Του Αντώνη Δημάκη
Τα δύο πρώτα μέρη του άρθρου αυτού μπορείτε να τα διαβάσετε εδώ και εδώ.
Στα δύο προηγούμενα άρθρα έγινε μια προσπάθεια παρουσίασης αφενός της κατάστασης στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, μιας σύντομης ανάλυσης ορισμένων θεμάτων τα οποία περιστρέφονται γύρω από την γηπεδική και εξωγηπεδική βία και διάφορα μέτρα που υποτίθεται λαμβάνονται για να καταπολεμηθεί από τους αρμόδιους.
Όμως εξηγούμαστε για άλλη μια φορά ότι οι συγκεκριμένοι αρμόδιοι είναι χωμένοι στη διαφθορά και τα σκάνδαλα μέχρι το λαιμό (τουλάχιστον) αναπαράγοντας ότι πιο σάπιο μπορεί να αντιπροσωπεύει το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα του 2017. Την ίδια ώρα δεν υπάρχει πια καθόλου ή σχεδόν καθόλου χώρος για έκφραση και δράση των κινήσεων και τον ομάδων οπαδών ή φιλάθλων σε σχέση με τα θέματα που αφορούν την ίδια την ομάδα τους ή το συνολικό οικοδόμημα που μας παρουσιάζουν ως μοντέρνο ποδόσφαιρο. Άλλωστε στον κόσμο των επιχειρήσεων και των οικονομικών πακέτων δε χωρούν ούτε συναισθηματισμοί ούτε σύνδεση ενός λαοφιλούς αθλήματος με την κοινωνία και τις τοπικές κοινότητες αν αυτό δεν αποφέρει κέρδη και προβολή σε τοπάρχες, δημάρχους, εφοπλιστές και λοιπούς νεοτσιφλικάδες της ελληνικής μνημονιακής κυρίαρχης τάξης.
Εμείς στο τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος στο μοντέρνο ποδόσφαιρο θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε τι συμβαίνει στο χώρο των οπαδών, τις προτάσεις και τις προσπάθειες που γίνονται στην κατεύθυνση μιας εναλλακτικής και μιας διεκδίκησης μιας άλλης εξέδρας και τρόπου σκέψης γύρω από την μπάλα.
Η διεθνής εμπειρία
Υπάρχουν πετυχημένα παραδείγματα ομάδων και οπαδών σε άλλες χώρες οι οποίοι αντιστέκονται παλεύοντας για μια καλύτερη ποδοσφαιρική αλλά και συλλογική εναλλακτική. Κοινές πορείες με αιτήματα που έχουν να κάνουν με τον περιορισμό των δικαιωμάτων εισόδου και ειρηνικής έκφρασης εντός των γηπέδων[3]. Κινήματα ενάντια σε διοικήσεις είτε για πανάκριβα εισιτήρια, είτε για ξεπούλημα κάθε πτυχής της ιστορίας και του χαρακτήρα της ομάδας[4]. Περιπτώσεις που ολόκληρες γειτονιές έσωσαν την ομάδα τους ή την έκαναν όχημα για να εκφραστούν θέσεις και απόψεις της ευρύτερης κοινότητας[5]. Δεν είναι φυσικά ιστορίες με κάποιο παραμυθένιο τέλος όπου όλοι ζουν καλά και οι οπαδοί ζουν καλύτερα.
Πρόκειται όμως για συλλογικές δράσεις οι οποίες δεν ενδιαφέρονταν να κερδίζει η ομάδα με κάθε κόστος αλλά πολύ περισσότερο να διατηρήσει το χαρακτήρα που ήθελαν γι’ αυτήν οι οπαδοί. Αυτό άνοιξε στις διάφορες περιπτώσεις μια μικρότερη ή μεγαλύτερη αντιπαράθεση με διοικήσεις η οποία διαρκώς επανέρχεται και θα επανέρχεται όσο διατηρείται μια ισορροπία τρόμου μεταξύ παραγόντων που θα κοιτάνε να πουλάνε το προϊόν που λέγεται ποδόσφαιρο και αγνών οπαδών και φιλάθλων που θεωρούν ότι η ομάδα και οι ίδιοι ήταν πριν από τους διοικούντες εκεί και θα βρίσκονται και μετά.
