Του Αντρέα Παγιάτσου
Λίγα πολιτικά γεγονότα στην τρέχουσα περίοδο έχουν τη σημασία που έχει το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί ή υπόσχεται να είναι η επόμενη κυβέρνηση. Μέσα στα εργατικά και λαϊκά στρώματα υπάρχουν πολλοί που παρακολουθούν κι ελπίζουν. Θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να συμβάλει στην αναγέννηση της Αριστεράς; Θα μπορέσει να αναλάβει τη διακυβέρνηση; Θα μπορέσει να δώσει λύσεις και να δείξει ένα διαφορετικό δρόμο οικονομικής ανάπτυξης που να υπηρετεί την κοινωνία αντί τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου, ελληνικού και ξένου; Θα αναχαιτίσει τον κίνδυνο της Χρυσής Αυγής;
Η ηγετική ομάδα, ή καλύτερα η πλειοψηφούσα τάση στην ηγεσία απαντά καταφατικά σε όλα τα πιο πάνω ερωτήματα. Πού στηρίζει όμως την αισιοδοξία της αυτή; Μήπως στην άντληση συμπερασμάτων από την ιστορία της ελληνικής Αριστεράς; Μήπως στην άντληση συμπερασμάτων από την ευρωπαϊκή και διεθνή εμπειρία της Αριστεράς; Μήπως στη σαφήνεια και την πειστικότητα του πολιτικού προγράμματος που κατατίθεται στο παρόν συνέδριο; Μήπως με τις ζωντανές, ουσιαστικές και δημοκρατικές διαδικασίες που χαρακτηρίζουν το παρόν συνέδριο; Οι απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα είναι δυστυχώς αρνητικές.
Στον ΣΥΡΙΖΑ διαφαίνονται αυτά που είδαμε ιστορικά και διαχρονικά στην Αριστερά. Καθώς πλησιάζει την εξουσία νερώνει το κρασί του, αφαιρεί τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία από το πρόγραμμά του, ψάχνει να βρει τρόπους «συνεννόησης» με την άρχουσα τάξη, περιστέλλει τη δημοκρατία και κοιτάει πώς θα «μαντρώσει» και θα πειθαρχήσει ακόμα και με απειλές διαγραφών όσους αμφισβητούν επίμονα την ηγετική ομάδα.
Η ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται. Μόνο που αυτό δεν είναι νομοτέλεια, είναι επιλογή της ηγεσίας.
Για τη δημοκρατία, τις συνιστώσες και τις λίστες
Με δεδομένο ότι το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται σε μια κρίσιμη καμπή, η ουσία αυτού του συνεδρίου θα έπρεπε να είναι το τι πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ για να ανατρέψει την υπάρχουσα κυβέρνηση της Τρόικας και ποιες ακριβώς πολιτικές θα εφαρμόσει σαν αριστερή κυβέρνηση για να βγάλει την κοινωνία από την καταστροφή με την οποία είναι αντιμέτωπη.
Αντί γι’ αυτό, το συνέδριο επικεντρώνει την προσοχή του στο θέμα των συνιστωσών και των λιστών και μάλιστα μέσα σε ένα κλίμα φοβερής πόλωσης με τελικό αποτέλεσμα η πολιτική συζήτηση για τα καθήκοντα και το πρόγραμμα να περνά σε δεύτερη μοίρα.
Αυτό, δε, γίνεται στο όνομα της «δημοκρατίας» – η πλειοψηφία στην ηγεσία τάσσεται φανατικά υπέρ της κατάργησης των συνιστωσών και των λιστών στο όνομα της «δημοκρατίας» και των «δικαιωμάτων» της βάσης, των απλών μελών…
Υποστηρίζει κανείς στα σοβαρά πως υπήρξε μια ουσιαστικά δημοκρατική συζήτηση και διαδικασία στις τοπικές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ στη διάρκεια των προηγούμενων βδομάδων;
Λίγοι διάβασαν τις περίπου 200 σελίδες κειμένων, και ακόμη και αν τις διάβασαν δεν υπήρχαν παρά ένας ελάχιστος αριθμός συσκέψεων των τοπικών οργανώσεων (2 κατά μέσο όρο) και ελάχιστος χρόνος για τοποθετήσεις. Ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων δεν υπήρξε. Οι συζητήσεις γίνανε σε έντονα πολωμένο κλίμα και με τη μαζική κινητοποίηση «μηχανισμών» – δηλαδή την κινητοποίηση χιλιάδων ατόμων που πήγαν στις τοπικές για να ψηφίσουν συγκεκριμένα άτομα, με ελάχιστο –για να μην πούμε κανένα– ενδιαφέρον για τις συζητήσεις, τις διαδικασίες και την ουσία. Ας αφήσουμε λοιπόν τα επιχειρήματα περί δημοκρατίας στην άκρη…
Πρέπει να πάμε στην ουσία του γιατί η ηγεσία θέλει την κατάργηση των συνιστωσών.
