Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος [*]
Σαν σήμερα, στις 27 Απρίλη 1935, γεννήθηκε ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος. Με αυτή την αφορμή αναδημοσιεύουμε παλιότερο άρθρο-ταινιοκριτική του σ. Ιάκωβου Παναγόπουλου για το έργο του «Οι Κυνηγοί»
Με αφορμή τη γέννηση του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη Θόδωρου Αγγελόπουλου αξίζει να αναλύσουμε ένα από τα αριστουργήματα του, τους Κυνηγούς.
Οι Κυνηγοί αποτελούν την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του δημιουργού και είναι η ταινία που ολοκληρώνει την Τριλογία της Ιστορίας του. Η πρώτη ταινία της τριλογία Οι Μέρες του ’36 ασχολείται με τα γεγονότα μέχρι την άνοδο του Μεταξά. Η δεύτερη ταινία Ο Θίασος πιάνει τα ιστορικά γεγονότα από την άνοδο του Μεταξά έως το τέλος του εμφυλίου και την κυβέρνηση με τον στρατηγό Παπάγο το 1952. Η Οι Κυνηγοί διαδραματίζονται την παραμονή πρωτοχρονιάς του 1977.
Πλοκή
Βρισκόμαστε στην παραμονή πρωτοχρονιάς του 1977 όπου μια ομάδα κυνηγών βρίσκει στα χιόνια το πτώμα ενός αντάρτη. Το σώμα του αντάρτη δείχνει ζεστό και το αίμα τρέχει ακόμη.
«Αυτή η ιστορία τελείωσε το ’49. Ανάθεμα. Δεν καταλαβαίνω, οι τελευταίοι αντάρτες είτε εκτελέστηκαν, είτε αναγκάστηκαν να περάσουν τα σύνορα προς τις χώρες του Σοβιετικού Μπλοκ. Όλοι το ξέρουν αυτό. Το γεγονός ότι αυτός εδώ βρίσκεται μπροστά μας είναι ένα ιστορικό λάθος».
Με αυτά τα λόγια ο ένας εκ των κυνηγών μας προσγειώνει στην πραγματικότητα της ταινίας και μας συστήνει το θέμα της.
Οι Κυνηγοί, οι οποίοι αποτελούν τον βασικό κορμό της συντηρητικής αντίδρασης της εποχής μεταφέρουν το πτώμα στο απομονωμένο ξενοδοχείο, όπου μαζί με τις γυναίκες τους έχουν αποφασίσει να περάσουν την αλλαγή του χρόνου. Το σώμα του αντάρτη τοποθετείται στην μέση του σαλονιού και γινόμαστε μάρτυρες μια σουρεαλιστικής δίκης, όπου οι παρευρισκόμενοι αναλύουν τις ιστορικές επιλογές τις οποίες έκαναν κατά την περίοδο του εμφυλίου. Στο τέλος μέσα από μια εφιαλτική παραμονή πρωτοχρονιάς η παρέα των κυνηγών ζει τον χειρότερο εφιάλτη της που δεν είναι άλλος από την επιστροφή των ανταρτών και την οριστική τους κρίση και εκτέλεση. Μετά το πέρας αυτής της εφιαλτικής βραδιάς οι κυνηγοί αποφασίζουν να ξαναθάψουν το πτώμα στο χιόνι και να συνεχίσουν την ζωή τους όπως και πριν.
Ανάλυση
Με αυτή την καθαρά στρατευμένη ταινία ο Θ. Αγγελόπουλος περνάει σε μια πιο «σκληροπυρηνική» αντίληψη των ιστορικών πλαισίων από αυτήν στον Θίασο. Είναι μια ταινία που όπως αναφέρει ο Βασίλης Ραφαηλίδης
«…λειτουργεί σαν γροθιά στα τρυφερά μαλακά των νικητών του Εμφυλίου Πολέμου. Και σαν καθαρτικό για τους πάσχοντες από χρόνια ιστορική δυσκοιλιότητα, προκληθείσα από την υπερκατανάλωση της τυλιγμένης στα δολάρια του σχεδίου Μάρσαλ ”ατομικής ελευθερίας”που πρέπει να μεταφραστεί στη γλώσσα της απλής λογικής σαν ”δυνατότητα του κλέπτειν νομοτύπως”». (Ραφαηλίδης, 2003).
Ο Θ. Αγγελόπουλος λειτουργώντας μέσα από μια καθαρά θεατρική φόρμα, επηρεασμένη από το επικό θέατρο του Μπ. Μπρεχτ μας παρουσιάζει πώς αυτό το «φάντασμα της επανάστασης» όπως θα έλεγε ο Μπονιουέλ αναστατώνει μια ομάδα υπαίτιων όλων αυτών των εφιαλτικών εγκλημάτων που πραγματοποιήθηκαν από την πλευρά των νικητών του εμφυλίου πολέμου.
