Σήμερα συμπληρώνονται 2 χρόνια από την 23η Ιουλίου του 2018, ημέρα που ξέσπασαν οι πυρκαγιές στην Κινέττα και την Πεντέλη Αττικής, με τη δεύτερη να κατεβαίνει στο Μάτι και να καταστρέφει στο πέρασμά της, όχι μόνο το φυσικό πλούτο της περιοχής και ολόκληρο τον οικισμό, αλλά και να σκοτώνει 102 ανθρώπους που εγκλωβίστηκαν στη φωτιά.
Με αυτήν την αφορμή, αναδημοσιεύουμε κείμενο που βασίζεται στην εισήγηση της σ. Ελένης Μήτσου από την συζήτηση που οργάνωσε το «Ξ» την Κυριακή 29 Ιούλη στα πλαίσια του 25ου κάμπινγκ AntinaziΖone – YRE, με τίτλο «Δασικές Πυρκαγιές: Ασύμμετρες απειλές ή εγκληματικές πολιτικές;»
Οι παράγοντες που έκαναν τις πυρκαγιές φονικές
Οι εικόνες που είδαμε από το Μάτι τις τελευταίες μέρες, μοιάζουν με τις εικόνες που βλέπουμε στα δελτία ειδήσεων από πολεμικές ζώνες. Κάποιοι ζήσαμε τα γεγονότα μέσω συγγενών και φίλων, ελπίζω κανείς να μην τα έζησε προσωπικά… Δεν θα περιγράψω τις εικόνες. Είδαμε όλοι πολλά. Ο καθένας έχει τα δικά του βιώματα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Η πρώτη αντίδραση της κατ’ ευφημισμό αριστερής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν να αντιγράψει τους χειρισμούς και τις εκφράσεις της κυβέρνησης ΝΔ του 2007 για τις φωτιές που είχαν μπει τότε στην Πελοπόννησο –και την τραγωδία που προκάλεσαν– χαρακτηρίζοντας την πυρκαγιές της Δευτέρας «ασύμμετρη απειλή».
«Ασύμμετρη απειλή»;
Τι σημαίνει όμως «ασύμμετρη απειλή»;
Μια απειλή ή ένα φαινόμενο είναι ασύμμετρο, όταν δεν μπορεί να προβλεφθεί και όταν δεν μπορείς να σχεδιάσεις απέναντί του αποτελεσματική άμυνα με ορθόδοξο, ή «συνηθισμένο», με μια έννοια, τρόπο. Και το ερώτημα είναι αν πράγματι είχαμε ένα φαινόμενο το οποίο δεν μπορούσε να προβλεφθεί, αν πράγματι δεν μπορούσε να σχεδιαστεί αποτελεσματική άμυνα απέναντί του.
Η απάντηση είναι όχι. Γιατί, για την ημέρα που ξέσπασαν οι φωτιές, ήταν γνωστό ότι ο κίνδυνος εκδήλωσης πυρκαγιάς ήταν πολύ υψηλός. Η Πολιτική Προστασία είχε δώσει δείκτη επικινδυνότητας 4!
Η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας εκδίδει κάθε μέρα ένα δελτίο κινδύνου εκδήλωσης δασικής πυρκαγιάς με μια κλίμακα η οποία κυμαίνεται από το 1 έως το 5. Για να υπολογιστεί ο δείκτης κάθε μέρας, συνυπολογίζονται στοιχεία όπως η θερμοκρασία, η ένταση του ανέμου, η υγρασία αέρα, η υγρασία εδάφους, κ.α.
Το γεγονός ότι τη συγκεκριμένη μέρα ο κίνδυνος εκδήλωσης πυρκαγιάς ήταν πολύ υψηλός, δηλαδή στο 4, ήταν γνωστό από την προηγούμενη μέρα. Θεωρητικά, υπάρχουν και πιο επικίνδυνες συνθήκες. Ο βαθμός 5 της κλίμακας, ο οποίος αντιστοιχεί σε «κατάσταση συναγερμού». Στην πράξη το «5άρι» είναι εξαιρετικά σπάνιο και όλα τα τελευταία χρόνια –τουλάχιστον στην Αττική– έχει δοθεί μόνο μία φορά.
Στην Αττική τη συγκεκριμένη μέρα λοιπόν, ο δείκτης επικινδυνότητας ήταν στο 4, ενώ το ίδιο συνέβαινε και σε πολλές ακόμη περιοχές της χώρας. Ο δείκτης επικινδυνότητας επιπέδου 4 δεν εκδίδεται σπάνια, είναι ένα συχνό φαινόμενο. Αυτό όμως που ήταν σπάνιο τη συγκεκριμένη μέρα, ήταν οι συνθήκες ή αν θέλετε ο συνδυασμός των παραγόντων του συγκεκριμένου «4αριού».
Ένα σπάνιο φαινόμενο
Το φαινόμενο που παρατηρήθηκε «εμφανίζεται» στην Αττική περίπου κάθε 20 χρόνια. Στην περιοχή γύρω από την Πεντέλη, όπου έγινε η μεγάλη καταστροφή, το ίδιο φαινόμενο έχει καταγραφεί άλλη μία φορά μετά το 1945 και άλλη μία, μαζί με φωτιά, πριν από τον πόλεμο. Είχαμε λοιπόν ένα σπάνιο φαινόμενο, το οποίο όμως ήταν γνωστό και καταγεγραμμένο, άρα μπορούσε να αντιμετωπιστεί.
Οι ιδιαίτερες συνθήκες είχαν να κάνουν καταρχήν με τον άνεμο. Στην Ελλάδα και ειδικά στην Αττική, οι δυτικοί και βορειοδυτικοί άνεμοι, που επικρατούσαν τη συγκεκριμένη μέρα, είναι οι πιο σπάνιοι. Είναι άνεμοι πάρα πολύ ξηροί, γιατί περνώντας πάνω από την Πίνδο χάνουν όλη τους την υγρασία.
