Μικροαστικός ριζοσπαστισμός και εργατική ηγεμονία: Το «δράμα» της σημερινής Ριζοσπαστικής Αριστεράς

Του Ανέστη Ταρπάγκου

Από τις μικροαστικές στις λαϊκές εργατικές εκπροσωπήσεις

Ο ΣΥΡΙΖΑ σ’ ολόκληρη την προηγούμενή του πορεία μέχρι την κοινοβουλευτική αναμέτρηση του Ιουνίου 2013 που τον ανέδειξε σε αξιωματική αντιπολίτευση, είχε πολιτευθεί ως πολιτική δύναμη της αντινεοφιλελεύθερης αντιπολίτευσης, ενός; μικροαστικού ριζοσπαστισμού, κληροδοτημένου από την ιστορική πορεία του ανανεωτικού αριστερού ρεύματος. Βέβαια στις τάξεις του ενυπήρχε το ρεύμα του εργατικού και αντισυστημικού ριζοσπαστισμού, που διαδραμάτιζε μάλιστα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην συγκρότηση και τις παρεμβάσεις του, εντούτοις όμως δεν αντιπροσώπευε την πλειονότητα των δυνάμεών του, των στρωμάτων δηλαδή της διανοητικής εργασίας του δημόσιου τομέα, και των παραδοσιακών μικροαστικών μερίδων της διανοητικής εργασίας. Εντούτοις το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουνίου 2012, που κατέγραψε τον εξαπλασιασμό της πολιτικής του επιρροής, στάθηκε μια καθοριστική τομή για τον ίδιο, για το αριστερό κίνημα, για τις λαϊκές εργατικές δυνάμεις.

Η ανάδειξη του ζητήματος της εξουσίας και της κυβερνητικής διαχείρισης συνέτεινε στην εμπέδωση του ούτως ή άλλως ηγεμονικού στους κόλπους του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, προκαλώντας από εκεί και πέρα και μέχρι σήμερα αποκρυσταλλώσεις στην πολιτική του φυσιογνωμία σ’ όλα τα επίπεδα. Ωστόσο όμως, το εκλογικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ, μετασχηματίστηκε σε τεράστιο βαθμό : Ενώ μέχρι τότε έκφραζε εκλογικά διανοητικά τμήματα των μικροαστικών τάξεων (και δευτερευόντως στρώματα της εργατικής τάξης), στις εκλογές του Ιουνίου 2012 ο σχηματισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς μετατράπηκε σε υποδοχέα της πολιτικής προτίμησης ευρύτατων πληβειακών, εργατικών λαϊκών στρωμάτων, που προήλθαν από την προς «τα αριστερά» μετατόπιση της εργατικής κοινωνικής βάσης της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας.

Έτσι προέκυψε μια θεμελιακή αντίφαση που αντιπροσωπεύει και το σημερινό «δράμα» του αριστερού λαϊκού κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ : Από τη μια πλευρά ένα εκλογικό ακροατήριο για πρώτη φορά πληβειακού εργατικού χαρακτήρα (τη στιγμή που η εργατική τάξη εκφράζονταν ιστορικά κυρίως μέσα από τη σοσιαλδημοκρατία και το κομμουνιστικό κίνημα, ενώ η Ριζοσπαστική Αριστερά αποσπούσε την εκλογική προτίμηση μικροαστικών δυνάμεων της διανοητικής εργασίας). Από την άλλη πλευρά ένας πολιτικός σχηματισμός που συνεχίζει να κυριαρχείται από την πολιτική γραμμή του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, ο οποίος έχει μεν μια θετική στοιχειακή συνεισφορά στο λαϊκό εργατικό κίνημα (π.χ. ανθρωπιστική ασπίδα για τα εξαθλιωμένα τμήματα του πληθυσμού, δημοκρατική αναμόρφωση του αστικού πολιτειακού συστήματος, συμβολή στην διατήρηση των δημόσιων κοινωνικών αγαθών, επαναφορά κατώτατου μισθού της ΕΓΣΣΕ) εντούτοις όμως είναι ανεπαρκής να απαντήσει στα μείζονα κοινωνικά ζητήματα που έχουν προκληθεί από την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και τις πολιτικές των μνημονίων (μαζική ανεργία, στασιμότητα και οικονομική ύφεση, κατακόρυφη μείωση μισθών και συντάξεων, κατάρρευση του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος κλπ.).

