Ομιλία του σ. Σεραφείμ Σεφεριάδη* στην κοινή εκδήλωση που οργάνωσε η «Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση» (ΑΡΚ) μαζί με το «Ξεκίνημα» την Τετάρτη 25 Οκτώβρη στο Art Garage στην Αθήνα.
Να ξεκινήσω ευχαριστώντας τους διοργανωτές τόσο για την πρόσκληση, όσο –κυρίως– για τη διοργάνωση αυτής της πολύτιμης συζήτησης. Γιατί όμως είναι πολύτιμη, ειδικά σε μια συγκυρία όπου παρόμοιες συζητήσεις, εκδηλώσεις και εν γένει αναφορές έγιναν και γίνονται κατά κόρον; Διότι –έτσι όπως τουλάχιστον εγώ αντιλαμβάνομαι το τοπίο– στις κυρίαρχες «αποδώσεις του Οκτώβρη» ελλοχεύουν δυο επικίνδυνες πρακτικές, που εκδηλώσεις όπως η αποψινή καλούνται να αντιμετωπίσουν. Σπεύδω αμέσως να πω ότι αμφότερες αυτές οι πρακτικές εκκινούν από την πραγματολογική παραποίηση της Οκτωβριανής επανάστασης και της πορείας που διένυσε: εκκινούν, για να το πω απλά, από ψέματα –κυρίως εμπρόθετα και συνειδητά, κάποτε όμως και ασυνείδητα.
Το πρώτο είδος, η πρώτη πρακτική θεμελιώνεται στην άποψη ότι το μνημειώδες σοσιαλιστικό εγχείρημα που ξεκίνησε τον Οκτώβρη του ’17, συμπίπτει και ταυτίζεται με τη σταλινική του παραμόρφωση. Είναι μια στάση που είτε προβαίνει στην απόλυτη –και άκρως χυδαία– ακύρωση των επιτευγμάτων και των επαγγελιών του σοσιαλισμού (μια στάση σύμφωνα με την οποία «σοσιαλισμός είναι Β. Κορέα και γκουλάγκ») είτε στο ακριβώς αντίθετο, στην πλήρη αποσιώπηση των εγκλημάτων του σταλινισμού και των απολυταρχικών, γραφειοκρατικών καθεστώτων του τέως «υπαρκτού». Πρέπει να πούμε βέβαια ότι πολλοί απ’ όσους προωθούν τη δεύτερη εκδοχή (την –ας την αποκαλέσουμε– «απολογητική») το κάνουν καλοπροαίρετα και αμυνόμενοι στη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα – κι η στάση αυτή είναι και αξιοπρόσεκτη και κατανοητή. Όμως, στο βαθμό που είναι άδολη (και να επαναλάβω πως δεν είναι πάντα άδολη) ούτε αποτελεσματική είναι, ούτε και προωθεί την υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης. Μάλιστα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: η αποσιώπηση ή, ακόμα χειρότερα, ο εξωραϊσμός του σταλινισμού είναι κυριολεκτικά «βούτυρο στο ψωμί» της αντίθετης άποψης, εκείνης που συλλήβδην δαιμονοποιεί όχι μόνο το σοσιαλισμό, αλλά και οποιαδήποτε ουσιαστική κριτική στον καπιταλισμό της καταστροφής.