Αυτοί οι άνεμοι έχουν συνήθως ένταση 1-3 μποφόρ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είχαν σταθερή ένταση 6 μποφόρ, με ριπές (δηλαδή δυνατά ξαφνικά «φυσήματα») πάνω από 9 μποφόρ. Αυτό ήταν το σπάνιο και επικίνδυνο φαινόμενο. Ότι είχαμε δηλαδή πολύ δυνατούς ανέμους δυτικούς-βορειοδυτικούς, θυελλώδεις και πολύ ξηρούς. Αυτό είναι το πρώτο κρατούμενο.
Δεύτερο κρατούμενο: Τα δάση, στη δυτική τους έκθεση είναι πιο εύρωστα. Δεν θα εξηγήσω εδώ για ποιο λόγο. Να πω μόνο ότι αν πάμε πίσω στις προηγούμενες γενιές, θα δούμε ότι οι λαχανόκηποι και οι μπαξέδες «τοποθετούνταν» στη δυτική πλευρά των σπιτιών γιατί εκεί αναπτυσσόταν καλύτερα τα φυτά.
Έχουμε λοιπόν πολύ δυνατούς και πολύ ξηρούς ανέμους και τμήματα δασών πολύ εύρωστα, δηλαδή με πολλή καύσιμη ύλη.
Πύρινοι στρόβιλοι
Όταν η φωτιά φτάνει σε σημείο με πολλή καύσιμη ύλη, «ρουφάει» το οξυγόνο από την γύρω περιοχή για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η καύση. Αυτό δημιουργεί πύρινους στρόβιλους. Στην κορυφή αυτών των στρόβιλων η φλόγα ήταν μωβ και η θερμοκρασία πάνω από 800 βαθμούς κελσίου. Φανταστείτε ποια ήταν η θερμοκρασία στη βάση τους!
Οι στρόβιλοι αυτοί δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν όπως ένα μέτωπο φωτιάς. Δεν μπορούν να το προσεγγίσουν πεζοπόρα και πυροσβεστικά οχήματα και να το «χτυπήσουν» από το πλάι. Ούτε μπορεί πυροσβεστικό αεροπλάνο να πετάξει κοντά του.
Τέτοιους πύρινους στροβίλους είχαμε και στην Κινέττα και στην Πεντέλη.
Κάτι άλλο που κάνουν οι στρόβιλοι φωτιάς, είναι ότι σηκώνουν και εκσφενδονίζουν, όχι κλαδάκια, αλλά ολόκληρους αναμμένους κορμούς. Έτσι οι «εστίες» της φωτιάς επεκτείνονται και τα «μέτωπα» πολλαπλασιάζονται.
Στην περίπτωση της Πεντέλης όμως, είχαμε ακόμα ένα επικίνδυνο φαινόμενο: όταν η φωτιά πλησίαζε σε σημεία με χαμηλή βλάστηση, όπως ήταν για παράδειγμα τα νεαρά δέντρα ύψους 1-1,5 μέτρων – που είχαν φυτρώσει μετά από προηγούμενη πυρκαγιά – η φωτιά μετατρεπόταν σε «λίμνη». Οι φλόγες δηλαδή δεν «σηκωνόταν», αλλά έμεναν κολλημένες στο έδαφος. Και αυτό το φαινόμενο είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί, γιατί είναι πολύ επικίνδυνο να πλησιάσει πεζοπόρο και πυροσβεστικά οχήματα τέτοια φωτιά.
Οι θυελλώδης άνεμοι και η εναλλαγή αυτών των φαινόμενων, «στρόβιλος» – «λίμνη» κλπ έκαναν τη φωτιά, ιδιαίτερα από ένα σημείο και έπειτα, να προχωράει πάρα πολύ γρήγορα. Από το Βουτζά μέχρι το Μάτι έκανε 20 λεπτά! Στο δε Μάτι η φωτιά μπήκε με στρόβιλο. Οι κάτοικοι της περιοχής χτυπήθηκαν στην ουσία από κάτι που έμοιαζε με «πυρηνική» βόμβα, με κάποιους να πεθαίνουν μόνο από το θερμικό φορτίο της φωτιάς που πλησίαζε.
Μπορούσε να αναχαιτιστεί;
Το ερώτημα είναι αν αυτή η φωτιά μπορούσε να αναχαιτιστεί. Και η απάντηση είναι: ναι! Μπορούσε να αναχαιτιστεί! Αν «πιανόταν» στην αρχή, πριν «ανοίξει» το μέτωπο και κυρίως πριν φτάσει σε περιοχές με πολλή καύσιμη ύλη και πριν αρχίσουν να δημιουργούνται τα παραπάνω φαινόμενα.
Ο λόγος για τον οποίο αυτό δε συνέβη, ήταν επειδή δεν υπήρχαν οι δυνάμεις. Γιατί η Πυροσβεστική Υπηρεσία στην Ελλάδα είναι αποψιλωμένη και η Δασική Υπηρεσία είναι διαλυμένη.
Μία απόδειξη για το γεγονός ότι η (έγκαιρη) αντιμετώπιση της πυρκαγιάς ήταν θέμα δυνάμεων, είναι το εξής: Η φωτιά της Πεντέλης, αρχικά άνοιξε προς δύο κατευθύνσεις. Από τη μία μεριά πήγαινε προς Βουτζά και από την άλλη πήγαινε προς Καλλιτεχνούπολη. Το μέτωπο της Καλλιτεχνούπολης προλάβανε και το «κόψανε», οι πυροσβεστικές δυνάμεις που είχαν απομείνει στην περιοχή, μαζί με εθελοντές – όπως ήταν οι εθελοντές της Δασοπροστασίας Καισαριανής που έφτασαν στην Πεντέλη πάρα πολύ γρήγορα από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά. Αν το μέτωπο της Καλλιτεχνούπολης δεν είχε ελεγχθεί και σβηστεί το πιο πιθανό ήταν ότι θα προχωρούσε και θα «έπεφτε» ανάμεσα στη Ραφήνα και στη Λούτσα. Σε συνδυασμό με το άλλο μέτωπο που προχώρησε προς το Βουτζά και στη συνέχεια προς το Μάτι θα δημιουργούνταν ένα «πέταλο» φωτιάς, το οποίο θα «έκλεινε» προς τη θάλασσα. Αν συνέβαινε αυτό, καταλαβαίνετε ότι θα μιλούσαμε για εκατόμβη νεκρών. Θα μιλούσαμε για καταστροφή πολύ μεγαλύτερη από αυτή που έχουμε σήμερα – όπου τα θύματα υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν τα 100, ενώ κάποιοι νεκροί δεν θα βρεθούν ποτέ…
Δεν υπήρχαν όμως οι δυνάμεις, ούτε για να ελεγχθεί η φωτιά αποτελεσματικά από την αρχή, ούτε για να πιαστούν αποτελεσματικά και τα δύο μέτωπα.
