Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης
Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Αν και τη στιγμή που γράφονται τούτες οι γραμμές το ακριβές περιεχόμενο μιας ενδεχόμενης συμφωνίας με τους δανειστές παραμένει άγνωστο, το σκεπτικό που (θα) την διέπει είναι πασίδηλο όσο και αδιέξοδο: Όποια επιμέρους χαρακτηριστικά και αν έχει, σε καμιά περίπτωση δεν θα δίνει λύσεις στα προβλήματα της οικονομίας και της κοινωνίας.
Για την ακρίβεια, το πραγματικό ερώτημα δεν αφορά το αν η συμφωνία θα είναι «καλή» («αναπτυξιακή») ή «κακή» («υφεσιακή»), αλλά το πόσο κακή θα είναι: πόσο ψηλά θα ανέβει ο ΦΠΑ (δηλαδή πόσο παραπάνω θα μειωθεί η αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων)· πόσο μεγάλο κομμάτι του παραγωγικού δυναμικού και των υποδομών της χώρας θα ξεπουληθεί στο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο αντί πινακίου φακής· για πόσον ακόμη καιρό θα καθυστερεί η ανάταξη των εργασιακών σχέσεων (στο βαθμό, βέβαια, που ο στόχος αυτός δεν θα έχει –λόγω ή έργω- εγκαταλειφθεί) κτλ.
Ούτε και πρέπει να ξεχνούμε ότι, με δεδομένη την υποχώρηση της κυβέρνησης στο μείζον ζήτημα της πλήρους αποπληρωμής του χρέους, ό,τι περισσεύει από τα φορολογικά έσοδα και τη ρευστότητα που θεωρητικά θα επανέλθει, όχι μόνο επανεκκίνηση της οικονομίας, παραγωγική ανασυγκρότηση και ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων δεν θα είναι σε θέση να επιφέρει, αλλά δεν θα αρκεί ούτε καν για να αντιμετωπιστούν οι υπό κατάρρευση δημόσιες υπηρεσίες, στην υγεία, τις συγκοινωνίες, την παιδεία.
Η πραγματικότητα αυτή, το γεγονός δηλαδή ότι ως «καλή» θα προβάλλεται μια συμφωνία που απλώς θα μπορεί να παρουσιαστεί ως «όχι πάρα πολύ κακή», αποκαλύπτει με κραυγαλέο τρόπο μιαν απλή αλήθεια: ότι η στρατηγική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στα όριά της. «Αμοιβαία επωφελής» λύση που θα προκύψει με την πειθώ –ως εάν οι περίφημοι «θεσμοί» να αντανακλούσαν κάποιο εγχείρημα ορθού λόγου και όχι ωμή ταξική επιβολή (με στόχο τη στήριξη και αναπαραγωγή της κυριαρχίας του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού της καταστροφής)– δεν υπάρχει και δεν ήταν ποτέ δυνατόν να υπάρξει.
Τα περί του αντιθέτου συνιστούν ασυγχώρητη ιδεολογική εμμονή (και διανοητικό επαρχιωτισμό) ιδεοληπτική προσκόλληση στην έωλη προσδοκία ότι η ΕΕ του κεφαλαίου και των πολυεθνικών θα μπορούσε δια μαγείας και μέσα από διαπραγμάτευση να μεταμορφωθεί σε κοινωνικά ευαίσθητη «Ευρώπη των λαών».
Εξίσου ξεκάθαρα προκύπτει βέβαια και το ζοφερό συμπέρασμα ότι στο πλαίσιο ακόμα και του πιο καλού σεναρίου (δηλαδή μιας συμφωνίας που δεν θα ήταν πάρα πολύ κακή) το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης σιωπηρά θα ατονήσει και σταδιακά θα εγκαταλειφθεί – κι αυτό είναι πρόδηλα αντίθετο με την εντολή της 25ης Γενάρη.
Συνάγεται ότι, όσο παγιδευμένη και αν αισθάνεται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στη «ευρωπαϊκή» της ιδεοληψία, είναι ώρα να αναγνωρίσει επίσημα και ρητά αυτό που πολλά στελέχη της ήδη αναγνωρίζουν με δημόσιες τοποθετήσεις τους –στην τελευταία Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, εμμέσως, κι αυτός ο ίδιος ο πρωθυπουργός: ότι οι «εταίροι» ούτε διαπραγματεύονται ούτε επιδιώκουν συμβιβασμό, αλλά ένα και μόνο πράγμα: τη συντριβή του ελληνικού πειράματος προς γενικό παραδειγματισμό.
