Του Θόδωρου Μαράκη
Το κείμενο αυτό θα δημοσιευτεί σε τρεις συνέχειες. Διαβάστε εδώ το 1ο μέρος. Το 3ο και τελευταίο μέρος θα δημοσιευτεί την Τετάρτη 7 Δεκέμβρη
Για τους μαρξιστές ο χαρακτήρας ενός πολέμου δεν καθορίζεται από το ποιος είναι ο επιτιθέμενος, ποιος ρίχνει την πρώτη ντουφεκιά, ούτε από το πώς τον αντιλαμβάνονται οι λαϊκές μάζες στο ξεκίνημα του (παρότι αυτό, βέβαια, είναι κάτι που οι μαρξιστές οφείλουν να παίρνουν υπόψη τους – χρειάζεται για τον τρόπο που θα κάνουν την παρουσίαση των θέσεων και των συνθημάτων τους). Καθορίζεται από ποια τάξη κάνει τον πόλεμο και ποια είναι τα συμφέροντα που εξυπηρετεί στα πλαίσια των αντιθέσεων που υπάρχουν στο καπιταλιστικό σύστημα στην εποχή του ιμπεριαλισμού.
Από αυτή την άποψη ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα από τα επεισόδια του ιμπεριαλιστικού δεύτερου παγκόσμιου πολέμου για το μοίρασμα του κόσμου.
Δεν είχαμε να κάνουμε με την επίθεση μιας ιμπεριαλιστικής χώρας σε μια φτωχή αποικιακή χώρα, αλλά με σύγκρουση ανάμεσα σε δύο χώρες (άρχουσες τάξεις) που ήταν ήδη τοποθετημένες στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, υπηρετώντας τα συμφέροντα διαφορετικών, ανταγωνιστικών ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων.
Η Ελλάδα του 1941, κατ’ αρχάς, ήταν μια καθαρόαιμη καπιταλιστική χώρα –παρότι, ασφαλώς, οικονομικά αδύναμη και καθυστερημένη– που είχε δώσει ήδη αποδείξεις για τις ιμπεριαλιστικές της βλέψεις στο πόλεμο της Μικράς Ασίας 1920-1922 και που είχε βλέψεις προς την Νότια Αλβανία (ας μην ξεχνάμε το στρατιωτικό άσμα που υποχρεώνονται μέχρι σήμερα να τραγουδούν οι φαντάροι για τη Β. Ήπειρο: «Έχω μια αδελφή κουκλίτσα αληθινή την λένε Β. Ήπειρο, την αγαπώ πολύ…»). Γι’ αυτό και, διώχνοντας τους Ιταλούς, ο ελληνικός στρατός δεν δίστασε κατά την προέλασή του να προχωρήσει βαθιά στην Αλβανία!!
Γι’ αυτό και έχει δίκιο ο Μ. Μαΐλης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, όταν εκφράζοντας τις νέες απόψεις του κόμματος για τον πόλεμο γράφει:
«Όμως ο χαρακτήρας του πολέμου καθορίζεται από το ποια τάξη και για ποιο σκοπό διεξάγει τον πόλεμο είτε είναι, αρχικά και τη συγκεκριμένη στιγμή, αμυνόμενη είτε επιτιθέμενη. Ο χαρακτήρας του ιταλοελληνικού πολέμου, από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης και της αστικής τάξης δεν άλλαξε επειδή ο ελληνικός στρατός πέρασε τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ήταν εξ αρχής ιμπεριαλιστικός, ενταγμένος στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς της Μεγάλης Βρετανίας, που βρισκόταν σε οξύτατη διαμάχη με τον άξονα, με την οποία Βρετανία, η εγχώρια αστική τάξη και η κυβέρνηση Μεταξά ήταν σύμμαχοι».[1]
Ας δούμε τη σύγκρουση των συμφερόντων συγκεκριμένα.