Για να αναδείξει λοιπόν κανείς την πράγματι κοσμοϊστορική σημασία του Οκτώβρη πρέπει να βασιστεί σε γεγονότα και τεκμήρια: στο ότι η αιματηρή σταλινική παραμόρφωσή του σοσιαλισμού όχι μόνο δεν υπήρξε λογική –και, πολύ περισσότερο, νομοτελειακή– κατάληξη του σοσιαλιστικού οράματος, αλλά αποτέλεσε την άρνησή του. Αλλά στο σημείο αυτό θα επανέλθω.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη παραπλανητική πρακτική, πιο αθώα και πιο θολή, θα έλεγα και λίγο απροσδιόριστη. Είναι μια στάση που οδηγεί στη νεορομαντική μουσειοποίηση του Οκτώβρη: συζητήσεις επί συζητήσεων, περίτεχνες διατυπώσεις και αφηρημένες αναφορές με νοσταλγική αύρα, κάποτε και αόριστες εκκλήσεις, όμως πολύ λίγα πράγματα «για την ταμπακέρα». Τι ήταν τελικά ο Οκτώβρης; Έχουμε να αντλήσουμε κάποια συγκεκριμένα συμπεράσματα απ’ την εμπειρία του; Έχει ουσιαστική επικαιρότητα, ή είναι τελικά μια ακόμη κειμενική φαντασίωση (όπως θα έλεγαν οι μεταμοντέρνοι ιστορικοί που πάντα αρνούνται ότι είναι μεταμοντέρνοι) ένα ακόμη ωραίο μυθιστόρημα για την παραλία ή για τα κρύα βράδια του χειμώνα;
Ειρωνεύομαι, αλλά η πρακτική αυτή, το ίδιο ή –ενδεχομένως και περισσότερο– από την πρώτη απειλεί την ενεργό μας μνήμη, στέλνοντας τον Οκτώβρη στο μουσείο, απονευρώνοντας και απονεκρώνοντάς τον πολιτικά.
Συνάγεται ότι σε αμφότερες αυτές τις πρακτικές οφείλουμε, μας εναπόκειται να αντισταθούμε: να αντιστεκόμαστε εν γένει σε τέτοιου είδους επετειοποιήσεις (είτε της πραγματολογικής παραποίησης των γεγονότων, είτε της μουσειακής τους σχετικοποίησης), ειδικά στην εποχή μας, μια εποχή που επιχειρείται η κανονικοποίηση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Για να το πω όσο πιο απλά μπορώ, θέτοντας παράλληλα και τους στόχους της παρέμβασής μου: ο Οκτώβρης είναι πιο επίκαιρος από ποτέ, τόσο ως όραμα για την κοινωνική και πολιτειακή οργάνωση του παρόντος και του μέλλοντος, όσο και ως μέθοδος για τη διεξαγωγή της πάλης, του αγώνα που απαιτείται ώστε οι κοινωνίες να σπάσουν τα δεσμά της εξαθλίωσης που βιώνουν (και όσων ακόμη χειρότερων τους προετοιμάζονται) και να χειραφετηθούν.
Μια σύντομη τοποθέτηση των 15’-20’ δεν είναι βέβαια δυνατόν να αποκαλύψει σε όλο του το εύρος τον απίστευτο πλούτο διδαγμάτων που ενέχει η εμπειρία του πρώτου εργατικού κράτους (ενός κράτους που–ας το επισημάνω– δεν είχε εδαφικό και γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά συγκροτούνταν γύρω από τον όρο «δημοκρατία των συνελεύσεων»). Γι’ αυτό επιτρέψτε μου να ξεκινήσω τονίζοντας πως βασικός μου στόχος –τόσο δικός μου όσο, πιστεύω, και της εκδήλωσης στο σύνολό της– είναι όχι να κλείσει τη συζήτηση, αλλά να την ξεκινήσει – να λειτουργήσει ως εφαλτήριο για προβληματισμό. Στο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου, θα αναφερθώ σε τρεις κατά τη γνώμη μου κορυφαίες και απόλυτα ενεργές παρακαταθήκες. Αναφέροντάς τις μονολεκτικά, επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω τρεις λέξεις που θεωρώ ότι σε γενικές γραμμές τις προσδιορίζουν: Όραμα, Πολιτική, Πάλη. Ας εξηγήσω όμως σε τι ακριβώς αναφέρομαι με την κάθε μια…
Ι. Όραμα
Δεκαετίες συστηματικής παραχάραξης ένθεν και ένθεν πολιτικών διαχωριστικών γραμμών και αποχρώσεων (σαν κι αυτές στις οποίες αναφέρθηκα προηγουμένως) κρύβουν το γεγονός ότι ο σοσιαλισμός ως επιδίωξη όχι μόνο δεν έχει κανενός είδους σχέση με τη γραφειοκρατία και, πολύ περισσότερο, την απολυταρχία, αλλά επαγγέλλεται το βάθεμα της δημοκρατίας στο κοινωνικό επίπεδο: μια κατάσταση πραγμάτων όπου οι άνθρωποι δεν καλούνται να ψηφίσουν μια φορά στο τόσο (χωρίς να έχουν ουσιαστικό έλεγχο πάνω στους δήθεν εκπροσώπους τους, αλλά συμμετέχουν ενεργά τόσο στο έλλογο σχεδιασμό της κοινωνικής ζωής όσο και στην υλοποίηση αυτού του σχεδιασμού.