Οπαδικά κινήματα και κινήματα σε γειτονιές και πόλεις που προβλήθηκαν μέσα από τις τοπικές ομάδες δείχνουν ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να γίνει υπό προϋποθέσεις φορέας αλλαγών και υπεράσπισης δικαιωμάτων. Έχει λοιπόν μια σαφώς θετική όψη αυτή η ιστορία και οι όροι σύγκρουσης με την κυρίαρχη πραγματικότητα είναι επί της ουσίας όροι σύγκρουσης μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων, του απλού κόσμου και των αφεντικών των ομάδων, των καπιταλιστών, όσων μεταχειρίζονται ή θέλουν να μεταλλάξουν μια ομάδα σε ένα brand name για να κονομήσουν και στην πορεία αυτή έχουν αρωγούς τα ΜΜΕ και τους μηχανισμούς καταστολής ώστε να εμφανιστούν ως σωτήρες τη στιγμή που είναι οι νεκροθάφτες της μπάλας.
Δύο διαφορετικοί κόσμοι
Φυσικά δεν ενδιαφέρει όλους τους οπαδούς μια τέτοια αντίληψη ή προσπάθεια χτισίματος κοινών δράσεων, δικτύων ή δεσμών αλληλεγγύης. Η πλειοψηφία θέλει να μπορεί να πάει σε ένα αξιοπρεπές γήπεδο να δει ένα παιχνίδι πληρώνοντας ένα φθηνό εισιτήριο και να μην φρικάρει με διαιτησίες και στημένα. Όμως ακόμα και μια προσπάθεια για τα στοιχειώδη, πόσο μάλλον παρέμβασης και χτισίματος μιας διαφορετικής αντίληψης, ανοίγει μέτωπα με συμφέροντα που πολλές φορές κρύβονται ή και ανθίζουν μέσα στους ίδιους τους συνδέσμους οπαδών.
Οι οπαδικοί στρατοί δεν θέλουν να ασκείται κριτική στις διοικητικές αποφάσεις, καταστέλλουν αντίθετες γνώμες χωρίς να ενδιαφέρονται πραγματικά για την ομάδα ή για το περιεχόμενο και το νόημα των όσων βλέπουν. Ενδιαφέρονται να αυγατίζουν οι δουλειές του αφεντικού και να εξοντωθεί κάθε αντίπαλος, εσωτερικός και εξωτερικός. Είναι και αυτοί απέναντι μαζί με τις κυβερνήσεις που νομοθετούν τρύπιους νόμους και τις διοικήσεις που έχουν βουλιάξει την κατάσταση όσο δεν πάει. Οπότε μιλάμε ουσιαστικά για δύο διαφορετικούς κόσμους.
Ζούμε σε μια χώρα και σε μια περίοδο που η ανεργία ειδικά στα νεολαιίστικα στρώματα χτυπά «κόκκινο»[6]. Οι διέξοδοι είναι μηδαμινοί και ένα χαρτζιλίκι για καμιά μικροδουλειά μέσω των παρατρεχάμενων των ΠΑΕ μπορεί να είναι δελεαστικό καμία φορά. Την ίδια στιγμή ένα σκεπτόμενο κομμάτι της εξέδρας αναγνωρίζει στις διοικήσεις αυτούς που και στην καθημερινότητα τους ευθύνονται για την εκμετάλλευση και τις αυταρχικές πολιτικές που εφαρμόζονται.
Κοινές προτάσεις, κοινά συμφέροντα
Δίχως τους οπαδούς το ποδόσφαιρο δεν είναι τίποτα και η βιομηχανία του ποδοσφαίρου δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτούς. Δίχως την ενεργή συμμετοχή της εξέδρας την οποία αφορά άμεσα σε πρώτη φάση το πράμα, δεν έχουν νόημα οι γενικόλογες εξαγγελίες και τα πολιτικά προτάγματα περί κάθαρσης, ερασιτεχνισμού και ανατροπής σε ένα κάποιο άγνωστο μέλλον. Περισσότερα ενώνουν παρά χωρίζουν τους οπαδούς και τους φιλάθλους και οι προτάσεις που πέφτουν στο τραπέζι χρειάζεται να απευθύνονται σε αυτό το κοινό συμφέρον.
- Πρώτα απ’ όλα το υγιές κομμάτι της εξέδρας χρειάζεται να πάρει θέση για όσα συμβαίνουν και μέσα στους συνδέσμους. Οι ίδιοι οι οπαδοί να ελέγξουν και να διαχωρίσουν τη θέση τους από τις μαφιόζικες και δολοφονικές πρακτικές, το εμπόριο ναρκωτικών και ότι άλλο καμουφλάρεται κάτω από τη λογική «πάνω από όλα η ομάδα». Το κλείσιμο δεν είναι η απάντηση σε όλα, κάθε περίπτωση χρειάζεται να εξετάζεται ξεχωριστά.
- Οι σύνδεσμοι ή οι λέσχες – όπως τις ονομάζει ο νέος Αθλητικός Νόμος – δεν πρέπει να έχουν καμία σχέση με τις ΠΑΕ/ΚΑΕ. Δεν πρέπει να απαιτείται η άδειά τους για την ίδρυση τους αλλά και να μην υπάρχει καμία απολύτως διοικητική ή οικονομική σχέση μεταξύ τους αλλά απόλυτη ανεξαρτησία.
