Την Τρίτη 19 Δεκέμβρη η οργάνωση «Αναμέτρηση» διοργάνωσε εκδήλωση με θέμα: «Να τολμήσουμε»: Παρουσίαση της πρότασης μας για τις ευρωεκλογές και την αριστερά. Ακολουθεί η παρέμβαση του «Ξ» στην εκδήλωση.
Εκ μέρους του «Ξ» σας ευχαριστούμε για την πρόσκληση. Το θέμα είναι πραγματικά πολύ σημαντικό.
Θα θέλαμε να βάλουμε στη συζήτηση κάποια σημεία. Δεν υπάρχει ο χρόνος για μια εκτενή τοποθέτηση.
Ζούμε σε μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης του καπιταλισμού. Και η κρίση αφορά όλα τα επίπεδα. Την οικονομία, την πολιτική, την όξυνση των ανισοτήτων και των διεθνών ανταγωνισμών που οδηγούν σε πολέμους μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας, το περιβάλλον, τα δικαιώματα.
Η κρίση του συστήματος θα μπορούσε να είναι μια περίοδο ανάπτυξης της Αριστεράς και των αγώνων του κινήματος. Ωστόσο η Αριστερά είναι και αυτή σε κρίση και στην Ελλάδα, και διεθνώς.
Στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πάψει εδώ και καιρό να μπορεί να θεωρείται Αριστερά. Έχει ενσωματωθεί πλήρως στο σύστημα. Η επιλογή δε του Κασσελάκη για πρόεδρο είναι φυσικό επακόλουθο των πολιτικών θέσεων και της οργανωτικής δομής του κόμματος.
Η «Νέα Αριστερά» δεν μπορεί ούτε και αυτή να συγκαταλέγεται πραγματικά στην Αριστερά και ούτε βέβαια να αποτελεί ένα όχημα στο οποίο να μπορούν τα εργατικά και λαϊκά στρώματα να επενδύσουν για να παλέψουν ενάντια στις επιθέσεις που δεχόμαστε. Τα στελέχη της Νέας Αριστεράς, πρώην υπουργοί του Τσίπρα, δεν έχουν στιγμή αμφισβητήσει την προδοσία των ελπίδων και των προσδοκιών των λαϊκών στρωμάτων το 2015 και την εφαρμογή σκληρών μνημονιακών πολιτικών στη συνέχεια.
Το πολιτικό κενό που έχει δημιουργηθεί στην Αριστερά δεν μπορεί να καλυφθεί από το ΚΚΕ – δυστυχώς δεν έχω το χρόνο να το αναπτύξω.
Όμως ούτε η δική μας Αριστερά, η αντικαπιταλιστική, η ανατρεπτική Μαρξιστική Αριστερά κατάφερε μέχρι σήμερα να αξιοποιήσει την κρίση του συστήματος. Δεν μπόρεσε να φτιάξει μαζικά ή ημιμαζικά πολιτικά σχήματα που να γίνουν εργαλεία για το κίνημα, ώστε να μπορεί μέσα από αυτά να παλέψει ενάντια στις επιθέσεις που δέχεται, και ταυτόχρονα βέβαια να αμφισβητούν το σύστημα και να προσφέρουν προοπτική και το όραμα της ανατροπής του.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση υπάρχουν όμως κάποια προχωρήματα.
Στο κινηματικό επίπεδο κινητοποιήσεις όπως αυτές των Τεμπών τον περασμένο Μάρτη δείχνουν την λανθάνουσα δύναμη του κινήματος και τις δυνατότητες που υπάρχουν.
Στο πολιτικό επίπεδο, στις αυτοδιοικητικές εκλογές, παρά την πολύ μεγάλη αποχή, τα ενωτικά σχήματα της Αριστεράς κράτησαν και αύξησαν τις δυνάμεις τους. Ιδιαίτερα στους δυο μεγάλους Δήμους, την Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, τα ποσοστά της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς κυμάνθηκαν στο 6%. Ποσοστά αρκετά κοντά σε αυτά του ΚΚΕ και που δείχνουν τις δυνατότητες του χώρου μας!
Στο κινηματικό επίπεδο να σημειώσουμε επίσης την πολύ μεγάλη επιτυχία του Αντιφασιστικού Συντονισμού Αθήνας Πειραιά που κατάφερε να ακυρώσει την πανευρωπαϊκή συγκέντρωση νεοναζί στην Αθήνα. Όσο ξεδιπλωνόταν η εκστρατεία, συμμετοχές φασιστών και νεοναζί από την Ευρώπη ακυρώνονταν και την 1η Νοέμβρη η παρουσία μας στο δρόμο δεν επέτρεψε στους φασίστες να κάνουν τη μαζική συγκέντρωση που ήθελαν. Γι’ αυτό άλλωστε, για να σώσουν ότι μπορούσαν και να προσπαθήσουν να αλλάξουν το αφήγημα έκαναν εκείνο το βράδυ την επίθεση στο Μοναστηράκι. Αυτό που πραγματικά μένει όμως είναι ότι σε μια περίοδο ανόδου της ακροδεξιάς Διεθνώς και στην Ελλάδα, με 3 ακροδεξιά κόμματα στη Βουλή, με την προσπάθεια ανασυγκρότησης των φασιστών στον δρόμο, η αντικαπιταλιστική Αριστερά, ο χώρος μας, κατάφερε να ακυρώσει τα σχέδιά τους.