Η κατάσταση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας είναι τέτοια που δεν της επιτρέπει να αντιμετωπίσει δύο μεγάλες φωτιές ταυτόχρονα. Έτσι, αυτό που γίνεται πρακτικά, είναι όταν έχουμε μια μεγάλη φωτιά, η Πυροσβεστική στέλνει όλες της τις δυνάμεις εκεί και «παίζει» με τις πιθανότητες, ελπίζοντας να μην υπάρξει 2η μεγάλη φωτιά στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Στις υπόλοιπες περιοχές μένουν κάποιες εφεδρείες, αλλά όχι δυνάμεις που να μπορούν να αντιμετωπίσουν μια 2η μεγάλη πυρκαγιά. Μέχρι στιγμή το σχέδιο αυτό «έβγαινε» και δεν είχαν υπάρξει μεγάλες καταστροφές και θύματα. Αυτή τη φορά δεν «βγήκε».
Η πρώτη φωτιά που ξέσπασε ήταν στα Γεράνεια Όρη, πάνω από την Κινέττα. Σε αυτή τη φωτιά στάλθηκαν όλες οι δυνάμεις της πυροσβεστικής όχι μόνο της Αττικής, αλλά είχαν κινητοποιηθεί και οχήματα από τη Λαμία μέχρι την Πελοπόννησο και κατευθυνόταν προς τα Γεράνεια. Αυτό σήμαινε ότι οι υπόλοιπες περιοχές της Αττικής (και όχι μόνο) έμεναν «γυμνές» – με ελάχιστες δυνάμεις για να επιχειρήσουν στην περίπτωση που θα εκδηλωνόταν πυρκαγιά σε αυτές.
Η αποψίλωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας
Είπαμε ότι η Πυροσβεστική Υπηρεσία είναι αποψιλωμένη. Το 2007, την τελευταία φορά που είχαμε μεγάλες πυρκαγιές και δεκάδες νεκρούς, πριν ακόμη από τα μνημόνια και τις περικοπές, το 29% των οργανικών θέσεων στην Πυροσβεστική Υπηρεσία ήταν κενές. Επιπλέον, το 2007, οι πυροσβέστες κατήγγειλαν ότι επιχειρούσαν με παλιά πυροσβεστικά –με ότι αυτό συνεπάγεται για την επιχειρησιακή τους ικανότητα– με τρύπιες μάνικες, με μεγάλες ελλείψεις σε μέσα ατομικής προστασίας όπως γάντια, παπούτσια, μάσκες κτλ. Θυμάμαι ότι πυροσβέστες από τη Μαγνησία κατήγγειλαν ότι δεν μπορούσαν να φτάσουν γρήγορα στην πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει την ίδια χρονιά στο Πήλιο γιατί «ανάβανε» τα φρένα των πυροσβεστικών και τα οχήματα κινδυνεύανε να γίνουν «ανεξέλεγκτα».
11 χρόνια και μερικά μνημόνια αργότερα, ποια πιστεύετε ότι είναι η κατάσταση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας;
Οι σημερινές ελλείψεις σε προσωπικό εκτιμώνται σε 4.000 θέσεις. Αυτές είναι επιπλέον των κενών οργανικών θέσεων (29%) που κατήγγειλαν οι πυροσβέστες το 2007! Στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε «άλλη μια πυροσβεστική» (δηλαδή μαζικές προσλήψεις) για να πούμε ότι έχουμε επάρκεια σε προσωπικό.
Παράλληλα, έχουμε κάθε χρόνο περικοπές στους προϋπολογισμούς της Πυροσβεστικής. Σε όλα τα επίπεδα. Αυτό πρακτικά οδηγεί σε μεγάλες ελλείψεις σε ανταλλακτικά, σε αναλώσιμα, κ.α. Πυροσβεστικά οχήματα μπορεί να μείνουνε καθηλωμένα ως και για 6 μήνες, επειδή «κόπηκε» ένα λάστιχο και δεν υπάρχει άλλο για να το αντικαταστήσουνε.
25% των οχημάτων είναι ακινητοποιημένα λόγω βλαβών, ενώ ένα άλλο 25% είναι γερασμένο, άνω των 15 ετών, με ότι αυτό συνεπάγεται για την επιχειρησιακή τους ικανότητα.
Το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού όμως, είναι τόσο μεγάλο, που υπερβαίνει ακόμη και αυτή την πολύ κακή κατάσταση του στόλου των οχημάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτή τη φωτιά υπήρχαν οχήματα που θα μπορούσαν να βγουν από τους σταθμούς και να κατευθυνθούν προς τις πυρκαγιές που δεν βγήκαν γιατί δεν υπήρχαν οδηγοί και πληρώματα.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αυτές τις μέρες προσπαθούσε να αντικρούσει την κριτική που αφορούσε στις ελλείψεις προσωπικού λέγοντας ότι «εμείς μονιμοποιήσαμε 2.200 πυροσβέστες». Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ένα τμήμα (περίπου οι μισοί) από τους πυροσβέστες «πενταετούς θητείας». Γιατί όπως συνηθίζεται στη χώρα μας, έχουμε ένα τμήμα του προσωπικού της πυροσβεστικής μόνιμο, ένα σε ομηρία και ένα σε ακόμη μεγαλύτερη ομηρία. Έχουμε δηλαδή τους μόνιμους, τους «πενταετούς θητείας» και τους συμβασιούχους.
