Του Παναγιώτη Βογιατζή
Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από την ηρωική επανάσταση των Ούγγρων εργατών, τον Οκτώβρη του 1956. Επί 3 εβδομάδες, εργαζόμενοι και νεολαία πήραν τις τύχες ολόκληρης της χώρας στα χέρια τους, παραμερίζοντας με απίστευτη ευκολία ένα από τα πιο βάναυσα και συγκεντρωτικά καθεστώτα του «ανατολικού μπλοκ», των χωρών δηλαδή που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν περάσει στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης.
Μετά το τέλος του 2ου Π. Πολέμου η Ευρώπη χωρίστηκε σε δύο μεγάλα στρατόπεδα. Κι ενώ στο δυτικό τμήμα οι ΗΠΑ αποφάσισαν να παράσχουν σημαντική οικονομική βοήθεια με το σχέδιο Μάρσαλ, με στόχο τον περιορισμό της δύναμης των αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων που σε αρκετές χώρες κατείχαν ακόμη και την πλειοψηφία, στην ανατολική Ευρώπη η κυριαρχία της ΕΣΣΔ επιτεύχθηκε με καθαρά στρατιωτικά μέσα. Υποτίθεται ότι είχε δημιουργηθεί ένα δίκτυο «αδελφών» κρατών, με κοινό «σοσιαλιστικό» καθεστώς. Στην πράξη όμως, καθώς η λέξη διεθνισμός είχε εξοβελιστεί από το σταλινικό λεξιλόγιο, αυτό που επικράτησε ήταν ένα καθαρά αποικιοκρατικό μοντέλο, με τη Σ. Ένωση να ξεγυμνώνει από κάθε πλουτοπαραγωγική πηγή αυτές τις χώρες. Η Ουγγαρία δεν αποτελούσε εξαίρεση. Από το 1946, το 20% του ΑΕΠ της χώρας (ένα τεράστιο ποσοστό) κατευθυνόταν σαν «πολεμικές αποζημιώσεις» προς την ΕΣΣΔ. Η βιομηχανική παραγωγή είχε πέσει στο 1/3 της προπολεμικής περιόδου ενώ τα κοιτάσματα ουρανίου που είχαν ανακαλυφθεί είχαν περάσει κάτω από την άμεση διοίκηση του ρωσικού στρατού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η λαϊκή δυσαρέσκεια να φουντώνει ολοένα και περισσότερο.
Από το 1949 επιβλήθηκε μονοκομματικό καθεστώς, με ηγέτη τον Μ. Ράκοσι, τον πιο πιστό σταλινικό της Α. Ευρώπης. Η μυστική αστυνομία (AVH) αναγορεύτηκε στον υπέρτατο θεσμό του κράτους. Για τα επόμενα χρόνια χιλιάδες πολίτες φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι η Ουγγαρία επιλέχθηκε από τον Στάλιν για να στηθούν οι Δίκες των ξένων κομμουνιστών ηγετών (μια συνέχεια των Δικών της δεκαετίας του ’30), που εκκαθάρισαν τα ΚΚ όλων των χωρών της Α. Ευρώπης.
Ωστόσο, μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953 και κυρίως μετά το περίφημο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το Φλεβάρη του 1956, όπου ο Χρουστσόφ κήρυξε την «αποσταλινοποίηση» σε μια προσπάθεια ελεγχόμενης από τα πάνω παροχής κάποιων στοιχειωδών ελευθεριών, άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου.
Η προετοιμασία
Η διαδικασία δημιουργίας αντιπολιτευτικών ομάδων ξεκίνησε μέσα στα πανεπιστήμια και στα στρώματα της διανόησης. Φοιτητές, συγγραφείς και δημοσιογράφοι άρχισαν να οργανώνονται στους «Κύκλους Πετόφι», που πήραν το όνομά τους από τον ποιητή και επαναστάτη του 19ου αιώνα Σαντόρ Πετόφι. Αυτοί οι κύκλοι γρήγορα πήραν μεγάλη δημοσιότητα και χιλιάδες άρχισαν να παρακολουθούν τις εκδηλώσεις τους. Ενώ ξεκίνησαν σαν χώρος προβληματισμού για κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, γρήγορα άρχισαν να εξελίσσονται σε αντιπολιτευτικές ομάδες, κάτω από την πίεση των εργατών που συμμετείχαν. Όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές από τότε, είναι αδύνατο για ένα ολοκληρωτικό καθεστώς να συγκρατήσει τις διαθέσεις των μαζών παρέχοντας κάποιες ελευθερίες με το σταγονόμετρο. Όταν ξεκινήσει αυτή η διαδικασία και το στοιχείο του φόβου υποχωρήσει, οι εργαζόμενοι και κυρίως η νεολαία βάζουν ολοένα και πιο δυναμικά αιτήματα. Έτσι, η σύγκρουση γίνεται αναπόφευκτη.
