Συνέντευξη με τον Σεραφείμ Σεφεριάδη επίκουρο καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο και Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα «Εποχή».
Ερώτηση: Τι προκύπτει για τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές;
Βασικό στοιχείο είναι η απόλυτη αναντιστοιχία ανάμεσα στην απόλυτα καταστροφική κρίση του συστήματος που βιώνουμε (η οποία είναι ορατή όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς) και στη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι –δυστυχώς– μια αρνητική δυναμική. Στις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε τα ποσοστά του, αλλά έχασε ψήφους.
Από την άλλη, η Αριστερά δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίζει να προβληματίζεται, να συζητά, να παλεύει. Απαιτείται βέβαια ανάλυση για το τι έφταιξε ή φταίει, η σύγκριση πολιτικών εμπειριών, εξαγωγή συμπερασμάτων.
Αλλά θέλω να τονίσω πως πρέπει να προχωρήσουμε. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στην οικονομική κρίση και στα διλήμματα που έθεσε. Έχει βάση αυτή η προσέγγιση;
Είναι παράδοξο ότι ενώ η κρίση θα έπρεπε να είναι η ώρα της Αριστεράς, το ξέσπασμά της έφερε και κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο λόγος είναι ότι την κρίσιμη ώρα, οι απαντήσεις που δόθηκαν για το χαρακτήρα αυτής της κρίσης ήταν γενικόλογες και δειλές (π.χ. «εναλλακτικό οικονομικό μοντέλο» ή ο περίφημος «δημόσιος πυλώνας παρέμβασης στο τραπεζικό σύστημα») και –εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντικό— χωρίς ένα πρόγραμμα κινηματικών δράσεων που να συνδέει άμεσες διεκδικήσεις με τους προβαλλόμενους στρατηγικούς στόχους.
Αυτά είναι προβλήματα που σε μεγάλο βαθμό υπήρξαν αντανάκλαση και της οργανωτικής λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ: αδιαφάνειες και ανορθολογισμοί που από τη μια αφυδάτωσαν την πολιτική συζήτηση και από την άλλη έδωσαν έδαφος για να αναπτυχθεί ένας ιδιότυπος παραγοντισμός.
Είναι αναμφισβήτητο ότι, από το 2006 και μετά, ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας έδειξε ενδιαφέρον για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ενδιαφέρον αυτό το εξανέμισαν αφενός μια εσωτερική λειτουργία που ήταν κατά περίπτωση γραφειοκρατική, και αφετέρου ασαφείς προγραμματικές επιλογές.
Την ώρα που η κρίση χτύπαγε την πόρτα μας, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε να «μασάει» τα λόγια του, βρέθηκε ανέτοιμος –και αυτό ανέκοψε τη δυναμική του.
Aν γυρνάγαμε το χρόνο πίσω, τι θα μπορούσε να άλλαζε, ώστε να μην φτάναμε σε αυτή την κατάσταση;
Θα έλεγα, πρώτα απ’ όλα, μια εσωτερική λειτουργία, που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο του παραγοντισμού και των προσωπικών πολιτικών και θα έδινε στη «βάση» τη δυνατότητα να συμμετέχει ουσιαστικά και δεσμευτικά, όχι απλώς τύποις.
Απαιτούνταν, με άλλα λόγια, περισσότερη δημοκρατία, περισσότερη διαφάνεια (η δημοκρατική λειτουργία δεν είναι απλώς σύνθημα), ως προϋπόθεση για ουσιαστική και ειλικρινή πολιτική συζήτηση που θα έθετε τα προγραμματικά ζητήματα σε συγκεκριμένη βάση και θα επέτρεπε στο ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει ένα σαφέστερο πολιτικό στίγμα.
Δεν υπονοώ πως αν υπήρχαν οι συνθήκες αυτές τα προβλήματα θα εξαφανίζονταν δια μιας –αλλά το εγχείρημα θα διατηρούσε τη δυναμική του. Θα δινόταν η δυνατότητα να συζητηθούν διεξοδικά, καταρχάς, τα μεγάλα θέματα όπως ο χαρακτήρας της κρίσης (το γεγονός, αίφνης, ότι το χρέος είναι προϊόν τοκογλυφικής κερδοσκοπίας και σκανδαλώδους στήριξης ελληνικών και ξένων εμπορικών τραπεζών) το αίτημα άρνησης αποπληρωμής του χρέους, το ζήτημα των εθνικοποιήσεων κ.λπ. Πρόκειται –αν το καλοσκεφτούμε- για ζητήματα στα οποία δεν υπάρχουν και τόσες πολλές εναλλακτικές. Αν η συζήτηση είχε οργανωθεί δημοκρατικά, θα βλέπαμε με σαφήνεια συγκλίσεις και διαφορές, και η βάση θα είχε τη δυνατότητα να παρέμβει.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το εύρος των δυνάμεων που συναποτελούν τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν τέτοιο, που προδίκαζε την πορεία του εγχειρήματος.
Δύσκολα μπορεί κανείς να το ισχυριστεί επί της αρχής, διότι τα πράγματα αποκτούν ή όχι δυναμική όταν δοκιμαστούν.
Είναι θετικό να επιδιώκονται μετωπικές συνεργασίες, αρκεί –όπως είπα και προηγουμένως- να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ανοιχτό και ειλικρινή πολιτικό διάλογο. Να διεξάγεται δηλαδή συζήτηση που να φωτίζει και αναδεικνύει προγραμματικές συγκλίσεις και διαφορές.
Την περίοδο πάντως της δημοσκοπικής, αλλά και της πραγματικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, φάνηκε ότι υπήρχαν περιθώρια ουσιαστικών συγκλίσεων.
Ήταν μια περίοδος ανόδου, μια περίοδος κινηματικής ενεργοποίησης που, μεταξύ άλλων, αποκάλυψε και την τεράστια σημασία των μαχητικών συλλογικών δράσεων. Αυτή την άνοδο καρπώθηκε δημοσκοπικά ο ΣΥΡΙΖΑ, την καρπώθηκε όμως υπό όρους –κι αυτό λίγοι μέσα στον ηγετικό πυρήνα το κατανόησαν. Ήταν μια συγκυρία όπου ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας κοίταξε προς τον ΣΥΡΙΖΑ, θέτοντάς του το καθήκον της πολιτικής γενίκευσης των αιτημάτων, της συγκρότησης συγκεκριμένης ριζοσπαστικής πρότασης και της κινηματικής διεύρυνσης. Κι εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε πολιτικά και οργανωτικά ελλειμματικός. Αντί για πολιτικό διάλογο και την επεξεργασία πραγματικά ριζοσπαστικών πολιτικών θέσεων, είχαμε τη σταδιακή συρρίκνωση σε παιχνίδια κορυφής και παραγοντίστικες παλινδρομήσεις.
Ότι δεν προχώρησε η ιδέα της ανασύνθεσης, που κάποια στιγμή φάνηκε να είναι ώριμη, έχει να κάνει με προβλήματα της ηγεσίας ή αφορά και τη λεγόμενη βάση; Ή, μήπως, δεν πρέπει να κάνουμε αυτό το διαχωρισμό;
Ο διαχωρισμός είναι δόκιμος. Και είναι δόκιμος γιατί διατηρήθηκε αυτή η απόσταση ανάμεσα σε –συχνά εξ επαγγέλματος- «ηγέτες» και τους ανιδιοτελείς κινηματικούς αγωνιστές της βάσης, με τους πρώτους καταρχάς να ιδιοποιούνται και στη συνέχεια να διασπαθίζουν το πολιτικό κεφάλαιο που είχαν σωρεύσει οι δεύτεροι.
Πιστεύω, όμως, ότι το ζήτημα είναι κυρίως πολιτικό. Και είναι ώρα να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Γιατί το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ, με τις τελευταίες αρνητικές εξελίξεις, δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα, το έχουμε δει και αλλού, όπως π.χ. στην Ιταλία με την «Επανίδρυση». Έδειξαν και εκείνοι μια δυναμική, αλλά στην πορεία φάνηκαν προγραμματικά και διεκδικητικά-κινηματικά ανεπαρκείς, με αποτέλεσμα η δυναμική να απολεσθεί.
Ποια πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα;
Φοβάμαι ότι δεν μπορούμε να είμαστε πολύ αισιόδοξοι ως προς τη δυναμική του σχήματος όπως ως σήμερα το γνωρίσαμε. Και ο λόγος είναι ότι οι παθογένειες που έθιξα σοβούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά και τείνουν να επαναλαμβάνονται, όπως πρόσφατα με τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Ούτε ο Συνασπισμός ούτε το «Μέτωπο» –οι κύριοι φορείς των άστοχων επιλογών της τελευταίας περιόδου- δείχνουν να έβγαλαν τα απαραίτητα πολιτικά συμπεράσματα. Αλλά και οι προεκλογικές εκστρατείες ήταν πολύ κατώτερες του αναμενόμενου. Στην πραγματικότητα τα ουσιαστικά ζητήματα παρακάμφθηκαν, προφανώς με την προσδοκία ότι η «αίγλη των προσώπων» (που έτσι κι αλλιώς ήταν εξαιρετικά αμφίβολη) και οι γενικόλογοι αφορισμοί του τύπου «κάτω το μνημόνιο» θα έβρισκαν απήχηση στον κόσμο της Αριστεράς και ευρύτερα. Αλλά χωρίς παρέμβαση στις κοινωνικές διεργασίες, στους συνδικαλιστικούς αγώνες, χωρίς ουσιαστική συμβολή στις κινηματικές πρωτοβουλίες, δεν είναι δυνατόν να επέλθει δυναμική με δυνατότητα αποτελεσματικής κεντρικής παρέμβασης.
Η κοινωνία είναι καζάνι που βράζει και ανά πάσα στιγμή μπορεί να το δούμε να εκρήγνυται. Είναι περιστάσεις όπου, προγραμματικά και κινηματικά, πρέπει κανείς να τολμήσει, να ρισκάρει, να εκτεθεί. Να διατυπώσει με σαφήνεια τις θέσεις του. Αυτό δεν μπορεί να καθυστερεί άλλο.
Από την άλλη, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα πάντα είναι σε εξέλιξη. Καθώς συζητούμε, βλέπουμε, για παράδειγμα, να αναπτύσσεται πρωτοβουλία για τη συγκρότηση ενός νέου πόλου, ο οποίος και κινηματικές ευαισθησίες θα έχει και σαφέστερο ριζοσπαστικό προγραμματικό περιεχόμενο. Προτείνει, επίσης, δημοκρατική εσωτερική λειτουργία με όρους αρκετά συγκεκριμένους. Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι το εγχείρημα θα αποδώσει, όμως οι προτάσεις αυτές μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο.
Μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει;
Υπάρχει μεγαλύτερη ρευστότητα. Οι εξελίξεις όμως είναι βουβές, κι έτσι κανείς δεν μπορεί να αποφαίνεται με βεβαιότητα. Για την ακρίβεια, τα πράγματα είναι εξαιρετικά αντιφατικά. Από τη μία υπάρχει απελπισία, κόπωση, αποστροφή, ταυτόχρονα όμως υπάρχει και το αντίστροφο. Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά τις δημοσκοπήσεις, θα διαπιστώσει ότι, χωρίς υπερβολή, δημιουργούνται προϋποθέσεις πολιτικού σεισμού (και μάλιστα αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο). Υπάρχει αγανάκτηση, οργή, το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα απαξιώνονται με ρυθμούς ραγδαίους. Πρόκειται για κατάσταση που θα μπορούσε να παρομοιώσει κανείς με τη συσσώρευση ατμού (αν όχι εκρηκτικής ύλης) που, όμως, για την ώρα δεν έχει δυνατότητα άμεσης πολιτικής έκφρασης.
Συνάγεται ότι στη ρευστή συγκυρία που διανύουμε, αυτό που προέχει είναι η παρέμβαση. Είναι ώρα για πολιτική. Αν μείνουμε απλοί θεατές σε κάποια διαπίστωση του τύπου «η κατάσταση είναι δύσκολη», θα έχουμε διαπράξει ένα τεράστιο σφάλμα. Η γενική ρευστότητα σημαίνει ότι, υπό προϋποθέσεις, η δυνατότητα κινηματικής ανασύνταξης όχι μόνο δεν αποκλείεται, αλλά μπορεί και να είναι εντυπωσιακή. Αρκεί η Αριστερά, βγάζοντας συμπεράσματα από την πρόσφατη εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, να παρέμβει με τρόπο και καίριο και ουσιαστικό – όλα είναι ανοιχτά. Αξίζει να αναλογιστούμε ότι υπό το φως των τεράστιων δυσκολιών που υπάρχουν, αυτό είναι τελικά ένα αισιόδοξο συμπέρασμα.