Βρισκόμαστε μπροστά στην περίοδο της νηστείας της Σαρακοστής και το Πάσχα πλησιάζει. Για άλλη μια φορά θα ανοίξει η συζήτηση για τις διατροφικές μας συνήθειες, το κατά πόσο είναι ηθική η κρεατοφαγία, το αν η αποκλειστική χορτοφαγία μπορεί να αποτελέσει λύση στα προβλήματα του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας και να τερματίσει το βασανισμό των ζώων.
Διαβάστε παρακάτω το δεύτερο μέρος του αφιερώματος σχετικά με το εάν η αποκλειστική χορτοφαγία μπορεί να δώσει λύση στο σύστημα παραγωγής και διανομής τροφίμων.
Διαβάστε το πρώτο μέρος του αφιερώματος εδώ
Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι άνθρωποι, είτε κινούμενοι από αισθήματα δικαιοσύνης προς τα ζώα που βασανίζονται στις μονάδες παραγωγής κρέατος, είτε λόγω αντίδρασης απέναντι στη βιομηχανία κρέατος, είτε αναζητώντας πιο υγιεινές καθημερινές συνήθειες, καταλήγουν στην απόφαση του πλήρους τερματισμού κατανάλωσης όχι μόνο κρέατος αλλά και άλλων προϊόντων ζωικής προέλευσης.
Η «αυστηρή χορτοφαγία», ή βιγκανισμός, είναι μια τάση που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες του πλανήτη και κερδίζει όλο και περισσότερους υποστηρικτές. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, είναι άνθρωποι με αυξημένες ευαισθησίες απέναντι στη φύση και τα ζώα, προσεκτικοί ως προς τις διατροφικές τους συνήθειες, ενώ πολλοί από αυτούς έχουν καταλήξει στη συγκεκριμένη επιλογή σε μια προσπάθεια αντίστασης απέναντι στο βάρβαρο σύστημα παραγωγής και διανομής τροφίμων. Βάρβαρο τόσο προς τα ζώα που καταλήγουν στο πιάτο μας, όσο και προς τους ανθρώπους, που καταναλώνουν μαζί με την τροφή τους ορμόνες, μεταλλαγμένα, φυτοφάρμακα, χρώματα, χημικά βελτιωτικά γεύσης και πολλά ακόμη.
Μπορεί όμως η αυστηρή χορτοφαγία να αποτελέσει λύση στα προβλήματα του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας; Είναι πιο υγιεινή επιλογή η αποκλειστική κατανάλωση τροφίμων φυτικής προέλευσης; Είναι ανήθικη η κατανάλωση κρέατος, όπως υποστηρίζουν οι πιο ακραίοι οπαδοί της αποκλειστικής χορτοφαγίας; Είναι δηλαδή όσοι καταναλώνουν κρέας ή ζωικής προέλευσης τρόφιμα, συνυπεύθυνοι για το βασανισμό των ζώων και τις περιβαλλοντικές καταστροφές που προκαλεί η βιομηχανία κρέατος; Και τέλος, μπορεί μια ατομική επιλογή κάποιων ανθρώπων να αποτελέσει κίνδυνο για τη βιομηχανία κρέατος, ή να απειλήσει το σύστημα που δηλητηριάζει το δυτικό κόσμο με χημικές τροφές και αφήνει τις αναπτυσσόμενες χώρες να λιμοκτονούν; Κι αν οι ατομικές λύσεις δεν επαρκούν, θα μπορούσε η αποκλειστική χορτοφαγία να γίνει μαζικό φαινόμενο που να αγκαλιάζει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη;
Μπορούμε να γίνουμε όλοι χορτοφάγοι;
Η πραγματικότητα είναι πως αν ο πληθυσμός του πλανήτη στρεφόταν μαζικά στη χορτοφαγία, ή έστω στο δραστικό περιορισμό της κατανάλωσης κρέατος, το αποτέλεσμα θα ήταν ευεργετικό για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.
