχωση του μίσους και της καταστροφής», που εξαπλώνεται ταχύτατα στον γερμανικό πληθυσμό. «Δεν εννοώ βέβαια», υπογραμμίζει ο Αϊνστάιν, «μόνο τους αποκαλούμενους “ακαλλιέργητη μάζα”. Η εμπειρία μου δείχνει ότι η υποτιθέμενη αφρόκρεμα της διανόησης είναι η πλέον επιρρεπής σε τέτοιου είδους ολέθριες αυθυποβολές».
Η διαπίστωση αυτή ακούγεται σήμερα ως μια εξαιρετικά επίκαιρη (λόγω Χρυσής Αυγής) όσο και ενοχλητική αλήθεια. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι ο νεοφασισμός ευδοκιμεί μόνο ή κυρίως μεταξύ των «κατώτερων», οικονομικά και μορφωτικά, στρωμάτων, αυτών των «επικίνδυνων τάξεων» που είναι πάντα επιρρεπείς στα πολιτικά «άκρα», σε αντιδιαστολή με τη μορφωμένη «μεσαία τάξη», η οποία θεωρείται εξ ορισμού το σταθερό θεμέλιο της Δημοκρατίας. Μια θεώρηση, η οποία αποπνέει ταξική προκατάληψη και συγκρούεται με την ιστορική πείρα.
Όπως τεκμηριώνει ο Ερικ Χομπσμπάουμ στην «Εποχή των Άκρων», τις δεκαετίες εκκόλαψης του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, η κοινωνική τους βάση απαρτιζόταν κατά κύριο λόγο «από εκείνους που δεν λέρωναν τα χέρια τους στη δουλειά». Τρανταχτά ονόματα του γερμανικού ακαδημαϊκού κόσμου, όπως ο φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο νομικός Καρλ Σμιτ, οι νομπελίστες φυσικοί Φίλιπ Λέναρντ και Γιοχάνες Σταρκ και ο βιολόγος Οϊγκεν Φίσερ, προσχώρησαν στους ναζί. Την αηδιαστική ανακοίνωση καταδίκης του Αϊνστάιν από την Πρωσική Ακαδημία Επιστημών, της οποίας ήταν μέλος, ενέκριναν όλα τα μέλη της εκτός από ένα.
Παρότι εμφανιζόταν ως «Εργατικό», το ναζιστικό κόμμα (NSDAP) επωάστηκε από τα παραστρατιωτικά Freikorps, τα οποία έπνιξαν στο αίμα το κίνημα των Εργατικών Συμβουλίων που γέννησε η σοσιαλιστική επανάσταση του 1918. Είναι αλήθεια ότι η Εθνικοσοσιαλιστική Οργάνωση Πυρήνων Επιχειρήσεων (NSBO) έφτασε να έχει το 1933 τετρακόσιες χιλιάδες μέλη, τα οποία, ωστόσο, ήταν κυρίως διευθυντικά στελέχη, μηχανικοί και διοικητικοί. Στρατολογούσε επίσης από τις γραμμές των εξαθλιωμένων, στους οποίους προσέφερε κάποια απασχόληση, είτε στα Τάγματα Εφόδου (SA) είτε μέσω εργοδοτών, οι οποίοι ήταν ευτυχείς να προσλαμβάνουν ναζιστές, σχηματίζοντας απεργοσπαστικό στρατό. Οι ομοιότητες με τη Χρυσή Αυγή και τον τρόπο που δρα στο Πέραμα και άλλες χτυπημένες από την κρίση βιομηχανικές περιοχές μόνο τυχαίες δεν είναι.
Παρ’ όλα αυτά, το NSDAP δεν κατάφερε να κυριαρχήσει στην εργατική τάξη μέχρι την άνοδό του στην εξουσία. Ακόμη και στις εκλογές του 1933, η πλειοψηφία των εργατών και των ανέργων έμεινε πιστή στους σοσιαλδημοκράτες και τους κομμουνιστές. Η ενεργός βάση του NSDAP προερχόταν κυρίως από τη μεσαία τάξη και τα «λούμπεν» στρώματα, ενώ η ηγεσία της χρηματοδοτούνταν από μεγιστάνες του χρήματος. Στις πιο γνωστές περιπτώσεις συγκαταλέγονται ο διοικητής της Εθνικής και της Κεντρικής Τράπεζας Χιάλμαρ Σαχτ, οι μεγαλοβιομήχανοι της χαλυβουργίας Τίσεν και Κρουπ, η αυτοκινητοβιομηχανία Opel και η χημική βιομηχανία IG Farben.