Αυτό που έκανε η κυβέρνηση, ήταν να μονιμοποιήσει ένα τμήμα των «πενταετούς θητείας» – ούτε καν όλους. Αυτό όμως δεν αύξησε το προσωπικό της πυροσβεστικής. Γιατί και οι «πενταετούς θητείας» και οι συμβασιούχοι συγκαταλέγονταν ήδη στο δυναμικό της Πυροσβεστικής.
Πρόληψη
Αξίζει όμως να πάμε και ένα βήμα πιο πίσω. Πριν τα μέσα και το προσωπικό που χρειάζονται για την κατάσβεση μιας μεγάλης φωτιάς. Γιατί το πιο σημαντικό από όλα είναι η πρόληψη, η έγκαιρη αναγγελία και η λεγόμενη «πρώτη προσβολή» της φωτιάς, δηλαδή η αντιμετώπισή της στο αρχικό στάδιο.
Στην βασική εκπαίδευση της εθελοντικής δασοπροστασίας-δασοπυρόσβεσης μαθαίνει κανείς το εξής: το πρώτο λεπτό, η φωτιά σβήνει με ένα ποτήρι νερό. Το δεύτερο λεπτό σβήνει με έναν κουβά. Μέσα στα επόμενα λεπτά σβήνει με μια δεξαμενή νερό – ενός πυροσβεστικού οχήματος. Μετά κάνουμε ό,τι μπορούμε…
Προφανώς ανάλογα με τις συνθήκες το παραπάνω σχήμα έχει διαφοροποιήσεις. Ωστόσο αυτό το σχήμα μας δείχνει ότι αν δε θέλεις να έχεις μεγάλη περιβαλλοντική καταστροφή και πολύ περισσότερο αν δε θέλεις να έχεις νεκρούς όπως έχουμε σήμερα, πρέπει να δώσεις έμφαση στην έγκαιρη αναγγελία της πυρκαγιάς, και να προλάβεις να τη σβήσεις όσο ακόμη σβήνει με ένα ποτήρι, έναν κουβά, ή έστω με μια δεξαμενή νερό.
Ποιος είναι αυτός ο οποίος οφείλει να δει εγκαίρως την πυρκαγιά και να ειδοποιήσει την Πυροσβεστική; Τυπικά υπεύθυνη είναι η Δασική Υπηρεσία.
Ανύπαρκτη Δασική Υπηρεσία
Μέσα στα δάση πρέπει κανονικά να υπάρχει ένα πυκνό δίκτυο παρατηρητηρίων (ξύλινα υπερυψωμένα «σπιτάκια» σε συγκεκριμένα σημεία με ορατότητα) – πιθανό να τα έχετε δει. Σε αυτά τα παρατηρητήρια πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι που να παρακολουθούν το δάσος για να μπορέσουν να αναγγείλουν εγκαίρως μια πυρκαγιά – πέραν αυτών που θα έπρεπε να κάνουν «κινητή περιπολία» με κάποιο όχημα. Τέτοιους ανθρώπους όμως σίγουρα δεν έχετε συναντήσει ποτέ. Και ο λόγος είναι, γιατί δεν υπάρχουν!
Το 2007, οι «δασικοί» καταγγέλλανε ότι υπήρχε 1 δασοφύλακας για 100.000 στρέμματα δάσους. 11 χρόνια και 3-4 μνημόνια αργότερα πιστεύετε ότι μπορεί να έχει βελτιωθεί η κατάσταση; Ακριβώς το αντίθετο.
Με το επιπλέον στοιχείο ότι η απαγόρευση των προσλήψεων που έχει συμφωνηθεί στα Μνημόνια οδηγεί σε μια κατάσταση όπου οι δασικοί με μεγάλη εμπειρία και συσσωρευμένη γνώση συνταξιοδοτούνται χωρίς να «προλαβαίνουν» να μεταδώσουν τις γνώσεις τους στη νέα γενιά που θα έπρεπε θεωρητικά να τους αντικαταστήσει. Με αυτό τον τρόπο όλη η εμπειρία και η γνώση –ή όση δεν έχει με κάποιο τρόπο καταγραφεί– «χάνεται».
Ποιοι κάνουν αυτή τη δουλειά στη θέση της Δασικής Υπηρεσίας;
Η Πυροσβεστική κάνει ό,τι μπορεί, το δίκτυο των εθελοντικών οργανώσεων δασοπροστασίας σε κάθε περιοχή κάνει επίσης ό,τι μπορεί, ενώ από την πλευρά του κράτους, έχουμε 2μηνες και 3μηνες συμβάσεις ανθρώπων που καλούνται να κάνουν τους «παρατηρητές» στα δάση, μέσω των δήμων.
Κάθε καλοκαίρι, οι δήμοι προσλαμβάνουν 2-3 (εν πάσει περιπτώσει λίγους) ανθρώπους για να αναλάβουν την επιτήρηση των δασικών εκτάσεων που βρίσκονται στην περιοχή τους. Για να στελεχώσουν δηλαδή τα παρατηρητήρια ή κάποια σημεία υπερυψωμένα σημεία στο δάσος και να ειδοποιήσουν έγκαιρα την Πυροσβεστική αν υπάρχει φωτιά. Εκτός του ότι οι αριθμοί αυτοί δεν επαρκούν… Εκτός του ότι η αντιπυρική περίοδος ξεκινάει το Μάη και λόγω των γραφειοκρατικών διαδικασιών και του ανύπαρκτου σχεδιασμού φτάνει Ιούλιος ή Αύγουστος μέχρι να μπορούν οι συμβασιούχοι να στελεχώσουν τα παρατηρητήρια… Το βασικό πρόβλημα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν περνάνε κανενός είδους εκπαίδευση.