Η συζήτηση αυτή όμως, δεν αφορά καθόλου τα πλατιά, φτωχά στρώματα ηπείρων όπως η Αφρική, η Ασία και η Λατινική Αμερική. Για αμέτρητους ανθρώπους σε αυτές τις περιοχές, το ερώτημα δεν είναι αν είναι ηθική ή ωφέλιμη για την υγεία τους και το περιβάλλον η μία ή η άλλη διατροφική συνήθεια. Το ερώτημα είναι αν θα καταφέρουν να έχουν τροφή την επόμενη μέρα. Οποιαδήποτε τροφή. Αρκεί να σκεφτεί κανείς, ότι σήμερα περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι υποσιτίζονται, ενώ ο αριθμός αυτών που θα υποφέρουν από κάποια μορφή υποσιτισμού αναμένεται (σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ) να φτάσει το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού μέχρι το 2030!!
Ακόμη όμως και σε περιοχές όπως η Ευρώπη και οι ΗΠΑ (στις οποίες εντοπίζεται η πιο μαζική κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων) όπου τα φαινόμενα ακραίας φτώχειας και υποσιτισμού δεν είναι τόσο μαζικά, όπου θεωρητικά υπάρχουν επιλογές για το πώς μπορεί να διαμορφώσει κανείς τις διατροφικές του συνήθειες, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ακόμη και μια μεσαίου εισοδήματος οικογένεια, θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στα πιο οικονομικά τρόφιμα, αφού αυτό το «μεσαίο» εισόδημα, είναι στην πραγματικότητα ένα εισόδημα που μόλις καλύπτει τις βασικές ανάγκες.
Οι περιορισμοί της φτώχειας
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε, ότι για τη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων του δυτικού κόσμου, η μόνη πραγματική επιλογή είναι τα προμαγειρεμένα γεύματα και τα φαστ φουντ. Όχι μόνο εξαιτίας του περιορισμένου χρόνου τους, αλλά και εξαιτίας των περιορισμένων οικονομικών τους.
Στις ΗΠΑ σήμερα, είναι φτηνότερη η κατανάλωση ανθυγιεινών τροφίμων και ποτών, από την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών. Στην Ελλάδα, ένα τσίζμπεργκερ στα Mcdonalds στοιχίζει ένα ευρώ, ενώ 200 γραμμάρια βιολογικού κιμά σόγιας 2,5 ευρώ (σε προσφορά)! Για τα πιο φτωχά στρώματα του πλανήτη, η διατροφή με κινόα και λιναρόσπορο, ή άλλες εκλεκτές τροφές των χορτοφάγων και των βίγκαν, δεν είναι απλά μια άπιαστη πραγματικότητα, αλλά ένα κακόγουστο αστείο.
Επομένως, η προσπάθεια των χορτοφάγων που υποστηρίζουν ότι παλεύουν να μετατρέψουν το προσωπικό τους παράδειγμα σε μαζικό κίνημα, όσο κι αν γίνεται με καλές προθέσεις, δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας, σε έναν κόσμο όπου η πρόσβαση στην τροφή είναι μια καθημερινή αγωνία για εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ ακόμη και όσοι την έχουν εξασφαλισμένη, διαθέτουν ελάχιστες επιλογές ως προς το τι θα καταναλώσουν. Η χορτοφαγία επομένως, όσο κι αν επεκτείνεται τα τελευταία χρόνια, παραμένει επιλογή μιας μειοψηφίας της κοινωνίας. Και ως τέτοια, είναι μια ατομική επιλογή με περιορισμένες δυνατότητες να δώσει λύσεις στα τεράστια περιβαλλοντικά και ηθικά προβλήματα, όπως και στα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο παγκόσμιος πληθυσμός, ως αποτέλεσμα του μοντέλου διατροφής που προωθεί η παγκόσμια βιομηχανία τροφίμων.
Η διατροφή των παππούδων μας
Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, ζούσαν ως επί το πλείστον με όσπρια, λαχανικά και δημητριακά, σε πολλές περιπτώσεις από τα μικρά χωράφια ή τους κήπους τους, ενώ η κατανάλωση κρέατος ήταν αραιή.
