«Πόλεμοι των Μπόερς» ονομάστηκε η σύγκρουση δύο αποικιοκρατικών δυνάμεων, της Αγγλίας και της Ολλανδίας, για τα πλούσια σε διαμάντια και χρυσό εδάφη της Νότιας Αφρικής στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Ήταν ένα ακόμα επεισόδιο ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στα αφρικανικά εδάφη, που έμελλε να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις τύχες της πολύπαθης νοτιοαφρικάνικης χώρας για την επόμενη περίοδο. Πριν λίγες μέρες, στις 11 Οκτώβρη, συμπληρώθηκαν 126 χρόνια από την έναρξη του δεύτερου πολέμου των Μπόερς (11/10/1899).
Οι Ολλανδοί έποικοι – Μπόερς και η άφιξη του βρετανικού ιμπεριαλισμού
Οι Ολλανδοί αποίκησαν τη Νότια Αφρική για πρώτη φορά το 1652, με όχημα την Ολλανδική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών. Αρχικά έχτισαν έναν μικρό οικισμό στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας και αργά αλλά σταθερά, επέκτειναν την κυριαρχία τους στο εσωτερικό της ηπείρου.
Ονομάστηκαν Μπόερς από την ολλανδική λέξη boeren που σημαίνει γεωργοί. Επρόκειτο κυρίως για πρώην εργάτες και ανέργους, που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Εισήγαγαν μαζικά δούλους από τη δυτική Αφρική, κυρίως τη Μαδαγασκάρη και τη Μοζαμβίκη, τους οποίους είτε εμπορεύονταν είτε χρησιμοποιούσαν για τις αγροτικές τους εργασίες.
Την ίδια ώρα, ο αγγλικός ιμπεριαλισμός δεν μπορούσε να «κλείσει τα μάτια» στον πλούτο της Αφρικής. Στα τέλη του 18ου και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η βρετανική αυτοκρατορία βρισκόταν στο απόγειο της δόξας και της ακμής της, αφού όπως υπερηφανεύονταν οι εκπρόσωποι του Στέμματος, ήταν «η μόνη αυτοκρατορία στην οποία ο ήλιος δεν έδυε ποτέ», μια φράση που χρησιμοποιούταν για να δείξει την ισχύ της και το αχανές της έκτασής της, καθώς διέθετε περιοχές σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Η Βρετανική Αυτοκρατορία κατέλαβε το Ακρωτήριο για πρώτη φοράτο 1795, κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων. Αυτή η κατοχή, γνωστή ως η Πρώτη Βρετανική Κατοχή, διήρκεσε μέχρι το 1803.
Η ανακάλυψη διαμαντιών και χρυσού
Μετά από μια σύντομη περίοδο επιστροφής στην Ολλανδική κυριαρχία, οι Βρετανοί κατέλαβαν ξανά την αποικία οριστικά το 1806. Αυτή η Δεύτερη Βρετανική Κατοχή επισημοποιήθηκε διπλωματικά με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1814 και τη Συνθήκη της Βιέννης του 1815, όπου η οι μεγάλες ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις μοίρασαν τον κόσμο, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως σταμάτησαν οι πόλεμοι μεταξύ τους, ούτε πως βελτιώθηκε η ζωή των -δούλων στις ίδιες τους τις χώρες- Αφρικανών.
Αφού εκδιώχθηκαν από τους Βρετανούς, οι Μπόερς αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν βορειότερα στην αφρικανική ενδοχώρα, καταλαμβάνοντας τις περιοχές των Ζουλού, των Μπαντού και των Μπατσβάνων και ιδρύοντας το 1854 το Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης και το 1857 το Ελεύθερο Κράτος του Τράνσβααλ. Η ανακάλυψη όμως τεράστιων κοιτασμάτων διαμαντιών στο Κίμπερλι του Κράτους της Οράγγης και χρυσού στο Βιτβάτερσραντ του Κράτους του Τράνσβααλ, άλλαξε ξανά τα δεδομένα.
Ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας των Μπόερς (1ος πόλεμος)
Χρυσοθήρες από όλο τον κόσμο, μεγάλες εταιρείες εξόρυξης, σιδηροδρομικές κοινοπραξίες αλλά και εμπορικές επιχειρήσεις, κατέκλυσαν την περιοχή. Διόλου τυχαία αυτή η περίοδος ονομάστηκε «δεύτερη ανακάλυψη της Νότιας Αφρικής». Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός, έχοντας βάλει στο μάτι τα διαμάντια και τον χρυσό, κατέλαβε το Κράτος του Τράνσβααλ το 1877. Οι ολλανδικής καταγωγής όμως άποικοι κατόρθωσαν να επανακάμψουν και μετά τη νικηφόρα γι’ αυτούς μάχη του Μαζούμπα Χιλ, αναδείχτηκαν νικητές του Πολέμου της Ανεξαρτησίας των Μπόερς ή αλλιώς «1ου Πολέμου των Μπόερς», ανακτώντας το Τράνσβααλ το 1881.