Το θέλει γιατί έτσι θα τους στερήσει το δικαίωμα στην ανεξάρτητη δημόσια πολιτική τοποθέτηση! Απλά, καθαρά και ξάστερα! Δεν υπάρχει κανένα άλλο νόημα και κανένα άλλο περιεχόμενο πίσω από αυτή την κίνηση. Ιδιαίτερα καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε από το 4% στο 27%, σαν ο ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών, το να ανακαλύπτει κάποιος τώρα ξαφνικά ότι πρέπει να καταργηθούν οι συνιστώσες για να πάμε παραπέρα είναι απλά ψέμα!
Το «Ξεκίνημα» μπορεί να το πει αυτό και να το υπερασπιστεί σε ψηλούς τόνους γιατί, κατ’ αρχήν δεν είναι συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ και κατά δεύτερον, γιατί όταν ήταν συνιστώσα μέχρι το 2010 πάλεψε σκληρά και συγκρούστηκε για να καταργηθούν τα προνόμια που είχαν οι συνιστώσες!
Τότε ο ΣΥΝ ήταν φανατικά ενάντια στην κατάργηση του σαν η βασική συνιστώσα που έλυνε και έδενε. Όταν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε 27% και άρχισε να πλησιάζει την διακυβέρνηση, έπρεπε να σιγήσουν οι φωνές που διαφωνούσαν με την πολιτική της ηγεσίας.
Η «απάντηση» της πλειοψηφούσας τάσης στην ηγεσία στα πιο πάνω επιχειρήματα είναι ότι οι συνιστώσες θα μπορούν να μετατραπούν σε τάσεις. Μόνο που αυτό το συμπληρώνει με την πρόταση να μην μπορούν οι «τάσεις» να κατεβάσουν ξεχωριστή λίστα στις εσωκομματικές εκλογές. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει «ξεδοντιασμένες» τάσεις! Σημαίνει να μην μπορούν να οργανωθούν πραγματικά σαν τάσεις – να μην μπορούν να έχουν ουσιαστικές δομές συγκρότησης, να μην μπορούν να αμφισβητήσουν με οργανωμένο και μεθοδικό τρόπο την ηγεσία.
Η πλειοψηφία όμως αρνείται να ξεκαθαρίσει και κάτι άλλο: οι τάσεις θα μπορούν να διαφοροποιούνται δημόσια; Θα μπορούν δημόσια να καταγγέλλουν την ηγεσία για τις πολιτικές της επιλογές; Η θα βρίσκονται αντιμέτωπες με απειλές για διαγραφές;
Ότι αυτή η ιστορία δεν έχει καμία σχέση με δημοκρατία αποδεικνύεται κι από την πρότασή της ηγεσίας να εκλέγεται ο πρόεδρος από το συνέδριο. Στο όνομα της δημοκρατίας η πλειοψηφία που συσπειρώνεται γύρω από τον πρόεδρο θέλει ο πρόεδρος να είναι πάνω από την Κεντρική Επιτροπή κι έτσι εντελώς ανεξέλεγκτος. Από πότε στην Αριστερά αντιγράφονται οι παραδόσεις του ΠΑΣΟΚ;
Αυτή όλη η ιστορία δεν έχει καμία σχέση με δημοκρατία. Έχει μόνο σχέση με την προσπάθεια της ηγετικής ομάδας στον ΣΥΡΙΖΑ να επιβάλει την κυριαρχία της και να αποδυναμώσει τους διαφωνούντες.
Για το πρόγραμμα
Όσοι νομίζουν ότι οι νέες δομές που επιδιώκει να επιβάλει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι άσχετες με το θέμα του πολιτικού προγράμματος, κάνουν ένα πολύ σοβαρό λάθος. Καθόλου τυχαία, οι ίδιες δυνάμεις που θέλουν ένα πιο «πειθαρχημένο» ΣΥΡΙΖΑ, με ένα πιο ισχυρό και ανεξέλεγκτο πρόεδρο, θέλουν και ένα πολιτικό πρόγραμμα που να μην αμφισβητεί την εξουσία και κυριαρχία της άρχουσας τάξης.
Έτσι, διαβάζοντας το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί κανείς: τόση ασάφεια, τόση θολούρα, τόσο πολύ μελάνι που να μην «λέει» τίποτα, απαιτεί πραγματική μαεστρία.
Όλος ο οργανισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι γεμάτος αντιφάσεις – τόσες πολλές που σχεδόν δεν μπορείς να τις παρακολουθήσεις. Τη μια ο Αλέξης Τσίπρας επισκέπτεται τους εξεγερμένους της Ιερισσού και την άλλη τον Σόιμπλε και την Λαγκαρντ· τη μια καταγγέλλει τις απολύσεις, τη μείωση των μισθών, τις φορολογικές απαλλαγές των πλουσίων και τις ιδιωτικοποιήσεις και την άλλη λέει πως θα φέρει μαζικές επενδύσεις στην Ελλάδα· τη μια λέει πως θα καταργήσει το μνημόνιο, την άλλη πως θα το επαναδιαπραγματευτεί, την τρίτη θα το αναστείλει, και τελικά χάνεις το λογαριασμό…· σε ότι αφορά το Ευρώ, δε, η επιμονή της ηγεσίας να υπόσχεται πως θα επιβάλει στην Τρόικα μια διαφορετική πολιτική αλλά η χώρα θα μείνει στο ευρώ, ιδιαίτερα μετά την εμπειρία της Κύπρου, ξεπερνά τα όρια…
Πίσω απ’ αυτές τις αντιφάσεις υπάρχει μία, κεντρική που τις διαπερνά: η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει πως μπορεί να στηριχτεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία και να εφαρμόσει ταυτόχρονα και φιλολαϊκή και κοινωνικά ευαίσθητη πολιτική. Γι’ αυτό και η εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας λείπει ολοκληρωτικά από το κείμενο των θέσεων.