Δημοκρατικός έλεγχος της παραγωγής και σχεδιασμός (ο βασικός κώδικας της σοσιαλιστικής λειτουργίας) θα πει πως ό,τι συλλογικά παράγουν οι άνθρωποι, επίσης συλλογικά αποφασίζουν για το πού και πώς θα διατεθεί.
Η περίφημη φράση «το τέλος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο» αυτό θα πει σε τελική ανάλυση: τη θέσπιση θεσμών που θα επιτρέπουν σε όσους εργάζονται για να παραχθούν αγαθά, να αποφασίζουν κιόλας για το πού, πώς και για ποιους σκοπούς τα αγαθά αυτά θα διατεθούν.
Σήμερα έχουμε παραγωγικό δυναμικό που αργεί, έχουμε εργοστάσια που κλείνουν, έχουμε ταυτόχρονα και ανεργία. Ας σκεφτούμε για μια στιγμή πόσο τραγικά παράλογο είναι αυτό.
Όμως θα εξακολουθεί –και τα δράματα που επιφέρει θα τείνουν να οξύνονται– όσο το παραγωγικό δυναμικό μένει στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας που αρνείται να το θέσει σε λειτουργία αν δεν έχει προηγουμένως εξασφαλίσει επαρκή κερδοφορία (και στις μέρες μας, όλο και περισσότερο, τέτοια κερδοφορία δεν επιτυγχάνεται διότι το εργατικό εισόδημα έχει απομυζηθεί). Κι ας σκεφτούμε επίσης πόσο απίστευτη μπορεί να είναι η δημιουργία και η ευημερία όταν οι κοινωνίες ελέγξουν αυτές τον πλούτο και τους πόρους τους.
Ως όραμα λοιπόν ο σοσιαλισμός είναι βαθιά, ουσιαστική δημοκρατία, αλλά –κόντρα σε όλα όσα λέγονται ή δεν λέγονται– και η μόνη πράγματι ρεαλιστική απάντηση στη βαθιά και αδιέξοδη καπιταλιστική κρίση. Είναι η έμπρακτη απάντηση στο διάχυτο μύθευμα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική (το περίφημο δόγμα ΤΙΝΑ).
Οι πραγματικές, οι υλικές συντεταγμένες αυτής της προοπτικής, που για να τελεσφορήσει, απαιτείται –κι αυτό πρέπει να τονιστεί– ο διεθνικός ορίζοντας (η προοπτική μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδίας που θα μπορούσε σε μικρό χρονικό διάστημα να εξαφανίζει από τον πλανήτη τη φτώχεια) οι συντεταγμένες αυτές πρέπει άμεσα να αποτελέσουν αντικείμενο συζητήσεων και επεξεργασιών από όλους όσους επιδιώκουν την κοινωνική χειραφέτηση. Με ιστορικά δεδομένη την έκταση των προωθητικών αλλαγών που ο Οκτώβρης επέφερε στον κόσμο του 20ού αιώνα, ας φανταστούμε για μια στιγμή την επίδραση που θα ασκούσε στο σήμερα η συγκεκριμενοποίηση της σοσιαλιστικής εναλλακτικής.