Όμως η βρετανική αυτοκρατορία δεν θα καθόταν με σταυρωμένα χέρια. Το σχέδιο για τη δημιουργία μιας σιδηροδρομικής γραμμής 10.000 χιλιομέτρων που θα ένωνε το Κάϊρο με το Κέϊπ Τάουν, σφραγίζοντας την αγγλική κατοχή στην Αφρική, θα έμπαινε σε εφαρμογή με τη συνδρομή του κόμη Φρειδερίκου Ρόμπερτς. Ο πρώην κατακτητής των Ινδιών και διάσημος στρατηγός, ανέλαβε να εκδιώξει τους Μπόερς από τα εδάφη του Τρανσβάαλ και της Οράγγης, τα οποία λόγω των διαμαντιών και του χρυσού που διέθεταν, σχεδιάστηκε να διασχίζονται από την αγγλική σιδηροδρομική γραμμή Κάϊρο-Κέϊπ Τάουν.
Ο 2ος πόλεμος
Αφορμή για τον δεύτερο πόλεμο των Μπόερς ήταν η βρετανική απαίτηση να έχουν δικαίωμα ψήφου όλοι οι ξένοι στο έδαφος της δημοκρατίας του Τράνσβααλ. Οι Μπόερς αρνήθηκαν να υποκύψουν στις πιέσεις με αποτέλεσμα τα βρετανικά στρατεύματα να αρχίσουν να συγκεντρώνονται στα σύνορα. Ο πόλεμος άρχισε στις 11 Οκτώβρη 1899.
Παρά τις πρώτες επιτυχίες των Ολλανδών εποίκων, η πλάστιγγα γρήγορα έγειρε υπέρ των Βρετανών, που διέθεσαν έναν τεράστιο στρατό, αποτελούμενο από 450.000 άνδρες (ανάμεσά τους και μισθοφόρους άλλων βρετανικών κτήσεων) υπό την ηγεσία του Λόρδου Κίτσενερ. Τον Φλεβάρη του 1900, τα αγγλικά στρατεύματα μπήκαν στο Μπλουμφοντέϊν, πρωτεύουσα του Κράτους της Οράγγης και ως τον Ιούνη είχαν καταλάβει το Γιοχάνεσμπουργκ και την Πρετόρια. Αξίζει να σημειωθεί πως και οι δύο πλευρές χρησιμοποίησαν δεκάδες χιλιάδες Αφρικανούς στις μάχες, υποσχόμενοι πως θα τους παραχωρήσουν την πλήρη ελευθερία τους και εδάφη στα οποία θα ζούσαν ανεξάρτητοι, υποσχέσεις οι οποίες φυσικά αθετήθηκαν.
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης
Παρά τη διαφαινόμενη ήττα τους, οι Μπόερς οργάνωσαν έναν αποτελεσματικό ανταρτοπόλεμο, χτυπώντας τις βρετανικές βάσεις και προκαλώντας χάος. Η απάντηση των Άγγλων ήταν η δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους άμαχους Μπόερς και τους Αφρικανούς που ζούσαν ειρηνικά στα εδάφη όπου μαινόταν ο πόλεμος. Στις εγκαταστάσεις των Βρετανών, δεκάδες χιλιάδες γυναίκες και παιδιά ολλανδικής καταγωγής αλλά και γηγενείς, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από στερήσεις, πείνα, αρρώστιες, βασανιστήρια και μαζικές εκτελέσεις.
Το Μάη του 1902 έληξαν οι εχθροπραξίες με τη συνθήκη του Βερινίρινγκ, όπου αναγνωρίστηκε η βρετανική κυριαρχία στα πρώην Κράτη του Τράνσβααλ και της Οράγγης. Κατά τη διάρκεια των πολέμων υπολογίζεται ότι χάθηκαν συνολικά περισσότερες από 100.000 ζωές, ανάμεσά τους περίπου 45.000 στρατιώτες του Στέμματος, 14.000 στρατιώτες Μπόερς και δεκάδες χιλιάδες Αφρικανοί, που συνειδητοποίησαν σύντομα πως η ανεξαρτησία και η αυτοδιάθεση που τους είχαν υποσχεθεί και οι δύο πλευρές, ήταν ένα απατηλό όνειρο. Η συνειδητοποίηση αυτή και συνολικά οι διεργασίες στη νοτιοαφρικανική κοινωνία, οδήγησαν στη δημιουργία του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου (ANC) το Γενάρη του 1912.
Τις επόμενες δεκαετίες, οι πρώην εμπόλεμες πλευρές πολέμησαν από κοινού κατά των αφρικανικών φυλών για την επέκταση των εδαφών τους και την κυριαρχία τους στην περιοχή και τον φυσικό της πλούτο, ενώ στήριξαν το απάνθρωπο καθεστώς του φυλετικού διαχωρισμού του απαρτχάιντ. Το καθεστώς αυτό καταργήθηκε το 1991 μετά από σκληρούς αγώνες πολλών δεκαετιών από τα κινήματα των μαύρων Νοτιοαφρικανών. Σήμερα μπορεί τυπικά οι φυλετικές διακρίσεις να έχουν καταργηθεί, αλλά ο ρατσισμός και η εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της χώρας παραμένουν βασικά χαρακτηριστικά της, ενώ κατά διαστήματα συνεχίζουν να ξεσπάνε μαζικά κινήματα και αγώνες, όπως οι μεγάλες απεργίες που διοργανώνονται κατά μερικά χρόνια στα χρυσωρυχεία και τα αδαμαντωρυχεία της Νότιας Αφρικής.