Η ρητή αναγνώριση αυτής της αλήθειας σημαίνει όμως και αναγνώριση του ότι έξοδος από τη λιτότητα εντός της ευρωζώνης δεν είναι δυνατή. Είτε η λιτότητα θα παραταθεί εντός του ευρώ (με απώτερη συνέπεια την πολιτική αυτοκτονία του ΣΥΡΙΖΑ, έστω και αν ο θάνατος είναι αργός) είτε θα επιδιωχθεί η έλλογη έξοδος που, για να τελεσφορήσει, απαιτεί εκδημοκρατισμό της παραγωγής, απαιτεί σοσιαλιστικά μέτρα: δημόσια-κοινωνική ιδιοκτησία, έλεγχο και διαχείριση των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας ώστε να σχεδιαστεί η παραγωγή, να απορροφηθούν γρήγορα οι κραδασμοί της πρώτης μετά-ευρώ εποχής και η οικονομία να μπει σε φάση ανάπτυξης.
Προτού να είναι αργά (και χρόνος πολύς δεν υπάρχει) είναι αναγκαίο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, να εξηγήσει πώς και γιατί η πραγματικά εναλλακτική πορεία εντός της ευρωζώνης είναι αδύνατη και να θέσει το σχετικό ερώτημα στη λαϊκή βάση.
Κάτι τέτοιο δεν θα χρειαζόταν αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε τόσο ρητά (και άστοχα) επιμείνει προεκλογικά περί του ότι το τέλος στη λιτότητα θα μπορούσε να επιτευχθεί εντός της ευρωζώνης και με διαπραγμάτευση. Όμως στις περιστάσεις, η πρότερη θεωρητική αστοχία μπορεί να μετατραπεί σε πρακτικό πολιτικό πόρο. Αν, αξιοποιώντας την «εμπειρία» της τετράμηνης διαπραγμάτευσης, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εξηγήσει το χαρακτήρα του αδιεξόδου και προτάξει με τρόπο συγκεκριμένο την πραγματική εναλλακτική, η ενθουσιώδης συστράτευση της κοινωνίας είναι κάτι παραπάνω από βέβαιη. (Και είναι αποκαλυπτικό ότι, παρά την καθημερινή ιδεολογική χειραγώγηση των πολιτών περί του ότι μια ενδεχόμενη έξοδος από την ευρωζώνη θα ισοδυναμούσε περίπου με βιβλική καταστροφή, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως πάνω από το 40% της κοινωνίας επιθυμεί ρήξη με την ευρωζώνη.)
Ένα δημοψήφισμα με αυτό το χαρακτήρα (που θα ζητούσε ρητά εντολή ρήξης ως προϋπόθεση για τερματισμό της λιτότητας) θα αναβάπτιζε σε ακόμη πιο στέρεα βάση και θα επέκτεινε τη λαϊκή ετυμηγορία, αφαιρώντας παράλληλα όλα τα επιχειρήματα από τη λυσσαλέα αντίδραση που είναι βέβαιο ότι θα προκληθεί.
Στον αντίποδα αυτής της προωθητικής εκδοχής, εμφανίζεται όμως τελευταία και μια άλλη, απολύτως αντιδραστική: το ενδεχόμενο ενός δημοψηφίσματος με στόχο τη νομιμοποίηση μιας συμφωνίας-παγίδας στη λιτότητα, με τον ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώκει υπερψήφισή της ως το «μικρότερο κακό».
Στο βαθμό που μια τέτοια σκέψη εξετάζεται σοβαρά, θα πρόκειται για μνημείο αυτοκαταστροφικής πολιτικής αφέλειας που θα προξενούσε ανεπανόρθωτη φθορά όχι μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε ολόκληρο το λαϊκό κίνημα. Θα αποτελούσε νομιμοποίηση της χειρότερης εκδοχής του δόγματος ΤΙΝΑ (ότι, τελικά, δεν υπάρχει εναλλακτική στο νεοφιλελευθερισμό), προκαλώντας αμηχανία, αποσυσπείρωση και άδηλες πολιτικές εξελίξεις. Το αριστερό κίνημα πρέπει να επαγρυπνεί…