Το μεσημέρι της Δευτέρας 26 Ιούλη το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%. Η κυβέρνηση προσπαθεί να το παρουσιάσει ως μια «ακόμα μεγάλη επιτυχία», ότι αψηφά (υποτίθεται) τις εισηγήσεις των εργοδοτικών φορέων, οι οποίοι ήταν σύσσωμοι αρνητικοί σε οποιαδήποτε αύξηση, για να πάρει μέτρα υπέρ των εργαζομένων.
Είναι όμως έτσι;
Κατ’ αρχήν μια αύξηση 2% στον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ μεικτά και 546 ευρώ καθαρά, σημαίνει αύξηση 13 και 11 ευρώ το μήνα αντίστοιχα. Δηλαδή το πραγματικό ποσό που θα δουν οι εργαζόμενοι στην τσέπη τους θα είναι λίγο πάνω από… 35 λεπτά τη μέρα!
Τη στιγμή που έχουν ξοδευτεί απλόχερα εκατοντάδες εκατομμύρια για να μην πέσει η κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των λοκντάουν, μια τέτοια αύξηση-ψίχουλα αποτελεί κοροϊδία.
Αύξηση στα όρια του πληθωρισμού και στο μισό της ανάπτυξης
Αν συνδυαστεί δε με την αύξηση του πληθωρισμού και την αναμενόμενη ανάπτυξη της οικονομίας, τότε πρόκειται για πρόκληση.
Η «αύξηση» των 11 ευρώ το μήνα δεν θα έχει κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα, καθώς αντιστοιχεί στα όρια των αυξήσεων στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών. Από τις αρχές του 2021 ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί κατά 2,1% – με άλλα λόγια το 2% αντιστοιχεί σε 0% πραγματικές αυξήσεις.
Ακόμα, αυτή η συζήτηση και οι αποφάσεις δεν γίνονται σε «κενό αέρος» από άποψη οικονομίας. Σύμφωνα με την Κομισιόν αναμένεται ανάπτυξη 4,3% για φέτος και 6% για το 2022 (παρόλες τις αμφιβολίες που μπορούν να υπάρχουν για τέτοιες εκτιμήσεις σε καιρό κρίσης). Επομένως η «αύξηση» κινείται σαφώς πιο κάτω από το ύψος της αναμενόμενης ανάπτυξης.
Στο κλίμα αυτό, ο Υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης δηλώνει ότι:
«Αυτό που είναι θετικό για όλους, επιχειρηματίες και εργαζόμενους, είναι ότι η οικονομία έχει εξαιρετικά θετικές προοπτικές».
Αυτό που στην πραγματικότητα λέει είναι ότι η οικονομία θα κινηθεί θετικά, αλλά τα οφέλη από αυτή την ανάπτυξη θα τα καρπωθούν οι εργοδότες. Με άλλα λόγια, σαν να μην φτάνει η ανισότητα που υπάρχει σήμερα θα μεγαλώσει ακόμα περισσότερο.
Οι εργαζόμενοι θέλουν σοβαρές αυξήσεις – οι ηγεσίες τους τι κάνουν;
Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, ο βασικός μισθός στην Ελλάδα έχει την 5η χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη, ενώ η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος το οποίο υπέστη απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού σε σχέση με το επίπεδο του 2010 όταν στα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε αύξηση. Αυτή η απώλεια δεν είναι καθόλου αμελητέα αλλά κινείται στο όριο του 10% (-9,45% κατ’ ακρίβεια).
Απέναντι σε αυτές τις συνθήκες λιτότητας στις οποίες οι εργαζόμενοι/ες παλεύουν να επιβιώσουν εδώ και χρόνια, έρχεται μια δημοσκόπηση της Alco να επιβεβαιώσει αυτό που είναι δεδομένο για τη συντριπτική πλειοψηφία: ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να έχουν αξιοπρεπή διαβίωση με τον σημερινό βασικό μισθό (ούτε φυσικά με μια «αύξηση» 2%) και ότι έχουν διεκδικήσεις για μεγαλύτερες αυξήσεις.