Παρά το γεγονός ότι αυτές οι συνθήκες ζωής ήταν αποτέλεσμα της φτώχειας που επικρατούσε, είναι πια γενικά αποδεκτό ότι οι διατροφικές συνήθειες των παππούδων και των γιαγιάδων μας, ήταν πιο υγιεινές από τις δικές μας. Λιγότερα λιπάσματα και φυτοφάρμακα, πολύ λιγότερο κρέας κι αυτό χωρίς ορμόνες και αντιβιοτικά. Το ίδιο το ζώο που κάποια στιγμή θυσιαζόταν για να γίνει τροφή, είχε ζήσει πολύ καλύτερα από τον τρόπο που ζουν σήμερα τα μοσχάρια, τα γουρούνια και οι κότες στις σύγχρονες κτηνοτροφικές μονάδες.
Η βαρβαρότητα απέναντι στα ζώα
Σήμερα, η κατάσταση έχει αντιστραφεί πλήρως και είναι λογικό να προκαλεί αποτροπιασμό σε σημαντικά στρώματα της κοινωνίας. Πολλοί άνθρωποι που βλέπουν εικόνες από τις συνθήκες ζωής των ζώων που προορίζονται για ανθρώπινη τροφή στις μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες, καταλήγουν στο συμπέρασμα «δε θα ξαναφάω κρέας». Στοιβαγμένα σε «πολυκατοικίες», χωρίς να μπορούν καν να περπατήσουν στη διάρκεια της σύντομης ζωής τους, τα ζώα βασανίζονται καθημερινά.
Σε πολλές περιπτώσεις ταΐζονται σε τέτοιο βαθμό, που τα κόκαλα των ποδιών τους σπάνε από το υπερβολικό βάρος. Οι κότες παραγωγής αυγών, γεννάνε μέχρι και 320 αυγά, στη διάρκειας μόλις 72 εβδομάδων ζωή τους (κάτι που κανονικά θα απαιτούσε γύρω στα 4 χρόνια ζωής).
Η βιομηχανία κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων, αντιμετωπίζει τα ζώα με βαρβαρότητα γιατί γι’ αυτήν δεν είναι παρά αντικείμενα κερδοφορίας (όπως εξάλλου αντιμετωπίζει και τους ανθρώπους που θα τα καταναλώσουν) αφού αυξάνει το βάρος τους τεχνητά, τα γεμίζει ορμόνες και αντιβιώσεις, δημιουργεί «τρόφιμα-τέρατα», αδιαφορώντας πλήρως για τις επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία.
Τι είναι υγιεινό;
Το μοντέλο διατροφής που έχει επικρατήσει, περιλαμβάνει το κρέας και τα παράγωγά του σε κάθε γεύμα, κάτι που όχι μόνο δεν είναι απαραίτητο, αλλά αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.
Είναι γενικά αποδεκτό πια στην ιατρική επιστημονική κοινότητα ότι η υπερβολική κατανάλωση κρέατος, ειδικά επεξεργασμένου, δημιουργεί καρκινογενέσεις.
Αυτό όμως που πολλές φορές ξεχνάμε, είναι ότι η βιομηχανία κρέατος δεν αποτελεί κάποιου είδους εξαίρεση στον «αγγελικό» κόσμο της βιομηχανίας τροφίμων. Εξίσου σοβαροί κίνδυνοι υπάρχουν και στα φρούτα, τα λαχανικά και τα όσπρια, αφού αντίστοιχες πρακτικές χρησιμοποιούνται και στις σύγχρονες καλλιέργειες. Στο επίπεδο της ανθρώπινης υγείας υπάρχουν εξαιρετικά σοβαρές αρνητικές συνέπειες είτε καταναλώνει κανείς κρέας είτε αγροτικά προϊόντα, καθώς τα φυτικά τρόφιμα, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν είναι ασφαλή.
