Μετάφραση του άρθρου της Μαρία Λουΐζα Γκεβάρα, που δημοσιεύτηκε αρχικά στο www.internationaliststandpoint.org.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν κέρδισε την πρώτη του θητεία (2017-22) χτίζοντας την εικόνα του «νέου» και «προοδευτικού». Αυτά τα πρώτα πέντε χρόνια ωστόσο, ήταν μια πεντακάθαρη απόδειξη ότι δεν υπήρχε τίποτα νέο ή προοδευτικό στην πολιτική του. Έτσι, η δεύτερη θητεία του (2022-27) βασίστηκε στη ρητορική ότι είναι ο μόνος που μπορεί να εμποδίσει τη Μαρίν Λεπέν και την Ακροδεξιά να πάρουν την εξουσία.
Ενώ τα πρώτα έξι χρόνια της εξουσίας του χαρακτηρίστηκαν από ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερες πολιτικές (π.χ. μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, μεταρρύθμιση της κοινωνικής πρόνοιας, των δημόσιων σιδηροδρόμων, της υγειονομικής περίθαλψης κ.λπ.) η δεύτερη θητεία του αρχίζει να μοιάζει όλο και περισσότερο με την Ακροδεξιά την οποία προσποιείται ότι καταπολεμά.
Ο μεταναστευτικός νόμος – μια ιδεολογική νίκη της Ακροδεξιάς
Ο πρόσφατος μεταναστευτικός νόμος περιέχει αρκετά από τα αιτήματα του ακροδεξιού κόμματος Rassemblement National της Μαρίν Λεπέν (RN – πρώην Εθνικό Μέτωπο ή FN). Ο «Νόμος της 26ης Ιανουαρίου 2024 για τον έλεγχο της μετανάστευσης και τη βελτίωση της ενσωμάτωσης» δρομολογήθηκε από τον υπουργό Εσωτερικών Ζεράλ Νταρμανέν (ο ίδιος έχει αλγερινή και μαλτέζικη καταγωγή) τον Φεβρουάριο του 2023 και αποτελεί έναν από τους πιο περιοριστικούς και ξενοφοβικούς μεταναστευτικούς νόμους των τελευταίων 40 ετών.
Αρχικά περιλάμβανε διατάξεις που θα δυσκόλευαν τους μετανάστες να φέρουν τα μέλη της οικογένειάς τους στη Γαλλία, να έχουν πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές, ενώ τα παιδιά που γεννιούνται στη Γαλλία από αλλοδαπούς γονείς δεν θα γίνονταν πλέον αυτόματα Γάλλοι πολίτες. Όλα τα παραπάνω ήταν αιτήματα του ακροδεξιού κόμματος RN, όπως και το να υπάρχει προτεραιότητα σε μια σειρά παροχές για τους Γάλλους έναντι των μεταναστών.
Παρόλο που το Συνταγματικό Συμβούλιο (το οποίο αποτελείται από πρώην προέδρους και συντηρητικούς πολιτικούς) αφαίρεσε ορισμένες από τις πιο ξενοφοβικές διατάξεις, δεν το έκανε με την αιτιολογία ότι αυτές ήταν αντισυνταγματικές, αλλά απλώς επειδή θεωρήθηκε ότι δεν είχαν άμεση σχέση με το αντικείμενο του νόμου, το οποίο υποτίθεται ότι είναι «ο έλεγχος της μετανάστευσης και η βελτίωση της ενσωμάτωσης». Αυτό σημαίνει ότι αυτές οι ξενοφοβικές τροπολογίες θα μπορούσαν να επανέλθουν ανά πάσα στιγμή, σε έναν διαφορετικό νόμο, και δεν θα θεωρούνταν αντισυνταγματικές, παρόλο που παραβιάζουν σαφώς τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση φαίνεται πως έχει θέσει στόχο το να δώσει ένα τέλος στο λεγόμενο «δίκαιο του εδάφους» (jus soli, το δικαίωμα οποιουδήποτε που γεννιέται στην επικράτεια της Γαλλίας να πάρει υπηκοότητα) με κάθε μέσο. Στις 11 Φεβρουαρίου ανακοίνωσε ότι ετοιμάζει νέο νόμο ο οποίος θα τερματίσει το «δικαίωμα του εδάφους» για μία από τις αποικίες της Γαλλίας, το νησί Μαγιότ, που βρίσκεται στον Ινδικό Ωκεανό μεταξύ της Μαδαγασκάρης και των ακτών της Μοζαμβίκης. Σήμερα, το νησί αντιμετωπίζει «μεταναστευτική κρίση» με πολύ κόσμο να μετοικεί εκεί προκειμένου μετά να καταφύγει στη Γαλλία. Παρόλο που το νησί θεωρείται γαλλικό έδαφος, επικρατεί ένα ειδικό καθεστώς που επιτρέπει την εφαρμογή κάποιων νόμων ακόμα και αν αντιτίθενται στο Σύνταγμα. Έτσι, σήμερα ο Μακρόν θέλει να καταργήσει για τους κατοίκους του νησιού το «δικαίωμα του εδάφους», το οποίο υπάρχει στη γαλλική νομοθεσία από το 1515, στο όνομα της «καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης».
