Του Νίκου Κοκκάλη
Σε ανοιχτή σύγκρουση βρίσκονται οι κοινότητες ιθαγενών της περιοχής Apurimac στο Περού με την κυβέρνηση και την κινέζικη μεταλλευτική εταιρία MMG. Ο λόγος είναι ότι η τελευταία αναθεώρησε μονομερώς την Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του ορυχείου χαλκού Λας Μπάμπας, το οποίο αγόρασε τον περασμένο χρόνο από την ελβετική Xtrata.[1] Η αναθεωρημένη μελέτη κινείται σε πολύ χειρότερη κατεύθυνση από την προηγούμενη, απειλώντας με νέα υποβάθμιση το περιβάλλον της περιοχής.
Συγκεκριμένα, η εταιρεία εγκατέλειψε τα σχέδια της κατασκευής αγωγού για τα ορυκτά απόβλητα, τα οποία πλέον θα μεταφέρονται οδικώς, πρακτική που θεωρείται ότι εμπεριέχει πολύ μεγαλύτερο ρίσκο διαρροών και ρύπανσης της περιοχής. Παράλληλα, σχεδιάζει και δημιουργία μιας νέας μονάδας επεξεργασίας μολυβδαινίου στην περιοχή. Όλα αυτά συνέβησαν χωρίς να έχει προηγηθεί καμία διαβούλευση με τις κοινότητες της περιοχής (που κατοικούνται από ιθαγενείς) οι οποίες θα υποστούν τις επιπτώσεις, παρά το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία προβλέπεται από τα κυβερνητικά διατάγματα βάσει των οποίων παραχωρήθηκε η εκμετάλλευση του ορυχείου στην MMG.[2]
Η ματωμένη απεργία της 28ης Σεπτεμβρίου
Οι κοινότητες προσπάθησαν μάταια να εκθέσουν την αντίθεση τους σε αυτά τα σχέδια, τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην εταιρεία. Έτσι, μετά την από αρκετές άκαρπες προσπάθειες, στις 25 Σεπτεμβρίου, σε μια συνέλευση αγροτικών, κοινωνικών και κοινοτικών οργανώσεων της περιοχής, που συσπειρώνονται γύρω από την «Επιτροπή Αγώνα των Επαρχιών Κοταμπάμπας και Γκράου», οι οποίες πλήττονται περισσότερο από το ορυχείο, αποφάσισαν να ξεκινήσουν γενική απεργία διαρκείας.
Σύμφωνα με καταγγελίες της «Επιτροπής Αγώνα», την ίδια ημέρα η κυβέρνηση επέτρεψε, μέσω διατάγματος, την εισβολή του στρατού στην περιοχή και την 28η Σεπτεμβρίου, κατά την διάρκεια διαδήλωσης 10.000 ανθρώπων στο Τσαλουαουάτσο, περιοχή που βρίσκεται στα όρια του ορυχείου, ο στρατός και η αστυνομία επιτέθηκαν με πυροβόλα όπλα ενάντια στο πλήθος, σκοτώνοντας τέσσερις διαδηλωτές και τραυματίζοντας άλλους δεκαπέντε.
Στις 29 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση έδωσε την εντολή να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην εταιρία και τις τοπικές κοινότητες, ενώ έθεσε την περιοχή σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση παίρνει ξεκάθαρα το μέρος της MMG.
Ο πρωθυπουργός Πέδρο Κατεριάνο καταδίκασε την βία των διαδηλωτών, ενώ έδωσε ένα ρεσιτάλ υπερβολής, προβάλλοντας τα «θετικά» της δημιουργίας του ορυχείου, μιλώντας για ανάπτυξη άνευ προηγουμένου και προσθέτοντας ότι τίποτα δε θα σταματήσει την δημιουργία του.
Σε αντίστοιχο κλίμα, ο πρόεδρος Ογιάντα Ουμάλα κατηγόρησε τους διαδηλωτές ως υποκινητές των επεισοδίων και είπε ότι η εταιρεία κάνει τα πάντα όσον αφορά την κοινωνική ευθύνη, και ότι οι ηγέτες των κοινοτήτων θα έπρεπε να εξαντλήσουν τα ειρηνικά μέσα για να προβάλλουν τα αιτήματα τους, αντί να καταφεύγουν στη βία.
Κοινότητες ιθαγενών: καταστολή και ακραία φτώχεια
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που οι αυτόχθονες κάτοικοι της χώρας παλεύουν να υπερασπιστούν το φυσικό τους περιβάλλον απέναντι σε μεγάλες πολυεθνικές που απειλούν να το καταστρέψουν.
Στις αρχές του χρόνου, ιθαγενείς του Αμαζονίου έδωσαν μια σκληρή μάχη ενάντια στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος από πετρελαϊκές εταιρίες που λυμαίνονται τους φυσικούς πόρους της χώρας εδώ και δεκαετίες.[3]
Την δια περίπου χρονική περίοδο, το Περού κυβερνάται από μια σειρά διεφθαρμένους πολιτικούς της κεντροαριστεράς ή της κεντροδεξιάς. Ιδιαίτερα οι κυβερνήσεις του κεντροαριστερού Άλαν Γκαρσία (1985-1990, 2006-2011), του «καλού παιδιού του ΔΝΤ» Αλμπέρτο Φουχιμόρι (1990-2001) και του νεοφιλελεύθερου Αλεχάντρο Τολέδο (2001-2006) έγιναν συνώνυμα των περικοπών και της φτώχειας, ενώ κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Γκαρσία, και των θητειών του Φουχιμόρι, έκαναν θραύση τα «τάγματα θανάτου». Πρόκειται για παραστρατιωτικές ομάδες, οι οποίες προέβαιναν σε πολιτικές δολοφονίες και μαζικές εκτελέσεις, πολλές φορές με εντολές των ίδιων των προέδρων.[4]
Οι πολιτικές αυτών των προέδρων έπληξαν τα πιο φτωχά στρώμα του πληθυσμού και κυρίως τους πληθυσμούς των ιθαγενών. Η αποκορύφωση της καταστολής ήρθε ανάμεσα στο 2005 και το 2010, όταν η κυβέρνηση Φουχιμόρι πλησίασε τα όρια της γενοκτονίας εναντίον τους. Για την ακρίβεια, εξανάγκασε σε στείρωση περίπου 300,000 γυναίκες, και 22.000 άντρες, εκτελώντας μία ναζιστικής έμπνευσης εκστρατεία «ευγονικής» στην περουβιανή ύπαιθρο, με ανυπολόγιστες κοινωνικές συνέπειες.