Έστω ότι βλέπουν εγκαίρως μια φωτιά (γιατί ακόμα και για να δεις μια φωτιά πριν φουντώσει απαιτεί μια εκπαίδευση και κυρίως βέβαια εμπειρία). Πώς θα «εξηγήσεις» στην πυροσβεστική ή σε μια ομάδα εθελοντικής δασοπροστασίας πού είναι αυτή η φωτιά; Αν δεν ξέρεις την περιοχή, αν δεν ξέρεις να διαβάζεις χάρτη, αν δεν ξέρεις να χρησιμοποιείς σωστά τον ασύρματο, αν δεν καταλαβαίνεις την διεύθυνση και την ένταση του ανέμου πώς θα πεις στην πυροσβεστική πού είναι η φωτιά; Πώς θα πεις στην πυροσβεστική προς τα πού κινείται για να καταλάβει ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να την προσεγγίσει; Αυτό που γίνεται σήμερα με ανεκπαίδευτους συμβασιούχους και μάλιστα άλλους κάθε χρονιά, είναι μονό και μόνο για να λέει το κράτος και οι δήμοι ότι έχουν προσλάβει πυροφύλακες.»
Ποιος συντονίζει;
Μια αντίστοιχη παράνοια υπάρχει και στο συντονισμό του έργου κατάσβεσης των δασικών πυρκαγιών. Ο «πατέρας» των ερευνών γύρω από τις δασικές πυρκαγιές, ο δασολόγος Σπύρος Ντάφης, μετά τις πυρκαγιές του 2007 έγραφε:
«Αν παρ’ όλες τις προσπάθειες πρόληψης και άμεσης παρέμβασης η πυρκαγιά δεν μπορέσει να τεθεί υπό έλεγχο και πάρει διαστάσεις, τότε αρχίζει το πιο δύσκολο, σύνθετο και πολυδάπανο έργο της δασοπυρόσβεσης, ή καλύτερα της αναχαίτισης της πυρκαγιάς. Το δυσκολότερο μέρος της επιχείρησης είναι ο συντονισμός. Και εδώ είναι που γίνεται το μπάχαλο στη χώρα μας, γιατί ο καθένας, υπουργός, γενικός γραμματέας, περιφερειάρχης, νομάρχης, στρατηγός, θεωρεί τον εαυτό του ως αυτονοήτως ικανό να συντονίσει μια τόσο δύσκολη και σύνθετη επιχείρηση. Σε όλο τον κόσμο, ανεξάρτητα από το ποιες δυνάμεις μετέχουν στη δασοπυρόσβεση, την ευθύνη του συντονισμού την έχει ο τοπικός δασάρχης. Αυτός γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον το ανάγλυφο της περιοχής του, το οδικό δίκτυο, τις θέσεις υδροληψίας, την ευφλεκτότητα των οικοσυστημάτων της περιοχής δικαιοδοσίας του, τις πιθανές κατάλληλες θέσεις αναχαίτισης της πυρκαγιάς, τις θέσεις που επιδέχονται την εφαρμογή του αντίπυρος, το διαθέσιμο προσωπικό σε δασικούς υπαλλήλους, δασοπυροσβέστες και δασεργάτες, τις τυχόν απειλούμενες κτιριακές εγκαταστάσεις και οικισμούς, ενώ γνωρίζει την οικολογία και την ιδιαιτερότητα των δασικών πυρκαγιών.»
Αυτό που λέει ο Ντάφης στην ουσία, είναι ότι πρέπει να έχεις έναν άνθρωπο ο οποίος να είναι υπεύθυνος για μια περιοχή χρόνια, να την ξέρει σαν την παλάμη του χεριού του, και να είναι αυτός που θα πάρει τις κρίσιμες αποφάσεις για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η δασική πυρκαγιά στη συγκεκριμένη περιοχή.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα; Υπεύθυνοι είναι οι τοπικοί αξιωματικοί της Πυροσβεστικής, οι οποίοι όμως (ή οι περισσότεροι) κάθε μερικά χρόνια μετατίθενται σε μια καινούρια περιοχή. Πολλοί έχουν την ευσυνειδησία με το που θα μετατεθούν σε νέα περιοχή να αρχίσουν να την «οργώνουν» για να τη μάθουν, έτσι ώστε να μην πιαστούν απροετοίμαστοι σε περίπτωση πυρκαγιάς. Ωστόσο μόλις τη μάθουν και αρχίσουν να έχουν τη δυνατότητα να συντονίσουν αποτελεσματικά το έργο της πυρόσβεσης σε αυτή την περιοχή, παίρνουν μετάθεση για ένα άλλο μέρος. Αν σε αυτό προσθέσουμε τις κομματικές «χάρες», τα ρουσφέτια κοκ στις μετακινήσεις και τις μεταθέσεις, μπορούμε να φανταστούμε πώς το αποτέλεσμα επιδρά στο συντονισμό των επιχειρήσεων κατάσβεσης μιας μεγάλης πυρκαγιάς.
Τι χρειαζόμαστε
Τι χρειαζόμαστε λοιπόν για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά κάθε κίνδυνο δασικής πυρκαγιάς;
Αρχικά χρειαζόμαστε ένα πυκνό δίκτυο παρατηρητηρίων, με ικανό αριθμό εκπαιδευμένων παρατηρητών.
Χρειαζόμαστε μια στελεχωμένη δασική υπηρεσία, που μπορεί να ενισχύεται με εποχικό προσωπικό, δηλαδή με ανθρώπους που θα είναι εκπαιδευμένοι, ώστε να μπορούν το καλοκαίρι να κάνουν τη δουλειά της επιτήρησης και της αναγγελίας των δασικών πυρκαγιών. Δε μιλάμε βέβαια σε καμία περίπτωση για ανθρώπους οι οποίοι να δουλεύουν το καλοκαίρι και να είναι άνεργοι το χειμώνα. Μιλάμε για ανθρώπους με πλήρη, σταθερή και μόνιμη εργασία οι οποίοι το χειμώνα ν’ απασχολούνται σε ένα διαφορετικό (συναφές) πόστο.
Επειδή όμως δασικές πυρκαγιές θα υπάρχουν πάντα, και πάντα υπάρχουν πιθανότητες να «ξεφύγουν» χρειαζόμαστε επίσης μια καλά στελεχωμένη Πυροσβεστική Υπηρεσία.
