Του Χρήστου Κεφαλή*
Στην εφημερίδα Πριν της 4.1.2021 δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Χρήστου Μιάμη με τίτλο «Αστάθμητο, παρέκκλιση, μεσσιανισμός»[1]. Ο αρθρογράφος επικαλείται το σκάκι για να εξάγει μια αντίκρουση των θετικιστικών απόψεων που εκλαμβάνουν την παρούσα καπιταλιστική κοινωνία ως κάτι σταθερό και αιώνιο και μια δικαίωση του αστάθμητου στην εξέλιξη που μας το αποκαλύπτει, σύμφωνα με τον ίδιο, ο μεσσιανισμός.
Η αναφορά του στο σκάκι –ο αναγνώστης θα συγχωρήσει εδώ ένα μακρύ παράθεμα, αλλά δυστυχώς, λόγω του ιδιάζοντος χαρακτήρα της δεν μπορεί να εκτεθεί αλλιώς– έχει ως εξής: «Αν το σκάκι ήταν ένα παιχνίδι κινήσεων εργαλειακά αποτυπωμένων σε ένα πεδίο με λευκές και ερεβώδεις διαδρομές, τότε κάθε μια κίνηση θα αντιστοιχούσε στην αντίθετή της, σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία δράσεων και αντιδράσεων που θα ολοκληρωνόταν οκνηρά, με αμελητέους σπασμούς, σε έναν ήδη γνωστό τερματικό σταθμό. Για τους γνωρίζοντες, εραστές του σκακιού και της επανάστασης, καμία κίνηση σε αυτό δεν απαντάται, από μια ποσοτικά, ανάλογου βεληνεκούς και ευφυίας αντίδραση. Αν ο μηχανισμός που κινεί την σκέψη του σκακιστή θα ήταν τόσο αφόρητα προβλέψιμος, θα αντιστοιχούσε στον μηχανισμό που εκκινεί τον θεολογικό ιστορικό υλισμό, ο οποίος τρεκλίζοντας ράθυμα οδηγείται στον τόπο του μαρτυρίου, σε μια επαναλαμβανόμενη ανάβαση που δεν ολοκληρώνεται με την λύτρωση, αλλά με μια φαντασμαγορική θυσία στον βωμό του εξελικτικισμού».
Αυτή η αναλογία υποστηρίζει, πάλι κατά τον ίδιο, μια θεώρηση της πραγματικότητας στην οποία «Ο ιστορικός υλισμός απαγκιστρώνεται από τον ιστορικισμό, ο μαρξισμός δεν κινείται πλέον από τα νήματα του θετικισμού, η μνήμη απαλλάσσεται από τον κομφορμισμό, ο μεσσιανισμός υποκύπτει στην διαλεκτική της φύσης και της ιστορίας, η άλγεβρα της επανάστασης δεν υπακούει πλέον στους σιδερένιους νόμους του εφικτού, το αστάθμητο γονιμοποιεί μια απρόσμενη γέννηση, το υφιστάμενο αποδημεί, χειραφετώντας το υποκείμενο, από το ανάρμοστο βάρος μιας διηνεκούς αναβολής. Η απροσδόκητη εμφάνιση μιας εκβολής που ακόμη δεν έχει διενεργηθεί αφυπνίζει το υποκείμενο από την χειμερία νάρκη, οι εποχές εναλλάσσονται ακανόνιστα, η κάθαρση της ιστορίας δεν αναδύεται από το κεφάλι του Δία, τα ασπόνδυλα σώματα των καταπιεσμένων, ορθώνονται, ευθυγραμμίζονται προς τον ορίζοντα του ανέλπιστου, ξεπλένονται από την μυρωδιά της φάμπρικας και του ασύλου, φοράνε τα ρούχα μιας φάρσας που δεν είναι πλέον τραγωδία».
Οι αναλογίες του σκακιού με τη ζωή γενικά, και με την πολιτική και τον πόλεμο ειδικότερα, είναι ασφαλώς βάσιμες και συχνά επιτρέπουν γόνιμες συναγωγές και συσχετίσεις. Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν θα βρεθεί έστω και ένας «γνωρίζων εραστής του σκακιού» που θα συνάγει από το σκάκι τα συμπεράσματα του Μιάμη. Απεναντίας, όλοι θα υποψιαστούν ότι ο αρθρογράφος του Πριν δεν έχει και μεγάλη σχέση με το παιχνίδι και ότι αξιοποιεί το σκάκι επίπλαστα για να κολλήσει πάνω του μια έτοιμη, επινοημένη λογική, που σε καμιά περίπτωση δεν απορρέει από το ίδιο το αντικείμενο. Γιατί πραγματικά, να συνδέει κανείς το σκάκι με το μεσσιανισμό, έστω και έναν μεσσιανισμό «που υποκύπτει στη διαλεκτική της φύσης», συνιστά μια προφανή αυθαιρεσία.
Η ουσία του σκακιού αντίθετα είναι ότι αποκλείει κάθε μεσσιανισμό, μαθαίνοντάς μας να προσανατολιζόμαστε στην πραγματικότητα μέσα από μια επαρκή κατανόηση της φύσης της, που είναι πάντα δυναμική και διαλεκτική. Αυτό είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό, καθώς περιλαμβάνει στοιχεία όπως η πρόβλεψη, ο ρεαλισμός, η στάθμιση των δεδομένων, η πειθαρχία στις πραγματικές απαιτήσεις της κατάστασης, η οικονομία δυνάμεων, η θεμελιωμένη πρωτοβουλία, κ.ά., τα οποία απουσιάζουν από κάθε μεσσιανισμό. Σε αυτά τα στοιχεία και τις συνέπειές τους για την επαναστατική πρακτική έχουν αναφερθεί συχνά επιφανείς μαρξιστές που ήταν λάτρεις του παιχνιδιού, ιδιαίτερα ο Τρότσκι. Στη συνέχεια του παρόντος, παίρνοντας αφορμή από το κείμενο του Μιάμη, θα παρουσιάσουμε συνοπτικά μερικά από τα σχετικά μαθήματα του σκακιού.
Το σκάκι και η διαλεκτική
Ο πυρήνας του σκακιού, που το καθιστά ένα μοντέλο της ζωής, μπορεί να εντοπιστεί επιγραμματικά στο διαλεκτικό του χαρακτήρα. Η σκακιστική παρτίδα είναι μια σύγκρουση, μια διαπάλη δυο αντίθετων παρατάξεων, που εξελίσσεται με τη διαλεκτική διαδικασία της θέσης, της αντίθεσης και της σύνθεσης. Βέβαια, αυτό συμβαίνει και σε άλλα παιχνίδια, διανοητικά όπως το τάβλι και τα χαρτιά και ακόμη και σωματικά, όπως το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ. Το σκάκι, ωστόσο, ξεχωρίζει για δυο κυρίως λόγους. Αφενός, απουσιάζει από αυτό πλήρως το στοιχείο της τύχης, που παίζει έναν ουσιαστικό ρόλο στα περισσότερα αθλήματα· αφετέρου υπάρχει ένα λεπτεπίλεπτα διαφοροποιημένο σύνολο κομματιών και κανόνων που συνδέονται μεταξύ τους αρμονικά, δίνοντας γένεση σε μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων, με κοινές αρχές αλλά πολύ ιδιαίτερα και συχνά πρωτότυπα χαρακτηριστικά. Αυτό το περιστατικό δίνει στο σκάκι το μεγάλο του πλούτο και τη διανοητική, εκπαιδευτική αξία.
Αλλά η διαλεκτική στο σκάκι δεν περιορίζεται στη σύγκρουση δυο αντίθετων παρατάξεων. Οι ίδιοι οι κανόνες προβάλλουν συγκρουόμενες απαιτήσεις και τα ποικίλα σκακιστικά μεγέθη και οι αρχές, που παράγονται έμμεσα από αυτούς, είναι επίσης στον ένα ή τον άλλο βαθμό εσωτερικά αντιφατικά. Από τη σύγκρουση του συνόλου αυτών των στοιχείων προκύπτει η αίσθηση του συνδυασμού αρμονίας και παραδοξότητας που συχνά προκαλούν οι κινήσεις στις παρτίδες των μεγάλων παικτών, κινήσεις που αρχικά μπορεί να φαίνονται τελείως απρόβλεπτες και μυστηριώδεις, αλλά όταν εμβαθύνουμε στη θέση αποδεικνύονται λογικές, χωρίς αυτό να τους αφαιρεί εντελώς το παράδοξο στοιχείο τους.
Στο σκάκι οι κανόνες παρουσιάζονται αλλιώς όταν τους εξετάζουμε χωριστά, όπως κάνουν οι αρχάριοι, και αλλιώς όταν τους βλέπουμε στη σύνδεση και την ιεραρχία τους. Για παράδειγμα, ένας βασικός κανόνας δηλώνει ότι δεν πρέπει να χάνουμε υλικό. Επειδή όμως ο σκοπός της παρτίδας είναι το ματ, προκύπτει η έννοια της θυσίας, δηλαδή της εθελοντικής προσφοράς ακόμη και σχεδόν όλου του υλικού μας, αν στο τέλος πετυχαίνουμε ματ.
Αυτή η συγκρουσιακή, αντιφατική φύση των κανόνων γίνεται έκδηλη σε θέματα όπως η αξία των κομματιών. Η σκακιστική εμπειρία έχει δείξει ότι, παίρνοντας ως μονάδα στο πιόνι, τα υπόλοιπα κομμάτια κατατάσσονται με την εξής κλίμακα: βασίλισσα = 9, πύργος = 5, αξιωματικός και ίππος =3 (η αξία του βασιλιά είναι απόλυτη, αφού με το ματ τελειώνει η παρτίδα, η δύναμή του όμως είναι συγκρίσιμη με εκείνη των ελαφρών κομματιών, ίππου και αξιωματικού). Ωστόσο, αυτή η ιεραρχία αποδεικνύεται σχετική και εν μέρει αντιστρέψιμη: δεν είναι σπάνιο ένας ίππος ή αξιωματικός να αποδειχθεί ισχυρότερος από τον πύργο, κάποτε και τη βασίλισσα. Η εξήγηση θα βρεθεί στο διαφορετικό τρόπο μετακίνησης των κομματιών, εξαιτίας του οποίου η δύναμη του καθενός μπορεί να φανεί σε διαφορετικές συνθήκες. Για παράδειγμα, οι πύργοι για να αναπτύξουν δράση χρειάζονται ανοικτές γραμμές, καθέτους και οριζοντίους, ενώ οι ίπποι ισχυρά τετράγωνα στο κέντρο. Σε μια κλειστή θέση ο πύργος μπορεί να μείνει αδρανής και αν ο ίππος βρει ένα καλό τετράγωνο, τότε, χάρη και στην ικανότητά του να πηδά πάνω από τα άλλα κομμάτια, μπορεί να υπερισχύσει.
Από τους κανόνες του σκακιού απορρέουν μια σειρά παράγωγα μεγέθη, ο χώρος, ο χρόνος και το υλικό, καθώς και γνωρίσματα της θέσης (ανοικτές στήλες, απομονωμένα και διπλωμένα πιόνια, ισχυρά τετράγωνα, κ.ά.). Αυτά μεγέθη αποδεικνύονται επίσης αντιφατικά και η κατανόηση της αντιφατικότητάς τους, μπορεί βάσιμα να ειπωθεί, αποτελεί την ουσία της εξέλιξης του παιχνιδιού, τον πυρήνα της σκακιστικής γνώσης και της θεωρίας. Σε αυτή την ανάπτυξη αναγνωρίζονται πρώτα μερικές προφανείς όψεις του ενός ή του άλλου μεγέθους ή χαρακτηριστικού, σε συνέχεια έρχονται στο προσκήνιο οι αντίθετες όψεις του, για να φτάσουμε τελικά σε μια σύνθεση, που παραμένει πάντα ανοικτή και εύπλαστη.
Μια βασική αρχή του σκακιού, για παράδειγμα, που καθιερώθηκε στην κλασική εποχή του (τέλη 19ου – αρχές 20ού αιώνα), είναι ότι η υπεροχή χώρου προσφέρει ένα πλεονέκτημα, γιατί ο παίκτης που την έχει μπορεί να μετακινεί πιο εύκολα τα κομμάτια του και να επιτίθεται ή να αμύνεται σε απειλές. Ο Τάρας, ένας από τους μεγάλους μετρ εκείνης της περιόδου, έπαιξε μερικές κλασικές παρτίδες που κατέδειξαν έμπρακτα αυτή την αρχή. Αργότερα όμως οι Υπερμοντέρνοι και, ακόμη περισσότερο ο Πετροσιάν, ένας από τους σοβιετικούς παγκόσμιους πρωταθλητές, έφεραν στο προσκήνιο την αντίθετη όψη του νομίσματος, ότι η υπεροχή χώρου δεν προσφέρει μόνο μεγαλύτερη ευκινησία, αλλά δημιουργεί και την υποχρέωση για τον επαρκή έλεγχο αυτού του χώρου. Αν ο παίκτης που τη διαθέτει δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην υποχρέωση, λόγω δυσαρμονιών στις θέσεις των κομματιών του, τότε ο αντίπαλος μπορεί να αντεπιτεθεί και να ανατρέψει την κατάσταση.
Μια άλλη βασική αρχή λέει ότι τα απομονωμένα και διπλωμένα πιόνια αποτελούν αδυναμίες: έχοντας χάσει τη δυνατότητα υποστήριξης τους από σύμμαχα πιόνια, αυτά τα είδη πιονιών υποχρεώνουν τον παίκτη που τα έχει να δεσμεύει κομμάτια στην προστασία τους, μειώνοντας έτσι την ελευθερία ελιγμών του. Ο Στάινιτς, ο πρώτος παγκόσμιος πρωταθλητής, έπαιξε μερικές κλασικές παρτίδες πάνω σε αυτό το θέμα. Αργότερα όμως, κυρίως χάρη στους μεγάλους μετρ της σοβιετικής σχολής, όπως ο παγκόσμιος πρωταθλητής Μποτβίνικ, έγινε κατανοητό ότι τα πιόνια αυτά έχουν και προτερήματα, ελέγχοντας σημαντικά τετράγωνα στο κέντρο και μπορώντας να χρησιμοποιηθούν σε διασπάσεις. Και αυτό οδήγησε σε μια γενικότερη αναγνώριση ότι τα προτερήματα και οι αδυναμίες, στο σκάκι όπως και στη ζωή, δεν είναι ποτέ «καθαρά». Κάθε πλεονέκτημα έχει και αδυναμίες, ενώ καμιά αδυναμία δεν είναι εντελώς χωρίς προτερήματα, δίνοντας έτσι το βάρος όχι στις γενικές αρχές, αλλά στη δημιουργική εκτίμηση της συγκεκριμένης εξισορρόπησής τους στη δοσμένη θέση.
Ένα άλλο στοιχείο καθιερωμένο από την κλασική εποχή είναι ότι η θυσία υλικού έχει νόημα μόνο σε δυο περιπτώσεις: όταν οδηγεί σε ματ ή σε κέρδος υλικού ή άλλο σαφές πλεονέκτημα που αντισταθμίζει με το παραπάνω τη θυσία. Ο Ταλ, ωστόσο, ένας από τους μεγάλους σοβιετικούς παγκόσμιους πρωταθλητές, αμφισβήτησε αυτή την αρχή. Στις παρτίδες του θυσίαζε ελεύθερα κομμάτια και πιόνια, χωρίς να αποκτά τίποτα το εντελώς χειροπιαστό για τη θυσία και κατόρθωνε παρ’ όλα αυτά να κερδίζει τους αντιπάλους του.
Η ανορθόδοξη προσέγγιση του Ταλ είχε σαν αποτέλεσμα να αποκληθεί «ο μάγος της Ρίγας», από την πόλη της καταγωγής του. Βαθύτερα, ωστόσο, δεν υπήρχε τίποτα μαγικό στις θυσίες του Ταλ, τουλάχιστον με μια μεταφυσική έννοια. Με αυτές τις θυσίες ο Ταλ επέφερε στη σκακιέρα μια κατάσταση όπου οι στατικές αξίες των κομματιών ανταγωνίζονταν με τις δυναμικές. Ο αντίπαλος μπορεί να είχε περισσότερο υλικό συνολικά στη σκακιέρα, αλλά ο Ταλ επιστράτευε περισσότερα κομμάτια στο κρίσιμο μέτωπο της μάχης, ενώ τα επιπλέον του αντιπάλου ήταν ακόμη αδρανή. Στις συνθήκες αυτές οι αντίπαλοί του ήταν υποχρεωμένοι να αμύνονται για ώρα και ένα μικρό λάθος αρκούσε για να τους οδηγήσει στην ήττα.
Σε ένα επόμενο στάδιο, η σκακιστική θεωρία και πρακτική εμπλουτίστηκε, εστιάζοντας σε καταστάσεις όπου συγκρούονται αρκετά από τα παραπάνω στοιχεία. Το αποτέλεσμα είναι να προκύπτουν χαοτικές θέσεις με μεγάλες δυσχέρειες στην εκτίμηση αλλά και πολύ μεγάλη ένταση και περιπλοκότητα. Σε αυτό το σύγχρονο στάδιο, με κύριους πρωταγωνιστές τον Φίσερ, τον Κάρποβ και τον Κασπάροβ, απέκτησε μεγάλη σημασία η ακρίβεια και η κατανόηση της λεπτομέρειας (δηλαδή της θέσης της λεπτομέρειας μέσα στο όλο), τάσεις που πήραν μεγάλη ώθηση και από την εφαρμογή των υπολογιστών.
Αλλά και αυτές οι καταστάσεις, παρά τη φαινομενική τους χαοτικότητα, εντάσσονται άνετα σε ένα διαλεκτικό πλαίσιο ανάλυσης. Παρουσιάζουν ένα ενδιαφέρον ανάλογο με τη σύγχρονη θεωρία του χάους, όπου συνυπάρχουν μοτίβα χάους και τάξης, με το χάος να αναδύεται από την τάξη και αντίστροφα.
Ο Τρότσκι για τα μαθήματα του σκακιού
Οι περισσότεροι επιφανείς μαρξιστές, όπως οι Λένιν, Τρότσκι, Φιντέλ και Τσε, αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ, είχαν σε μεγάλη εκτίμηση το σκάκι και επιδίδονταν σε αυτό. Η αιτία θα βρεθεί στην εκπαιδευτική του αξία και στα εμφανή διαλεκτικά του γνωρίσματα. Εκείνος όμως που προέβηκε στις περισσότερες αναφορές στο σκάκι στα πλαίσια των μαρξιστικών του αναλύσεων ήταν ο Τρότσκι, ο διάσημος ηγέτης του Κόκκινου Στρατού. Αν και οι αναφορές του εστιάζουν σε επεισόδια και μάχες του ρωσικού εμφυλίου, διατηρούν μια αναφορικότητα και για τα ζητήματα της πολιτικής και της επαναστατικής πρακτικής· άλλωστε για τους μαρξιστές ο πόλεμος δεν είναι παρά μια συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα. Μια συζήτηση των θέσεων του Τρότσκι θα μας επιτρέψει έτσι να δείξουμε μερικές πραγματικές αναλογίες του σκακιού με τα ζητήματα της πάλης των τάξεων, στα οποία εστιάζει ο μαρξισμός.
Ένα γνώρισμα της προσέγγισης του Μιάμη είναι ο υποκειμενισμός, η παραγνώριση των αντικειμενικών καθορισμών της κατάστασης, η τοποθέτηση της επανάστασης στα επέκεινα, ως μιας έξωθεν πραγματικότητας που διαταράσσει μεσσιανικά το υφιστάμενο καθεστώς. Ο Μιάμης επικαλείται σχετικά τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, έναν από τους πρωτεργάτες αυτών των μεσσιανικών αντιλήψεων, που αντιλαμβανόταν την επανάσταση ως κάτι το ριζικά απρόσμενο και το ανέλπιστο, χωρίς ρίζες στην προηγούμενη ιστορία και την κοινωνική κατάσταση, μια «θύελλα» που «ωθεί στο μέλλον».
Ο Τρότσκι, αντίθετα, τονίζοντας τη σύνδεση αλλά και τη διαφορά ανάμεσα στο σκάκι και στη μαρξιστική θεώρηση της επανάστασης, δείχνει τη ρίζα και των δύο, καθώς και της εξέλιξής τους, στις ευρείες κοινωνικές συνθήκες της κάθε εποχής:
«Υποστηρίζω», λέει ο Τρότσκι, «ότι θα μπορούσε κανείς, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του Μαρξ, να γράψει ένα εξαιρετικό βιβλίο για την ιστορία της ανάπτυξης του σκακιού. Δεν είναι όμως δυνατό να μάθεις να παίζεις σκάκι “σύμφωνα με τον Μαρξ”. Το παιχνίδι του σκακιού έχει τους δικούς του “νόμους”, τις δικές του “αρχές”. Βέβαια, διάβασα πρόσφατα ότι, στην εποχή του Ναπολέοντα, το σκάκι παιζόταν με ελιγμούς και αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα: κατά την περίοδο της ένοπλης ειρήνης, μεταξύ του γαλλοπρωσικού πολέμου και του πρόσφατου ιμπεριαλιστικού πολέμου, το σκάκι παρέμεινε εντελώς “ποζισιονέλ”, αλλά τώρα παίζεται ξανά με κινητικό, “ελιγμικό” τρόπο. Όπως και να έχει, αυτό μας το βεβαιώνει ένας Αμερικανός σκακιστής. Ίσως οι κοινωνικές συνθήκες, με κάποιους άγνωστους τρόπους, να διεισδύσουν στον εγκέφαλο ενός σκακιστή και, χωρίς να έχει επίγνωση του τι κάνει, αντικατοπτρίζει αυτές τις συνθήκες στο στιλ παιχνιδιού του. Ένας υλιστής ψυχολόγος μπορεί να το βρει αυτό πολύ ενδιαφέρον»[2].
Είναι σαφές ότι η μαρξιστική τοποθέτηση των ζητημάτων από τον Τρότσκι χαρακτηρίζεται από μια πολύ διαφορετική έμφαση από εκείνη του Μιάμη. Εδώ δεν έχουμε το ουρανοκατέβατο και το απρόσμενο, αλλά κάτι που προκύπτει από τις πραγματικές ιστορικές διαδικασίες, χωρίς γι’ αυτό το λόγο να παύει να είναι καινοτόμο και εν μέρει ίσως και απρόβλεπτο, αφού οι διαδικασίες περνούν διαρκώς σε νέες φάσεις, στην κάθε μια από τις οποίες αλλάζουν και μετασχηματίζονται ποιοτικά οι πρακτικές και οι νοοτροπίες.
Οι πρακτικές συνέπειες από τις δυο προσεγγίσεις είναι επίσης εμφανώς πολύ διαφορετικές. Αν μείνουμε σε μια θεώρηση του απρόσμενου και του ανέλπιστου, τότε όχι μόνο καθίσταται αδύνατο να προβλέψουμε έστω και αδρά το νέο, αλλά δεν θα μπορούμε και να υποβοηθήσουμε την πορεία του. Διαφορετικά είναι τα πράγματα, βέβαια, όταν ανιχνεύονται οι συνδέσεις του νέου με την πραγματική κατάσταση, δηλαδή πρώτα και κύρια από τα προωθητικά της στοιχεία, από τα οποία πηγάζει και διαμορφώνεται πάντα το νέο.
Σε αυτή τη βάση, για παράδειγμα, σε ένα ενδιαφέρον ανάλογο της προσέγγισης των Υπερμοντέρνων και του Πετροσιάν για το χώρο, ο Τρότσκι εντοπίζει τις αδυναμίες του στρατού του Ντενίκιν, του κύριου στρατηγού των Λευκών, που έκαναν δυνατή την κατανίκησή του από τους Μπολσεβίκους: «Ο Ντένικιν», γράφει, «κάνει τεράστια άλματα μέσω σκακιστικών κινήσεων από τη μία σιδηροδρομική διασταύρωση στην άλλη, κατακτώντας εκτεταμένους χώρους που είναι εντελώς δυσανάλογοι με την πραγματική του δύναμη. Όλη αυτή η κατοχή της Ουκρανίας θα αποδειχθεί ένα άθλιο χαρτόσπιτο μόλις καταφερθεί ένα πλήγμα στον κύριο πυρήνα και τις βάσεις της»[3].
Με παρόμοιο τρόπο αναφέρεται ο Τρότσκι στη σημασία της πρωτοβουλίας και της ευλυγισίας στον πόλεμο και γενικά στην επανάσταση. Εδώ φέρνει μια αναλογία με τις αρχές του Μόρφι, του διάσημου Αμερικανού μετρ των μέσων του 19ου αιώνα, που καθιέρωσε πρώτος τις αρχές της γρήγορης ανάπτυξης και της συγκέντρωσης των δυνάμεων στο σκάκι:
«Με την κινητικότητα και την ευελιξία των μετώπων του, ο εμφύλιος πόλεμος προσφέρει τεράστιες δυνατότητες για πραγματική πρωτοβουλία και πραγματική στρατιωτική δημιουργικότητα, και εκεί βρίσκεται το όλο πρόβλημα – στο να επιτυγχάνουμε μέγιστα αποτελέσματα με ελάχιστη δαπάνη δυνάμεων. Συχνά έχει γίνει μια αναλογία μεταξύ της τέχνης του πολέμου και της δεξιότητας στο παιχνίδι σκακιού. Επιτρέψτε μου να κάνω μια εκδρομή στο πεδίο του σκακιού. Όποιος έχει μελετήσει τις παρτίδες του Μόρφι, του μεγαλύτερου στρατηγού του σκακιού, θα γνωρίζει ότι αυτές οι παρτίδες χαρακτηρίζονται από την τελειότητά τους: ανεξάρτητα από το αν ο Μόρφι διεξήγαγε έναν “μεγάλο” ή “μικρό” πόλεμο, δηλαδή αν είχε απέναντί του ένα παίκτη του δικού του επιπέδου ή ένα μέσο παίκτη, ο Μόρφι έδειχνε πάντα τις ίδιες ιδιότητες και πετύχαινε τα αποτελέσματά του με τον ελάχιστο αριθμό κινήσεων»[4].
Επιφανειακά θα μπορούσε να πει κανείς ότι και η μεσσιανική αντίληψη παρακινεί στη δράση και την πρωτοβουλία, αφού γίνεται λόγος για «θύελλες». Αλλά αυτό ισχύει μόνο φαινομενικά. Το αποφασιστικό σημείο είναι ότι η πρωτοβουλία στην τελευταία περίπτωση μετατρέπεται σε κενή φράση: γίνεται έκκληση σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία και όχι σε μια τα χαρακτηριστικά της οποίας απορρέουν από μια ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Η πρωτοβουλία μένει έτσι άμορφη και συχνά αυθαίρετη, με αποτέλεσμα η επιτυχία της να επαφίεται στην εύνοια του απρόσμενου και να μην προετοιμάζεται.
Ο Τρότσκι, αντίθετα, εκφράζοντας τη γενική μαρξιστική προσέγγιση, δίνει έμφαση στους όρους ώστε η δράση και η πρωτοβουλία να στεφθούμε με επιτυχία. Σε μια άλλη περίσταση συζητά, πάλι με αναφορά στο σκάκι, τη σημασία του χρόνου στην επαναστατική πολιτική, δείχνοντας ότι η άμεση επίθεση πολύ συχνά χάνει χρόνο και ότι μια υποχωρητική στάση στην αρχή μπορεί να διασφαλίσει καλύτερα τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για την εκδήλωσή της σε ένα επόμενο στάδιο:
«Η διατύπωση του κανονισμού της γαλλικής υπηρεσίας πεδίου μάχης» –ο Τρότσκι αναφέρεται εδώ σε οδηγίες σχετικά με τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων από τα επιτελεία των Γάλλων επεμβατιστών– «είναι εμφανώς λανθασμένη. Μιλά για την ανάγκη να είσαι ο πρώτος που θα επιτεθείς, προφανώς από την άποψη της ανάγκης να κερδίσεις τέμπο. Το τέμπο είναι αναμφίβολα σημαντικό στο αιματηρό παιχνίδι του πολέμου. Οι παίκτες του σκακιού γνωρίζουν πόσο σημαντικό είναι το τέμπο, σε ένα πεδίο 64 τετραγώνων. Όμως, μόνο ένας παράτολμος νεαρός παίκτης πιστεύει ότι το τέμπο κερδίζεται από αυτόν που είναι ο πρώτος που δίνει σαχ. Αντίθετα, αυτός είναι συχνά ένας σίγουρος τρόπος για να χάσεις το τέμπο. Αν είμαι ο πρώτος που επιτίθεται, αλλά η επίθεσή μου δεν υποστηρίζεται επαρκώς από κινητοποίηση και είμαι υποχρεωμένος να υποχωρήσω, διακόπτοντας έτσι τη δική μου κινητοποίηση, τότε, φυσικά, θα έχω χάσει το τέμπο, ίσως ανεπανόρθωτα. Αν, αντίθετα, το σχέδιό μου προβλέπει μια προκαταρκτική υποχώρηση, και αν αυτό το σχέδιο είναι σαφώς κατανοητό από ανώτερους διοικητές, οι οποίοι είναι σίγουροι για το τι θα φέρει το αύριο, και αν αυτή η εμπιστοσύνη μεταβιβάζεται προς τα κάτω χωρίς να σκοντάψει στην προκατάληψη ότι πρέπει κανείς να είμαι ο πρώτος που θα επιτεθεί – τότε έχω κάθε πιθανότητα να ξανακερδίσω το τέμπο και να κερδίσω»[5].
Η άποψη του μαρξισμού για τον επαναστατικό αγώνα, όπως την εκθέτει εδώ ο Τρότσκι, ενσωματώνει κεντρικά το στοιχείο της μεθοδικής προετοιμασίας. Η μεσσιανική επαναστατικότητα, αντίθετα, θυμίζει την άποψη εκείνου του παράτολμου, νεαρού σκακιστή, που δεν έχει ακόμη συλλάβει επαρκώς, και συχνά δεν έχει συλλάβει διόλου, τα μυστικά του παιχνιδιού.
Ταμπεραμέντο ή διαλεκτική εγρήγορση: μερικά πρακτικά παραδείγματα
Το τελευταίο σημείο είναι αποφασιστικής σημασίας για το χαρακτηρισμό της μεσσιανικής επαναστατικότητας, την κατανόηση της ανεπάρκειάς της για το σοσιαλιστικό αγώνα. Γιατί ο αγώνας για το σοσιαλισμό πρέπει να διεξαχθεί ως την τελική, νικηφόρα του έκβαση, όχι απέναντι σε έναν άπειρο, αρχάριο παίκτη, αλλά σε έναν έμπειρο, ισχυρό μετρ, που είναι η παγκόσμια αστική τάξη. Απέναντι σε ένα τέτοιο αντίπαλο, η αυθαιρεσία και η αμορφία που διακρίνουν κάθε μεσσιανική θεώρηση αποτελούν εγγύηση ήττας.
Πραγματικά, τι σημαίνει να υιοθετούμε μια μεσσιανική θεώρηση στον αγώνα για το σοσιαλισμό. Αφήνοντας στην άκρη περιπτώσεις ρητά θρησκευόμενων ανθρώπων (όπου το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο), σημαίνει να υιοθετούμε τη λογική του ταμπεραμέντου, τη λογική του να ενεργούμε σύμφωνα με την κλίση μας, χωρίς να υπολογίζουμε αν η κατάσταση απαιτεί ένα διαφορετικό τρόπο ενέργειας από αυτόν που μας αρέσει.
Στην ιστορία του σκακιού υπήρξε ένας τέτοιος μεγάλος παίκτης, ο οποίος αντιμετώπιζε όλες ή σχεδόν όλες τις θέσεις παρορμητικά, ο Νταβίντ Γιανόβσκι. Ο Γιανόβσκι ήταν εξαιρετικός στην επίθεση και στις παρτίδες του επέλεγε πάντα τις πιο επιθετικές συνέχειες. Όταν η θέση δικαιολογούσε τις επιθέσεις του, κατήγαγε λαμπρές νίκες απέναντι στους κορυφαίους μετρ της εποχής. Όταν όμως δεν τις δικαιολογούσε , ή όταν οι αντίπαλοί του, που γνώριζαν το στιλ του, δεν του επέτρεπαν να επιτεθεί, ενεργούσε αυθαίρετα, γνωρίζοντας συντριπτικές ήττες. Ήταν μάλιστα ίδιο της φύσης του να επιμένει πεισματικά στα λάθος σχέδια, ακόμη και όταν ο λαθεμένος χαρακτήρας τους γινόταν ολοφάνερος[6].
Χαρακτηριστικές είναι οι αναμετρήσεις του με τον Καπαμπλάνκα, τον παγκόσμιο πρωταθλητή της εποχής και έναν από τους κορυφαίους μετρ στην ιστορία του σκακιού. Σε 11 αναμετρήσεις ο Γιανόβσκι είχε 9 ήττες, μια ισοπαλία και μια νίκη, παρότι σε 1-2 ακόμη παρτίδες είχε βγάλει νικηφόρες θέσεις. Ο Καπαμπλάνκα, ο εκπρόσωπος της λογικής και της στρατηγικής συνέπειας, αντιμετώπιζε όλες τις θέσεις, ακόμη και τις αντικειμενικά χαμένες, σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες της θέσης, με συνέπεια, απέναντι στις αυθαίρετες, εκκεντρικές επιλογές του Γιανόβσκι, τελικά να θριαμβεύει.
Η θέση της παρτίδας από το μεγάλο τουρνουά της Αγίας Πετρούπολης 1914, μετά τη 10η κίνηση του Γιανόβσκι με τα μαύρα, αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα ήττας του Γιανόβσκι επειδή το έλλειμμά του λογικής-ρεαλιστικής σκέψης τον εμπόδισε να κατανοήσει τους κινδύνους της κατάστασης και να προσανατολιστεί ανάλογα. Φαινομενικά, δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας για τα μαύρα: το υλικό είναι ίσο και καμιά πλευρά δεν έχει άμεσες απειλές καθώς βρισκόμαστε ακόμη αμέσως μετά το άνοιγμα. Στην πραγματικότητα, όμως, η θέση των μαύρων είναι ήδη εξαιρετικά δύσκολη, γιατί δεν έχουν σχεδόν καθόλου ενεργητικές δυνατότητες, σε αντίθεση με τα λευκά. Όπως σχολιάζει ο διεθνής μετρ και θεωρητικός της ιστορίας του σκακιού Η. Κουρκουνάκης: «Σε στρατηγικά ήρεμες καταστάσεις υπάρχουν δυο βασικές μέθοδοι βελτίωσης της θέσης: ελιγμοί κομματιών και διασπάσεις πιονιών. Όπως εξελίχθηκε η παρτίδα, τα μαύρα υποχρεώνονται να περιοριστούν σε ελιγμούς κομματιών, ενώ τα λευκά μπορούν να εφαρμόσουν και τις δυο μεθόδους, γι’ αυτό υπερέχουν… Σε αυτό βοηθά πολύ η μάζα των λευκών πιονιών στο κέντρο, καθώς καλύπτει μεγάλο αριθμό σημαντικών τετραγώνων και μπορεί να κινητοποιηθεί όποτε κριθεί σκόπιμο, χάρη στη διάσπαση d3-d4»[7].
Όπως δείχνει παραπέρα στην ανάλυσή του ο Κουρκουνάκης, ο Γιανόβσκι είχε τη δυνατότητα να αντιδράσει αποτελεσματικά στην επερχόμενη δραστηριότητα των λευκών, που θα εκδηλωθεί σύντομα με επίθεση στην πτέρυγα της βασίλισσας, όπου έχει τοποθετηθεί ο μαύρος βασιλιάς, μόνο με κατάλληλες αμυντικές επιλογές στις επόμενες 3-4 κινήσεις. Από κει και πέρα, παρότι η ήττα ήρθε 20 κινήσεις μετά, η θέση του ήταν χαμένη.
Μια μόνιμη επωδός των μεσσιανιστών στο στιλ του Χ. Μιάμη είναι ότι πρεσβεύουν το αστάθμητο, την επικούρεια παρέκκλιση, την αυθεντική διαλεκτική ανατάραξη των πεζών, θετικιστικών δογμάτων. Το σκάκι περιλαμβάνει πράγματι το στοιχείο της διατάραξης, της παρέκκλισης από την «κανονική πορεία» των πραγμάτων. Στην παραπάνω παρτίδα, σχολιάζει ο Κουρκουνάκης, μετά από 1-2 ακόμη τυποποιημένες κινήσεις, ο Γιανόβσκι είχε μια τελευταία ευκαιρία να διαταράξει την εξέλιξη, παίζοντας μια αντιαισθητική κίνηση, που θα εμπόδιζε τον Καπαμπλάνκα να αποκρυσταλλώσει υπέρ του όλα τα στοιχεία της θέσης. Ωστόσο, εδώ ακριβώς γίνεται έκδηλο ότι οι πραγματικές διαταράξεις που προκύπτουν στη διαλεκτική διαδικασία ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης των αντιθέτων δεν έχουν καμιά σχέση με τη μεσσιανική, αφηρημένη προσμονή τους.
Κατ’ αρχήν οι διαταραχές στη διαλεκτική διαδικασία προκύπτουν σε καθορισμένες στιγμές, έχοντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Στην παρτίδα, η διατάραξη της θέσης από τον Γιανόβσκι, επειδή είχε παίξει πριν πολύ τυποποιημένα, θα του έδινε ελάχιστες ελπίδες σωτηρίας, αν όμως οι προηγούμενες κινήσεις του ήταν καλύτερες, θα μπορούσε να αποβεί πιο αποτελεσματική. Στη μεσσιανική θεώρηση από την άλλη, η διατάραξη μπορεί να συμβεί αιφνιδίως οποτεδήποτε, αρκεί να το θελήσουμε και να το πιστέψουμε. Η σκακιστική θεωρία για τη συγκεκριμένη θέση –όπως κάνει γενικότερα ο μαρξισμός για την πολιτική πάλη– δεν μας αφήνει τέτοιες ελπίδες. Στη συνέχεια της παρτίδας, μετά τη 14η κίνηση, δεν υπήρχε πλέον κάτι αποτελεσματικό για τα μαύρα.
Για να αποφύγει την ήττα ο Γιανόβσκι θα έπρεπε είτε να είχε προβεί σε καλύτερες επιλογές στις πρώτες 10 κινήσεις (π.χ., κάνοντας μικρό αντί μεγάλο ροκέ, ώστε ο βασιλιάς του να μη βρεθεί στο επίκεντρο της αντίπαλης επίθεσης) είτε να αντιδράσει στις αμέσως επόμενες. Το ότι δεν το έκανε σχετίζεται τελικά με την αδυναμία προσαρμογής του σε ήρεμες θέσεις, που δεν έδιναν περιθώριο στις επιθετικές του εμπνεύσεις. Ίσως γι’ αυτό άλλωστε ο Καπαμπλάνκα στη συγκεκριμένη παρτίδα επέλεξε αυτό το ήρεμο άνοιγμα, ξέροντας ότι ο αντίπαλός του δεν θα εμβαθύνει επαρκώς στη θέση.
Ένα δεύτερο σημείο είναι ότι το σταθμητό δεν είναι τόσο πεζό, ούτε τόσο ασύμβατο με το αστάθμητο όσο νομίζουν οι μεσσιανιστές μας. Πραγματικά, στη θέση του διαγράμματος ο Καπαμπλάνκα συνέχισε με μια κίνηση που φαίνεται «αστάθμητη», αιφνίδια και χωρίς νόημα, σε έναν αρχάριο παίκτη, φέρνοντας τον Πύργο του στο b1. Είναι όμως η πιο λογική κίνηση σε αυτή τη θέση, καθώς προετοιμάζει την προώθηση των λευκών πιονιών «a» και «b» για να διασπάσουν τα αντίπαλα πιόνια μπροστά στο μαύρο βασιλιά. Η καλύτερη άμυνα για τον Γιανόβσκι, όπως συζητά ο Κουρκουνάκης, θα ήταν η οπισθοχώρηση του αξιωματικού του στο e6, ώστε να μπορεί, όταν η προώθηση των λευκών πιονιών αναγκάσει το μαύρο πιόνι c6 να μετακινηθεί, να κόβει τον ενοχλητικό λευκό ίππο του c3 μόλις έλθει στο d5 με αυτόν τον αξιωματικό. Και οι δυο κινήσεις έχουν κάτι «παράξενο», δεν τις εντοπίζει κανείς άμεσα, «με μια ματιά», δεν παύουν όμως να είναι οι κινήσεις που υπαγορεύει η θέση.
Αυτή η θέση, μετά από τη 19η κίνηση των λευκών στην παρτίδα των ίδιων αντιπάλων στη Νέα Υόρκη 1918, παρουσιάζει μια αρκετά διαφορετική κατάσταση. Στην παρτίδα ο Γιανόβσκι δοκίμασε κάμποσες από τις προσφιλείς του «εκκεντρικές», υπερενεργητικές κινήσεις, όχι κατ’ ανάγκη κακές ή καταδικαστικές. Ο Καπαμπλάνκα ανέδειξε τις αδυναμίες τους και έφερε τα πράγματα στην παραπάνω θέση όπου η μαύρη βασίλισσα απειλείται και πρέπει να υποχωρήσει, σε κάποιο από τα τετράγωνα f6, e7 ή e8 (οι άλλες επιλογές είναι χειρότερες και χάνουν εύκολα, κυρίως γιατί τα μαύρα δεν έχουν προλάβει, σε αντίθεση με τα λευκά, να φέρουν τους πύργους τους στο παιχνίδι). Το ερώτημα είναι, σε ποιο τετράγωνο και γιατί;
Η ανάλυση της θέσης δείχνει ότι τα λευκά έχουν δυο σημαντικές απειλές. Η μια είναι η ψευδοθυσία του ίππου στο d4, μετά την οποία ο Πc1 κόβει τον αξιωματικό στο c6, εισβάλλοντας στην παράταξη των μαύρων. Και η άλλη είναι ο ερχομός του λευκού αξιωματικού στο c4 σε συνδυασμό με την προώθηση e3-e4, που ασκεί πίεση στη διαγώνιο b3-g8, καρφώνοντας το μαύρο ίππο. Αυτή η ανάλυση απαντά στο ερώτημα που θέσαμε, ακόμη και χωρίς παραπέρα διευκρινίσεις. Σωστή είναι η υποχώρηση της βασίλισσας στο e8, γιατί από εκεί αντιμετωπίζει και τις δύο απειλές, προστατεύοντας τον αξιωματικό στο c6 και ελέγχοντας το e4. Στο f6 και το e7, αντίθετα, η βασίλισσα εξουδετερώνει μόνο τη μια από τις δύο απειλές, με συνέπεια η άλλη να αποφασίζει.
Ο Γιανόβσκι μετακίνησε τη βασίλισσά του στο e7 και έχασε μετά από 20.Ιd4 και 21.Πxc6 με νικηφόρα επίθεση των λευκών, ενώ θα έχανε και μετά από Βf6. Αν αντίθετα είχε οπισθοχωρήσει στο e8 θα διατηρούσε τη συνοχή της θέσης του με πολύ καλές προοπτικές να αποκρούσει την επίθεση. Με την κίνηση Βe8 ο Γιανόβσκι θα είχε δικαιολογήσει τις προηγούμενες παράτολμες επιλογές του, για να τη βρει όμως θα έπρεπε να υιοθετήσει μια πολύ διαφορετική προσέγγιση από εκείνη που είχε ακολουθήσει ως αυτή τη στιγμή στην παρτίδα και που ακολουθούσε συνήθως[8].
Η συγκεκριμένη παρτίδα παρέχει απτή μαρτυρία για το ότι ο τυφλός, «εκρηκτικός» παρορμητισμός δεν είναι τόσο μακριά από το δογματισμό όσο πιστεύουν οι σχολιαστές α λα Μιάμη. Η κίνηση που δεν βρήκε ο Γιανόβσκι δεν ήταν τόσο δύσκολη και λογικά την είδε. Την απέρριψε όμως γιατί δεν ταίριαζε με το ταμπεραμέντο του. Ο Γιανόβσκι ήθελε τα κομμάτια του να παραμένουν ενεργητικά και με ανοικτές γραμμές για επιθετικές ενέργειες, ενώ στο e8 η βασίλισσα παρεμβάλλεται ανάμεσα στους δυο μαύρους πύργους, δυσχεραίνοντας την κίνηση και την επικοινωνία τους. Στη συγκεκριμένη θέση όμως αυτό δεν έχει σημασία.
Στις μεσσιανικού τύπου αντιλήψεις η πραγματικότητα και οι απαιτήσεις της εκλαμβάνονται κατά κανόνα ως κάτι πεζό, με το ζωτικό και το απελευθερωτικό να προκύπτουν από την παραβίασή της. Ο μαρξισμός αντίθετα μας διδάσκει να δεσμευόμαστε με την πραγματικότητα, που δεν είναι μουντή και ομοιόμορφα ενιαία, αλλά πολύπλευρη και εγγενώς αντιφατική. Το αποφασιστικό σημείο είναι να διακρίνουμε τα προωθητικά στοιχεία μέσα στις αντιφάσεις της. Αν ο Γιανόβσκι είχε αξιολογήσει σωστά τα υπέρ και τα κατά της κίνησης Βe8, η εξέλιξη της παρτίδας θα ήταν πολύ πιο συναρπαστική, ενήργησε όμως δογματικά και λαθεμένα, βάσει γενικών αρχών.
Και οι δυο θέσεις που συζητήσαμε παρουσιάζουν μια κρίσιμη κατάσταση, όταν η πλευρά που δέχεται επίθεση μπορεί να σωθεί μόνο κάνοντας έγκαιρα μοναδικές ή σχεδόν μοναδικές επιλογές. Από αυτή την άποψη, αντιστοιχούν πλήρως με την τωρινή κατάσταση του επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος, όταν μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ έχει επικρατήσει επί τρεις δεκαετίες μια πορεία αποσύνθεσης και πισωδρόμησης. Σε μια τέτοια κατάσταση, μόνο η εύρεση των σωστών, μοναδικών κάθε φορά κινήσεων που υπαγορεύει η θέση μπορεί να σώσει την παρτίδα, ενώ η υπερφίαλη, παθητική προσμονή του «αστάθμητου» και της «θύελλας», που μπορεί να έρθει κάποτε, αποτελεί εγγύηση βέβαιης ήττας.
Ο Καπαμπλάνκα, από τη μεριά του, είχε βρεθεί στις παρτίδες του όχι λίγες φορές σε δυσχερείς θέσεις, γνώριζε όμως τον τρόπο να αντιδρά αποτελεσματικά στις προκλήσεις των αντιπάλων του, ακόμη και όταν του ήταν άγνωστες. Μια κλασική τέτοια περίπτωση είναι η διάσημη παρτίδα του με τον Μάρσαλ στο ίδιο τουρνουά το 1918. Στην παρτίδα αυτή, μια από τις πιο σημαντικές στην ιστορία του σκακιού, ο Μάρσαλ εξέπληξε τον αντίπαλό του με μια νέα, άγνωστη επίθεση με θυσία πιονιού στο άνοιγμα, την οποία προετοίμαζε επί χρόνια. Ο Καπαμπλάνκα δεν πτοήθηκε και συνδυάζοντας τη διαισθητική στρατηγική προσέγγιση με την τακτική ανάλυση της θέσης μπόρεσε να βρει, μέσα από τις συμπληγάδες, τις σωστές άμυνες, νικώντας τον αντίπαλό του με αντεπίθεση στο τέλος της παρτίδας. Όπως σχολιάζει ο Η. Κουρκουνάκης, αναλύοντας την ιστορική αυτή παρτίδα:
«Τέτοιες παρτίδες δημιούργησαν το μύθο του Καπαμπλάνκα. Όλοι οι μεγάλοι παίκτες διακρίνονταν για τις ικανότητές τους σε δύσκολες συνθήκες, αλλά ακόμα και σε επίπεδο παγκόσμιου πρωταθλητή ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε τόσο αποτελεσματικά μια τόσο ισχυρή καινοτομία στο άνοιγμα. Γαλήνια ψυχραιμία σε άγνωστη θέση, ακράδαντη αυτοπεποίθηση μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο, διαισθητική εκτίμηση και επιλογή της σωστής κατεύθυνσης, αρραγής αποφασιστικότητα στην αμείλικτη εκτέλεση»[9].
Αυτό ακριβώς το πνεύμα της διαλεκτικής εγρήγορσης και της αποφασιστικότητας ενόψει του κινδύνου και των ρεαλιστικών προσανατολισμών και αναπροσανατολισμών στη βάση της πρακτικής εμπειρίας διέκρινε την μπολσεβίκικη ηγεσία του Οκτώβρη, επιτρέποντάς της να βρίσκει τις σωστές κινήσεις στις ποικίλες καμπές του επαναστατικού αγώνα, από την κατάληψη της εξουσίας ως το Μπρεστ και από τον εμφύλιο ως την υποχώρηση της ΝΕΠ. Αποτελεί και το σύγχρονο ζητούμενο για την ανασύνταξη του κομμουνιστικού κινήματος.
Αντί επιλόγου
Ο Μιάμης ξεκινά, όπως είδαμε, το άρθρο του με τη διαβεβαίωση ότι ποτέ στο σκάκι μια κίνηση δεν απαντάται από μια άλλη εντελώς πανομοιότυπη και ισάξιά της. Και καταλήγει με τις αναφορές του Μπένγιαμιν στη «θύελλα», μια θύελλα, κατά τον ίδιο, «που σαρώνει το προγραμμένο, αποκαθηλώνει τις νόρμες και τους κανονισμούς, αναμετράται με τον μεσσιανισμό της ατελεύτητης μετάβασης, στροβιλίζεται στον κήπο του Επίκουρου, αναδιατάσσει τις διαδρομές στους τόπους της απόγνωσης. Μια παρτίδα σκάκι που δεν παίχτηκε ακόμη. Για ένα μέλλον χωρίς βασιλιάδες και αξιωματικούς, που στις νύχτες της καραντίνας φθάνει ως ψίθυρος, στα όνειρα των απελευθερωμένων στρατιωτών».
Η πρώτη πρόταση είναι αναμφίβολά σωστή. Σε αντίθεση όμως με τις πεποιθήσεις του αρθρογράφου που της αποδίδει εμφανώς μεγάλη σημασία, μας λέει πολύ λίγα. Το σκάκι περιέχει πολύ περισσότερα από την τετριμμένη αυτή πρόταση, που αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση ένα προκαταρκτικό στοιχείο της διαλεκτικής θεώρησης. Αυτός είναι ο λόγος που η επαναστατική προσδοκία και η έκκληση του Μιάμη μένει αφηρημένη, ένα ευχολόγιο μάλλον και ένα ηθικό δέον χωρίς σύνδεση με την πράξη και συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Ο Μιάμης και θεωρητικοί όπως αυτός θεωρούν τους εαυτούς τους ως ατρόμητους πολέμιους του θετικισμού, της στενής λατρείας των «γεγονότων», που καθιερώνει την προσκόλληση σε αυτό που ήδη υπάρχει. Στην πραγματικότητα όμως ο μεσσιανισμός τους μένει δέσμιος αυτού του θετικισμού, αποτελώντας το αντιδιαλεκτικό συμπλήρωμά του μάλλον παρά την υπέρβασή του. Ακριβώς όπως οι θετικιστές απομονώνουν τα γεγονότα από τις συνδέσεις τους και το ιστορικά μεταβαλλόμενο υπόστρωμά τους, ανάγοντάς τα σε ατομικά και τυχαία «συμβάντα», έτσι και οι μεσσιανικής κλίσης στοχαστές, στο στιλ του Μπένγιαμιν, του Μπλοχ και άλλων, μετατρέπουν την επανάσταση σε ένα τέτοιο γεγονός, μια υποτιθέμενα νέα αρχή που όμως αποκόβεται από τις ρίζες της στην πραγματικότητα και έτσι μετατρέπεται σε ουτοπία. Γι’ αυτό, παρά τις συμβολές τους στη θεωρία της λογοτεχνίας και το κριτικό πνεύμα τους, οι ιδέες τους δεν συνιστούν έναν αποτελεσματικό οδηγό στην πράξη και η ανταρσία τους παραμένει γενικά ατελέσφορη.
Έχουμε ήδη επισημάνει το λόγο γι’ αυτό στον υποκειμενισμό τους, τη φυγή τους από την πραγματικότητα, που τους εμποδίζει να στηρίξουν το ριζοσπαστισμό τους και να τον καταστήσουν συγκεκριμένο. Σε αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα και τη συγκεκριμένη διαλεκτική της, με τις αντιθέσεις, τις δυσχέρειες και τα προβλήματά της, μας προσανατολίζει το σκάκι, όπως άλλωστε και ο μαρξισμός.
Ο Αντόνιο Γκράμσι, ο μεγάλος Ιταλός μαρξιστής, υπογράμμισε όπως ο Τρότσκι στα παραθέματα που συζητήσαμε, τη σημασία της συγκεκριμένης αναγνώρισης των δυσκολιών της κατάστασης και των τρόπων αντιμετώπισής τους. Εξάγοντας τα διδάγματα από τις ήττες του κινήματος από το φασισμό στην περίοδο του Μεσοπολέμου, σε ένα απόσπασμα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «η τάση να μειώνουμε τον αντίπαλο», έγραφε:
«Στην πραγματικότητα, απ’ όπου κι αν αρχίσουμε να ενεργούμε, οι δυσκολίες παρουσιάζονται αμέσως σοβαρές γιατί ποτέ δεν τις σκεφτήκαμε συγκεκριμένα. Και καθώς πρέπει πάντα να αρχίζουμε από τα μικρά πράγματα (κατά το πλείστο τα μεγάλα πράγματα είναι ένα σύνολο από μικρά πράγματα) το “μικρό πράγμα” το περιφρονούμε· είναι καλύτερα να συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε και να αναβάλλουμε τη δράση για τη στιγμή του “μεγάλου πράγματος”… Δεν σκεφτόμαστε ότι ο εχθρός μας κυριαρχεί κι εμείς τον μειώνουμε, αναγνωρίζουμε την υποδούλωσή μας από έναν που τον θεωρούμε κατώτερο. Αλλά τότε πώς… μας νίκησε κι έγινε ανώτερός μας σε εκείνη την αποφασιστική στιγμή που έπρεπε να δώσουμε το μέτρο της ανωτερότητάς μας και της κατωτερότητάς του;»[10]
Οι μεσσιανικές, ουτοπικές, ελευθεριακές και άλλες παρόμοιες λογικές και στάσεις αποτελούν στοιχεία και εκφράσεις του ενθουσιασμού της νιότης. Απηχούν την τάση να εξεγερθούμε, να φτάσουμε στη διάκριση με κάτι μεγάλο, να πάμε πέρα από το κοινότοπο και το συνηθισμένο. Ως τέτοιες έχουν ασφαλώς μια αξία, πάσχουν όμως ταυτόχρονα από την αδυναμία της αμορφίας και ως εκ τούτου αποτυχαίνουν να προσφέρουν έναν προσανατολισμό στις δυσκολίες, σκεπάζοντας μια ανομολόγητη τάση φυγής από αυτές.
Ο Καπαμπλάνκα, αν είχε μια μεγαλύτερη δόση από τη φαντασία και την ευρηματικότητα του Γιανόβσκι θα γινόταν ένας πιο πλούσιος παίκτης, ήταν όμως ήδη μεγάλος. Ο Γιανόβσκι, στερούμενος των κύριων αρετών του Καπαμπλάνκα, έμεινε ένα λαμπρό επεισόδιο στην ιστορία του σκακιού.
Το σκάκι μάς διδάσκει, κρατώντας κάτι από αυτές τις στάσεις που τυποποίησε στις παρτίδες του ο Γιανόβσκι, να προχωράμε πιο πέρα. Μας διδάσκει τη λογική, όχι την τυπική, στενή λογική του 1+1=2 (που και αυτή βέβαια δεν είναι για πέταμα), αλλά τη διαλεκτική λογική της ζωής, όπου το 1+1 μπορεί μερικές φορές να κάνει τρία, αλλά όταν συμβαίνει αυτό είμαστε ικανοί να καταλάβουμε τους λόγους και να προσαρμόσουμε ανάλογα την πράξη μας.
Αν όπως έχουν πει πολλοί στοχαστές, και όπως δείχνει και ο Α. Αρνέλλος στο μυθιστόρημά του Μια Παρτίδα Σκάκι, το σκάκι είναι μια εικόνα της ζωής, τότε η γνωριμία με αυτό μας εντυπώνει την πεποίθηση ότι οι κινήσεις μας, συνδεόμενες στέρεα μεταξύ τους, πρέπει να απορρέουν από την πραγματική κατάσταση, και όχι από τις υποκειμενικές παρορμήσεις και τα γούστα μας, που πολύ συχνά γίνονται κακός σύμβουλος στην αξιολόγηση των εναλλακτικών επιλογών.