Την Τετάρτη 17 Φλεβάρη εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές πλημμύρισαν τις πόλεις της Μιανμάρ, στη μαζικότερη μέρα αντίστασης ως τώρα, στο στρατιωτικό πραξικόπημα της 1ης Φλεβάρη. Στην πρωτεύουσα Ρανγκούν οι διαδηλωτές μπλόκαραν από νωρίς το πρωί κάθε μεγάλη διασταύρωση, παραλύοντας την κυκλοφορία και νεκρώνοντας όλους τους εργασιακούς χώρους. Σε μια έκρηξη δημιουργικότητας και χιούμορ, παρατούσαν αμάξια, ποδήλατα και μηχανές στη μέση κάθε δρόμου, ώστε να καταστεί αδύνατη η προσέγγιση οχημάτων του στρατού και της αστυνομίας.
Μαζική αντίσταση
Αυτή ήταν η αποστομωτική απάντηση στον δικτάτορα στρατηγό Μιν Αούνγκ Χλάινγκ, που μια μέρα πριν, την Τρίτη 16 Φλεβάρη, σε συνέντευξη τύπου δήλωνε βέβαιος πως η συντριπτική πλειοψηφία των 54 εκατομμυρίων κατοίκων της χώρας υποστηρίζει τον στρατό.
Είχαν προηγηθεί δύο βδομάδες με καθημερινές διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες και απεργιακές κινητοποιήσεις, παρά τα περιοριστικά μέτρα για τον covid 19 και τη χουντική απαγόρευση της κυκλοφορίας και των συγκεντρώσεων περισσότερων από πέντε ατόμων.
Την προηγούμενη βδομάδα οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό 70 νοσοκομείων και ιατρικών κέντρων σε 30 πόλεις της Μιανμάρ, είχαν ξεκινήσει απεργία διαρκείας ενάντια στο πραξικόπημα! Ακολούθησαν οι κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών, των τραπεζοϋπαλλήλων, των δικηγόρων, των δημοσίων υπαλλήλων και των φοιτητών. Παράλληλα, δημιουργήθηκε σελίδα στο Facebook με τον τίτλο «Κίνημα Πολιτικής Ανυπακοής», που από την πρώτη κιόλας μέρα απέκτησε 150.000 ακολούθους!
Η δημοκρατική «βιτρίνα» έσπασε
Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 1ης Φλεβάρη έβαλε ένα τέλος στους «πειραματισμούς» εκδημοκρατισμού, που ο ίδιος ο στρατός είχε εγκαινιάσει πριν 10 χρόνια. Το 2011 –μετά από σχεδόν πενήντα χρόνια εναλλασσόμενων ανοικτών στρατιωτικών δικτατοριών– οι στρατηγοί, πιεσμένοι από τις πολυεθνικές που εδρεύουν στη χώρα και τους δυτικούς καπιταλιστές, επανασχεδίασαν το πολιτικό σκηνικό ώστε να συνεχίσουν οι ίδιοι να κινούν τα νήματα, κρυμμένοι όμως πίσω από μια «κουρτίνα» δημοκρατικότητας.
Έγραψαν τότε ένα καινούργιο Σύνταγμα που εξασφάλιζε τον εσαεί έλεγχο του στρατού στα τρία υπουργεία-κλειδιά (Άμυνας, Εσωτερικών και Εξωτερικών) και προέβλεπε πως το 25% των βουλευτικών εδρών θα αποδίδονταν σε στρατιωτικούς, επιλεγμένους μάλιστα προσωπικά από τον Αρχηγό του στρατού! Τέλος, κατοχύρωσαν με ειδική συνταγματική πρόβλεψη την πλήρη αυτονομία του στρατού και την απόλυτη ασυλία απέναντι σε οποιαδήποτε καταγγελία!
Ένα προληπτικό πραξικόπημα
Την 1η Φλεβάρη, ο στρατός συνέλαβε την ηγέτιδα της χώρας, Αούνγκ Σαν Σοούου Κιγί, και άλλα στελέχη του κόμματός της («Εθνική Ένωση για τη Δημοκρατία»), που είχε επικρατήσει πανηγυρικά στις εκλογές του περασμένου Νοέμβρη, καταλαμβάνοντας 396 από τις 476 κοινοβουλευτικές έδρες. Οι Στρατηγοί, δήλωσαν προσχηματικά, πως… υποχρεώθηκαν να οργανώσουν το πραξικόπημα για να υπερασπίσουν υποτίθεται τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών απέναντι στην εκτεταμένη εκλογική νοθεία, για την οποία δεν παρουσίασαν όμως καμιά απόδειξη. Υποσχέθηκαν μάλιστα πως το πραξικόπημα θα έχει ημερομηνία λήξης σε ένα χρόνο με την οργάνωση νέων γενικών εκλογών – κανείς βέβαια δεν τους πιστεύει.
Αν κάποιος δει τα γεγονότα επιφανειακά, είναι πιθανό να μη βγάλει νόημα. Γιατί η Κιγί, μπορεί να είχε κερδίσει το Νόμπελ Ειρήνης το 1991 για την εναντίωσή της στη στρατιωτική δικτατορία, αλλά από το 2016 κυβερνούσε τη Μιανμάρ αποδεχόμενη ουσιαστικά το ιδιότυπο καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας του στρατού.
Προχώρησε μάλιστα κι ένα βήμα παραπέρα, όταν δεν έκανε τίποτα για να παρεμποδίσει την σφαγή των Ροχίγκια. Οι Ροχίνγκια αποτελούν εθνική μειονότητα περίπου ενός εκατομμυρίου ανθρώπων η οποία είναι συστηματικά θύμα εκστρατειών εθνοκάθαρσης, με την τελευταία να έχει λάβει χώρα την περίοδο 2017-8. Κι επίσης όταν το 2019 υπερασπίστηκε αυτές τις πρακτικές του στρατού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης!
Οι Στρατηγοί έδρασαν τώρα, ορμώμενοι από την λογική «το προλαμβάνειν είναι προτιμότερο από το θεραπεύειν». Η ανησυχία τους δεν πηγάζει από την Κιγί και το Κόμμα της, αλλά από αυτά που είδαν να συμβαίνουν στο γειτονικό Χονγκ Κονγκ και στην Ταϋλάνδη. Κι από αυτά που οσφραίνονται ως διεργασίες ριζοπαστικοποίησης στη συνείδηση των παλιότερων αλλά και των νεότερων γενιών στην Μιανμάρ, κάτω από τον διπλό οδοστρωτήρα της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης.
Όμως η παρέμβασή τους είναι πιθανό να φέρει τελικά τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που προσδοκούσαν!