Όπως αναφέρει ο Μικελίδης
«Κάθε αναδρομή συνδέεται με την προσωπική εμπειρία και του φόβους των εξής “κυνηγών” και των γυναικών τους που έχουν μαζευτεί στο απομονωμένο ξενοδοχείο της Ηπείρου. Το σχέδιο Μάρσαλ κι η οικονομική βοήθεια που δόθηκε στους “εθνικόφρονες” και τους δωσίλογους για να θησαυρίζουν οι ίδιοι (αναφορά στον ξενοδόχο) ο συμβιβασμός ορισμένων αριστερών κι η προσχώρηση τους στην αστική κοινωνία και τα συμφέροντα της (αναφορά στον εργολάβο) η δημιουργία μιας αντικομουνιστικής σταυροφορίας όταν θεωρήθηκε πως το αριστερό κίνημα άρχισε να ξαναφουντώνει (αναφορά στον Νομάρχη, τον Βιομήχανο και του στρατιωτικό) μαζί με τους τραμπουκισμούς και τα επεισόδια που θα οδηγήσουν στην δολοφονία Λαμπράκη, η νίκη του λαού με την άνοδο του Παπανδρέου, και της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία, η επέμβαση του βασιλιά και οι κυβερνήσεις των αποστατών, η επιβολή της δικτατορίας κι η μεταπολίτευση ( αναφορά στον στρατιωτικό)» (Μικελίδης, 1977).
Ο δημιουργός εικονοποιεί όλο αυτό το σουρεαλιστικό δικαστήριο με συνεχόμενα πλάνα-σεκάνς 360ο, κάνοντας συνεχόμενες εναλλαγές στον χρόνο από το παρελθόν στο παρόν. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να δώσει μια κυκλική έννοια της αφήγησης και με τον πιο περίτεχνο τρόπο να μας παρουσιάσει τα γεγονότα του παρελθόντος στον παρόντα χρόνο.
Προς το τέλος της ταινίας την νύχτα της παραμονής της πρωτοχρονιάς συμβαίνει αυτό που η ομάδα των κυνηγών φοβάται πιο πολύ από οτιδήποτε. Οι αντάρτες οι οποίοι έχουν ζωντανεύσει μπαίνουν στον «χώρο τους» (που μόνο δικός τους δεν είναι) και τους εκτελούν. Αμέσως μετά οι κυνηγοί ξαναζωντανεύουν και αντιμετωπίζουν πιο ψύχραιμα τα γεγονότα. Ο Αγγελόπουλος με αυτόν τον τρόπο ήθελε να θίξει πως η άρχουσα τάξη χθες ως σήμερα ακόμα κατέχεται από τον τρόμο της επανάστασης. Η αναφορά στον Άρη Βελουχιώτη δείχνει ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν ξεπουλάνε τις ιδέες τους, για την ανάγκη κάποιας εσωτερικής γραφειοκρατίας είτε κάποιας άνωθεν εντολής κοκ, η άρχουσα τάξη δεν θα είναι ποτέ ήρεμη και οι εφιάλτες της θα την κυνηγούν για πάντα.
Η τελική σκηνή η οποία κλείνει άψογα την κυκλική αφήγηση του Αγγελόπουλου. Οι κυνηγοί θάβουν με τα χέρια το πτώμα του αντάρτη ξανά στο χιόνι Με τον ίδιο τρόπο που η γάτα κρύβει τις ακαθαρσίες της έτσι και οι κυνηγοί κρύβουν τις δικές τους (Σταματίου, 1977). Αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο μετέωρη όλη την αφήγηση της ταινίας σαν να μην συνέβη ποτέ και δείχνοντας μια κυκλική έννοια της ιστορίας για άλλη μια φορά με καθαρές επιρροές από τον Μπ. Μπρεχτ.
Συμπεράσματα
Οι Κυνηγοί είναι μια ταινία που οπωσδήποτε αξίζει να δούμε όλοι στην διάρκεια της ζωή μας καθώς και όλο το αριστουργηματικό έργο του Θ. Αγγελόπουλου όπου είναι μια από τις βασικότερες κληρονομιές μας. Γιατί ο Αγγελόπουλος κατάφερε να αποδώσει το Ελληνικό τοπίο όπως είναι. Όλοι έχουμε στο μυαλό μας την Ελλάδα σαν ένα ηλιόλουστο τόπο με παραλίες για να κάνουμε τις διακοπές μας. Το πραγματικό τοπίο στην Ελλάδα όμως είναι πραγματικά ομιχλώδες και σκοτεινό. Τόσο σκοτεινό όσο και η ιστορία της.