Από τα τέλη της προηγούμενης χρονιάς υπήρξαν κινητοποιήσεις με κόσμο να βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί ενάντια στον νόμο. Αν και αρχικά οι κινητοποιήσεις δεν ήταν μαζικές -μόνο περίπου χίλιοι άνθρωποι συμμετείχαν στη διαμαρτυρία του Δεκέμβρη- στις 21 Ιανουαρίου υπολογίζεται πως από 75.000 έως 150.000 κόσμου συμμετείχε στις πορείες που καλέσανε συνδικάτα και οργανώσεις σε όλη τη χώρα. Πορεία οργανώθηκε και στις 3 Φεβρουαρίου, αλλά μόνο μερικές εκατοντάδες άνθρωποι συμμετείχαν.
Συνολικά, η κυβέρνηση Μακρόν βλέπει την υιοθέτηση αυτού του νόμου ως πολιτική νίκη και η Ακροδεξιά θεωρεί ότι πρόκειται για τη σημαντικότερη ιδεολογική νίκη της. Μετά την ψήφιση του νόμου, η Μαρίν Λεπέν, κόρη του Ζαν-Μαρί Λεπέν, πρώην προέδρου του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου (FN) και νυν προέδρου του RN (του νέου FN), δήλωσε:
«Μπορεί κανείς να χαίρεται για μια ιδεολογική νίκη … οι Γάλλοι θα έχουν πλεονέκτημα έναντι των αλλοδαπών στην πρόσβαση σε ορισμένες κοινωνικές παροχές».
Το δόγμα του «ακραίου κέντρου» – η νέα Ακροδεξιά;
Ο Μακρόν και η κυβέρνησή του εφαρμόζουν τη στρατηγική υιοθέτησης κομματιών του προγράμματος και της ιδεολογίας της Ακροδεξιάς προκειμένου να φρενάρουν την εκλογική της άνοδο. Ο Μακρόν είναι γνωστός για τη δήλωσή του το 2017 ότι δεν είναι ούτε δεξιός ούτε αριστερός, αλλά πρόσφατα τα μέσα ενημέρωσης χρησιμοποίησαν τον όρο «ακραίο κέντρο» για να περιγράψουν την πολιτική του. Όμως αυτή η έννοια είναι πολύ επικίνδυνη, καθώς αποκρύπτει την ουσία της πραγματικής πολιτικής του Μακρόν, η οποία είναι συντηρητική με ακροδεξιά στοιχεία.
Οικονομικά, οι πολιτικές του Μακρόν είναι σαφώς νεοφιλελεύθερες – ορισμένοι επικριτές του σημείωσαν ακόμη και ομοιότητες με την προσέγγιση της Μάργκαρετ Θάτσερ. Οι μεταρρυθμίσεις του (συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη, πρόνοια, εκπαίδευση κ.λπ.) ήταν όλες προς την κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης και της διάλυσης του δημόσιου τομέα. Στο κοινωνικό μέτωπο, η μετανάστευση, τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, η θρησκευτική ελευθερία, η προστασία του περιβάλλοντος, δείχνουν επίσης προς την κατεύθυνση μιας συντηρητικής/ακροδεξιάς πορείας.
Τα δικαιώματα των γυναικών και πάλι στο στόχαστρο
Μετά την πανδημία, η γλώσσα του Μακρόν είναι πολεμική, χρησιμοποιεί όρους όπως «οικονομία πολέμου» ή «δημογραφικός επανεξοπλισμός». Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια πρόσφατης συνέντευξης Τύπου, μίλησε για την ανάγκη αύξησης του ποσοστού γεννήσεων στη Γαλλία, περιγράφει πολύ καθαρά το όραμά του για τη γαλλική κοινωνία, και ιδιαίτερα για τα δικαιώματα των γυναικών στο να ορίζουν οι ίδιες τα σώματά τους.
Έτσι, ενώ πρόσφατα κερδήθηκε (εν μέρει) μια σημαντική νίκη, με την κάτω βουλή (παραδοσιακά πιο προοδευτική) να ψηφίζει υπέρ της κατοχύρωσης του δικαιώματος στην άμβλωση από το Σύνταγμα, η μάχη δεν έχει τελειώσει ακόμη. Η Γερουσία, το ανώτερο σώμα -παραδοσιακά πιο συντηρητικό- δεν έχει ακόμη ψηφίσει σχετικά και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να απορρίψει τη συνταγματική κατοχύρωση της άμβλωσης. Ο πρόεδρος της Γερουσίας, Ζεράρ Λαρσέρ (74 ετών, του συντηρητικού κόμματος των Ρεπομπλικάνων – LR), δήλωσε ότι «το Σύνταγμα δεν είναι ένας κατάλογος κοινωνικών δικαιωμάτων». Πρόκειται βέβαια για έναν κακό οιωνό ως προς την επίτευξη της συνταγματικής κατοχύρωσης της άμβλωσης.
Μια ανοιχτή πόρτα στην άκρα δεξιά για το 2027
Η παρουσία του Μακρόν στην εξουσία δεν αποτέλεσε ποτέ «φράγμα κατά της Ακροδεξιάς». Αν μη τι άλλο, είναι μια πίστα του σκι που μπορεί να οδηγεί σε μια ακροδεξιά κυβέρνηση το 2027 – αν η Αριστερά δεν βρει έναν αξιόπιστο υποψήφιο και αν δεν καταφέρει να λειτουργήσει ενωτικά.
Το πλήθος των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεών που πέρασε η κυβέρνηση Μακρόν από το 2017 έχει εντείνει την οικονομική ανισότητα στη χώρα, ρίχνοντας στη φτώχεια εκατομμύρια ανθρώπους. Το 2017, όταν ο Μακρόν έκανε προεκλογική εκστρατεία διεκδικώντας την προεδρία, δήλωσε ότι δεν θέλει να δει άλλους αστέγους στους δρόμους όσο είναι στην εξουσία. Τότε, υπήρχαν 170.000 άστεγοι. Έξι χρόνια αργότερα, υπάρχουν 330.000, δηλαδή ο διπλάσιος αριθμός. 15 εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν «στεγαστική φτώχεια», δηλαδή ζουν σε ακατάλληλα σπίτια, ή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να νοικιάσουν/αγοράσουν αξιοπρεπή στέγη. Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής Insee: «Η Γαλλία βγήκε από την κρίση του covid το 2021 με ένα ποσοστό φτώχειας υψηλότερο από αυτό που είχε όταν εισήλθε σε αυτό». Τα στοιχεία του ινστιτούτου δείχνουν ότι 9,1 εκατομμύρια Γάλλοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή το 13,4%.
Αν και τα στατιστικά στοιχεία για τη φτώχεια είναι διαθέσιμα μόνο μέχρι το 2021, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η τάση εξακολουθεί να είναι αυξητική, λόγω των συνεχιζόμενων πολέμων και της παγκόσμιας κρίσης πληθωρισμού. Αν και οι κινητοποιήσεις κατά των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων του Μακρόν έχουν μειωθεί σε συχνότητα και ένταση τους τελευταίους μήνες, οι πρόσφατες διαμαρτυρίες των αγροτών μαρτυρούν ότι όλα τα στρώματα της κοινωνίας πλήττονται σκληρά από τις πολιτικές του.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση θα ήταν απαραίτητη μια μαζική, ενωμένη ριζοσπαστική Αριστερά. Αντί γι’ αυτό, η γαλλική αριστερά είναι διχασμένη για άλλη μια φορά. Το γαλλικό πολιτικό φάσμα έχει μετακινηθεί σημαντικά προς τα δεξιά, με την παρουσία τριών ακροδεξιών κομμάτων (RN, Reconquête και France Standing Up), ενός δεξιού συντηρητικού κόμματος (Les Républicains) και δύο κομμάτων του «ακραίου κέντρου», τη Renaissance (το κόμμα του Μακρόν) και το MoDem. Τα παραπάνω συμπληρώνονται από ακόμη μια χούφτα μικρότερα δεξιά κόμματα. Συνολικά όλα αυτά καταλαμβάνουν 412 έδρες στην κάτω βουλή, δηλαδή το 71,4% του Κοινοβουλίου! Επιπλέον, πέρα από την πολυδιάσπασή της, η Αριστερά δεν φαίνεται να έχει ούτε αξιόπιστο υποψήφιο για τις προεδρικές εκλογές του 2027.
Την ίδια ώρα, η Ακροδεξιά νιώθει ιδεολογικά δικαιωμένη και αυτή η αίσθηση «διαχέεται» στη γαλλική κοινωνία. Τα τελευταία χρόνια κάνουν την εμφάνισή τους όλο και πιο ανοιχτά βίαιες ακροδεξιές ομάδες και οι επιπτώσεις είναι ορατές στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η ανάγκη να απαντήσει οργανωμένα και ενωτικά η Αριστερά γίνεται όλο και μεγαλύτερη.