- Σύνδεσμοι που δεν αφήνουν περιθώριο δοσοληψιών με ταγούς των διεφθαρμένων διοικήσεων και υπερασπίζονται το συλλογικό δικαίωμα στην έκφραση είναι σημαντικό να μάχονται ιδεολογίες μίσους, ρατσισμού, νεοναζιστικές μαζώξεις και κάθε είδος μισαλλοδοξίας και διαχωρισμού. Η αντιπαλότητα έχει να κάνει με το αγωνιστικό κομμάτι το οποίο διαρκεί 90’. Να βγάζουμε τα λαρύγγια μας λοιπόν αλλά όχι τα μάτια μας είναι το θεμιτό και όσοι δεν το δέχονται, πόσω μάλλον καλλιεργούν το αντίθετο δεν μπορεί να είναι ευπρόσδεκτοι.
- Τέλος στο βαθμό που χτίζεται και δυναμώνει ένα κίνημα οπαδικής αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας οι ίδιοι οι οπαδοί να περιφρουρούν την εξέδρα τους απέναντι στην αστυνομοκρατία και τις προκλήσεις ανεγκέφαλων εντός και εκτός.
- Οι οπαδοί και οι φίλαθλοί δεν είναι εν δυνάμει εγκληματίες και δεν υπάρχει λόγος να φακελώνεται οποιοσδήποτε επιθυμεί να πάει γήπεδο. Αυτό δεν λειτούργησε πουθενά τουλάχιστον για τους λόγους για τους οποίους επικαλείται η πολιτεία ότι θέλει να εφαρμόσει μέτρα τύπου Κάρτα Φιλάθλου (με το ανάλογο χαράτσι βέβαια). Άλλωστε ηλεκτρονικό εισιτήριο ήδη υπάρχει.
- Το γήπεδο είναι χώρος κοινωνικοποίησης και ελεύθερης έκφρασης. Ο αθλητισμός είναι μέρος του πολιτισμού και όχι εμπόρευμα. Πρέπει να είναι προσιτός σε όλους και όλοι να μπορούν εκφράζουν την κριτική τους ή την αλληλεγγύη τους με πολιτικά και άλλα μηνύματα. Φθηνα εισιτήρια, ανοιχτές εγκαταστάσεις στις τοπικές κοινωνίες.
- Οι οπαδοί οι οποίοι θέλουν να ακολουθούν την ομάδα τους να μπορούν να το κάνουν δίχως την απειλή μπλόκων, κυνηγητού και καταστολής. Άρση της απαγόρευσης των μετακινήσεων σημαίνει μαζικότερη προσέλευση στα γήπεδα, σημαίνει ατμόσφαιρα , σημαίνει τελικά αναβάθμιση και του ίδιου του ποδοσφαιρικού θεάματος.
- Τα οικονομικά ανοίγματα και την κακοδιαχείριση να την πληρώνουν οι διοικήσεις που έχουν και την ευθύνη των αποφάσεων με την ανοχή της πολιτείας και όχι ο κόσμος και ο ερασιτέχνης που δεν έχουν καμία συμμετοχή στο τρόπο που διοικείται η ομάδα. Αν οι επίσημες διοικήσεις δεν μπορούν, υπάρχουν και άλλα μοντέλα διοίκησης μιας ομάδας τα οποία μπορεί να μην εγγυώνται αγωνιστικές επιτυχίες όμως, εφόσον στηριχτούν στο έλεγχο από τη βάση και την οικονομική διαφάνεια, δίνουν μια προοπτική υγείας, ενεργού συμμετοχής και αυτοδιαχείρισης.
- Τα γήπεδα δεν χτίζονται τσάμπα. Βέβαια οι «επενδυτές» που πουλάνε ιστορία και υποσχέσεις για επιτυχίες περιμένουν την κρατική χρηματοδότηση για την ανέγερση γηπέδων-τεράτων σε αστικές περιοχές που δεν αντέχουν τέτοιο σχεδιασμο. Επίσης είναι αναγκαίο ένα μαζικό πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων για την ανακατασκευή των ήδη υπαρχόντων εγκασταστάσεων με στόχο την ποιοτική αναβάθμιση του παιχνιδιού, των υπηρεσιών προς τους φιλάθλους αλλά και της παροχής σύγχρονων αθλητικών χώρων σε ερασιτεχνικά σωματεία και πολίτες.
Η λύση βρίσκεται στην κοινή συλλογική δράση
Η αλήθεια είναι ότι μέσα σε ένα κοινωνικό σύστημα που πατάει πάνω στην ανισότητα, την εκμετάλλευση και τη συστηματοποίηση της διαφθοράς δεν είναι καθόλου εύκολο – μάλλον ανέφικτο – να έχει κανείς ορισμένα θετικά αποτελέσματα με μόνιμο χαρακτήρα. Ο αθλητισμός που θα είναι από τους αθλητές για τους αθλητές και από τους οπαδούς για τους οπαδούς θα χρειαστεί να χτιστεί ως μέρος της μάχης ενός ευρύτερου κινήματος κοινωνικής αλλαγής και συλλογικών δράσεων που θα συγκρούονται με το κυρίαρχο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο καταπίεσης του σύγχρονου καπιταλισμού.
Έχοντας ωστόσο πει αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε το «εδώ και τώρα» της υπόθεσης. Υπάρχουν ζητήματα τα οποία πρέπει να παλευτούν – και παλεύονται ως ένα βαθμό – με μικρά ή μεγαλύτερα κάθε φορά καθημερινά βήματα, με μικρά ή μεγαλύτερα καθημερινά αιτήματα και κοινές δράσεις οι οποίες συνδέουν την άμεση ανάγκη για ελεύθερη έκφραση, ένα καθαρότερο ποδόσφαιρο μακριά από την εμπορευματοποίηση και το πρότυπο του φιλάθλου-πελάτη και τη μάχη για μια εναλλακτική εξέδρα που μάχεται το φασισμό με την προοπτική ενός ποδοσφαίρου που θα ανήκει σε όλους μας. Οι πρωτοβουλίες από ομάδες όπως οι Radical Fans United, το HUMBA και οι Refuse to Lose είναι τέτοιες στην Ελλάδα ενώ στην Ευρώπη η κοινή οπαδική δράση είναι πολύ πιο ανεπτυγμένη.[7]
Οι αφορισμοί παραδίδουν το ποδόσφαιρο στα χέρια των μεγαλοεπιχειρηματιών
Είναι εύκολο να απορρίπτει κανείς το πεδίο του σύγχρονου ποδοσφαίρου ως συλλήβδην διεφθαρμένο και ως κάτι με το οποίο ασχολούνται μονάχα ορισμένα «καμένα μυαλά» ή ως το όπιο του λαού που το μόνο που κάνει είναι να κοιμίζει ή να αποπροσανατολίζει τις μάζες.
Η δράση όμως μέσα από οπαδικά κινήματα ή στο όνομα μιας εναλλακτικής οπαδικής κουλτούρας δεν είναι ανάγκη να υιοθετεί τα πιο επαναστατικά συνθήματα για να ασχοληθεί η Αριστερά ενεργά, να παρέχει μέσα και εργαλεία στο οπαδικό κίνημα και να επιδιώξει διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας. Ορισμένες δε από τις θέσεις και τις απόψεις των παραπάνω συλλογικοτήτων πατάνε στη γη πολύ γερά και θέτουν εκ των πραγμάτων το ζήτημα της σύγκρουσης με την παρούσα άρρωστη κατάσταση. Τέλος δεν αρκεί η Αριστερά να θέτει το ζήτημα του ερασιτεχνικού αθλητισμού ως κάτι που θα λυθεί στο σοσιαλιστικό μέλλον και έτσι να νίπτει τας χείρας. Από την άλλη να μας είναι και ξεκάθαρο ότι η προσπάθεια απλής διαχείρισης του προβλήματος οδηγεί στην υποταγή και στις πελατειακές σχέσεις με ποδοσφαιρικά τζάκια, όπως συνέβη στην περίπτωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Το ποδόσφαιρο όπως είναι σήμερα είναι αντανάκλαση όσων το διοικούν και αποφασίζουν για αυτό, δεν είναι όμως το ποδόσφαιρο που αξίζουμε και θέλουμε όλοι εμείς.
Σημειώσεις
[1] παραπομπή στο 1ο μέρος
[2] παραπομπή στο 2ο μέρος
[3] https://www.youtube.com/watch?v=dfmnWLZBAhw
[4] https://www.youtube.com/watch?v=4H1rnO7jx1M, https://www.youtube.com/watch?v=Z_9dRlCdD3g, https://www.youtube.com/watch?v=YuzgyQKLB5o
[5] https://www.youtube.com/watch?v=XXI6oWjlV8M, https://www.youtube.com/watch?v=FzhEt7VXS_c
[6] http://www.aftodioikisi.gr/ergasiaka-ypallilwn-ota/eurostat-sto-235-anergia-stin-ellada-ton-ianouario-tou-2017/
[7] http://www.humbazine.gr/, http://www.rfu.gr/, http://www.supporters-direct.org/homepage/what-we-do/europe-2
Σχετικά άρθρα