Πιστεύουμε ότι ψάχνοντας τον δρόμο για ευρύτερες συνεργασίες της Αριστεράς που θα μπορούν να βοηθήσουν το κίνημα να πετύχει νίκες και να καλύψουν το κενό που υπάρχει στην πολιτική εκπροσώπηση του κινήματος, πρέπει να βασιστούμε στην εμπειρία πετυχημένων σχημάτων όπως είναι ο Αντιφασιστικός Συντονισμός και όπως είναι η Πόλη Ανάποδα στη Θεσσαλονίκη. Προφανώς σε αυτά τα σχήματα υπάρχουν και αδυναμίες. Δεν είναι όλα ρόδινα. Έχουν όμως στοιχεία που πρέπει να κρατήσουμε γιατί αυτά παίξανε καθοριστικό ρόλο ώστε να έχουν τα σχήματα αυτά τις κινηματικές και πολιτικές επιτυχίες που είχαν.
Πολύ συνοπτικά, λόγω του περιορισμένου χρόνου να αναφέρουμε:
- Τη συμμετοχή και των πολιτικών Οργανώσεων και Ανένταχτων αγωνιστών σε μια ισότιμη βάση. Μια λειτουργία όπου οι Οργανώσεις δεν κρύβουν την ταυτότητά τους, για να δημιουργηθούν ψευδεπίγραφα σχήματα μελών και που στην πρώτη διαφωνία θα κινητοποιηθούν οι «στρατοί» των οργανώσεων για να πάρουν την πλειοψηφία στη μία ή στην άλλη ψηφοφορία.
- Μια λειτουργία όμως όπου και οι Οργανώσεις δεν θα χρησιμοποιούν την ιδιότητα και τον μηχανισμό τους για να υποτιμούν και να καπελώνουν τις ανένταχτες και τους ανένταχτους, τα κινήματα με πιο χαλαρά οργανωτικά σχήματα και τα δίκτυα. Ισότιμη συμμετοχή λοιπόν οργανώσεων και ανένταχτων αγωνιστριών και αγωνιστών.
- Διάθεση για αποφάσεις μέσω συναινέσεων και συνθέσεων και όχι «πόλεμος» για να περάσει κάθε Οργάνωση όσο μεγαλύτερο κομμάτι μπορεί του πολιτικού της προγράμματος και σχεδίου.
- Οι Ηγεμονισμοί, παλιοί και νέοι βάζουν βόμβα στα θεμέλια κάθε προσπάθειας που είτε γρήγορα είτε σε δεύτερο χρόνο θα εκραγεί και θα καταστρέψει την όποια προσπάθεια και πρόοδο έχει γίνει.
- Γλώσσα απλή και κατανοητή από τα λαϊκά στρώματα. Δεν φτάνει να μιλάμε στο όνομα της εργατικής τάξης. Πρέπει οι εργαζόμενες, οι εργαζόμενοι, η νεολαία, να καταλαβαίνουν και τι λέμε και να μπορούν να ταυτιστούν.
- Πραγματική κινηματική δράση. Όχι μόνο ακτιβισμούς ή μια δυο πορείες για κάθε θέμα και προχωράμε στο επόμενο. Μακροχρόνιες εκστρατείες, επικέντρωση σε χώρους, δημιουργία και χτίσιμο τοπικών πρωτοβουλιών και σωματείων βάσης. Χώρων όπου να μπορούν να συσπειρωθούν τοπικές κοινωνίες, εργαζόμενα άτομα, νέες και νέοι, χωρίς να ταυτίζονται κατ’ ανάγκη πολιτικά μαζί μας και μέσα από τους οποίους να μπορούν να παλέψουν.
Στα παραπάνω, τα οποία σε διάφορους βαθμούς είναι στοιχεία των πιο πετυχημένων υπαρκτών πολιτικών συνεργασιών μας να προσθέσουμε ένα ακόμα:
- Τα καθημερινά και άμεσα αιτήματα των λαϊκών στρωμάτων και των κινημάτων μας πρέπει να συνδέονται να δείχνουν τον δρόμο για την ανατροπή του συστήματος και το χτίσιμο μια σοσιαλιστικής κοινωνίας. Χρειάζεται δηλαδή η επεξεργασία ενός Μεταβατικού Προγράμματος που να συνδέει τα σημερινά αιτήματα και τους σημερινούς αγώνες με τον προγραμματικό, στρατηγικό μας στόχο.