Τεράστιες ποσότητες φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων καταλήγουν καθημερινά στο πιάτο μας, την ώρα που τα γενετικά τροποποιημένα φυτά και τα αντίστοιχα ζιζανιοκτόνα κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος. Μια «αθώα» σαλάτα, μπορεί να είναι εξίσου επικίνδυνη με ένα μοσχαρίσιο μπιφτέκι!
Η αποκλειστική κατανάλωση φυτικών τροφών, μπορεί να απαλλάσσει τον άνθρωπο που την επιλέγει από τις αρνητικές για την υγεία του επιπτώσεις των ορμονών και των αντιβιώσεων που βρίσκονται σε μεγάλες ποσότητες στα ζωικής προέλευσης τρόφιμα, δεν τον απαλλάσσουν όμως από τις τοξικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στην αγροτική παραγωγή!
Τι είναι «ηθικό» και φιλικό για το περιβάλλον;
Αυτές οι πρακτικές στον τομέα της γεωργίας, δεν απειλούν μόνο την ανθρώπινη υγεία, αλλά και το περιβάλλον, όπως και μια σειρά άλλων ειδών. Κάποια φυτοφάρμακα για παράδειγμα, ενοχοποιούνται για μαζικές δηλητηριάσεις μελισσών, ενώ πολλά ακόμη άγρια είδη –κάποια από τα οποία απειλούνται με εξαφάνιση– κινδυνεύουν άμεσα από τις πρακτικές που χρησιμοποιούνται στην αγροτική παραγωγή.
Εδώ βέβαια θα μπορούσε κανείς να απαντήσει ότι η κατανάλωση κρέατος από τον άνθρωπο, απαιτεί τεράστιες δαπάνες σε σιτηρά και νερό, αφού τα ζώα που καταλήγουν στο πιάτο μας χρειάζονται πολύ μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντων αγροτικής παραγωγής, από αυτά που θα καταναλώναμε εμείς οι ίδιοι απευθείας.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι απαιτούνται 100 λίτρα νερό για την παραγωγή ενός κιλού πατατών, αλλά 13.000 λίτρα για την παραγωγή ενός κιλού βοδινού κρέατος. Επομένως, η μαζική κατανάλωση κρέατος, που απαιτεί τεράστιες ποσότητες αγροτικών προϊόντων και νερού, είναι πιο επιβλαβής για το περιβάλλον από ότι η χορτοφαγία.
Η κατάσταση αυτή είναι ένας πολύ καλός λόγος για το σημαντικό περιορισμό της κατανάλωσης κρέατος. Είναι επίσης ένας καλός λόγος να ρίξουμε μια πιο κοντινή ματιά στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η βιομηχανία παραγωγής τροφής. Γιατί, για την τεράστια αυτή περιβαλλοντική καταστροφή δεν ευθύνεται η κατανάλωση κρέατος από μόνη της, αλλά το μοντέλο παραγωγής του στο σημερινό σύστημα.
Ένα ανήθικο σύστημα που σαμποτάρει τις «ηθικες επιλογές»
Την ίδια ώρα, η επιλογή της απόλυτης χορτοφαγίας, μπορεί να έχει κι αυτή σημαντικές επιπτώσεις. Οι άνθρωποι που βγάζουν εντελώς από την καθημερινότητά τους όλα τα ζωικά προϊόντα, πρέπει να τα αντικαταστήσουν με κάτι. Σε παλιότερες εποχές, το αγαπημένο υποκατάστατο κρέατος ήταν η σόγια. Σήμερα, η σόγια είναι ένα από τα φυτικά προϊόντα που καλλιεργούνται μαζικά, τόσο για ανθρώπινη κατανάλωση, όσο και για ζωοτροφή και αποτελεί (μαζί με το καλαμπόκι) ένα από τα τρόφιμα που έχουν υποστεί την πιο εκτεταμένη «εισβολή» γενετικά τροποποιημένων σπόρων.