Συγκεκριμένα:
- Το 83% των εργαζομένων, δηλώνει ότι ο κατώτατος μισθός των 546 € καθαρά (650 ευρώ το μήνα μεικτά) δεν επιτρέπει την αξιοπρεπή διαβίωση ενός εργαζομένου και της οικογένειάς του.
- Το 61% των εργαζομένων συμφωνεί με την πρόταση της ΓΣΕΕ, να επανέλθει άμεσα το ύψος του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, ενώ ένα επιπλέον 28% δηλώνει ότι πρέπει να αυξηθεί ακόμα περισσότερο.
Η ΓΣΕΕ συμμετείχε στη διαβούλευση για τον κατώτατο μισθό προτείνοντας μια άμεση αύξηση στα 751 και του χρόνου στα 800 ευρώ. Μια αύξηση 100 € σε πρώτη φάση και 150 € σε δεύτερη, θα είχε κάποιο αισθητό αντίκτυπο στην τσέπη των εργαζομένων. Ποια μέσα χρησιμοποίησε για να πετύχει τους παραπάνω «στόχους» η ηγεσία της ΓΣΕΕ; Κανένα!
Η συμμετοχή σε διαβουλεύσεις με μια κυβέρνηση που έχει ψηφίσει έναν εργασιακό οδοστρωτήρα και των εργοδοτικών φορέων που το μόνο που κοιτάνε είναι πώς να ξεζουμίσουν τους εργαζόμενους για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, δεν έχει κανένα νόημα αν δεν συνδυάζεται με ένα πρόγραμμα δυναμικών κινητοποιήσεων που να υποχρεώνουν κυβέρνηση και εργοδότες να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να αναγκαστούν να συζητήσουν σοβαρές παραχωρήσεις..
Το να περιορίζεται κάθε διεκδίκηση από τη ΓΣΕΕ στα πλαίσια τέτοιων διαβουλεύσεων, είναι ακόμα μια απόδειξη του πόσο ξεπουλημένη είναι η σημερινή ηγεσία του τριτοβάθμιου συνδικαλιστικού οργάνου. Η ηγεσία της ΓΣΕΕ για τα μάτια του κόσμου καταθέτει προτάσεις για αυξήσεις, χωρίς να κάνει τίποτα για να τις πετύχει. Την ίδια στιγμή περνούν νομοσχέδια που ξεριζώνουν κατακτήσεις δεκαετιών και δεν κάνει καμία εκστρατεία ή σοβαρή κινητοποίηση για να μπλοκαριστούν.
Η παραπάνω δημοσκόπηση της Alco επιβεβαιώνει ότι οι εργαζόμενοι έχουν διεκδικήσεις και εν δυνάμει θα ήταν διατεθειμένοι να αγωνιστούν για να τις πετύχουν. Αυτό που λείπει είναι η συσπείρωση στα εργατικά σωματεία και η ανάδειξη μιας ηγεσίας με σχέδιο αγώνα και αποφασιστικότητα για να τα πετύχει. Μια τέτοια ηγεσία θα σήμαινε να συγκρούεται με τα συμφέροντα της εργοδοσίας, να καταγγέλλει προσχηματικές αυξήσεις και να εργάζεται πυρετωδώς στην κατεύθυνση του χτισίματος των εργατικών αντιστάσεων.
Αυτή η ηγεσία δεν υπάρχει σήμερα και είναι στα χέρια των πρωτοπόρων αγωνιστών του εργατικού κινήματος να δουλέψουν από κοινού την επόμενη περίοδο προς αυτήν την κατεύθυνση.
Οι δυνάμεις της ανατρεπτικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς έχουν καθήκον να συνεργαστούν, μέσα από σοβαρές ενωτικές συγκλύσεις (και να καλέσουν και το ΚΚΕ να συμβάλει σ’ αυτή την προσπάθεια – και ας πάρει αυτό την ευθύνη να αρνηθεί) για να φέρουν σε πέρας αυτό τον στόχο.