Ο «Άξονας» (Γερμανία-Ιταλία-Ιαπωνία) ήθελε την κυριαρχία στην Μεσόγειο και τη διώρυγα του Σουέζ, που βρισκόταν στο δρόμο για τα πετρέλαια της Μ. Ανατολής, τα οποία κατείχαν και εκμεταλλεύονταν οι Αγγλογάλλοι και οι σύμμαχοί τους. Η Ελλάδα ήταν τοποθετημένη σ’ ένα στρατηγικό σημείο-πέρασμα στην πάλη για την κυριαρχία στην Μεσόγειο. Η ελληνική αστική τάξη και ο στρατός της ήταν ο «φρουρός» αυτού του περάσματος καθώς τα συμφέροντά της ήταν ταυτισμένα με τον Βρετανικό ιμπεριαλισμό. Πράγμα που δεν έχανε ευκαιρία να το τονίσει και ο φιλο-φασίστας Μεταξάς – παρότι επεδίωκε, φυσιολογικά, την ουδετερότητα για να αποφύγει την εμπλοκή στον πόλεμο.
Για να πάρουμε μια ιδέα της εξάρτησης της Ελλάδας από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, όπως αναφέρει η «Ιστορία Ελληνικού Έθνους»:
«Το 67% του εξωτερικού χρέους [σ.σ.: της Ελλάδας] ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52 ήταν γαλλικά κεφάλαια… και μόλις το 1,7% γερμανικά και το 1,65% ιταλικά».[2]
Ξεκάθαρες και αποκαλυπτικές επίσης είναι οι κατά καιρούς δηλώσεις του Μεταξά για τις στενές σχέσεις Ελλάδας με την Αγγλία.
Ενδεικτικά, στις 3 του Μάρτη του 1934 μιλώντας στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών έλεγε κατά λέξη:
«Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτική να δημιουργεί κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι».[3]
Το Μάρτη του 1937 γράφει στον Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο:
«…Όσο αφορά την πολιτικήν Αγγλίαν, οφείλω να ομολογήσω ότι μας έχει φερθεί εις πάσαν περίστασιν μετ’ εξαιρετικής αγάπης και συμπάθειας, και τούτο το βλέπω καθ’ ημέρα εμπρός μου εις πάσαν περίστασιν. Οφείλω μάλιστα να είπω ότι προσωπικώς ακόμη οφείλω χάριτας δια την ευμένειαν η οποία μοι επεδείχθη».
Στις αρχές του Μάρτη του 1940 μιλώντας με τον Βρετανό δημοσιογράφο Αρθούρ Μάρτον είναι ακόμα πιο αποκαλυπτικός:
«Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές, ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».[4]
Μήπως, αυτό δεν το γνώριζε το καθεστώς του Μουσολίνι; Ασφαλώς και το γνώριζε!! Πάνω σ’ αυτή τη βάση τα συμφέροντα του ιταλικού κεφαλαίου συγκρούονταν με αυτά του ελληνικού!
«Ο Εμανουέλε Γκράτσι, πρεσβευτής τότε της Ιταλίας στην Αθήνα, έγραψε: “Στις 13 Απρίλη 1939 η Γαλλία και η Μ. Βρετανία ανήγγελον δημοσία την χορήγηση της εγγυησεώς των εις την Ελλάδα. Η χορήγησις της εγγυήσεως ταυτης και η υπό της Ελλάδος αποδοχή της επροκάλεσεν ζωηροτάτην δυσφορία εις το Παλάτσο Βενέτσια (σ.σ κατοικία του Μουσολίνι) και το Παλτσο Κίτζι (σ.σ υπουργείο εξωτερικών)».[5]
Ο Μεταξάς και η κυβέρνησή του εκφράζοντας και υπηρετώντας τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου ήταν δεμένος –ανεξάρτητα από τις προσωπικές του φιλο-φασιστικές πολιτικές συμπάθειες– με τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό και τις επιδιώξεις του, που ήταν η υπεράσπιση των αποικιών του από τις επιβουλές του «Άξονα».