Τα τελευταία χρόνια και όσο η «τάση» της αυστηρής χορτοφαγίας κερδίζει νέους υποστηρικτές, έχουν «ανακαλυφθεί» νέα προϊόντα, μέχρι πρόσφατα σπάνια, ή και άγνωστα στη διατροφή του δυτικού κόσμου. Έτσι, η μεγάλη αύξηση της ζήτησης για κινόα, ένα προϊόν που κατέχει σημαντική θέση στην καθημερινή διατροφή των κατοίκων της Λατινικής Αμερικής, έχει προκαλέσει ραγδαία αύξηση της τιμής της. Στη Λίμα, πρωτεύουσα του Περού, μάλιστα, η κινόα είναι πιο ακριβή από το κοτόπουλο, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί της να δυσκολεύονται να προμηθευτούν ένα βασικό είδος της παραδοσιακής τους διατροφής. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στη Βολιβία, ενώ σε πολλές περιοχές της Ινδίας, οι κάτοικοι δεν μπορούν να αγοράσουν πλέον ρεβίθια ή φακές για τον ίδιο λόγο.
Ποιος φταίει τελικά;
Μπορούμε να κατηγορήσουμε τους χορτοφάγους – λάτρεις της κινόα για τη ραγδαία άνοδο των τιμών της στη Λατινική Αμερική, ή για το γεγονός ότι οι κάτοικοι των περιοχών στις οποίες παράγεται δεν μπορούν πλέον να την καταναλώσουν; Και βέβαια όχι. Γιατί οι τιμές των τροφίμων, δεν καθορίζονται από τους ανθρώπους που τις καταναλώνουν, αλλά από το σύστημα παραγωγής και διανομής τους. Με τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους ανθρώπους που καταναλώνουν ζωικής προέλευσης τρόφιμα (που σε πολλές περιπτώσεις είναι πιο εύκολα προσβάσιμα και πιο οικονομικά) για την περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλεί η βιομηχανία κρέατος, ή για το βασανισμό των ζώων.
Συνηθίζουμε να αγωνιούμε και να αγανακτούμε γι αυτά που βλέπουμε: τους μαζικούς βασανισμούς ζώων στις κρεατοπαραγωγικές μονάδες, το ανθυγιεινό για τον άνθρωπο και καταστροφικό για το περιβάλλον αποτέλεσμα της λειτουργίας τους. Όλα αυτά είναι αλήθεια. Είναι όμως ένα μόνο μέρος της αλήθειας, η οποία είναι αρκετά πιο σύνθετη. Εν τέλει το πρόβλημα δεν είναι μόνο η βιομηχανία κρέατος αλλά η βιομηχανία τροφίμων στο σύνολό της.
Ατομικές λύσεις;
Και, τελικά, οι πολυεθνικές των τροφίμων δεν έχουν να φοβούνται ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού αρνείται να καταναλώσει κάποια από τα προϊόντα της. Γιατί θα αναγκαστεί να καταναλώσει κάποια άλλα. Κι όταν η κατανάλωση συγκεκριμένων φυτικών προϊόντων, ως υποκατάστατων του κρέατος επεκτείνεται, τότε οι πολυεθνικές στρέφονται στην πιο μαζική παραγωγή τους, για να βγάλουν επιπλέον κέρδη – από όσους προσπαθούν «να τους αντισταθούν». Ποτίζοντας τα φυτικά «super foods» (ή υποτιθέμενα «super foods») με ακόμη περισσότερα λιπάσματα και εντομοκτόνα, όπως έκαναν με τη σόγια στο παρελθόν. Μετατρέποντάς τα σε απαγορευμένους καρπούς για τεράστιους πληθυσμούς που τα καλλιεργούσαν και ζούσαν από αυτά εδώ και αιώνες, όπως συμβαίνει σήμερα με την κινόα στη Λατινική Αμερική.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε το γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο των προϊόντων διατροφής που κυκλοφορούν στον πλανήτη, ελέγχονται από μια χούφτα εταιρείες – και συγκεκριμένα 10(!) τότε δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε, ότι στην πραγματικότητα οι επιλογές είναι εξαιρετικά περιορισμένες.