Κατά συνέπεια το μείζον πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό ζήτημα που αναδεικνύεται είναι η αναγκαιότητα αντιστοίχησης του πολιτικού ριζοσπαστικού υποκειμένου στις ανάγκες, επιδιώξεις και προσδοκίες του εκλογικού πληβειακού του ακροατηρίου. Όσο διατηρείται αυτή η αντινομία τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, τόσο αναπαράγονται και διευρύνονται οι αντιφάσεις που εκδηλώνονται στην πολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ. Οι παρεμβάσεις των «ελάχιστων στόχων» που προβάλλονται, παρόλη βέβαια την προφανή τους αναγκαιότητα, κινούνται στην περιφέρεια της εταιρικής καπιταλιστικής οικονομίας (εφόσον άλλωστε τα μικροαστικά στρώματα της πνευματικής εργασίας απασχολούνται είτε στο δημόσιο τομέα, είτε σε ελεύθερα επαγγέλματα, και άρα βρίσκονται εκτός του πλαισίου της καπιταλιστικής παραγωγής), καθώς και εντός του ασφυκτικού και αποπνικτικού ευρωπαϊκού οικονομικού και νομισματικού πλαισίου, που συντείνει στην επισώρευση αδιεξόδων και καθιστά τις λαϊκές αριστερές λύσεις ανέφικτες (πάντοτε τα μικροαστικά τμήματα της διανοητικής εργασίας ήταν προσαρτημένα στην λογική της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης που προωθούσε η ελληνική αστική τάξη, με την οποία άλλωστε ποτέ δεν είχαν έρθει σε ρήξη και αντιπαράθεση).

Αντινομίες και αντιφάσεις του μικροαστικού ριζοσπαστισμού

Επόμενο είναι άρα ο μικροαστικός ριζοσπαστισμός να αποδεικνύεται ανίσχυρος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα οξύτατα λαϊκά εργατικά ζητήματα, και έτσι να γεννά συνεχώς αντιφάσεις και αμφισημίες, μεταξύ των οποίων μπορεί να σταχυολογήσει κανείς ενδεικτικά:

1) Ο εκλογικισμός υπήρξε μια μόνιμη σταθερά, τη στιγμή που η κυβερνητική συμπαράταξη της κοινωνικής εγκληματικότητας είχε ευρύτερη αστική υποστήριξη (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ).

2) Ο κυβερνητισμός, η με κάθε τρόπο δηλαδή συμμετοχή στην άσκηση της πολιτικής διακυβέρνησης, συνοδεύεται από την ανομολόγητη ή ομολογημένη επιδίωξη κυβερνητικών συμμαχιών με δυνάμεις της κεντροαριστεράς και της λαϊκής δεξιάς.

3) Ο κοινοβουλευτισμός αναδείχθηκε στο ύψιστο επίπεδο της ταξικής διαπάλης, ενώ για το αριστερό κίνημα το πρωταρχικό πεδίο των ταξικών αντιπαραθέσεων στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο κατέχει την προτεραιότητα, χωρίς προφανώς να υποβαθμίζεται ο δευτερογενής κοινοβουλευτικός αγώνας.

4) Το δημόσιο χρέος και η αποπληρωμή του αναγορεύθηκαν σε «εθνική υποχρέωση», ενώ είναι ταξικό και επαχθές, κι’ αν κάποιος πρέπει να πληρώσει ό,τι του αντιστοιχεί είναι η αστική τάξη με την δήμευση της κερδοφορίας της (αντί να δημεύονται τα εισοδήματα και οι κατοικίες της εργατικής τάξης).