Η ελληνική χερσόνησος όπως και η Κύπρος ήταν για τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό και το πολεμικό ναυτικό του, φίλιες βάσεις. Η Ελλάδα ήταν αγγλικό «φέουδο». Ο Ελληνικός λαός καλούνταν να υπερασπιστεί την εθνική ανεξαρτησία από τον Μουσολίνι για να διατηρήσει την υποταγή του στα συμφέροντα του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού! Η απάντηση του Μεταξά στο Ιταλικό τελεσίγραφο για στρατιωτική κατάληψη κάποιων (μη προσδιορισμένων) στρατηγικών σημείων της χώρας από τον ιταλικό στρατό, «Ώστε έχουμε πόλεμο», ήταν με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, μονόδρομος.
Το «ΟΧΙ», παρεμπιπτόντως, είναι επακόλουθος τίτλος αθηναϊκής εφημερίδας τον οποίο τοποθέτησε η συστημική προπαγάνδα εκ των υστέρων στο στόμα του Μεταξά για να του δώσει ηρωικό χαρακτήρα. Για να απαντήσει η αριστερά με: «το ΟΧΙ είναι του Λαού» – κάτι που μεταφορικά έχει την αξία του.
Στις 30 Οκτώβρη 1940 σε συνάντηση του με ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του αθηναϊκού τύπου, ο Μεταξάς μεταξύ άλλων εξήγησε γιατί δεν αποδέχτηκε το ιταλικό τελεσίγραφο:
« […]Δηλαδή για να αποφύγωμεν τον πόλεμον να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλία και του αριστερού από την Βουλγαρία.
»Φυσικά δεν ήτο δύσκολο να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωση οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. ( σ.σ: Δηλαδή θα είχαμε επέμβαση των Άγγλων και η Ελλάδα θα εγένετο πεδίο πολέμου).
«(…) Το δίκαιον λοιπόν δεν θα ήτο με το μέρος της κυβερνήσεως των Αθηνών… Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του Ελληνικού λαού, ο οποίος δικαίως θα κατεδίκαζεν αυτήν και των Άγγλων οι οποίοι, υπερασπίζοντες την ύπαρξίν των επίσης δικαίως θα ελάμβαναν τα μέτρα που εφέροντο να έχουν μελετήσει…
«Θα εδημιουργούντο όχι δύο, όπως το 1916[6] αλλά τρείς αυτήν τη φορά Ελλάδες».[7]
Ο Μεταξάς ήξερε
Δεν έχει καμία σχέση με την αλήθεια ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου «αιφνιδιάστηκε από την άνανδρη και ύπουλη» επίθεση των φασιστών του Μουσολίνι. Η πραγματικότητα είναι πως η κυβέρνηση και το επιτελείο γνώριζαν πολύ καλά τα σχέδια των φασιστών – ακόμη και την πιθανή μέρα της επίθεσης!
Πριν απ’ όλα η απόβαση των Ιταλών στην Αλβανία την άνοιξη του 1939 αναγκάζει το Γενικό επιτελείο, στις 9 Απρίλη, να εκδώσει προς τις διοικήσεις του Β’ Σώματος στρατού και της ΙΧ Μεραρχίας :
«Εις την περίπτωσην εισβολής των ιταλικών στρατευμάτων εις το έδαφός μας, εντολή σας κατηγορηματική είναι η μέχρις εσχάτων μετά πείσματος υπεράσπησις του εθνικού ημών εδάφους».[8]
Επίσης τον Απρίλιο του 1939 το Γενικό Επιτελείο Στρατού καταρτίζει και το πρώτο σχέδιο εκστρατείας με χαρακτήρα καθαρά αμυντικό. Και είχε προχωρήσει σε μερική «μυστική» επιστράτευση.