Πρόκειται για παλιά αυταπάτη: η Σοσιαλδημοκρατία «ξόδεψε» ένα αιώνα κυνηγώντας την αφελή άποψη ότι μπορεί ο δημόσιος τομέας να συνυπάρχει αρμονικά με το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο – μέχρι που το κεφάλαιο κατάπιε και τον δημόσιο τομέα και τη Σοσιαλδημοκρατία.
Ένας δρόμος
Υπάρχει μόνο ένας δρόμος για να ξεφύγει η ελληνική κοινωνία και οικονομία από την καταστροφή. Κι αυτός είναι να γίνει ο δημόσιος τομέας κινητήρια δύναμη ανάπτυξης, να «μπει μπροστά», να κάνει μαζικές επενδύσεις για να τεθεί η οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης.
Ο ιδιωτικός τομέας έχει θέσει τους όρους που απαιτεί για να αναλάβει ένα πιο ενεργό ρόλο στην οικονομία, αυτοί είναι ο όροι της Τρόικας: δηλαδή, οι μισθοί των 300 ευρώ, η κατάργηση κάθε δικαιώματος για τους εργαζόμενους με πρώτου και καλύτερου αυτού του συνδικαλισμού, η κινεζοποίηση του ελληνικού εργατικού κινήματος και, βέβαια, το ξεπούλημα των πάντων: των δημόσιων επιχειρήσεων, των νησιών, της θάλασσας και του ήλιου… Αυτοί είναι οι όροι του ιδιωτικού κεφαλαίου! Και δεν πρόκειται να αλλάξουν! Είναι αστείο, είναι εξωφρενικά αστείο, να πιστεύει κανείς πως θα έρθει το κεφάλαιο (ελληνικό και ξένο) να επενδύσει με μια κυβέρνηση που μιλά για αποκατάσταση των μισθών και για φορολογία του πλούτου!
Μόνο ο δημόσιος τομέας μπορεί να γίνει η κινητήρια δύναμη για την ανάκαμψη της οικονομίας. Και αυτό συνεπάγεται αναπόφευκτα: την άρνηση αποπληρωμής του χρέους για να σταματήσει η ακατάσχετη αιμορραγία· την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος· την εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας· τον κοινωνικό και εργατικό έλεγχο και διαχείριση σε όλο το φάσμα της οικονομίας γιατί μόνο έτσι μπορεί να ελεγχθεί η διαφθορά και η κακοδιαχείριση· μια σειρά μέτρων για τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων και του εξωτερικού εμπορίου· την ετοιμότητα της εξόδου από το ευρώ με την έκδοση εθνικού νομίσματος· την επιδίωξη της κοινής πάλης με τους εργαζόμενους στην υπόλοιπη Ευρώπη με στόχο ευρύτερες ανατροπές και οικονομικές συνενώσεις σε σοσιαλιστική βάση, κι ακόμα και κοινό νόμισμα σ’ αυτή τη βάση · και τέλος το σχεδιασμό της οικονομίας για τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου.
Αυτός είναι ο μόνος πρακτικός δρόμος εξόδου από την κρίση. Αυτός όμως είναι ταυτόχρονα ο δρόμος για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Αυτό τρέμει η άρχουσα τάξη – και γι’ αυτό πιέζει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να κάνει συμβιβασμούς. Αυτό είναι όμως που θέλουν οι εργαζόμενοι. Οι οποίοι θα στηρίξουν μαχητικά μια κυβέρνηση που είναι διατεθειμένη να προχωρήσει στην εφαρμογή ενός προγράμματος όπως του παραπάνω.
Σ’ αντίθετη περίπτωση αν η κυβέρνηση της Αριστεράς δοκιμάσει να διαχειριστεί το καπιταλιστικό σύστημα, θα βυθιστεί η ίδια στην κρίση του, η απογοήτευση θα είναι τεράστια και η Χρυσή Αυγή θα παίζει παιγνίδι χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο.
Οι ταξικές μάχες των επόμενων χρόνων θα είναι σκληρές. Οι μάχες μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι επίσης σκληρές. Η δεξιά πτέρυγα έχει σηκώσει τα μανίκια και ετοιμάζεται να αναμετρηθεί με την αριστερά. Η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει άλλη επιλογή από την τολμηρή, μαχητική αντιπαράθεση, ανοιχτά, μπροστά στο εργατικό κίνημα και την κοινωνία. Έτσι θα μπορέσει και να χτίσει γέφυρες με σημαντικούς συμμάχους στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά που βρίσκεται εκτός ΣΥΡΙΖΑ.