Διαβάστε το δεύτερο μέρος του άρθρου για την ιστορία του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, του συντρόφου Τζέιμς Μακ Κέιμπ, από το site της «Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής», αδελφής οργάνωσης του «Ξ» στις ΗΠΑ. Τις επόμενες μέρες θα δημοσιευτούν σε συνέχειες τα επόμενα δύο μέρη του άρθρου. Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ.
Abolitionists
Στην πορεία προς τον Εμφύλιο Πόλεμο η ζωή των πρώην σκλάβων στο Βορρά γίνονταν όλο και πιο δύσκολη. Με βάση το Νόμο Περί Φυγάδων Σκλάβων, που μπήκε σε ισχύ το 1850, κάθε μαύρος στο Βορρά μπορούσε να πέσει θύμα απαγωγής από κάποιον λευκό και να μεταφερθεί στο Νότο, ενώ κάθε Βόρειος λευκός ήταν ανά πάσα στιγμή υποχρεωμένος να βοηθήσει στη σύλληψη ύποπτου για φυγή. Κανείς δεν ήταν πιο οργισμένος από αυτή την εξέλιξη από τους μαχητικούς πολέμιους της δουλείας του Βορρά, που έμειναν γνωστοί ως Abolitionists – από την αγγλική abolition που σημαίνει κατάργηση – της δουλείας).
O ηγέτης των Abolitionists, Ουίλιαμ Λόιντ Γκάρισον, ίδρυσε το 1833 τον «Αμερικάνικο Σύλλογο Ενάντια στη Δουλεία». Μέσα στα επόμενα δυο χρόνια ιδρύθηκαν πάνω από 300 τοπικές οργανώσεις του Συλλόγου σε όλο το Βορρά, που εξέδωσαν συνολικά πάνω από ένα εκατομμύριο προπαγανδιστικά φυλλάδια. Κατά καιρούς αυτή η δραστηριότητα ήταν επικίνδυνη. Το 1835 ο Γκάρισον πραγματοποίησε μια ομιλία στη Βοστόνη, όπου του επιτέθηκε ένας όχλος, που πετώντας πέτρες τον κυνήγησε μέσα στο Δημαρχείο της πόλης. Ο δήμαρχος αναγκάστηκε να τον βάλει στη φυλακή για μια νύχτα για τη δική του προστασία. Όταν ο Ελάιτζα Λόβτζοϊ ίδρυσε μια εφημερίδα κατά της δουλείας το 1837 στο Ιλινόις, ένας όχλος έριξε τα τυπογραφικά του μηχανήματα στον ποταμό Μισισιπή. Όταν στη συνέχεια επέμεινε να ιδρύσει μια νέα εφημερίδα, επιτέθηκαν στα γραφεία της και τον δολοφόνησαν.
Ο Φρέντερικ Ντάγκλας, ένας αυτοδίδακτος πρώην σκλάβος, έγινε μέλος του «Συλλόγου Ενάντια στη Δουλεία της Μασαχουσέτης» το 1841. Ταλαντούχος συγγραφέας και ρήτορας, ο Ντάγκλας γρήγορα έγινε ο πιο διάσημος μαύρος στις ΗΠΑ. Όσος κι αν ήταν ο κίνδυνος με τον οποίο ερχόταν αντιμέτωπος ο Γκάρισον για να προωθήσει τις ριζοσπαστικές απόψεις του, για τον Ντάγκλας ήταν αφάνταστα μεγαλύτερος. Σαν ένας πρώην σκλάβος που προωθούσε την ιδέα της ισότητας των φυλών μέσα σε μια βαθιά ρατσιστική κοινωνία, έγινε αγκάθι στα πλευρά του κατεστημένου του Βορρά και καρφί στο φέρετρο του συστήματος της δουλείας.