Αυτό όμως με πάει στη δεύτερη ενότητα όσων θέλω να πω, την ενότητα της Πολιτικής –διότι για να πετύχει η σοσιαλιστική υπόθεση απαιτείται ασφαλώς πολιτική, όχι μόνο ως οραματικός στόχος, αλλά και ως ειδική στρατηγική κατεύθυνση…
ΙΙ Πολιτική
Η Οκτωβριανή επανάσταση έδειξε πάρα πολλά πράγματα, ένα όμως μείζον ήταν η έμπρακτη άρση μιας πολιτικής μάστιγας που της επισώρευσε η σταλινική παραμόρφωση. Κι αυτή δεν είναι άλλη από τη θεωρία των σταδίων –την άποψη ότι στις μέρες μας είναι δυνατόν η κοινωνική χειραφέτηση να επέλθει με τη βοήθεια κάποιου δήθεν προοδευτικού τμήματος των κυρίαρχων, τους οποίους –για το λόγο αυτό– δεν πρέπει να «τρομάξουμε» προβάλλοντας και εξηγώντας το περιεχόμενο του σοσιαλιστικού οράματος. Αυτό το απογείωσε βέβαια η εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ –σύμφωνα με την ηγετική του κλίκα, δεν έπρεπε να τρομάξουν όχι μόνο κάποιοι εγχώριοι δήθεν προοδευτικοί κυρίαρχοι (άραγε ποιοι να ήταν αυτοί; Οι μεγαλοπαράγοντες των ΜΜΕ και του επαγγελματικού αθλητισμού;) δεν έπρεπε να τρομάξουν ούτε καν οι θεσμοί της ληστρικής ΕΕ!
Αν όμως η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον ανεπιστρεπτί καταχωρηθεί στα τραγικά ανέκδοτα της ιστορίας, η θεωρία των σταδίων εξακολουθεί να ρίχνει βαριά τη σκιά της στον τρόπο που πάρα πολλοί έντιμοι και ανιδιοτελείς αγωνιστές στο λαϊκό κίνημα εξακολουθούν να σκέφτονται.
Θα κάνουμε πρώτα κάποια πρώτα βήματα, λέει αυτό το σκεπτικό (θα βγούμε λ.χ. από το ευρώ, όμως δε θα πειράξουμε το μεγάλο κεφάλαιο διότι έτσι αυτό θα στραφεί εναντίον μας), κι ύστερα –σιγά-σιγά– θα πάμε και στα επόμενα. Η πολιτική του Οκτώβρη, η πολιτική του Λένιν, αυτό ακριβώς το πράγμα διέψευσε: έδειξε πως στην εποχή μας (ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα) προϋπόθεση για την επιτυχία της σοσιαλιστικής υπόθεσης είναι η ανάληψη των βασικών μοχλών της οικονομίας από τους εργαζόμενους όχι ως επιστέγασμα αλλά ως προϋπόθεση για οτιδήποτε άλλο. Σε αντίθετη περίπτωση, στην περίπτωση που το τιμόνι των λαϊκών αγώνων παραχωρείται σε κάποια δήθεν προοδευτική αστική τάξη (μια στάση που δοκιμάστηκε και απέτυχε δεκάδες φορές, π.χ. στην Ισπανία και τη Γαλλία του ’36-’39, στην Ελλάδα του ’44, στη Χιλή του ’70-’73, αλλά και πιο πρόσφατα σε χώρες της Λατινικής Αμερικής) όχι μόνο ανάπτυξη και βήματα προς το σοσιαλισμό δεν έχουμε, αλλά κυοφορούνται οι χειρότερες ήττες.
Πολιτικό φαινόμενο, όμως, δεν είναι μόνο το περιεχόμενο της πολιτικής, το πολιτικό πρόγραμμα –που η εμπειρία του Οκτώβρη ξεκάθαρα δείχνει για το τότε όπως, πολύ περισσότερο για το σήμερα ότι πρέπει να είναι σοσιαλιστικό–, αλλά και ο τρόπος εσωτερικής οργάνωσης και διεξαγωγής της πάλης. Με αυτό το τρίτο στοιχείο θέλω να ολοκληρώσω την τοποθέτησή μου.
ΙΙΙ. Πάλη
Πολυετής σταλινική παραχάραξη και γραφειοκρατικές πρακτικές σε ολόκληρο το φάσμα της Αριστεράς τείνουν να σβήσουν απ’ τη μνήμη μας το γεγονός ότι οι Μπολσεβίκοι, το κόμμα που πραγματοποίησε την πρώτη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση ήταν ίσως το πιο δημοκρατικό κόμμα της ιστορίας. Το σημείο δεν είναι ευρέως γνωστό αυτό (και κανένας επίσημος φορέας και κανένας ακαδημαϊκός σοφός δε θα ’βρισκε χρηματοδότηση να το αναδείξει), άρα επιτρέψτε μου, πρόχειρα κι εγώ, να παραθέσω ένα δυο πραγματολογικά στοιχεία:
- Να αναφέρω, λ.χ., ότι τις Θέσεις του Απρίλη, στις οποίες προσδιοριζόταν ο χαρακτήρας της επερχόμενης επανάστασης ως σοσιαλιστικής, ο Λένιν δεν τις επέβαλε στην ΚΕ, αλλά υπομονετικά τις υποστήριξε μέχρι να πείσει, κι αυτό μετά από συστηματική εκστρατεία στην κομματική βάση.