Χρειάζεται επιπλέον να υπάρχουν κανόνες και νόμοι (που θα εφαρμόζονται και δε θα μένουν στα χαρτιά) σχετικά με τη δόμηση μέσα στο δάσος, ή σε μικτές, ημιδασικές περιοχές.
Παγίδα θανάτου για συγκεκριμένους λόγους
Το Μάτι έγινε παγίδα θανάτου για συγκεκριμένους λόγους. Ο ένας βέβαια ήταν ότι η φωτιά έφτασε πάρα πολύ γρήγορα, μέσα σε είκοσι λεπτά. Ο δεύτερος λόγος ήταν ο τρόπος με τον οποίο ήταν χτισμένος ο οικισμός, χωρίς σχεδιασμό, με πάρα πολλά αυθαίρετα, με πολύ στενούς δρόμους, με πολλά αδιέξοδα, με κομμένη πρόσβαση στην παραλία σε πάρα πολλά σημεία – δεν θα επεκταθώ σε αυτά γιατί έχουν ειπωθεί πάρα πολλά στα ΜΜΕ.
Ακόμη όμως κι’ αν δεν υπήρχαν αυτά τα πολεοδομικά προβλήματα, η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να εκκενωθεί ένας οικισμός στον οποίον υπάρχουν 4-5000 άνθρωποι (κάτοικοι, παραθεριστές, εκδρομείς). Ακόμη κι αν υπήρχε σχέδιο εκκένωσης (και όταν μιλάμε για σχέδιο εκκένωσης μιλάμε για οργανωμένες αναχωρήσεις με λεωφορεία από προκαθορισμένα σημεία συγκέντρωσης και όχι να φεύγει ο καθένας με το ΙΧ του) αυτό θα έπρεπε να έχει τεθεί σε εφαρμογή από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε η φωτιά στην Πεντέλη, πριν καν αρχίσει να κατευθύνεται προς Βουτζά από τη μια και προς Καλλιτεχνούπολη από την άλλη.
Η αυτόνομη Πολιτική Προστασία της Περιφέρειας Αττικής, μπορούσε και είχε χρέος να έχει πάρει την απόφαση εκκένωσης αυτών των περιοχών με το ξέσπασμα της πυρκαγιάς.
Και έπρεπε να δώσει την εντολή εκκένωσης ακριβώς γιατί ο κίνδυνος ραγδαίας επέκτασης και της γιγάντωσης της φωτιάς με τις συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες, δηλαδή με θυελλώδεις δυτικούς-βορειοδυτικούς ανέμους, ήταν γνωστός.
Ας δούμε για παράδειγμα τι έγραφε στο facebook ένας στέλεχος της εθελοντικής δασοπροστασίας Καισαριανής, ο Βαγγέλης Στογιάννης, προσπαθώντας να κινητοποιήσει και να προετοιμάσει την ομάδα του μια μέρα νωρίτερα για τις συνθήκες που θα επικρατούσαν της μέρα που ξέσπασαν τελικά οι δυο μεγάλες πυρκαγιές.
«Όλοι αύριο σε ετοιμότητα πάνω στο Υμηττό. Δεν είναι ένα απλό στάδιο επιφυλακής 4 το αυριανό. Είναι από τα πιο ιδιαίτερα και επικίνδυνα 4άρια που μπορεί να υπάρξουν. Το δάσος μας είναι με ΒΔ έκθεση και θα αντιμετωπίσει Δ-ΒΔ ανέμους έντασης έως 6 μποφόρ, με εκθετική πτώση της υγρασίας. Αν γίνει το παραμικρό πρέπει να είμαστε όλοι επί τόπου να το φάμε σε χρόνο 0 γιατί αν βρει περιθώριο να αρχίσει να εξελίσσεται, τίποτα δεν θα μπορέσει να το σταματήσει. Αύριο έχουμε πόλεμο και οι εθελοντές της ΕΔΔΚ θα είναι πανέτοιμοι και πάνω στο βουνό. Καλή τύχη να έχουμε όλοι μας»
Ακόμη βέβαια κι αν είχε δοθεί εγκαίρως εντολή εκκένωσης, είναι πιθανό και πάλι να υπήρχαν θύματα. Θα ήταν όμως σίγουρα πολύ λιγότερα.
Ο τρίτος λόγος για τον οποίο το Μάτι έγινε παγίδα θανάτου είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει κανένας κανόνας σε σχέση με τα υλικά που πρέπει να χρησιμοποιούνται στα σπίτια που βρίσκονται κοντά ή μέσα σε δασικές ή ημιδασικές περιοχές.
Υπάρχουν νόμοι οι οποίοι έχουν να κάνουν με τον καθαρισμό των οικοπέδων σε τέτοιες περιοχές και οδηγίες ότι για παράδειγμα τα δέντρα πρέπει να έχουν συγκεκριμένη απόσταση από τα σπίτια, να μην ακουμπούν κλαδιά των δέντρων στα σπίτια κοκ. Ωστόσο οι νόμοι αυτοί δεν εφαρμόζονται. Κανονικά, οι Δήμοι έπρεπε να εφαρμόζουν το νόμο που αφορά στον καθαρισμό των οικοπέδων ή «τεμαχίων». Στο άρθρο 94 του «Καλλικράτη» προβλέπεται ότι αν ένας ιδιώτης δεν καθαρίσει το οικόπεδό του, ο δήμος έχει την υποχρέωση να το κάνει με δικά του μέσα ή με εργολάβο και μετά να στείλει το λογαριασμό στον ιδιώτη μέσω της εφορίας. Αυτό δεν το κάνει κανένας Δήμαρχος, προφανώς γιατί είναι μια ενέργεια που διώχνει ψήφους αντί να φέρνει.
Όσον αφορά το πώς και με ποια υλικά θα έπρεπε να χτίζονται τα σπίτια (και όχι μόνο) μέσα ή κοντά στα δάση και σε περιοχές με πυκνή βλάστηση, είπαμε ότι δεν υπάρχουν σχετικοί νόμοι. Να φέρω ένα παράδειγμα. Έχουμε αντισεισμικό κανονισμό, γιατί έχουμε μάθει να ζούμε με τους σεισμούς, ξέρουμε ότι πρέπει να προστατευτούμε και ότι δεν είναι δυνατό να μην υπάρχουν κανόνες στην κατασκευή των κτιρίων που να συμπεριλαμβάνουν τη συμπεριφορά των κτιρίων όταν (και όχι αν) υπάρξει σεισμός. Ξέρουμε ότι σε περίπτωση που δεν ακολουθηθεί ο αντισεισμικός κανονισμός στην κατασκευή κτιρίων, θα έχουμε θύματα. Επομένως όλοι είναι υποχρεωμένοι να τον ακολουθούν. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για την κατασκευή σπιτιών που βρίσκονται μέσα ή κοντά σε δασικές εκτάσεις. Για παράδειγμα, για τα υλικά που χρειάζονται προκειμένου τα σπίτια να μην είναι εύφλεκτα, αλλά και για να μπορούν να προστατέψουν τους ανθρώπους σε περίπτωση που δεν προλάβουν να διαφύγουν – θα πω λίγα περισσότερα γι’ αυτό στη συνέχεια.
Παιδεία
Σε μία χώρα με πάρα πολλά πευκοδάση και πάρα πολλές δασικές πυρκαγιές (είτε από εμπρησμούς, είτε από αμέλεια) χρειαζόμαστε εκπαίδευση από το σχολείο, μέχρι και το τέλος της ζωής μας, για τη συμπεριφορά μας σε μια δασική φωτιά. Πώς φεύγουμε όταν η φωτιά είναι ακόμη μακριά και έχουμε το περιθώριο να φύγουμε. Αλλά και τι κάνουμε ότι η φωτιά έχει φτάσει πολύ κοντά, όταν είναι κυριολεκτικά πίσω μας – όπως ήταν «πίσω» από τους ανθρώπους στο Μάτι.
Όταν η φωτιά είναι τόσο κοντά πρέπει να μείνουμε. Να κλειστούμε στο σπίτι, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν είναι ξύλινο ή προκάτ. Αν το σπίτι είναι ξύλινο, ή προκατ ή έχει ευάλωτα σημεία, τρέχουμε στο γείτονα, στην εκκλησία, σ’ ένα τσιμεντένιο δημόσια κτήριο κοκ. Κλείνουμε πόρτες, παράθυρα, παντζούρια, κατεβάζουμε τις κουρτίνες, βρέχουμε τα κουφώματα, γεμίζουμε τη μπανιέρα και λεκάνες με νερό, τοποθετούμε βρεγμένες πετσέτες σε όλες τις χαραμάδες για να μη μπορεί να μπει ο καπνός, καθόμαστε στο κέντρο του σπιτιού, στο ισόγειο ή στο υπόγειο αν υπάρχει, μακριά από τα τζάμια, για να μην τραυματιστούμε σε περίπτωση που σπάσουν από τη θερμότητα, και περιμένουμε να περάσει η φωτιά από πάνω μας.
Προφανώς θα υποφέρουμε από τη θερμότητα της φωτιάς, αλλά θα σώσουμε τη ζωή μας.
Με αυτό τον τρόπο, στο Μάτι σώθηκαν άνθρωποι, αλλά τα μέσα ενημέρωσης έχουν επικεντρώσει στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι σκοτώθηκαν και όχι στους τρόπους με τους οποίους κατάφεραν να επιβιώσουν.
Αυτές είναι και οι οδηγίες που δίνουν οι Υπηρεσίες Πολιτικής Προστασίας από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία μέχρι τον Καναδά. Είναι οδηγίες μελετημένες και τεκμηριωμένες. Εμείς όμως δεν τις μαθαίνουμε ποτέ γιατί δεν υπάρχει εκπαίδευση για τις δασικές πυρκαγιές.
Αν ακολουθούνταν αυτές οι οδηγίες, θα μπορούσαμε να είχαμε πολύ λιγότερα θύματα.
Αντί γι’ αυτό όμως, είχαμε κόσμο που προσπαθούσε να φύγει, ή κόσμο που δε συμπεριφέρθηκε σωστά κατά τη διάρκεια της απομάκρυνσής του, ενώ λίγο νωρίτερα είχαμε πολύ κόσμο που δεν προσπαθούσε φύγει, πιστεύοντας ότι η φωτιά θα σταματήσει στη Λ. Μαραθώνος, όπως όλες οι φωτιές που είχαν δει τα προηγούμενα χρόνια. Όπως λένε όμως οι εκπαιδευτές της Πυροσβεστικής δεν υπάρχει καμία φωτιά που να είναι ίδια με την προηγούμενη.
Δεν έχει ευθύνη ο κόσμος που δεν συμπεριφέρεται σωστά σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Από τη στιγμή που δεν έχει ενημέρωση και εκπαίδευση, θα κάνει ότι του πει το ένστικτό του.
Άλλος θα προσπαθήσει να σώσει το σπίτι του, άλλος θα υποτιμήσει τον κίνδυνο και δεν θα κάνει τίποτα, άλλος θα φύγει προς την παραλία και άλλος με το ΙΧ του. Η ενημέρωση και η εκπαίδευση του κόσμου γύρω από τις δασικές πυρκαγιές είναι κυριολεκτικά ζωτικής σημασίας.
Γιατί;
Γιατί όμως δε γίνονται όλα αυτά; Γιατί δεν υπάρχει επαρκής στελέχωση στην Πυροσβεστική και τη δασική Υπηρεσία; Γιατί δεν υπάρχουν τα μέσα πρόληψης και άμεσης αντιμετώπισης της φωτιάς στα πρώτα της στάδια; Γιατί δεν υπάρχει επαρκής ενημέρωση του κόσμου;
Γιατί ζούμε σε ένα σύστημα, το οποίο κυριολεκτικά βάζει τα κέρδη πάνω από τις ζωές μας.
Οι περικοπές στο Δημόσιο γίνονται για να αποπληρωθούνε τα δάνεια. Δάνεια τα οποία κανένας από μας δεν πήρε. Δάνεια τα οποία δεν «φάγαμε μαζί».