Πέρα από την καταστολή, η καμπάνια των Abolitionists, που οργάνωναν συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, συλλογές υπογραφών και εκστρατείες οικονομικής ενίσχυσης, ερχόταν αντιμέτωπη και με τον κυνισμό. Έρχονταν αντιμέτωποι με επιχειρήματα του είδους «Η δουλεία είναι ένας από τους παλαιότερους θεσμούς που γνωρίζει ο άνθρωπος» ή «η δουλεία είναι αναπόσπαστο μέρος της αμερικάνικης οικονομίας. Η οικονομία μας θα καταρρεύσει χωρίς αυτήν». Πολλοί άνθρωποι οι οποίοι ήταν κατά της δουλείας, ή ακόμη και κατά του ρατσισμού, θα έλεγαν: «Μα οι ιδιοκτήτες σκλάβων ποτέ δεν θα εγκαταλείψουν με τη θέληση τους το σύστημα της δουλείας χωρίς αγώνα». Οι Abolitionists βέβαια, δεν είχαν καμιά αμφιβολία πως αν ήθελαν να νικήσουν τους ιδιοκτήτες σκλάβων θα έπρεπε να δώσουν μάχη. Στα χρόνια που προηγήθηκαν του αμερικάνικου εμφυλίου πολέμου, σταδιακά, όλο και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να συμφωνούν μαζί τους. Οι μάχες ήταν ήδη πραγματικότητα σε μια σειρά Πολιτείες.
Τα πρώτα εμφυλιοπολεμικά επεισόδια
Όταν η Πολιτεία του Κάνσας άνοιξε επισήμως τις πύλες της για μετεγκατάσταση πληθυσμών με απόφαση της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης το 1854, γρήγορα κατακλύστηκε από εποίκους κατά της δουλείας από τη Νέα Αγγλία καθώς και εποίκους υπέρ της δουλείας από το γειτονικό Μιζούρι. Η περιοχή άρχισε γρήγορα να αποκαλείται «Το Κάνσας που αιμορραγεί», καθώς η συνάντηση ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα οδήγησε σε ανταρτοπόλεμο, στα πλαίσια της μάχης γύρω από το ποια μορφή θα έπαιρνε το κοινωνικό σύστημα στην Πολιτεία. Το μέλος των Abolitionists Τζον Μπράουν επέδειξε για πρώτη φορά τις στρατιωτικές του δεξιότητες στις πεδιάδες του Κάνσας.
Ο Μπράουν έγινε αρχηγός μιας τοπικής πολιτοφυλακής και απέκτησε φήμη στις μάχες εναντίον των υπέρμαχων της δουλείας που ήταν γνωστοί ως «Τα Κτήνη των Συνόρων», μέχρις ότου το 1856 η ειρήνη επιβλήθηκε στο Κάνσας μέσω της παρέμβασης ομοσπονδιακών στρατευμάτων στην Πολιτεία. Παρότι ο γιος του, Φρέντερικ Μπράουν, σκοτώθηκε σε μια από αυτές τις μάχες, ο Μπράουν δεν εγκατέλειψε το μακροπρόθεσμο σχέδιο του: σκόπευε να ξεκινήσει μια ένοπλη εκστρατεία στο Νότο, κατά την οποία θα απελευθέρωνε σκλάβους και μετά θα αποσυρόταν στα βουνά, με τελικό στόχο τη δημιουργία ενός στρατού απελευθερωμένων δούλων που θα προκαλούσαν μαζική εξέγερση σε όλο το Νότο. Οργάνωσε μια συνδιάσκεψη στον Καναδά για να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο του, στην οποία συμμετείχαν μαύροι και λευκοί Abolitionists. Ένας από τους παρόντες στη συνδιάσκεψη ανέφερε ότι ο Μπράουν επικαλέστηκε το παράδειγμα του Αϊτινού επαναστάτη Τουσέν Λ’Ουβερτούρ, που ηγήθηκε μιας εξέγερσης σκλάβων χρησιμοποιώντας τις τακτικές του ανταρτοπόλεμου.
Ο Μπράουν μάλιστα συναντήθηκε με τον Φρέντερικ Ντάγκλας με την πρόθεση να προσπαθήσει να τον πείσει να λάβει μέρος στο σχέδιο του να κάνουν επιδρομή στο οπλοστάσιο της πόλης Χάρπερς Φέρι στη Βιρτζίνια. Ο Ντάγκλας προσπάθησε να τον πείσει πως το σχέδιο δεν ήταν καλά οργανωμένο και θα αποτύγχανε, αλλά ο Μπράουν ήταν πεπεισμένος ότι θα τα καταφέρει. Ο Μπράουν είχε παρασυρθεί από την αποτελεσματικότητα των αντάρτικων δραστηριοτήτων του στο Κάνσας.