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους οι Ιταλοί με τον σύνολο σχεδόν των δυνάμεων τους, που βρίσκονται στην Αλβανία κάνουν γυμνάσια στα σύνορα με την ιταλική αεροπορία να παραβιάζει προκλητικά τον ελληνικό εναέριο χώρο.
Μετά, στις 15 Αυγούστου ήρθε ο τορπιλισμός του καταδρομικού «Έλλη» στην Τήνο από τους Ιταλούς. Για το οποίο γεγονός η κυβέρνηση του Μεταξά αποφασίζει να μην μιλήσει, παρά το ότι υπήρχαν ατράνταχτα στοιχεία –στα κομμάτια από τις τορπίλες υπήρχαν ιταλικά στοιχεία στον αριθμό μητρώου– που έδειχναν ιταλικά υποβρύχια. Το γεγονός αυτό το κατήγγειλε μόνο στις 30 του Οκτώβρη αφού πλέον είχε ξεκινήσει ο πόλεμος.
Τέλος,
«…[ο] λαμπρά πληροφορημένος πρεσβευτής της Ελλάδος στη Ρώμη τηλεγραφούσε στις 23 Οκτωβρίου στην κυβέρνηση ότι κατά πληροφορίες στρατιωτικής πηγής, η εναντίον της Ελλάδος ενέργεια έχει προσδιορισθεί για τις 25 έως 28 Οκτωβρίου».[9]
Η κυβέρνηση Μεταξά λούφαζε, προσπαθώντας να μην δώσει «αφορμές» και να προκαλέσει τους Ιταλούς, γιατί δεν πίστευε στην δυνατότητα μιας επιτυχούς απόκρουσης της ιταλικής επίθεσης.
Ο στρατάρχης Παπάγος δήλωνε σε υφιστάμενους του στο επιτελείο ότι:
«θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές για την τιμή των όπλων»
ο δε Μεταξάς σημείωνε στο ημερολόγιό του στις 29 Οκτωβρίου ότι:
«τον ανησυχεί η υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη»
Στην πραγματικότητα φοβόταν ότι η επιστράτευση και ο εξοπλισμός του λαού θα ήταν η αρχή του τέλους της δικτατορίας. Αυτό έγινε και το 1974, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο οπότε και η Χούντα κατέρρευσε. Και αυτός ήταν ο δεύτερος σοβαρός λόγος που προσπαθούσε να αποφύγει τον πόλεμο.
Πρέπει να προσθέσουμε ακόμα ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου προβλέποντας σύγκρουση με την Βουλγαρία είχε ρίξει το βάρος των πολεμικών προετοιμασιών στο να οχυρώσει τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα με την περίφημη «Γραμμή Μεταξά» – η οποία δεν στάθηκε ικανή να αναχαιτίσει την Γερμανική επίθεση παρά μόνο για τρεις μέρες γιατί τα γερμανικά τανκς μπήκαν από την αφύλακτη κοιλάδα του Αξιού (τον Απρίλη του 1941). Στα δε σύνορα με την Αλβανία είχαν γίνει ελάχιστα αμυντικά έργα, της τελευταίας στιγμής. Γενικά ο ελληνικός στρατός, παρά τις υπέρογκες πολεμικές δαπάνες με τις οποίες πίστωνε τους κρατικούς προϋπολογισμούς η δικτατορία, βρέθηκε, με το ξέσπασμα του πολέμου απροετοίμαστος.
Πώς νίκησε ο Ελληνικός Στρατός τους Ιταλούς;
Το πρώτο έχει να κάνει με το ηθικό.
Το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι μετά από σχεδόν 20 χρόνια ζωής είχε αρχίσει να φθείρεται, δεν είχε την υποστήριξη των μαζών. Ο Ιταλικός λαός υπέφερε δεν είχε δει βελτίωση της ζωής του όλα αυτά τα χρόνια, τα μικροαστικά στρώματα στα οποία είχε στηριχτεί το καθεστώς είχαν αποσύρει την εμπιστοσύνη τους από το καθεστώς. Είχανε κουραστεί από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους του καθεστώτος στην Αιθιοπία και την Ισπανία, και δεν είχαν καμία διάθεση για πόλεμο στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και της Ελλάδας ενάντια στον ελληνικό λαό.