Έτσι, στο σημαντικότερο ερώτημα που προκύπτει από τη συζήτηση γύρω από την αποκλειστική χορτοφαγία, δηλαδή το κατά πόσο μπορεί η ατομική στάση ζωής ενός, ή και περισσότερων ανθρώπων να οδηγήσει σε πραγματικές αλλαγές, η απάντηση είναι καθαρή:
Όταν έχουμε απέναντί μας δέκα (10!) εταιρείες που ελέγχουν το σύνολο των τροφίμων του πλανήτη, από την αγροτική παραγωγή μέχρι τα συσκευασμένα τρόφιμα και από τις καραμέλες μέχρι τις αλυσίδες φαστ φουντ, τότε είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι η προσωπική του στάση μπορεί να σώσει το περιβάλλον, ή να τερματίσει το βασανισμό των ζώων! Ο δε τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα, φτωχοποιόντας μαζικά δισεκατομμύρια ανθρώπων και επιβάλλοντας το fast food, δεν επιτρέπει την εξάπλωση της χορτοφαγίας ή έστω της ισορροπημένης διατροφής σε μαζικά επίπεδα, ώστε να μετατραπεί από ατομική επιλογή σε συλλογική λύση, κάτι που αν ήταν εφικτό, θα είχε πράγματι θετικά αποτελέσματα στο περιβάλλον.
Συλλογικά και ενάντια στο σύστημα
Έτσι, η μόνη πραγματική κινηματική επιλογή είναι η συνολική πολιτική αντίσταση στο μοντέλο παραγωγής και διανομής τροφίμων, που ελέγχει το αν και πόσο θα καταναλώσουμε, την ποιότητα και τις τιμές της τροφής μας, το περιβάλλον, το νερό, τα ζώα, την ίδια τη ζωή. Αυτό είναι ένα πολιτικό ζήτημα. Που για να επιτευχθεί απαιτεί την εμφάνιση μαζικών πολιτικών φορέων που να είναι διατεθειμένοι να διεκδικήσουν την πολιτική εξουσία με στόχο να συγκρουστούν με την εξουσία των πολυεθνικών των τροφίμων (και όλων, τελικά, των πολυεθνικών).
Αν δεν πάρουμε πίσω αυτό τον έλεγχο της διατροφής μας, προχωρώντας στην κοινωνική ιδιοκτησία, διαχείριση και έλεγχο των μεγάλων εταιρειών παραγωγής και εμπορίας τροφίμων, τότε οι, απόλυτα σεβαστές, προσωπικές διατροφικές επιλογές του κάθε ανθρώπου, δεν μπορούν να παίξουν ουσιαστικό ρόλο στο έγκλημα που συντελείται καθημερινά απέναντι στη φύση και τον άνθρωπο.
Αν θέλουμε η διατροφή μας να μην αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για την υγεία μας, για το περιβάλλον, για τη βιοποικιλότητα του πλανήτη, για το κλίμα του, για μια σειρά ζώα, από οικόσιτα μέχρι απειλούμενα είδη, τότε πρέπει να ανακτήσουμε τον έλεγχο της παραγωγής και της διανομής των τροφίμων. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με το πέρασμα των μεγάλων εταιρειών παραγωγής τροφίμων και ενέργειας στα χέρια της κοινωνίας, με τη λειτουργία τους να βασίζεται στις πραγματικές διατροφικές ανάγκες των ανθρώπων, με σεβασμό στο περιβάλλον, με ουσιαστικό εργατικό και κοινωνικό έλεγχο και διαχείριση στην παραγωγή, τη διανομή και τις τιμές των τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο. Η παραγωγή τροφίμων πρέπει να μην υπόκειται στο αδίστακτο κυνηγητό του κέρδους, πρέπει να υπηρετεί τις ανάγκες του ανθρώπου και της ζωής στον πλανήτη.