5) Η άμεση διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες, σε μια υποθετική διεθνή συνδιάσκεψη για το χρέος, όπου το όποιο «κούρεμά» του εναπόκειται στην καλή θέληση του γερμανικού ιμπεριαλισμού και του αμερικανικού ιμπέριουμ.

6) Η αποπληρωμή των δόσεων των τοκοχρεολυσίων με «ρήτρα ανάπτυξης» στερεί την ελληνική οικονομία από τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους, που είναι απόλυτα αναγκαίοι για την άσκηση δημόσιας επενδυτικής και κοινωνικής πολιτικής.

7) Η αναγκαία ανάταξη της ελληνικής οικονομίας εκχωρείται ως το αποκλειστικό πεδίο δράσης του επιχειρηματικού κεφαλαίου, που είναι αυτό ακριβώς που προκαλεί την συνεχή επενδυτική αποχή και την ανακυκλούμενη κοινωνική καταστροφή.

8) Η πλήρης ακύρωση των μνημονίων και όλων των εφαρμοστικών τους νόμων έδωσε τη θέση της στην αντικατάσταση των μνημονίων με ένα εθνικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, με μόνη αλλαγή την αποκατάσταση του βασικού μισθού, χωρίς να θίγονται οι υπόλοιπες μνημονιακές διατάξεις (κατάργηση 13ου και 14ου μισθού, μείωση των μισθών και των συντάξεων, επιβολή χαρατσιών στα εργατικά εισοδήματα και κατοικίες κ.ά.), ούτε ο καπιταλιστικός χαρακτήρας των οικονομικών δομών του εταιρικού τομέα των επιχειρήσεων.

9) Η λειτουργία της ελληνικής οικονομίας στο αποκλειστικό πλαίσιο της ευρωζώνης κατέστη μονόδρομος, με την εκχώρηση της εξουσίας άσκησης της οικονομικής, αναπτυξιακής, νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής στα κέντρα της υπερεθνικής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, και την επιβολή δρακόντειων ποινών σε οποιαδήποτε περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση δεν συμμορφωνόταν με τις επιταγές του γαλλικού, γερμανικού, αγγλικού κεφαλαίου.

10) Οι εκατοντάδες επιχειρήσεις και εργοστάσια που κλείνουν εγκαταλείπονται στην τύχη τους, χωρίς επαναλειτουργία τους με δημόσια κυριότητα και εργατικό έλεγχο, κοινωνικοποιημένη ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους και κυκλοφορία των προϊόντων τους έξω από τους νόμους του καπιταλιστικού ανταγωνισμού της αγοράς.

11) Η επεξεργασία του μεσοπρόθεσμου κυβερνητικού προγράμματος της Αριστεράς ανατίθεται σε επιμέρους «επιτροπές σοφών», δηλαδή μικροαστών τεχνοκρατών χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση, ενώ οι δημοκρατικές συλλογικές διαδικασίες του λαϊκού και εργατικού κινήματος τίθενται στο περιθώριο.

12) Η πλήρης επαναφορά των κοινωφελών επιχειρήσεων στην δημόσια ιδιοκτησία και κοινωνικό έλεγχο, χωρίς αποζημίωση των ιδιωτών επιχειρηματιών που συμμετείχαν στην ιδιωτικοποίησή τους, αντικαθίσταται από εκχωρήσεις δημοσίων επιχειρήσεων με «διακρατικές συμφωνίες» και την δρομολόγηση ΣΔΙΤ με ιδιωτικές διεθνείς κοινοπραξίες.