Πάνω σ’ αυτό υπάρχει ανάλυση του Παλμίρο Τολιάτι, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ Ιταλίας, σε άρθρο του τον Ιούνη του 1941 γράφει:
«Ο ιταλικός λαός στη μεγάλη του πλειοψηφία παραμένει αδιάφορος , καχύποπτος. Άρχισαν να παρουσιάζονται οι πρώτες διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο… σχεδόν σ’ όλα τα στρώματα του πληθυσμού απλώθηκε μεγάλη ανησυχία για τις συνέπειες της πολεμικής πολιτικής του Μουσολίνι.
»Ο ιταλικός στρατός εκφράζει τις διαθέσεις δυσαρέσκειας και ηττοπάθειας με τις οποίες υπερπληρώθηκε η χώρα, εκφράζει τις διαθέσεις του λαού που δεν καταλαβαίνει γιατί τον στέλνουν στο θάνατο.
»Αυτός ο στρατός…μπορούσε μόνο να ηττηθεί».[10]
Αντίθετα, οι Έλληνες πολεμούσαν με ψηλό ηθικό, στην αρχή, αγωνιζόμενοι σε τελευταία ανάλυση για το όραμα της ελευθερίας, που είχε διπλό περιεχόμενο, ενάντια και στην εξωτερική απειλή αλλά και στον εσωτερικό δυνάστη, την δικτατορική σκλαβιά του Μεταξά. Και λέμε «στην αρχή» γιατί όσο περνούσε ο καιρός συνειδητοποιούσαν τον χαρακτήρα του πολέμου με αποτέλεσμα οι τραυματίες να αρνούνται να επιστρέψουν μετά στο μέτωπο, πράγμα που ανάγκασε την κυβέρνηση να το νομιμοποιήσει.
Το τρίτο έχει να κάνει με την υπεροπλία των ελληνικών δυνάμεων κατά το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου. Αντίθετα από την προπαγανδιστική εικόνα μιας μικροσκοπικής Ελλάδας αντιμέτωπης με «8 εκατομμύρια λόγχες» του Μουσολίνι, ο ιταλικός στρατός υπερτερούσε έναντι του ελληνικού μόνο στις αρχές του πολέμου και μόνο στο μέτωπο της Ηπείρου, ενώ σε αυτό της Δυτικής Μακεδονίας/ Κορυτσάς οι Έλληνες είχαν εξ αρχής υπεροπλία. Στα τέλη του 1940 οι Ιταλοί διέθεταν 200.000 στρατιώτες στη ζώνη των επιχειρήσεων, έναντι 232.000 του ελληνικού στρατού.
Οι Ιταλοί είναι αλήθεια ότι υπερτερούσαν σε τανκς, αεροπορία και γενικά είχαν πιο σύγχρονο εξοπλισμό. Ωστόσο αυτό μας φέρνει στον τέταρτο λόγο που έχει να κάνει με την μορφολογία του εδάφους: βουνά και μικρές κοιλάδες, δεν επέτρεψαν στα τανκς να κινηθούν και να παίξουν αποφασιστικό ρόλο. Η μορφολογία του εδάφους στο πεδίο των μαχών έδινε καθοριστικό ρόλο στις μικρές ευέλικτες μονάδες. Ο ελληνικός στρατός διέθετε υπερτριπλάσια μουλάρια από τον ιταλικό, και αυτό έχει τη σημασία του γιατί ήταν το πιο αξιόπιστο μεταγωγικό μέσο στα βουνά της Πίνδου! Οι Ιταλοί δεν ήταν εκπαιδευμένοι για πόλεμο στα σκληροτράχηλα βουνά και στα χιόνια.
