Του Σάββα Στρούμπου
Μπέρτολντ Μπρεχτ (1898-1956), Γερμανός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, θεωρητικός της τέχνης. Γιος διευθυντή εργοστασίου. Γεννιέται καρδιοπαθής. Μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου διακόπτει σπουδές ιατρικής για να επιστρατευθεί ως νοσοκόμος σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Η εμπειρία της φρίκης του πολέμου αποτελεί το πρώτο ερέθισμα πολιτικοποίησης του. Επηρεάζεται από αναρχοσυνδικαλιστικές ιδέες αλλά «…βλέποντας τη λάμψη της μεγάλης πυρκαγιάς [Ρώσικη Επανάσταση] στην ίδια την γενέτειρα μου, έγινα στα είκοσι μου χρόνια κομμουνιστής». Συμμετέχει στο κίνημα των Σπαρτακιστών το 1918 και μελετά μαρξισμό. Με την άνοδο του Χίτλερ αυτοεξορίζεται. Τον Μάιο του ’33 τα βιβλία του καίγονται στην πυρά των Ναζί. Μετά τον πόλεμο επιστρέφει στο Ανατολικό Βερολίνο και μαζί με τη γυναίκα του, την κομουνίστρια ηθοποιό Έλενα Βάιγκελ ιδρύουν το θέατρο Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Από τα πιό γνωστά έργα του είναι Ο Κύκλος με την κιμωλία, Αρτούρο Ούι, Μάνα Κουράγιο, Οι μέρες της κομμούνας, Η ζωή του Γαλιλαίου, Η άνοδος και η πτώση του Γ’Ράιχ.
Ο Μπρεχτ μεταχειρίζεται τον μαρξισμό στην τέχνη του θεάτρου και τελικά αφιερώνει τη ζωή και την τέχνη του στον αγώνα για έναν «άλλο κόσμο». Προσπαθεί να ανατρέψει τον συμβατικό χαρακτήρα της αστικής τέχνης, που βάζει τον θεατή σε κόσμους παραμυθένιους και μέσα εκεί να τον κάνει να ξεχνάει την πραγματική ζωή της εκμετάλλευσης και της αδικίας. Στην προσπάθεια του αυτή διαμορφώνει το «Επικό Θέατρο».
Βασικά χαρακτηριστικά του είναι:
– Βλέπει την κοινωνία και την ανθρώπινη φύση, ως ικανές να αλλάζουν και να εξελίσσονται με άλματα, όχι ως κάτι στατικό και αμετακίνητο. Τις βλέπει να επηρεάζονται άμεσα από τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες.
– Δίνει σε κάθε μορφή σύγκρουσης τον ταξικό της χαρακτήρα.
– Δείχνει την ανθρώπινη φύση να εξαρτάται άμεσα από την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει το άτομο.
– Δεν θέλει ν’ αφήνει τον θεατή να ξεχνιέται μέσα στο θεατρικό έργο νομίζοντας ότι είναι πραγματικότητα. Θεωρεί ότι το κοινό πρέπει να αντιμετωπίζει την παράσταση κριτικά, ότι το έργο τέχνης οφείλει ν’ αποτελεί για τον θεατή έναυσμα για σκέψη, προβληματισμό και δράση. Ότι το κοινό πρέπει να φεύγει απ’ το θέατρο με τόση ανησυχία για ότι συμβαίνει γύρω του, ώστε άμεσα ν’ αρχίσει να δρα συνειδητά, ταξικά, οργανωμένα ενάντια στην κοινωνική αδικία. «Ότι οι συνέπειες της παράλογης αθλιότητας μπορούν να εξαλειφθούν χωρίς την εξάλειψη των αιτίων της είναι αυταπάτη. Έχω προσέξει ότι πολλοί σταμάτησαν στη διαπίστωση των κακών αιτίων και ακριβώς αυτό τους εμπόδισε να πολεμήσουν ενάντια στις κακές συνέπειες».
Για τον Μπρεχτ «η τέχνη μπορεί να πάρει θέση στο πλευρό των πολλών και να αποθέσει τη μοίρα τους στα ίδια τους τα χέρια». Την ίδια στιγμή δεν βλέπει τον καλλιτέχνη και τον διανοούμενο κλεισμένους στους «γυάλινους πύργους» των ιδεών τους: «Ούτε οι καλλιτέχνες, ούτε οι ιστορικοί τέχνης μπορούν να απαλλαγούν από την ενοχή τους για τις συνθήκες της ζωής μας, ούτε από την υποχρέωση τους ν’ αγωνιστούν για ν’ αλλάξουν οι συνθήκες αυτές».
Την τελευταία σχεδόν δεκαετία της ζωής του ο Μπρεχτ ζει και δημιουργεί στην Ανατολική Γερμανία. Λόγω της δράσης του σ’ ένα από τα βασικά κέντρα του σταλινισμού το σταλινικό κομμάτι της αριστεράς ιδιοποιείται το έργο του. Και όμως, ο Μπρεχτ δεν δείχνει να συμβιβάζεται με τον «παραμορφωμένο» αυτόν σοσιαλισμό. Δεν γίνεται ποτέ μέλος του ΚΚΓ. Μετά τις αντισταλινικές διαδηλώσεις του 1953 στο Βερολίνο, στέλνει ολόκληρη επιστολή με κριτικές παρατηρήσεις και προτάσεις για πολιτικές αλλαγές στο καθεστώς, από την οποία δημοσιεύεται μόνο η τελευταία φράση, που δηλώνει την πίστη του στον κομμουνισμό. Ο Μπρεχτ απαντά στη λογοκρισία:
«Ύστερ’ απ’ την εξέγερση της 17 του Ιούνη,
ο γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών
έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις
που λέγανε πως ο λαός
έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης,
και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει
παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια. Δε θα’ ταν τότε
πιο απλό, η κυβέρνηση
να διαλύσει το λαό
και να εκλέξει έναν άλλον…;» (μτφ. Μ. Πλωρίτης)
Το έργο και η προσωπικότητα του Μπρεχτ εκφράζουν την αγωνία και τον αγώνα ενός καλλιτέχνη «στρατευμένου» πολιτικά και κοινωνικά, συνειδητοποιημένου ταξικά, με το βλέμμα του στραμμένο σ’ έναν κόσμο πραγματικά σοσιαλιστικό.