Η μάχη του Χάρπερς Φέρι
Στις 16 Οκτωβρίου του 1859, ο Μπράουν και 15 από τους συντρόφους του κατέλαβαν το οπλοστάσιο του Χάρπερς Φέρι και έπεισαν ορισμένους σκλάβους να οχυρωθούν μαζί τους στο χώρο. Δυνάμεις των πεζοναυτών εισέβαλαν στο κτήριο και σκότωσαν δέκα από τους άντρες του, συμπεριλαμβανομένων και δυο γιων του. Ο ίδιος ο Μπράουν τραυματίστηκε βαριά από τον ξίφος ενός πεζοναύτη. Στη δίκη του μεταφέρθηκε με φορείο, αλλά σηκώθηκε όρθιος για να δώσει την τελευταία του ομιλία στην οποία «δίκασε» ο ίδιος τους κατηγόρους τους:
«…Εάν κρίνεται απαραίτητο να χάσω τη ζωή μου για την προώθηση των σκοπών της δικαιοσύνης, και να αναμίξω το αίμα μου με το αίμα εκατομμυρίων άλλων σε αυτή τη χώρα της σκλαβιάς, των οποίων τα δικαιώματα καταπατούνται από πράξεις άδικες και σκληρές, τότε λέω: ας γίνει έτσι…».
Τα τελευταία του λόγια, γραμμένα σε ένα κομμάτι χαρτί που έδωσε σε έναν δεσμοφύλακα αιωρούνταν σαν σκοτεινό σύννεφο πάνω από τον αμερικάνικο ορίζοντα:
«Εγώ ο Τζον Μπράουν είμαι τώρα αρκετά βέβαιος ότι τα εγκλήματα αυτής της ένοχης γης δε θα εξαφανιστούν ποτέ παρά μόνο με αίμα. Είχα ως τώρα μάταια κοροϊδέψει τον εαυτό μου ότι αυτό μπορεί να γίνει χωρίς πολλή αιματοχυσία».
Παρότι το σχέδιο του Μπράουν ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία, είχε μια εκρηκτική επίδραση στην πολιτική συνείδηση στον Βορρά και το Νότο, όπως σημειώνει και ο Αμερικάνος Τροτσκιστής Τζορτζ Νόβακ:
«…Η απόπειρα του Τζον Μπράουν να επιβάλει την απελευθέρωση των μαύρων στο Νότο βασισμένος αποκλειστικά σε τρομοκρατικές μεθόδους απέτυχε. Άλλοι τρόποι και μέσα ήταν απαραίτητα για την απελευθέρωση, την ενίσχυση και την καθοδήγηση των επαναστατικών δυνάμεων που ήταν ικανές να ανατρέψουν την εξουσία της σκλαβιάς και να καταργήσουν ολοσχερώς τη δουλεία. Ωστόσο, η επιδρομή του Μπράουν δεν ήταν εντελώς αντιπαραγωγική ως προς την επίδραση της. Το χτύπημα που επέφερε στη δουλεία αντήχησε σε όλη τη χώρα και ενέπνευσε αυτούς που ακολούθησαν. Τα νέα της τολμηρής πράξης του ακούγονταν σαν ένας νυχτερινός συναγερμός, αναζωογονώντας το καταπιεσμένο έθνος και θέτοντας το σε επαγρύπνηση…»
Ο Εμφύλιος Πόλεμος
«…Η νέα μας κυβέρνηση βασίζεται… στη μεγάλη αλήθεια ότι οι Νέγροι δεν είναι ίσοι με τους λευκούς, ότι η δουλεία, η υποταγή στην ανώτερη φυλή, είναι η φυσική και φυσιολογική τους θέση. Αυτή, η νέα μας κυβέρνηση, είναι η πρώτη στην ιστορία του κόσμου, που βασίζεται σε αυτή τη μεγάλη φυσική, φιλοσοφική και ηθική αλήθεια…»
Αλεξάντερ Στέφενς, αντιπρόεδρος της Συνομοσπονδίας (σημ: των Πολιτειών του Νότου που αποσχίστηκαν από τις ΗΠΑ)
Η ανερχόμενη αστική τάξη του Βορρά αγωνιζόταν για την πολιτική υπεροχή από τις αρχές του 19ου αιώνα, ελπίζοντας να καταστρέψει την εξουσία του συστήματος της δουλείας με ταξικό συμβιβασμό και ειρηνικά συνταγματικά μέσα, ακολουθώντας το παράδειγμα των Βρετανών βιομηχάνων, που είχαν εισαγάγει την απελευθέρωση των σκλάβων με ταυτόχρονη αποζημίωση των δουλοκτητών στις αποικίες τους στην Καραϊβική. Οργάνωσαν τον αγώνα τους για πολιτική εξουσία μέσω της ίδρυσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 1854.
