Δημοσιεύτηκε αρχικά στην Huffington Post
Αξιοσημείωτη παραδοξότητα της περιόδου που διανύουμε-ασφαλές τεκμήριο της κυρίαρχης λογικής ΤΙΝΑ είναι πως, παρότι η θεματική «Ευρωπαϊκή Ένωση» (ΕΕ) βρίσκεται στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας πλειάδας φορέων του δημόσιου βίου ένθεν και ένθεν πολιτικών διαχωριστικών, η υφή και ο ρόλος της μας απασχολούν όλο και πιο σπάνια. Αυτή ακριβώς η αναντιστοιχία ανάμεσα στη σημασία του θέματος και τον αριθμό των συζητήσεων που διεξάγονται υποχρεώνει όποιον επιλέγει να ασχοληθεί με την ΕΕ να κινηθεί μακροσκοπικά, να επιχειρήσει μιαν αποτύπωση της «μεγάλης εικόνας». Κάτι τέτοιο είναι στις περιστάσεις απολύτως απαραίτητο: Προϋπόθεση για να διερευνήσει κάποιος το δέντρο είναι να έχει μια εικόνα του δάσους· ή, ακριβέστερα, αν δεν έχει εικόνα του δάσους (αν, όπως λέγεται, «χάνει το δάσος»), τότε αυτό που θα πει για το δέντρο θα είναι στην καλύτερη περίπτωση ελλιπές και στη χειρότερη παραπλανητικό.
Στο πλαίσιο αυτό ‒της διερεύνησης του μείζονος‒, το κείμενο που ακολουθεί θέτει τρεις αλληλένδετους στόχους. Ο πρώτος (και ευρύτερος) δεν είναι άλλος από τον ουσιώδη χαρακτηρισμό: τι ακριβώς είναι και πώς πρέπει να κατανοούμε την ΕΕ; Αυτό ακούγεται ‒ και ουσιαστικά είναι‒ απλό, όμως αν παραληφθεί η απώλεια του προσανατολισμού (το «δάσος») είναι κάτι παραπάνω από βέβαιη. Δεύτερος στόχος είναι η επερώτηση της εξαιρετικά διαδεδομένης άποψης ότι η ΕΕ, στο βαθμό που η λειτουργία της είναι προβληματική, μπορεί να αλλάξει.Τέλος, το πιο κρίσιμο: τι κάνει κανείς; Τι απαντήσεις υπάρχουν;
Ι
Στους κύκλους των εν γένει literati (εντός αλλά και εκτός εισαγωγικών) ο πολιτικο-αξιακός «Ευρωπαϊσμός» είναι μια κανονικότητα, ένας συνδυασμός οραματικών επικλήσεων με σχεδόν οικουμενική κανονιστική αποδοχή, σε συνδυασμό με την άποψη ότι «η ΕΕ έχει προβλήματα» που πρέπει να αντιμετωπιστούν ώστε αυτή να «ξαναβρεί το κοινωνικό της πρόσωπο». Όμως μέσα από την ‒κατά κανόνα υπόρρητη‒ σύζευξη των δυο, διαμορφώνεται ένα σκεπτικό που, για να μην περιπέσει στην κατηγορία των ιδεολογικών κενολογιών, πρέπει πάραυτα να αναλυθεί. Να υπογραμμιστεί δηλαδή πως, για τη συντριπτική πλειοψηφία όσων ασπάζονται και διακινούν την ταυτότητα «Ευρωπαϊσμός», η αναφορά της είναι και συγκεκριμένη και απολύτως εύλογη:
συνίσταται στην ενσυνείδητη απόρριψη του εθνο-απομονωτισμού και, ακόμη περισσότερο, του εθνικισμού ‒ στάσεις που για όποιον έχει στοιχειώδη ιστορική συνείδηση είναι καταφανώς προωθητικές. Στο μυαλό των περισσοτέρων, ευρωπαϊσμός σημαίνει λοιπόν πρωτίστως αυτό, σημαίνει όμως και την κατανόηση ότι η οικονομική και κοινωνική ευημερία είναι ευθέως ανάλογές με τη γεωγραφική εμβέλεια των παραγωγικών δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται.
Όμως το κρίσιμο ερώτημα είναι άλλο ‒ και εδώ έγκειται η ιδεολογική και ρητορική λαθροχειρία που θέλω να καυτηριάσω: έγκειται στην πρωθύστερη ‒και ως εκ τούτου, αυθαίρετη‒ παραδοχή ότι η στάση αυτή συμπίπτει ή έστω συνεπάγεται υποστήριξη για την ΕΕ.
Χωρίς να θέλω να προκαταβάλω τα συμπεράσματά μου ας επισημάνω μόνο πως μια δεκαετία μετά το ξέσπασμα της κρίσης, κατά τη διάρκεια της οποίας είχαμε πραγματικό βομβαρδισμό από όλων των ειδών τις επικλήσεις υπέρ της ΕΕ και της ανάγκης διατήρησής της στο όνομα της εξυπηρέτησης ενός ‒ ας πούμε ‒ «υπερεθνικού οράματος»όχι μόνο προς αυτήν την κατεύθυνση δεν κινούμαστε, αλλά, το ακριβώς αντίθετο, έχουμε πρωτοφανή έξαρση των εθνικισμών, πρωτοφανή εκτίναξη της μέχρι πριν μόλις χρόνια περιθωριακής ακροδεξιάς, και ‒για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ‒ την άνοδο του νεοναζισμού. Αυτό είναι ένα πρώτο στοιχείο που πρέπει να κρατήσουμε στο μυαλό μας. Ένα δεύτερο, όχι όσο ευρέως γνωστό θα έπρεπε, έχει να κάνει με την κατάσταση που αυτή τη στιγμή επικρατεί στην ΕΕ των 28, όπου 118 εκατομμύρια πολίτες (σχεδόν το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού) και πάρα πολλά εκατομμύρια παιδιά ζουν στα όρια της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, τη στιγμή που το 5% των πιο πλούσιων κατέχει το 40% του συνολικού ιδιωτικού πλούτου.
Αυτά τα δυο κορυφαία στοιχεία της πραγματικότητας (και το «κορυφαία» πρέπει να υπογραμμιστεί διότι χωρίς αυτά, το έλασσον θα τείνει να εξαφανίσει το μείζον) είναι λοιπόν που συνθέτουν την ΕΕ. Και η διαπίστωση οδηγεί σε ένα πάρα πολύ σημαντικό συμπέρασμα: ότι η ΕΕ ως θεσμός, ως σύνολο θεσμικών οργάνων, και ως φορέας εκπόνησης και άσκησης πολιτικής δεν είναι και δεν υπηρετεί αυτό που διατείνεται και το οποίο ψευδώς επικαλείται προκειμένου να αναπαραχθεί:ούτε το υπερεθνικό όραμα εξυπηρετεί ούτε την κοινωνική ευημερία. Τι είναι τότε; Και εδώ μπορεί ‒και επιβάλλεται‒ να είναι κανείς επιγραμματικός και απερίφραστος. Η ΕΕ είναι στην ουσία της μια συμφωνία εθνικών αστικών τάξεων, με στόχο τη δημιουργία της μεγαλύτερης δυνατής αγοράς για τις ευρωπαϊκές πολυεθνικές στο πλαίσιο της αναζήτησης της μεγαλύτερης δυνατής κερδοφορίας με τα λιγότερα δυνατόν εμπόδια. (Το ότι, παρακάμπτοντας την πραγματικότητα, πολλοί εξακολουθούν να θεωρούν ότι η εξέλιξη αυτή θα συνέβαλε στην εξάλειψη των εθνικισμών και στην κοινωνική ευημερία διόλου δεν αμφισβητεί την υφή του οικοδομήματος ως δομής.)
Στο πλαίσιο αυτό έχουν ασφαλώς υπάρξει συμφωνίες μεταξύ των κρατών―μελών για κάποιες ρήτρες κοινωνικής προστασίας, ώστε να ρυθμίζεται ο εσωτερικός ανταγωνισμός.
Όμως ακριβώς επειδή το πλαίσιο και ο στόχος που υπερτάσσεται όλων των άλλων είναι η μεγαλύτερη δυνατή κερδοφορία με τα λιγότερα δυνατόν εμπόδια, οι ρήτρες αυτές βαίνουν διαρκώς συρρικνούμενες. Αν έχει κανείς την απαραίτητη υπομονή και ψάξει τη λογική της εξέλιξης των ευρωπαϊκών συμβάσεων από την ιδρυτική Συνθήκη της Ρώμης του ’57 θα το διαπιστώσει, αλλά ‒σε κάθε περίπτωση‒ θα το δει περίτρανα αν εξετάσει την τελευταία, τη Συνθήκη της Λισαβόνας του 2007,η οποία κωδικοποίησε υπό τύπον πανευρωπαϊκού νόμου όλες τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που κυριάρχησαν στον παγκόσμιο καπιταλισμό τις τελευταίες τρεις-τέσσερις δεκαετίες: ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση και ελαστικοποίηση της εργασίας, απηνές χτύπημα των εργατικών δικαιωμάτων, περικοπή συντάξεων και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, άρση του δικαιώματος στη δωρεάν παιδεία και την υγεία.
Επισημαίνοντας όμως κανείς ότι στις μέρες μας η ΕΕ αποτελεί αταλάντευτο και διαπρύσιο εκφραστή της πανευρωπαϊκής λιτότητας (που για να την προωθήσει προβαίνει σε συχνά ωμή παραβίαση της λαϊκής ετυμηγορίας) δεν πρέπει να θεωρήσει πως αυτό αποτελεί έκπληξη ‒μια και ο από καταβολής κώδικας συγκρότησης και λειτουργίας της δεν είναι κάποια ευγενώς αόριστη εκφορά του ορθού λόγου, αλλά ένα ταξικά προσδιορισμένο εγχείρημα (η επιδίωξη της μεγαλύτερης δυνατής κερδοφορίας, με τα λιγότερα δυνατόν εμπόδια) που, όπως συνάγεται, όχι μόνο δεν προωθεί το υπερεθνικό όραμα και την ευημερία, αλλά οδηγεί σε κοινωνική καταβαράθρωση και σε άνοδο της ακροδεξιάς και του νεοναζισμού.
Όσα επιχειρήματα και να εισφέρει κανείς επ’ αυτού όμως θα τείνουν να ακυρώνονται από την εξαιρετικά διαδεδομένη άποψη που αντιτείνει «αν η ΕΕ έχει πρόβλημα, ας μην είμαστε απέναντί της, ας την αλλάξουμε». Αυτό οδηγεί ευθέως στο ερώτημα: Είναι ποτέ δυνατόν να αλλάξει η ΕΕ;
ΙΙ
Για να απαντήσει βέβαια κανείς στο ερώτημα αυτό πρέπει να είναι σε θέση να υποδείξει και το πώς ‒τον τρόπο (ή τους τρόπους) μέσω των οποίων θα επέλθει αυτή η αλλαγή‒ κάτι που προϋποθέτει κατανόηση της θεσμικής αρχιτεκτονικής του οικοδομήματος της ΕΕ. Τουλάχιστον επί της αρχής, πρέπει πάντως να αναγνωριστεί ότι κάποια πράγματα επιδιορθώνονται, κάποια όμως όχι. Αν, λχ., η λειτουργία του υπολογιστή μας αρχίζει να παρουσιάζει πρόβλημα, πρέπει να διαπιστώσουμε αν το πρόβλημα είναι συγκυριακό και αντιμετωπίσιμο (αν είναι, π.χ., κάποιος ιός από τον οποίο μπορούμε με τα κατάλληλα μέσα να απαλλαγούμε), ή είναι κάτι δομικό (π.χ., ότι η μητρική πλάκα έχει καεί) οπότε και δεν έχει νόημα να προσπαθούμε με αντι-ιικά να το αντιμετωπίσουμε.
Με δεδομένο λοιπόν ότι η λειτουργία της δομής «ΕΕ» είναι η αναζήτηση της μέγιστης δυνατής κερδοφορίας με τα λιγότερα δυνατά εμπόδια, είναι φανερό ότι ουσιαστικές αλλαγές δεν είναι δυνατόν να αναμένονται ούτε από δράσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (του ανώτατου οργάνου) ούτε βέβαια και από δράσεις του εκτελεστικού της βραχίονα, της Κομισιόν. Προσδοκίες καλλιεργούνται για τις δυνάμει δυνατότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που σήμερα έχει χαρακτηριστικά ισχνές αρμοδιότητες. Το επιχείρημα υπέρ της «από τα μέσα μεταρρύθμισης» συνίσταται σε αυτό ακριβώς το αίτημα, ένα αίτημα θεσμικής ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου. Τίθενται όμως επ’ αυτού μια σειρά ερωτήματα.
Το πρώτο είναι και το πιο απλό: ποιος ακριβώς ‒γιατί και πώς‒ θα επιφέρει αυτή την ενίσχυση αρμοδιοτήτων. Γιατί, δηλαδή, οι 28 ‒ως επί το πλείστον νεοφιλελεύθεροι‒ αρχηγοί κρατών που συναπαρτίζουν το Συμβούλιο να εκχωρήσουν αρμοδιότητες στους κατά κανόνα δευτεροκλασάτους υφισταμένους τους στο Κοινοβούλιο; Είναι απολύτως σαφές πως δεν έχουν κανένα λόγο και καμία παρόμοια πρόθεση ‒ούτε τώρα, ούτε στο παρελθόν, ούτε στο μέλλον.
Από τη διαπίστωση αυτή, όμως, προκύπτει ένας προβληματισμός, ένα δεύτερο ερώτημα: Αν είναι να έχει οποιοδήποτε νόημα αυτή η πρόταση «μεταρρύθμισης» (αυτή η ελπίδα ότι το Συμβούλιο θα εκχωρήσει αρμοδιότητες στο Κοινοβούλιο), θα πρέπει να φανταστούμε ένα πανευρωπαϊκό κίνημα που θα ξεσπάσει ταυτόχρονα σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη, και το οποίο (α) θα εκλέξει φιλολαϊκούς/αντι-νεοφιλελεύθερους ευρωβουλευτές (β) οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα καταφέρουν να επιβάλλουν στους αρχηγούς κρατών αυτήν την εκχώρηση αρμοδιοτήτων. Και πάλι απερίφραστα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η προοπτική αυτή είναι απολύτως ουτοπική με όλη τη σημασία της λέξης: είναι ένας ου τόπος, κάτι απόλυτα φαντασιακό και ανεφάρμοστο.
Γενναιόδωρα σκεπτόμενοι όμως ας κάνουμε και αυτήν την παραδοχή: πως ένα τέτοιο ταυτόχρονο κίνημα είναι πράγματι εφικτό, και πως πράγματι ξεσπάει ενάντια στο νεοφιλελεύθερο κώδικα των Συνθηκών της ΕΕ. Τι ακριβώς του προτείνεται να κάνει; Εδώ είναι που ανακύπτει το τρίτο ερώτημα, το εξής: Γιατί ένα τέτοιο κίνημα θα πρέπει να περιοριστεί στο ισχνό εγχείρημα της μεταρρύθμισης των Συνθηκών της ΕΕ και να μη συγκροτήσει μια νέα δομή πέρα από τις επιδιωκόμενες λειτουργίες της υφιστάμενης (τη μεγαλύτερη δυνατή κερδοφορία των πολυεθνικών); Απάντηση εδώ δεν δίνεται, και δεν θα δοθεί ποτέ διότι ολόκληρο το σκεπτικό είναι έωλο ‒είτε νοητικά τροφικό είτε ευθέως υποβολιμαίο.
Επιστρέφοντας στην πραγματικότητα, βλέπουμε αντίθετα μαζικά κινήματα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό να ξεσπούν σε μια σειρά χώρες, αλλά ‒όπως είναι φυσικό‒ όχι ταυτόχρονα. Τα κινήματα αυτά οι θιασώτες της παραπάνω λογικής σπεύδουν να τα περιορίσουν και υπονομεύσουν στο όνομα κάποτε των ιερών κανόνων της ΕΕ, κάποτε ψευδώς επικαλούμενοι την αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς και τον κίνδυνο της ακροδεξιάς ‒ξεχνώντας βέβαια πως την άνοδο της ακροδεξιάς την εκτρέφει ακριβώς ο πολιτικός κώδικας λειτουργίας της ΕΕ και των ‒κατά τα άλλα ιερών αυτών‒ κανόνων λειτουργίας της.
Πρέπει λοιπόν ρητά να υπογραμμιστεί: ανεξαρτήτως του αν οι υποστηριχτές της άποψης «μένουμε Ευρώπη για να την αλλάξουμε» το καταλαβαίνουν ή όχι, αυτό που πρακτικά η άποψή τους σημαίνει, είναι ο περιορισμός, η ανακοπή των προοδευτικών, μετασχηματιστικών εγχειρημάτων (που βέβαια δεν εμφανίζονται ‒και δεν μπορούν ποτέ να εμφανιστούν‒ ταυτόχρονα) στο όνομα της διατήρησης της υφιστάμενης νεοφιλελεύθερης ισορροπίας. Αυτό βέβαια αφήνει ελεύθερο το δρόμο στην αντιδραστική κριτική που ασκεί στην ΕΕ η ακροδεξιά: της παραχωρεί την πλήρη ηγεμονία στον τομέα αυτό, και τολμώ να υποστηρίξω ότι αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο και γιγαντώνεται στις μέρες μας.
Πρόκειται βέβαια για διαπίστωση που με πάει στο τρίτο και τελευταίο τμήμα αυτού του κειμένου, στο τι κάνουμε…
ΙΙΙ
Θέλω να πλαισιώσω το τελευταίο αυτό κομμάτι με δυο ιστορικές, κατά τη γνώμη μου αποκαλυπτικές διηγήσεις ‒ μια από το Μεσοπόλεμο και μια πιο πρόσφατη. Πρώτα η μεσοπολεμική.
Είναι γνωστό πως την επαύριο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία βρέθηκε κάτω από την αβάσταχτη πίεση των επιπτώσεων της Συνθήκης των Βερσαλλιών που, με όρους ποσοστού επί του ΑΕΠ, ήταν εξόχως συγκρίσιμη με την πίεση που υφίστανται σήμερα μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες της Ελλάδας πρώτιστα συμπεριλαμβανόμενης. Τι έγινε τότε στη Γερμανία; Ένας συντηρητικός πολιτικός και βαρόνος των μίντια της εποχής, ο Alfred Hugenburg, πρότεινε, το Δεκέμβριο του 1929, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με βασικό επίδικο το αν η Γερμανία θα σεβόταν τους όρους της Συνθήκης (το λεγόμενο Σχέδιο Young). Από το δημοψήφισμα απείχε το ΚΚΓ, ενώ το SPD (οι «μένουμε Ευρώπη» της εποχής) ψήφισε υπέρ του Σχεδίου Γιανγκ. Οι ακροδεξιοί και οι ισχνοί τότε ακόμα ναζιστές τάχθηκαν επιθετικά ενάντια στην αποδοχή του Σχεδίου. Η ηγεσία ενάντια στην οικονομική και κοινωνική καταβαράθρωση της χώρας πέρασε έτσι σε αυτούς ‒στην ακροδεξιά‒ στην οποία, μάλιστα, για πρώτη φορά και συμμετείχε ενεργά και το Ναζιστικό κόμμα.
Στο δημοψήφισμα υπερίσχυσε η αποδοχή του Σχεδίου Young, αλλά στις επόμενες εκλογές η ακροδεξιά εκτινάχθηκε: από 2,6% που είχε πάρει στις εκλογές του Μαΐου του 1928 σε 18,2% στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1930 (μια αύξηση 5,5 εκατομμυρίων ψήφων! Σταδιακά, η ηγεμονία πέρασε στο Ναζιστικό κόμμα και όλοι ξέρουμε τη συνέχεια.
Συμπέρασμα πρώτο: Αν με πρόφαση την απολύτως ανεπεξέργαστη πρόταση «μένουμε Ευρώπη για να την αλλάξουμε» (που, όπως είπα, προβάλλεται είτε από νοητική ατροφία είτε από ιδιοτέλεια) η ηγεσία της απολύτως εύλογης κριτικής στην ΕΕ αφεθεί στην ακροδεξιά και το ναζισμό, τότε η άνοδός τους είναι αναπόφευκτη· και αυτό δεν είναι μια απλή εκτίμηση ‒είναι μια κανονικότητα που έχει τη βαρύτητα νόμου (που εναπόκειται στους κοινωνικούς επιστήμονες να αναδείξουν).
Ας πάμε τώρα στη δεύτερη ιστορία που, χρονικά μιλώντας, είναι και πιο κοντά μας ‒ ας πάμε στη Βρετανία του 2009στα διυλιστήρια του Lindsay στο Linconshire. Πρόκειται βέβαια για μια ιστορία λιγότερο γνωστή, μια ιστορία όμως που έχει μέσα της όλα τα κρίσιμα συμπεράσματα που χρειάζονται για το παρόν και το μέλλον. Τι έγινε εκεί;
Οικοδόμοι που κατασκεύαζαν μια μονάδα καθαρισμού υπολειμμάτων θείου στο διυλιστήριο του Lindsay με μισθούς που ως τότε καθορίζονταν από συλλογική σύμβαση, έμαθαν ξαφνικά πως ο νέος εργοδότης τους, μια ιταλική εταιρεία ονόματι IREM, είχε σύμφωνα με τις πρόνοιες μιας ευρωπαϊκής οδηγίας το δικαίωμα να ακυρώσει τη εργασιακή σύμβαση, να μειώσει μισθούς, και να προσλάβει Ιταλούς και Πορτογάλους εργάτες σε συνθήκες γαλέρας.Ξέσπασε τότε ανεπίσημη απεργία (ενάντια στην επίσημη ηγεσία του συνδικάτου που εισηγούνταν αποδοχή και σεβασμό της Ευρωπαϊκής οδηγίας) που πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν «ακροδεξιά» μια και, τις πρώτες μέρες της, κυκλοφόρησε κάποια αφίσα με το σύνθημα «Βρετανικές δουλειές για Βρετανούς εργάτες»! Τι έγινε τότε;
Η απεργιακή επιτροπή παρενέβη για να αφαιρέσει τις αφίσες και να μεταφέρει το αίτημα σε σωματεία οικοδόμων στην Ιταλία και την Πορτογαλία, εξηγώντας πως ο αγώνας είναι κοινός: ένας αγώνας Βρετανών, Ιταλών και Πορτογάλων εργατών ενάντια στην ευρωπαϊκή οδηγία!Αποτέλεσμα; Η IREM υποχώρησε, αναγνώρισε τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, και υποχρεώθηκε να αυξήσει τους μισθούς σε όλες τις χώρες δραστηριοποίησής της.
Έχουμε εδώ δυο τεράστια, δυο εξίσου σημαντικάσυμπεράσματα: το πρώτο αφορά το διεθνισμό. Ο αγώνας ενάντια στην ΕΕ δεν είναι ένας αγώνας εθνικός, είναι ένας αγώνας πολιτικός και ταξικός που αγκαλιάζει όλους τους εργαζόμενους ανεξάρτητα από εθνότητα. Πρέπει να επαναληφθεί πως τέτοιοι αγώνες δε θα ξεσπάσουν ταυτόχρονα, όμως αν υπάρχει το σωστό πολιτικό περιεχόμενο και ο κατάλληλος πολιτικός προσανατολισμός η διάδοσή τους μπορεί να είναι ταχύτατη ‒άλλωστε αυτό στην Ελλάδα το βιώσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια του πρόσφατου κινήματος ενάντια στη λιτότητα. Ας αναλογιστούμε ότι τις παραμονές του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015 είχαμε διαδηλώσεις συμπαράστασης σε πάνω από 200 πόλεις, όχι μόνο πανευρωπαϊκά, αλλά και παγκόσμια. Αυτός είναι ο δρόμος ενάντια στον εθνο-απομονωτισμό, όχι η υποστήριξη στην ΕΕ.
Δεύτερο συμπέρασμα: το κεφάλαιο, οι πολιτικοί του εκπρόσωποι και οι διάφοροι περισπούδαστοι ιδεολόγοι του δεν είναι ανίκητοι. Στην πραγματικότητα, ο βασιλιάς δεν είναι μόνο αντιδραστικός είναι και γυμνός. Με ανάλυση που αναλύει και αξιοποιεί την ιστορική εμπειρία, με κατάλληλη στρατηγική και με πολιτική διορατικότητα, η δύναμη των κοινωνιών είναι τεράστια και ακατάβλητη. Οι προϋποθέσειw βέβαια αυτές ‒όλες προϋποθέσεις βαθιά πολιτικές‒ δεν είναι σε καμιά περίπτωση αμελητέες: είναι και δύσκολες και απαιτητικές. Είναι όμως και απόλυτα εφικτές. Η επίτευξή τους συνιστά ένα μεγάλο και επιτακτικό καθήκον για την επόμενη περίοδο ‒μια μεγάλη, ιστορικών διαστάσεων ευθύνη‒ την οποία επιβάλλεται όσοι απεχθάνονται τη βαρβαρότητα στην οποία καλούνται να εθιστούν πρέπει άμεσα να αναλάβουν και την οποία ασφαλώς και μπορούν να εκπληρώσουν.