- Να αναφέρω πως, όταν οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ αποκάλυψαν τα σχέδια της εξέγερσης στον Τύπο λίγο πριν την εκδήλωσή της (στις αρχές του Οκτώβρη), ο Λένιν εξοργίστηκε, αλλά όταν το κόμμα ήρθε στην εξουσία, ο μεν Κάμενεφ έγινε αναπληρωτής πρόεδρος του Λένιν στην επαναστατική κυβέρνηση (συγκεκριμένα στο Συμβούλιο Εργασίας κα Άμυνας) και το 1919 εξελέγη τακτικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου, ο δε Ζηνόβιεφ τοποθετήθηκε υπεύθυνος για την άμυνα της Πετρούπολης.
- Να αναφέρω επίσης ότι ακόμα και στον Κόκκινο Στρατό, στα χρόνια του εμφυλίου και του γιγάντιου εγχειρήματος της απόκρουσης της εισβολής 21 ξένων στρατών στο έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης, ακόμα και στην περίοδο αυτή, υπήρχε Αντιπολίτευση που δεν διώχτηκε διοικητικά αλλά αντιμετωπίστηκε πολιτικά…
Και τα παραδείγματα, με όλες τις δυσκολίες και τα αναπόφευκτα σφάλματα, θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Δε χρειάζεται όμως για να βγει το ιστορικό συμπέρασμα ότι οι Μπολσεβίκοι υπήρξαν κόμμα με καταστατικά πλέρια και σπάνια εσωτερική δημοκρατία και κυρίως για να βγει το συμπέρασμα του τι ακριβώς σημαίνει αυτό στον παρόντα χρόνο: ότι η υπόθεση του πολιτικού αγώνα δεν τελεσφορεί, δεν είναι δυνατόν να τελεσφορήσει (ειδικά στις μέρες μας) με καπελώματα και γραφειοκρατικά κόλπα, αλλά με εσωτερική δημοκρατία. Αυτή η δημοκρατία είναι που μπορεί να χτίσει πλειοψηφίες και ενεργούς πολίτες, είναι χωρίς καμιά υπερβολή παράγοντας εκ των ων ουκ άνευ για την προώθηση της σοσιαλιστικής υπόθεσης.
Κι έχει εδώ σημασία να επισημανθεί επίσης ότι, αν αυτό ίσχυε σε μια τόσο καθυστερημένη χώρα στις αρχές του αιώνα (μια καθυστέρηση που σ’ αυτήν άλλωστε οφείλεται και η σταλινική επικράτηση), στις μέρες μας ισχύει στο απείρως πολλαπλάσιο. Απαιτείται λοιπόν θέσμιση της εσωτερικής δημοκρατίας σε όλο το πολιτικό φάσμα που οραματίζεται την κοινωνική χειραφέτηση και το σοσιαλισμό, όχι για λόγους κάποιας αφηρημένης δεοντολογίας, αλλά για λόγους απολύτως πρακτικούς. Ας φέρουμε στο μυαλό μας και πάλι την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ: ας αναλογιστούμε πως για να επέλθει η ιλαροτραγική κωλοτούμπα του Ιουλίου του ’15 έπρεπε από καιρό να γραφειοκρατικοποιηθεί η λειτουργία όλων των εσωτερικών κομματικών οργάνων.
Ή, για να το πω επιγραμματικά, η εσωτερική δημοκρατία στις αριστερές οργανώσεις αποτελεί βασική προϋπόθεση της αριστερής τους υπόστασης: Αυτό σπάνια το συνειδητοποιούμε, αλλά μόνον έτσι είναι δυνατόν να προωθήσει η πραγματική Αριστερά τις θέσεις της.
Τελειώνοντας όμως και στρέφοντας εντελώς την προσοχή μου –όπως νομίζω ότι, στο πλαίσιο της εκδήλωσης, πρέπει– στον παρόντα δύσκολο χρόνο, να αναφερθώ και σε μια άλλη πολιτικο-αγωνιστική παρακαταθήκη του Οκτώβρη και των Μπολσεβίκων: τη μετωπική προσέγγιση, το γεγονός ότι δεν υπήρξαν ποτέ αυτό που αποκαλούμε σεχταριστές.
Όντας ασυμφιλίωτοι αγωνιστές και πολιτικο-προγραμματικά πρωτοπόροι, οι Μπολσεβίκοι κατάλαβαν καλύτερα απ’ τον καθένα αυτό που και στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο περίοπτα αναφέρεται: ότι οι κομμουνιστές δεν διασπούν το λαϊκό κίνημα ούτε και κλείνονται σε πύργους ιδεολογικής καθαρότητας, αλλά μεταφέρουν τις ιδέες τους στις μάζες και υπομονετικά εξηγούν για να πείσουν, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οι αγώνες που κάθε φορά διεξάγονται να επιτύχουν. Κι αυτό δεν το κάνουν ούτε από απλό συναισθηματισμό, ούτε από κάποιαν αφηρημένη δεοντολογία. Το κάνουν γιατί μόνο έτσι είναι ποτέ δυνατόν να δείξουν στους καθημερινούς ανθρώπους των αγώνων και των κινημάτων την υπεροχή των αριστερών ιδεών, μαθαίνοντας απ’ αυτούς και αδιάκοπα βελτιώνοντας τα πολιτικά τους εργαλεία. Η κίνηση μέσα στο λαϊκά στρώματα που αγωνίζονται (πάντοτε ξεκινώντας γνωρίζοντας όχι τόσο τι θέλουν όσο το τι δεν θέλουν), η συντροφική επικοινωνία με άλλα πολιτικά ρεύματα που καθένα έχει κάτι να εισφέρει στον αγώνα –αυτά είναι όχι μόνο προϋπόθεση ουσιαστικής ύπαρξης για όλους εμάς, είναι και αναντικατάστατα πολιτικά σχολεία…Και βέβαια, στο πλαίσιο αυτό, είναι ανάγκη οι δυνάμεις που μοιραζόμαστε κοινά οράματα για το παρόν και το μέλλον να συνεργαστούμε ακόμα πιο στενά, συγκροτώντας αυτό που –εύστοχα πιστεύω– έχει αποκληθεί «επαναστατικός πόλος».
Δεν πρέπει να μακρηγορήσω, γι’ αυτό επιτρέψτε μου να κλείσω επαναλαμβάνοντας το τρίπτυχο στο οποίο προσπάθησα συνοπτικά να αναδείξω ως βασική παρακαταθήκη του Οκτώβρη για το σήμερα και το κοντινό –όχι το απώτερο, το κοντινό– αύριο:
- Όραμα (ο σοσιαλισμός, εργατικός έλεγχος και η διαχείριση στα μέσα παραγωγής σε έναν διεθνικό ορίζοντα, είναι κοινωνική δημοκρατία και είναι η μόνη ρεαλιστική λύση στα αδιέξοδα της εντεινόμενης καπιταλιστικής βαρβαρότητας)∙
- Πολιτική (το σοσιαλιστικό πρόγραμμα είναι όχι μόνο ώριμο –υπερ-ώριμο– αποτελεί προϋπόθεση ακόμη και για την πιο μικρή μεταρρύθμιση)∙
- Πάλη (για να τελεσφορήσουν οι αγώνες μας απαιτείται –μαζί με την προγραμματική καθαρότητα– εσωτερική δημοκρατία, διαρκής επικοινωνία και έμπρακτη σύμπραξη με τους απλούς ανθρώπους του αγώνα και των κινημάτων).
Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για εξαιρετικά –αλλά δυστυχώς, σε μεγάλο βαθμό, ακόμη αναφομοίωτα– συμπεράσματα και παρακαταθήκες που μας εναπόκειται να ενεργοποιήσουμε και αξιοποιήσουμε, αν θέλουμε να χτίσουμε μιαν Αριστερά αντίστοιχη του Οκτώβρη.
Σας ευχαριστώ…