Το Πέμπτο έχει να κάνει με την παρουσία του βρετανικού ναυτικού και της βρετανικής αεροπορίας. Το πρώτο δυσκόλευε τον ανεφοδιασμό του ιταλικού στρατού και κυρίως απέτρεπε την απόβαση ιταλικών στρατευμάτων στα μετόπισθεν του ελληνικού (π.χ. στη Ν. Ήπειρο ή την Πελοπόννησο). Η βρετανική αεροπορία έβγαλε ουσιαστικά από τη μέση την ιταλική που (με δεδομένη την πρακτική ανυπαρξία ελληνικής) θα δυσχέραινε εξαιρετικά τις δυνατότητες του ελληνικού στρατού.
Μονόπλευρη… «Εθνική Ενότητα»
Σ’ αυτές τις συνθήκες, το ΚΚΕ μιλούσε για «εθνική ενότητα», ενάντια στον εχθρό, πράγμα που συνέβαλλε στην ανάπτυξη εθνικών αυταπατών μέσα στα λαϊκά στρώματα. Όμως το καθεστώς της 4ης Αυγούστου σε καμία περίπτωση δεν παρασυρόταν από τέτοιου είδους «αφέλειες» – αυτό συνέχιζε να βλέπει στους αριστερούς τον κύριο εχθρό.
Δεν άνοιξε τις φυλακές για τους 2.000 περίπου φυλακισμένους κομμουνιστές και δεν σταμάτησε τις εξορίες – έφτασε μέχρι το σημείο να τους παραδώσει στους Γερμανούς, παρά το γεγονός ότι ζήτησαν να πάνε στο μέτωπο και να πολεμήσουν τους Ιταλούς. Για να τους ελευθερώσει ζήτησε σαν προϋπόθεση δηλώσεις μετάνοιας!!
Στο μέτωπο, οι (χαρακτηρισμένοι σαν) κομμουνιστές φαντάροι και όσοι εργάτες είχαν αναπτύξει συνδικαλιστική δράση κατά τα προηγούμενα χρόνια τοποθετούνταν αναγκαστικά σε «μη μάχιμες» υπηρεσίες (σκαπανείς, συνεργεία οδοποιίας, μουλαράδες) επιτηρούνταν από το Α2 και (ιδιαίτερα) αποκλείονταν από τη διανομή της «Φανέλας του Στρατιώτη» και των άλλων εφοδίων που συγκεντρώνονταν από το λαό.
Στα μετόπισθεν, πολλές χιλιάδες «εθνικά ύποπτοι» πολίτες, ιδίως μέλη μειονοτικών εθνοτήτων εκτοπίστηκαν στα νησιά ή κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου.
Η άγρια σύγκρουση που ξετυλίχτηκε πάνω στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας έδειξε ανάγλυφα την ταξική φύση του πολέμου. Στην πρώτη γραμμή εργάτες και λαός πέθαιναν από σφαίρες, κρυοπαγήματα και γάγγραινα, έλιωναν από την ψείρα, περίμεναν απελπισμένα την τροφή τους πεινασμένοι ακόμη και για μέρες μέσα στα χιόνια και στο κρύο. Πιο πίσω οι αξιωματικοί με τις ορντινάντσες τους έδιναν τις διαταγές. Και ακόμα πιο πίσω στα πολυτελή ξενοδοχεία της Αθήνας, ο αρχιστράτηγος Παπάγος και το επιτελείο της «Αυτού Μεγαλειότητας». Τα στελέχη της ΕΟΝ (νεολαίας του Μεταξά) και οι γόνοι των καπιταλιστών υπηρετούσαν στα επιτελεία χιλιόμετρα μακριά από τα πεδία των πολεμικών επιχειρήσεων.
Και ήταν μόνο η σύντομη διάρκεια του πολέμου που δεν επέτρεψε την ανάπτυξη αντιπολεμικού και αντικυβερνητικού κινήματος στις τάξεις όχι μόνο του λαού αλλά και του στρατού.