Η επανάσταση ξεκινάει
Στις 16 του Οκτώβρη, οι φοιτητές της πόλης του Σζέγκεντ αποφάσισαν να διαλύσουν την επίσημη κομματική φοιτητική οργάνωση και να επανιδρύσουν την MEFESZ, που είχε δημιουργηθεί αμέσως μετά την απελευθέρωση και είχε καταργηθεί από την κυβέρνηση. Μέσα στις επόμενες μέρες όλα τα πανεπιστήμια ακολούθησαν. Στις 22 το Πολυτεχνείο της Βουδαπέστης προσχώρησε στο κίνημα, δημοσιεύοντας έναν κατάλογο 16 αιτημάτων προς την κυβέρνηση και καλώντας συγκέντρωση στο κέντρο της πόλης για την επομένη.
Το μεσημέρι της 23ης Οκτώβρη, ξεκίνησε η συγκέντρωση των φοιτητών, που αρχικά ήταν μικρή σε μέγεθος και είχε πιο πολύ το χαρακτήρα αλληλεγγύης προς την Πολωνία, όπου την ίδια περίοδο είχαν ξεκινήσει κινητοποιήσεις. Όμως χιλιάδες πολίτες άρχισαν να συρρέουν απ’ όλες τις γωνιές της πόλης. Μέχρι τις 6 το απόγευμα το πλήθος είχε ξεπεράσει τις 200.000 και άρχισε να κατευθύνεται προς το Κοινοβούλιο. Ο ΓΓ του Κομμουνιστικού Κόμματος κατήγγειλε από το ραδιόφωνο τους διαδηλωτές σαν «αντιδραστικό όχλο», κάτι που έριξε κι άλλο λάδι στη φωτιά. Ο κεντρικός ραδιοφωνικός σταθμός περικυκλώθηκε και μια αντιπροσωπεία φοιτητών εισήλθε στο κτίριο για να απαιτήσει ν’ ακουστεί και η δική τους φωνή, όμως συνελήφθησαν από την AVH που φρουρούσε τις εγκαταστάσεις ενώ την ίδια στιγμή άνοιξε πυρ εναντίον του άοπλου πλήθους. Η επανάσταση είχε ξεκινήσει.
Τα αστυνομικά αυτοκίνητα παραδόθηκαν στις φλόγες και οδοφράγματα ξεφύτρωναν παντού. Πολλοί στρατιώτες πέρασαν με το μέρος της εξέγερσης και στρατιωτικές αποθήκες άνοιξαν για να μοιραστούν όπλα στους διαδηλωτές. Δεκάδες μέλη της μισητής AVH λυντσαρίστηκαν επί τόπου, ενώ το τεράστιο άγαλμα του Στάλιν που δέσποζε στο κέντρο της Βουδαπέστης κατεδαφίστηκε απ’ τους εξεγερμένους. Μόνο οι μπότες του έμειναν καρφωμένες στο έδαφος…
Τα αιτήματα
Τα συνθήματα των εξεγερμένων δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τους πραγματικούς τους σκοπούς. Δεν ήταν βέβαια «αντεπαναστατικά», όπως ισχυρίζονταν οι Ούγγροι και Σοβιετικοί γραφειοκράτες και τα τσιράκια τους στα επίσημα ΚΚ του υπόλοιπου κόσμου, ούτε κινιόντουσαν προς την κατεύθυνση της αστικής δημοκρατίας, όπως προπαγάνδιζε η Δύση. Είναι εκπληκτικός ο ενστικτώδης τρόπος με τον οποίο οι εργάτες και η νεολαία κινήθηκαν προς την πραγματική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, παρά τη δυσφήμιση που είχε δεχτεί ο σοσιαλισμός μετά από 10 χρόνια γραφειοκρατικής κυριαρχίας.
Ξεκινούσαν από την απαίτηση για μια «σοβιετοουγγρική φιλία βασισμένη πάνω στη λενινιστική ισότητα», ζητούσαν την «κατάργηση της σταλινικής οικονομικής πολιτικής και του απεχθούς συστήματος των νορμών εργασίας» και τη «διεύθυνση των εργοστασίων από τους εργάτες και τους τεχνικούς και όχι από τη γραφειοκρατική κλίκα». Αυτό ήταν πραγματικά ένα ολοκληρωμένο σοσιαλιστικό πρόγραμμα!
Βέβαια, ένα κίνημα που ξεσπάει με τόσο ξαφνικό και «ανοργάνωτο» τρόπο και χωρίς την ύπαρξη ενός πραγματικά επαναστατικού κόμματος, δεν είναι δυνατόν να μην διατηρεί θολά ή συγχυσμένα σημεία, όπως η άκριτη σχεδόν υποστήριξη του Ίμρε Νάγκυ, που ήταν αντιφρονών ηγέτης του ΚΚ και είχε διατελέσει πρωθυπουργός το 1953 – 1955, ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα ρεφορμιστής και προσπαθούσε πιο πολύ να βρει τις ισορροπίες που χρειαζόντουσαν ώστε να μην γκρεμιστεί το γραφειοκρατικό σύστημα. Ωστόσο, η ίδια η πράξη των εξεγερμένων μαζών έδειχνε καθαρά ότι ξεπερνούσε κατά πολύ αυτές τις διαθέσεις.