13) Το γεγονός ότι το νεοναζιστικό ρεύμα αντιμετωπίζεται με όρους θεσμικούς και με συμμαχίες του «δημοκρατικού» συνταγματικού τόξου, τη στιγμή που η αντιμετώπιση της μιας πλευράς του νομίσματος της αστικής πολιτικής είναι προφανώς η ποινική εγκληματικότητα της ΧΑ, ενώ όμως ταυτόχρονα η αντιμετώπιση της άλλης πλευράς του νομίσματος της κοινωνικής εγκληματικότητας των μνημονιακών συγκυβερνήσεων κατέχει πρωταρχική θέση.

14) Η προαγωγή της κυρίαρχης συγκρότησης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς με όρους τοπικών – εδαφικών πολιτικών μορφοποιήσεων και η εγκατάλειψη των μορφών της εργατικής πολιτικής συγκρότησης στο πεδίο των ταξικών ανταγωνισμών στην καπιταλιστική και ευρύτερη οικονομία, στους μεγάλους χώρους παραγωγής και στους βασικούς κλάδους, με όρους συμμετοχής του συνόλου των κατηγοριών του «συλλογικού εργαζόμενου», κατά το φωτεινό υπόδειγμα του μεταπολιτευτικού εργοστασιακού συνδικαλισμού.

Αντιστοίχηση πολιτικού υποκειμένου και εκπροσωπήσεων

Το ζήτημα που τίθεται δεν είναι η δρομολόγηση ενός εγχειρήματος κυριάρχησης του λαϊκού αντικαπιταλισμού, του εργατικού αντισυστημισμού και ο εξοβελισμός του μικροαστικού ριζοσπαστικού ρεύματος. Απεναντίας το θέμα είναι η ισότιμη συναρμογή τους στο ριζοσπαστικό πολιτικό μέτωπο που αντιπροσωπεύει ο ΣΥΡΙΖΑ, στα σίγουρα με εντάσεις και αντιπαραθέσεις, αλλά και με την δυνατότητα δημοκρατικών διαλεκτικών συνθέσεων, που προφανώς κατοχυρώνουν τις επιδιώξεις του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, αλλά εξίσου διασφαλίζουν τις σοσιαλιστικές επιδιώξεις, αναφορές και πρακτικές του εργατικού αντικαπιταλιστικού ρεύματος. Ακόμη και στην περίπτωση που η Ριζοσπαστική Αριστερά αντιστοιχούνταν πλήρως στο εργατικό λαϊκό εκλογικό της ακροατήριο, και μετασχηματίζονταν έτσι σε έναν εργατικό αντικαπιταλιστικό πολιτικό σχηματισμό, αυτός δεν θα μπορούσε να εξοβελίσει το ρεύμα του μικροαστικού ριζοσπαστισμού και να το τοποθετήσει «απέναντι», αλλά θα όφειλε να συνθέσει σταθερά, ισότιμα και με συνέπεια μαζί του.

Άρα κυρίαρχο ερώτημα είναι το πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτή η νέα ισορροπία ισοτιμίας ανάμεσα στον μικροαστικό ριζοσπαστισμό και στον λαϊκό αντικαπιταλισμό στα πλαίσια του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ. Είναι φανερό ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί με την αλλαγή των συσχετισμών εντός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως είναι σήμερα διαμορφωμένοι, γιατί δεν πρόκειται για ζήτημα ιδεολογικής ή πολιτικής πειθούς, αλλά για θέμα ταξικού χαρακτήρα, δηλαδή διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων και επιδιώξεων των μικροαστικών στρωμάτων της πνευματικής εργασίας και των λαϊκών πληβειακών τμημάτων της εκτελεστικής εργασίας. Αυτά δεν είναι αλληλοαποκλειόμενα ή αντιτιθέμενα μεταξύ τους, εντούτοις όμως είναι σαφώς διαφοροποιημένα, δυνάμενα βέβαια να συντεθούν, χωρίς την επικυριαρχία των μεν επί των δε.

