Η υπογραφή της συμφωνίας για τον αγωγό φυσικού αερίου «East Med» μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ πανηγυρίστηκε από τις κυβερνήσεις και τα ΜΜΕ ως μια ιστορική στιγμή. Η αλήθεια είναι όμως ότι κρύβει σημαντικούς κινδύνους για τους λαούς της περιοχής. Κλιμακώνει την ένταση στην περιοχή, επιβεβαιώνει και βαθαίνει τη νέα περίοδο αντιπαράθεσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, βάζει στο κέντρο του γεωπολιτικού παιχνιδιού την Ελλάδα με έναν εντελώς ριψοκίνδυνο και απρόβλεπτο τρόπο.
Ποιος είναι ο αγωγός East Med
Πρόκειται για ένα κατασκευαστικό έργο που αν πραγματοποιηθεί θα είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος αλλά και σε βάθος υποθαλάσσιος αγωγός του κόσμου. Θα έχει μήκος που θα φτάνει τα 1.900 χλμ. Θα ξεκινά από τη νότια θάλασσα της Κύπρου και θα περνά από Κρήτη, Πελοπόννησο και Θεσπρωτία για να καταλήξει στην Ιταλία. Η κυβέρνηση της ΝΔ αλλά και η προηγούμενη του ΣΥΡΙΖΑ προώθησαν και επένδυσαν στη συμφωνία αυτή για τον αγωγό, ο οποίος υποτίθεται ότι θα έχει τεράστια οικονομικά οφέλη, θα καταστήσει την Ελλάδα «ενεργειακό παίχτη» στη Μεσόγειο και θα τη βάλει μια και καλή κάτω από την ομπρέλα των ΗΠΑ και Ισραήλ, «θωρακίζοντάς την» από την τουρκική προκλητικότητα.
Τα πράγματα όμως είναι πιο περίπλοκα. Κατ’ αρχήν τα δεδομένα που υπάρχουν μέχρι σήμερα καθιστούν εντελώς αβέβαιη την κατασκευή του αγωγού. Πρώτον, είναι αμφίβολο ακόμα αν υπάρχουν κοιτάσματα τέτοιου μεγέθους που να αξίζουν τον κόπο για μια τέτοιου είδους κατασκευή. Δεύτερον, είναι αβέβαιη η συμμετοχή της Ιταλίας και δεν είναι τυχαία η απουσία της από την υπογραφή της συμφωνίας στις αρχές Γενάρη. Η εξήγηση που δίνεται από τον διεθνή τύπο έχει να κάνει με τις αντιδράσεις δεκάδων οικολογικών οργανώσεων της Ιταλίας, αλλά είναι φανερό ότι οι δισταγμοί της έχουν να κάνουν και με την αναποφασιστικότητα του πολιτικού της κατεστημένου να πάρει ξεκάθαρη θέση στη γεωπολιτική σκακιέρα που στήνεται. Τρίτον, είναι τόσο μεγάλο το κόστος μιας τέτοιας κατασκευής και τόση η διάρκεια που χρειάζεται για να κατασκευαστεί (πάνω από 5 χρόνια) που από πολλούς κρίνεται ασύμφορο. Ενδεικτική η εφημερίδα της Ένωσης Βιομηχάνων της Ιταλίας που θεωρεί ότι «η κατασκευή δεν δικαιολογείται από οικονομική σκοπιά και δεν βρίσκει ιδιώτες χρηματοδότες».
Με άλλα λόγια, σε αυτή τη φάση είναι ξεκάθαρο ότι η υπογραφή της συμφωνίας για τον East Med από την πλευρά της Ελλάδας είναι ξεκάθαρα μια πολιτική κίνηση που στόχο έχει καταρχήν να επικυρώσει τη θέση της στο πλευρό των ΗΠΑ – Ισραήλ και επίσης να κερδίσει πόντους στη διένεξη με την Τουρκία στη μάχη για την κυριαρχία στην περιοχή.
Το κάδρο της συμφωνίας
Το γεωπολιτικό κάδρο γύρω από αυτή τη συμφωνία είναι πολύ σύνθετο και επικίνδυνο. Με τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης να είναι ακόμα παρούσες και με την αναμονή μιας νέας κρίσης στην παγκόσμια οικονομία ο γεωπολιτικός χάρτης της περιοχής αλλάζει συνεχώς. Η παρέμβαση των ΗΠΑ στην περιοχή είναι σε υποχώρηση και αυτό αντανακλάται από τη μια στην κρίση στις σχέσεις της με την Τουρκία και από την άλλη στην ανάδειξη νέων γεωπολιτικών παικτών με πιο ανεξάρτητο ρόλο, όπως είναι η Ρωσία και το Ιράν. Ο αγωγός East Med σχεδιάζεται για να απαντήσει στην ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από το φυσικό αέριο της Ρωσίας και βασίζεται πάνω στην εκμετάλλευση φημολογούμενων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που υπάρχουν στην Ανατολική Μεσόγειο. Και ενώ το «λογικό» θα ήταν ο αγωγός να περάσει μέσα από την Τουρκία – θα είχε πολύ μικρότερο κόστος και θα κατασκευαζόταν πιο σύντομα – έρχονται τα σχέδια για τον East Med τα οποία κατά βάση στηρίζονται από τους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή, Ελλάδα και Ισραήλ, που εκτός των άλλων δεν επιθυμούν μια περαιτέρω ενίσχυση, γεωπολιτική και οικονομική, της Τουρκίας.
Ελληνοτουρκικά: περίοδος μεγάλης έντασης
Οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν «επενδύσει» στον East Med όλα τα τελευταία χρόνια στα πλαίσια μιας γενικότερης στρατηγικής για την κυριαρχία του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή. Το ίδιο ισχύει και για την ελληνοκυπριακή πλευρά, που βλέπει τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στις νότιες θάλασσές της ως ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στην αντιπαλότητά της με την τουρκοκυπριακή πλευρά. Το Αιγαίο ήταν πάντα το βασικό αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ των αστικών τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας στην περιοχή. Ο ανταγωνισμός αυτός έχει να κάνει με πραγματικά υλικά συμφέροντα των δύο πλευρών και δεν είναι μια δευτερεύουσα διένεξη όπως για παράδειγμα ήταν το όνομα της Βόρειας Μακεδονίας. Κάθε κίνηση που ισχυροποιεί τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού αποδυναμώνει τον τουρκικό καπιταλισμό και το αντίθετο. Και για αυτό το λόγο κανείς δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Έτσι λειτουργεί το σύστημα, αυτός είναι ο ρόλος κάθε αστικής τάξης. Να προσπαθεί να ανταγωνιστεί τη διπλανή της και να προσπαθεί να μην χάσει σε αυτόν τον ανταγωνισμό. Το ανησυχητικό σήμερα όμως είναι ότι πλέον, στα χρόνια ζητήματα των ελληνοτουρκικών διενέξεων που ήταν η υφαλοκρηπίδα και οι «γκρίζες ζώνες» έρχεται τώρα να προστεθεί άλλο ένα: αυτό των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Αυτό όμως γίνεται σε ένα περιβάλλον πολύ πιο ασταθές και με την Τουρκία να παίζει έναν ακόμα πιο ανεξέλεγκτο ρόλο.
Σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να δούμε τις κινήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων αλλά και της Τουρκίας. Για την Τουρκία είναι ζήτημα ζωτικών συμφερόντων να μην επιτρέψει την απρόσκοπτη παρέμβαση του ελληνικού καπιταλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Και για αυτό παίρνει τα δικά της μέτρα, με πιο ισχυρά τα εξής δύο:
- Στέλνει ερευνητικά πλοία και γεωτρύπανα στα θαλάσσια οικόπεδα που η Κύπρος έχει εκχωρήσει σε πετρελαϊκές εταιρείες για εκμετάλλευση ως δικά της
- Προχωράει σε στρατιωτική συμφωνία με τη Λιβύη και οριοθετεί την ΑΟΖ της εκεί από όπου θα περνούσε ο East Med και που υποτίθεται οριοθετούνταν η ελληνική ΑΟΖ
Το μήνυμα που στέλνει είναι παραπάνω από σαφές: «τίποτα δεν θα γίνει στη Μεσόγειο αν δεν έχουμε λόγο και εμείς».
Η ελληνική πλευρά απάντησε με την επίσκεψη του Χαφτάρ (ηγέτης του Εθνικού Στρατού της Λιβύης που διεκδικεί την εξουσία) στην Ελλάδα και με απροσδιόριστες δεσμεύσεις του ΥπΕξ Νίκου Δένδια για παρουσία στη Λιβύη, ότι και αν σημαίνει αυτό. Τις τελευταίες μέρες βλέπουμε τις σκληρές επιθέσεις του Ερντογάν προσωπικά στο Μητσοτάκη. Όλα αυτά συνθέτουν ένα πολύ εύφλεκτο κοκτέιλ που ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκραγεί με θύμα την ειρήνη στην περιοχή. Το σίγουρο είναι ότι έχουμε μπει σε μια νέα εποχή κλιμάκωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων που δεν θα τελειώσει γρήγορα και θα έχει βασικούς χαμένους τους λαούς και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Μπορεί σήμερα τα στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά ισοζύγια δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών, παρόλο που ευνοούν την Τουρκία, να μην επιτρέπουν έναν καθαρό νικητή σε μια πολεμική σύγκρουση. Αυτό θα δίνει πιθανά στην σύγκρουση έναν παρατεταμένο χαρακτήρα διαρκών διαμαχών παρά ενός μεγάλου πολεμικού επεισοδίου, χωρίς αυτό βέβαια να μπορεί να αποκλειστεί. Μια τέτοια παρατεταμένη αντιπαράθεση εκτός ότι δηλητηριάζει τους λαούς με το δηλητήριο του εθνικισμού, αποτελεί και μια πηγή αιμορραγίας και για τις δύο χώρες μέσω των διαρκών εξοπλιστικών δαπανών.