Για 3 εβδομάδες η κρατική εξουσία είχε ουσιαστικά διαλυθεί και μια νέα είχε πάρει τη θέση της. Οι εργαζόμενοι μ’ έναν αυτόματο τρόπο συνέχισαν αυτό που είχαν ξεκινήσει οι συνάδελφοί τους στη Ρωσία το 1905 και το 1917 ή στη Γερμανία το 1918: Οργανώθηκαν σε Συμβούλια (σοβιέτ) και άρχισαν να οργανώνουν μόνοι τους την παραγωγή και την ίδια τη ζωή τους. Σ’ επίπεδο Βουδαπέστης άρχισαν οι πρώτες προσπάθειες μιας γενικότερης οργάνωσης. Ήταν θέμα χρόνου η Εργατική Δημοκρατία να εξαπλωθεί σ’ ολόκληρη την Ουγγαρία, αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό να το αποδεχτεί η γραφειοκρατία της ΕΣΣΔ.
Η καταστολή
Από τις 24 Οκτώβρη, ο ρωσικός στρατός που στάθμευε στην Ουγγαρία πήρε εντολή να καταστείλει την εξέγερση. Αυτό όμως στάθηκε αδύνατο. Τα στρατεύματα αυτά βρισκόντουσαν χρόνια στη χώρα κι είχαν αποκτήσει επαφές με τον πληθυσμό. Άλλωστε πίστευαν πως αποστολή τους ήταν η προστασία της χώρας από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Έτσι σε πολλές περιπτώσεις αρνήθηκαν να ρίξουν ενάντια στους διαδηλωτές που περικύκλωναν τα τανκς με φιλική διάθεση και εξηγούσαν τα αιτήματά τους. Οι γραφειοκράτες αναγκάστηκαν να κάνουν έναν ελιγμό. Ικανοποίησαν κάποια αιτήματα και διόρισαν όντως το Νάγκυ στην πρωθυπουργία. Εν τω μεταξύ συγκέντρωναν νέα στρατεύματα.
Στις 4 του Νοέμβρη, μια τεράστια δύναμη πεζικού και αρμάτων μάχης εισέβαλλε στην Ουγγαρία. Υπολογίζεται ότι συμμετείχαν 2500 άρματα, αριθμός ανάλογος μ’ αυτόν που χρησιμοποίησε ο Χίτλερ για την εισβολή του στη Σοβιετική Ένωση το 1941! Στους στρατιώτες, που προέρχονταν αποκλειστικά από την ανατολική Σιβηρία, είχαν πει πως έχει ξεσπάσει ναζιστική εξέγερση, πολλοί μάλιστα πίστευαν πως βρισκόντουσαν στο Βερολίνο! Έτσι, εξασφάλιζαν πως δε θα συνέβαινε και πάλι συναδέλφωση του στρατού με τον πληθυσμό. Παρά τον ηρωισμό των Ούγγρων, ήταν αδύνατο να αντιπαρατεθούν σε μια τόσο γιγάντια επιχείρηση. Ακόμα κι έτσι όμως, οι μάχες κράτησαν μια ολόκληρη εβδομάδα, μέχρι τις 10 του μήνα, οπότε τα Εργατικά Συμβούλια αποφάσισαν να ζητήσουν παύση του πυρός.
Η Βουδαπέστη είχε υποστεί τεράστιες ζημιές, ανάλογες μ’ αυτές των τελευταίων ημερών του πολέμου με τα χιτλερικά στρατεύματα. 200.000 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα, καταφεύγοντας στην Αυστρία και τη Γιουγκοσλαβία, 30.000 πέρασαν από δίκη και φυλακίστηκαν, πάνω από 1200 εκτελέστηκαν.
Χρειάστηκε μια απ’ τις μεγαλύτερες μεμονωμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις του 20ου αιώνα για να συντριβεί τελικά η Ουγγρική Επανάσταση, αλλά και για τους γραφειοκράτες ήταν μια πύρρεια νίκη. Το 85% των μελών του αποχώρησε απ’ το ΚΚ, που αναγκάστηκε άλλωστε ν’ αλλάξει το όνομά του αμέσως μετά τα γεγονότα. Η σοβιετική γραφειοκρατία απάλυνε προσωρινά την ληστρική της πολιτική προς τα δορυφορικά κράτη, ενώ η «αποσταλινοποίηση» του Χρουστσόφ έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο τόσο γρήγορα που δεν άφησε καμιά αμφιβολία για τις πραγματικές της προθέσεις. Έγινε φανερό ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης δε θα ερχόταν από καμιά μεταρρύθμιση από τα πάνω, αλλά πως είναι αποκλειστικά καθήκον της ίδιας να την επιτύχει.