Αυτά τα δάνεια πληρώνουμε και με αποψίλωση των δημόσιων υπηρεσιών, στις οποίες συγκαταλέγονται η δασική και η πυροσβεστική υπηρεσία, και με μεγάλη πτώση του βιοτικού μας επιπέδου αλλά τελικά και με αίμα, και με νεκρούς.
Η σύνδεση ανάμεσα στις περικοπές στην Πυροσβεστική Υπηρεσία και τους νεκρούς στο Μάτι είναι ευθεία. Είναι άμεση.
Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλους τομείς, όπως π.χ. στην Υγεία. Όταν κάνεις περικοπές σε νοσηλευτές και γιατρούς, αυτό έχει επίπτωση στον ασθενή που θα πάει στο νοσοκομείο. Έχει επίπτωση στην υγεία του, στο προσδόκιμο ζωής του, ή μπορεί να έχει και άμεση επίπτωση στη ζωή του. Όταν μειώνεις τα κονδύλια και την πρόσβαση σε εξετάσεις και σε φάρμακα, αυτό έχει επιπτώσεις στις ζωές των ανθρώπων – κυριολεκτικά. Όταν μειώνεται π.χ. η πρόσβαση στη χημειοθεραπεία, όταν ένας καρκινοπαθής πρέπει να περιμένεις μήνες μέχρι να μπορέσει να ξεκινήσει θεραπεία, αυτό μεταφράζεται ευθέως σε απώλειες ανθρώπινων ζωών.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η περίπτωση της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ στο Βόλο. Η κυβέρνηση έδωσε άδεια στην ΑΓΕΤ να καίει σκουπίδια. Αυτή την κερδοφόρα δραστηριότητα όμως της ΑΓΕΤ θα την πληρώσουν οι Βολιώτες με ανθρώπινες ζωές γιατί οι καρκίνοι στην περιοχή θα πενταπλασιαστούν. Ο πενταπλασιασμός δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι κυριολεξία. Είναι το αποτέλεσμα επιστημονικών ερευνών. Και οι καρκίνοι είναι μία μόνο από τις ασθένειες που θα χτυπήσουν κόκκινο στην περιοχή.
Το ίδιο συμβαίνει στις Σκουριές. Τα κέρδη της Eldorado Gold θα τα πληρώσουμε με τις ζωές μας.
Το ίδιο συμβαίνει σε πολλά άλλα σημεία της χώρας, με διάφορους τρόπους.
Το ίδιο συμβαίνει σε ολόκληρο τον κόσμο. Γιατί ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα, του οποίου η λογική για το κέρδος και τη συσσώρευση του πλούτου στα χέρια μιας απίστευτα μικρής μειοψηφίας (μιας μειοψηφίας η οποία χωρά χωράει σ’ ένα μεγάλο ΙΧ, αν υπολογίσουμε τον αριθμό των ανθρώπων οι οποίοι κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πλούτου) οδηγεί τα δύο τρίτα του πλανήτη σε πείνα και σε φτώχεια.
Σήμερα 6 άνθρωποι κατέχουν τόσο πλούτο όσο ο μισός πληθυσμός της γης. Όσο 3,5 δις άνθρωποι! Οδηγεί επίσης στην κλιματική αλλαγή και σ’ ένα επίπεδο ρύπανσης που έχουν ως αποτέλεσμα τον αργό θάνατο ολόκληρου του πλανήτη.
Επαναστατικές ανατροπές
Στην Ελλάδα σήμερα, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο, στο οποίο ακόμη και η αντιμετώπιση των πιο απλών ζητημάτων, όπως π.χ. το να γίνουν προσλήψεις στην υγεία και στην πυροσβεστική, προκειμένου να μην χάνονται ανθρώπινες ζωές, απαιτούν επαναστατικές αλλαγές. Οι προσλήψεις απαγορεύονται από τους «Θεσμούς». Για κάθε εννιά πυροσβέστες που συνταξιοδοτούνται, «έχουμε δικαίωμα» να προσλάβουμε έναν! Είναι μια «λογική» παράλογη, γιατί στο τέλος της οδηγεί σε κλείσιμο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Η ίδια «λογική» ισχύει για ολόκληρο το Δημόσιο.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αποπειράθηκε να μην υπακούσει τις εντολές των «Θεσμών» είτε σε πιο σοβαρά, είτε σε πιο δευτερεύοντα ζητήματα, οι «Θεσμοί» κλείσανε τη στρόφιγγα των χρημάτων και απειλήσανε την Ελλάδα με έξοδο από το ευρώ. Και πώς ανταποκρίθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ; Συνθηκολόγησε και υποτάχθηκε πλήρως. Εντάχτηκε, ενσωματώθηκε και αφομοιώθηκε στο σύστημα που προκρίνει την αποπληρωμή των δανείων από τις ανθρώπινες ζωές και «ορκίστηκε» πίστη και υποτέλεια στους δανειστές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πλέον το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της «Αριστεράς» που δεν θέλουμε. Της Αριστεράς που δεν τολμά να συγκρουστεί. Της Αριστεράς που καταλήγει σε προδοσία των ελπίδων των εργαζομένων.
Εμείς αγωνιζόμαστε για να χτίσουμε τις δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς. Της Αριστεράς που βάζει τις ζωές των ανθρώπων και του πλανήτη ολόκληρου πάνω από τα κέρδη. Της Αριστεράς που είναι έτοιμη και στη θεωρία και στην πράξη να συγκρουστεί με αυτό το σύστημα, με τον καπιταλισμό, τους πολιτικούς του εκπροσώπους και τους ανθρώπους που ελέγχουν και κατευθύνουν την οικονομία όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς.
Αγωνιζόμαστε για να χτίσουμε την Αριστερά που χρειαζόμαστε για να αλλάξουμε την κοινωνία και να ζήσουμε τη ζωή που ονειρευόμαστε και όπως την αξίζουμε – όπως την αξίζει κάθε άνθρωπος.