Η εκλογή του πρώτου αντιπροσώπου τους, του Αβραάμ Λίνκολν, ως προέδρου των ΗΠΑ το 1860, αντιμετωπίστηκε με λυσσαλέα αντίδραση από τους ιδιοκτήτες σκλάβων. Ο Λίνκολν ήταν ένα μετριοπαθές μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και δε συμμετείχε στους Abolitionists, παρότι εκλέχτηκε βάσει ενός προγράμματος που καλούσε να μπει τέλος στην επέκταση της δουλείας προς τα δυτικά. Πριν την ορκωμοσία του, επτά Πολιτείες στις οποίες επικρατούσε η δουλεία ανακοίνωσαν την απόσχιση τους από τις ΗΠΑ και σχημάτισαν τις Συνομοσπονδιακές Πολιτείες της Αμερικής. Όταν οι δυνάμεις της Συνομοσπονδίας άνοιξαν πυρ στο Φρούριο Σάμτερ, το οποίο ήταν ένα φρούριο-κλειδί των δυνάμεων των ΗΠΑ στη Νότια Καρολίνα, τέσσερις ακόμη Πολιτείες στις οποίες επικρατούσε η δουλεία μπήκαν στη Συνομοσπονδία και ο Λίνκολν κήρυξε τον πόλεμο στο Νότο.
Οι πιο οξυδερκείς, ριζοσπάστες Abolitionists, αποτελούσαν την αντανάκλαση των συμφερόντων των μικρών αγροτών, των μισθωτών του Βορρά και των σκλάβων του Νότου. Αυτό όμως που επέτρεψε στις ιδέες τους να κερδίσουν μαζικά ακροατήρια ήταν η επιθετικότητα της δουλοκτητικής αντίδρασης, καθώς και η όξυνση της κοινωνικής κρίσης. Ο Φρέντερικ Ντάγκλας, που ήταν επικριτικός απέναντι στον Λίνκολν και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, δήλωσε ότι «η μοίρα της Δημοκρατίας και τη μοίρα του σκλάβου βρίσκονται σε άμεση σύνδεση». Το μηνιαίο περιοδικό που εξέδιδε κυκλοφόρησε με εξώφυλλο το σύνθημα «Ελευθερία για όλους, ή αλυσίδες για όλους». Για την κυβέρνηση του Λίνκολν, το καθήκον ήταν να νικήσει τις «επαναστατημένες Πολιτείες» και να τις φέρει πίσω στις ΗΠΑ.
Μεγάλο μέρος της στρατηγικής του Λίνκολν αφορούσε την προσπάθεια να υπάρξει συμβιβασμός με τους συντηρητικούς Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς του Βορρά, που επιθυμούσαν μια επανένωση των ΗΠΑ με το σύστημα της δουλείας να μένει ανέπαφο. Αυτές οι δυνάμεις αντιπροσώπευαν στοιχεία του χρηματοοικονομικού τομέα του Βορρά που είχαν αποκτήσει δεσμούς συγγένειας μέσω γάμων με οικογένειες δουλοκτητών και είχαν εκχωρήσει σημαντικά δάνεια για επενδύσεις κεφαλαίου και ασφαλιστήρια συμβόλαια στους σκλάβους. Ο Λίνκολν είχε τοποθετήσει έναν Δημοκρατικό, τον στρατηγό Τζορτζ Μπ. Μακ Κλέλαν, ως επικεφαλής του στρατού των ΗΠΑ. Εξαιτίας των πολιτικών τους πεποιθήσεων, τόσο ο Μακ Κλέλαν, όσο και άλλοι επιτελείς που είχε τοποθετήσει αρχικά ο Λίνκολν σε καίριες θέσεις, κράτησαν μια υπερβολικά αμυντική στάση στις μάχες με το στρατό της Συνομοσπονδίας.
Οι δυνάμεις του Βορρά ήρθαν αντιμέτωπες με αναρίθμητες ήττες κατά τη διάρκεια του 1862, κάτι που έκανε τους μοναρχικούς σε ολόκληρο τον πλανήτη να τρίβουν τα χέρια τους με ευχαρίστηση. Εξ άλλου, οι ΗΠΑ εκείνη την περίοδο ήταν το πιο προηγμένο κράτος παγκοσμίως όσον αφορά τα δημοκρατικά δικαιώματα. Τα επαναστατικά κινήματα που ξέσπασαν το 1848 στην Ιταλία, την Αυστρία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, είχαν όλα υποστεί άγρια καταστολή από την αντίδραση.
Ο Ναπολέων ο Γ’ της Γαλλίας ήθελε να αναγνωρίσει επισήμως τη Συνομοσπονδία, αλλά συγκρατήθηκε για να περιμένει πρώτα να δει τι στάση θα κρατούσε η Βρετανία. Πολλά μέλη του Βρετανικού Κοινοβουλίου πίεζαν για αναγνώριση της Συνομοσπονδίας, κάτι που θα τόνωνε το ηθικό των Νότιων και θα ενθάρρυνε τις ξένες επενδύσεις στις Πολιτείες που ήταν μέλη της Συνομοσπονδίας.
Ο βασιλιάς Λεοπόλδος του Βελγίου, όπως και ο γαλλικός και ο βρετανικός τύπος αποτέλεσαν το επίκεντρο μιας εκστρατείας που καλούσε σε στρατιωτική επέμβαση. Ο Καρλ Μαρξ θα διαφωνούσε στα περισσότερα ζητήματα με τον Λίνκολν, όμως του παρείχε κριτική υποστήριξη στη μάχη ενάντια στη δουλοκρατία.
Μια νίκη της Συνομοσπονδίας, που σε εκείνη τη φάση ήταν σίγουρα πιθανή, θα ήταν επίσης νίκη για τους μοναρχικούς διεθνώς, που θα έβγαιναν ενδυναμωμένοι στην προσπάθεια τους να καταστείλουν τα μαζικά κινήματα στις χώρες τους.
Κάτω από το βάρος αυτών των πιέσεων, η στάση του Λίνκολν ως προς το ζήτημα της απελευθέρωσης των μαύρων άλλαξε. Ο Λίνκολν ήταν πάντα κατά του θεσμού της δουλείας, αλλά οι προτάσεις του μέχρι και τις αρχές του 1862 ήταν για σταδιακή απελευθέρωση, σε συνδυασμό με αποζημίωση στους δουλοκτήτες και μια πολιτική αναγκαστικής απέλασης, στην οποία οι πρώην σκλάβοι θα ενθαρρύνονταν να μεταναστεύσουν στην Αφρική ή την Καραϊβική, επειδή, όπως ισχυριζόταν ο Λίνκολν, δε θα μπορούσαν ποτέ να πετύχουν την ισότητα σε μια κοινωνία τόσο ρατσιστική όσο οι ΗΠΑ. Ο Φρέντερικ Ντάγκλας ήταν εξαιρετικά επικριτικός όσον αφορά αυτή τη στρατηγική και ο Ουίλιαμ Λόιντ Γκάρισον έγραψε σχετικά:
«…τι άλλο, από τον βαθύτερο εγωισμό γεννά αυτό το σχέδιο; Η εκπαίδευση του Προέδρου Λίνκολν ανάμεσα στα λούμπεν λευκά στοιχεία του Κεντάκι ήταν πολύ ατυχής για την ηθική του ανάπτυξη, τόσο ώστε να μην υπάρχει τίποτα το ανώτερο ή το ευγενές στον χαρακτήρα του…».
Σε κάθε περίπτωση στην οποία ο στρατός των ΗΠΑ έμπαινε στο Νότο, οι σκλάβοι το έσκαγαν και περνούσαν στις περιοχές που ελέγχονταν από τις δυνάμεις του Βορρά. Ο Λίνκολν άρχισε να συνειδητοποιεί πως προκειμένου να κερδίσει τον πόλεμο δεν αρκούσε το να απελευθερώνει τους σκλάβους, αλλά έπρεπε και να ενσωματώσει όσο περισσότερους γινόταν στις δυνάμεις του στρατού.