Ασφαλώς η Χρυσή Αυγή, παρά την ιδεολογική συγγένεια με τους ναζί, διαφέρει από πολλές απόψεις με το NSDAP. Μπορεί να εκτοξεύθηκε ξαφνικά στο 6,92% επωφελούμενη της δραματικής κοινωνικής κατάστασης που δημιούργησαν η κρίση και τα Μνημόνια, αλλά δεν απέκτησε (ακόμη) χαρακτηριστικά δυναμικού κινήματος αφιονισμένων μαζών. Η θλιβερή παρουσία λίγων εκατοντάδων οπαδών της έξω από τη ΓΑΔΑ μετά τη σύλληψη των ηγετών τους επιβεβαίωσε την εικόνα των θρασύδειλων, που ξεχειλίζουν από αδρεναλίνη μπροστά σε γυναίκες και ανυπεράσπιστους μετανάστες, αλλά ζαρώνουν στην τρύπα τους όταν τους απειλεί ο πέλεκυς της Δικαιοσύνης.
Ισχυρές αναλογίες
Ως προς το θέμα, όμως, που συζητάμε, οι αναλογίες είναι ισχυρές. Στις τελευταίες εκλογές, οι μισθωτοί και οι άνεργοι πολώθηκαν ισχυρά όχι προς την Ακροδεξιά, αλλά προς την Αριστερά. Σε αυτά τα στρώματα, σύμφωνα με έρευνα της Public Issue, η Χρυσή Αυγή πήρε από 6% έως 11% και η Νέα Δημοκρατία γύρω στο 17%, ενώ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ έλαβαν αθροιστικά γύρω στο 40%. Η επιρροή της Χρυσής Αυγής συγκεντρώνεται κυρίως στα μικροαστικά στρώματα που συμπιέζονται και σε εξαθλιωμένα στοιχεία του εργατικού πληθυσμού, ενώ είναι ισχυρή στον επιχειρηματικό κόσμο (11%) και στον σκληρό πυρήνα των μηχανισμών καταστολής. Στο 27ο και το 28ο εκλογικό διαμέρισμα Αμπελοκήπων, όπου ψήφιζαν οι ομάδες Ζ, ΔΙ.ΑΣ. και ΔΕΛΤΑ, πήρε 50,7% και στο 1ο εκλογικό διαμέρισμα Καισαριανής, όπου ψήφισαν ΜΑΤ, ΥΑΤ και ΥΜΕΤ, συγκέντρωσε το 46,7%.
Οσο για τον ηγετικό της πυρήνα, τα βιογραφικά των βουλευτών της μιλούν από μόνα τους. Ο Μιχαλολιάκος είναι μαθηματικός με σύζυγο εισοδηματία και ο Κασιδιάρης γεωπόνος από αστική οικογένεια. Από τους υπόλοιπους 16 βουλευτές, τέσσερις είναι επιχειρηματίες, τρεις ελεύθεροι επαγγελματίες, δύο εμποροπλοίαρχοι, δύο αγρότες, ένας οδοντίατρος, ένας δικηγόρος, ένας αξιωματικός των ειδικών δυνάμεων και δύο «μουσικοί».
Φυσικά, καμία κοινωνική τάξη δεν είναι άτρωτη στην απειλή του νεοφασισμού – το γεγονός ότι ήδη στις τελευταίες εκλογές η Χρυσή Αυγή κατάφερε να συγκεντρώσει ποσοστό 9,3%, αισθητά πάνω από τον πανελλαδικό μέσον όρο, σε μια εργατική και παραδοσιακά «κόκκινη» περιφέρεια όπως η Β΄ Πειραιά, είναι χαρακτηριστικό. Ελπίζει κανείς ότι τα σκληρά μέτρα τα οποία έλαβε –με αδικαιολόγητη καθυστέρηση– η κυβέρνηση θα αποτελέσουν απαρχή για την απομόνωσή της από το κοινωνικό σώμα. Ωστόσο, η επανάπαυση θα ήταν κακός σύμβουλος. Αρκεί να θυμηθούμε ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης φυλάκισε τον Χίτλερ ύστερα από το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπιραρίας», το 1923, για να τον αποφυλακίσει ύστερα από εννέα μήνες και να τον αναγορεύσει καγκελάριο εννέα χρόνια αργότερα, με αντικαγκελάριο τον «κεντρώο» Φον Πάπεν, σε κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» με αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε Κεντροδεξιά.