Το διεθνές δίκαιο, οι εγγυήσεις των «συμμάχων» και τα διπλωματικά αδιέξοδα
Σε αντίθεση με αυτό που θα περίμενε κανείς, είναι η Τουρκία που αυτή τη στιγμή βάζει στο τραπέζι την επίλυση των ελληνοτουρκικών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και είναι τα ελληνικά ΜΜΕ που μιλούν όλο και περισσότερο για τον «κίνδυνο της Χάγης» ή για «τη Χάγη στην ώρα της» – εννοώντας «να πάει στις καλένδες». Ο ίδιος ο Μητσοτάκης ήταν ξεκάθαρος όταν είπε ότι «ναι, πάμε στη Χάγη, αλλά μόνο για την υφαλοκρηπίδα». Καμία λέξη για ΑΟΖ και «γκρίζες ζώνες». Αυτή η αμηχανία της ελληνικής πλευράς για τα «διεθνή δίκαια» απαντά σε όσους συνεχίζουν να πιστεύουν στο αιώνιο δίκαιο των ελληνικών αιτημάτων. Αλλά απαντά και σε αυτούς που θέλουν το Διεθνές Δίκαιο ευαγγέλιο για κάθε διακρατική διένεξη. Ούτε τα διεθνή δικαστήρια, ούτε τα «διεθνή δίκαια» μπορούν να διευθετήσουν τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Και το ίδιο ισχύει και για τους συμμάχους που έχουν επιλέξει οι ελληνικές κυβερνήσεις. Η πρόσφατη διακρατική συνάντηση στο Βερολίνο και ο ξεκάθαρος αποκλεισμός της ελληνικής πλευράς, δείχνει τα όρια των «συμμάχων» της ΕΕ αλλά και των ΗΠΑ, οι οποίοι δεν κινούνται με βάση κάποιες προαιώνιες «ευρωπαϊκές αρχές» ή στο όνομα μιας «στρατηγικής συμμαχίας». Η συμμαχία των Κούρδων με τις ΗΠΑ και το τελικό ξεπούλημά τους στον Ερντογάν, κανονικά θα είχε πολλά να μας διδάξει για την «επένδυση» που έχουν κάνει οι ελληνικές κυβερνήσεις στην Αμερική του Τραμπ. Είναι μόνο τα συγκεκριμένα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα που καθορίζουν τις συμμαχίες και τις μετακινήσεις στη διεθνή σκακιέρα και η ελληνική άρχουσα τάξη αυταπατάται αν νομίζει ότι υπάρχει κάποιο «δίκαιο» ή κάποια «ευρωπαϊκή ιδέα» ή ακόμα και κάποια στενή συμμαχία με τις ΗΠΑ που θα εγγυηθεί τα συμφέροντά της έναντι της Τουρκίας.
Ποιος θα δώσει τη λύση
Δεν υπάρχει διπλωματική ή πολιτική τακτική από καμιά πλευρά των δύο αστικών επιτελείων που να μπορεί να εγγυηθεί τη λύση στις ελληνοτουρκικές διενέξεις. Ακριβώς γιατί τα συμφέροντα είναι συγκεκριμένα και γιατί καμιά πλευρά δεν μπορεί να υποχωρήσει από αυτά. Το ζήτημα των θαλάσσιων οικοπέδων και των υδρογονανθράκων είναι ένα ζήτημα που δεν μπορεί να έχει ευτυχή κατάληξη σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο. Έχουμε αρθρογραφήσει στο παρελθόν για το περιβαλλοντικό κόστος των εξορύξεων και έχουμε αναδείξει μια σειρά κινημάτων, όπως αυτό στην Ήπειρο, που αντιτίθενται στις εξορύξεις γιατί θα καταστρέψουν τον τόπο τους. Η εμπειρία της Μέσης Ανατολής δείχνει πόσο επικίνδυνα είναι τα γεωπολιτικά παιχνίδια γύρω από τους υδρογονάνθρακες. Στην περίπτωση της Μεσογείου αυτό που πρακτικά γίνεται είναι η οικοπεδοποίηση της θάλασσας και η παραχώρησή της στις πολυεθνικές του πετρελαίου. Δεν υπάρχει κανένα όφελος για τους λαούς της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Κύπρου, κανένας τρόπος να κερδίσουν από αυτές τις αντιπαραθέσεις. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μπουν οι λαοί στα πολεμικά παιχνίδια που μπαίνουν οι άρχουσες τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτό που έχει σημασία είναι να οικοδομήσουμε κινήματα και στις δυο πλευρές του Αιγαίου που θα στραφούν ενάντια στις πολεμικές επιχειρήσεις των δύο κυβερνήσεων, που θα αντιταχθούν στις εξορύξεις υδρογονανθράκων και που θα στείλουν το μήνυμα ότι ο ελληνικός και ο τούρκικος λαός δεν θα γίνουν το αίμα στην πολεμική μηχανή καμιάς εταιρίας και καμιάς κυβέρνησης.