Η οποιαδήποτε αλλαγή των συσχετισμών μεταξύ αυτών των δύο ρευμάτων δεν μπορεί να προέλθει παρά από το «εξωτερικό περιβάλλον» του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή από την κίνηση, τις διεργασίες και τις μορφές κινητοποίησης των λαϊκών εργαζομένων τάξεων, που σε σημαντικό βαθμό εκπροσωπούνται εκλογικά από αυτόν. Τα προβλήματα ωστόσο εμφανίζονται ακριβώς σ’ αυτό το επίπεδο της αντανάκλασης των κοινωνικών λαϊκών διεργασιών εντός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, και δεν έχουν να κάνουν με την ανυπόστατη επιχειρηματολογία της «ανάθεσης» που χρησιμοποιείται για την αιτιολόγηση πολιτικών πρακτικών του ΣΥΡΙΖΑ. Οι λαϊκές εργατικές δυνάμεις εμφάνισαν μια ανεπανάληπτη κινηματική δυναμική την πρώτη διετία της μνημονιακής πολιτικής (2010 – 12) με τις μεγάλες μαζικές πανεργατικές απεργίες και το κίνημα των πλατειών. Και αυτή η δυναμική μάλιστα στάθηκε ο παράγοντας που έδωσε σ’ αυτόν την φαντασμαγορική εκλογική ώθηση.

Από εκεί και πέρα ήρθαν στην επιφάνεια δύο παράμετροι καθοριστικής σημασίας: Από τη μια πλευρά οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες για την εργατική τάξη επιδεινώθηκαν τα μέγιστα, κυρίως με την μείωση του εισοδήματος και της αλματώδους αύξησης της ανεργίας, πράγματα που επιδρούν πλέον παραλυτικά για την απεργιακή κινητοποίηση της μισθωτής εργασίας, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα της εργασίας. Από την άλλη πλευρά εκείνο που ήταν αναμενόμενο ήταν η πολιτική επανατροφοδότηση της λαϊκής κινηματικής  δυναμικής από την μεγάλη αύξηση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο το πολιτικό υποκείμενο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, αντί να λειτουργήσει ως τροφοδότης της ανάταξης των λαϊκών εργατικών αντιστάσεων, χρησιμοποιώντας την διευρυμένη του επιρροή (μετατροπή δηλαδή του εκλογικού σώματος σε κοινωνικό κίνημα), την θεώρησε ως «εφαλτήριο» για την ανάδειξη στην πολιτική διακυβέρνηση, με όρους εκλογικισμού και κυβερνητισμού, πράγμα που επέφερε την ένταση του φαινομένου της αντικειμενικής παράλυσης του εργατικού κινήματος. Μάλιστα στη σημερινή συγκυρία οποιαδήποτε τέτοια αντίληψη επανατροφοδότησης του κοινωνικού από το πολιτικό έχει πλήρως εγκαταλειφθεί (αν υπήρξε ποτέ), και την θέση της έχει πάρει το μικροαστικό τρίπτυχο «εκλογικισμός – κοινοβουλευτισμός – κυβερνητισμός».

Συμπερασματικά εκείνο που απαιτείται προκειμένου να ενισχυθεί το λαϊκό αντικαπιταλιστικό ρεύμα, και να αναδιατάξει τις σχέσεις του με το μικροαστικό ριζοσπαστικό ρεύμα, είναι η διαμόρφωση «γεφυρών» ανάμεσα στις εργατικές αντισυστημικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και στον λαϊκό εργατικό κόσμο της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μια τέτοια κίνηση είναι σε θέση να συμβάλλει καίρια στην ανάταξη της λαϊκής κινηματικής δυναμικής και να επιφέρει την αντανάκλασή της εντός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, γέρνοντας την πλάστιγγα προς την πλευρά του λαϊκού αντισυστημικού ρεύματος, και διασφαλίζοντας τους όρους της ηγεμονίας του.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,282ΥποστηρικτέςΚάντε Like
989ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
436ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα