Του Ανδρέα Παγιάτσου
Το παρόν αποτελεί το 4ο άρθρο της σειράς «Η Αριστερά και η 20η Σεπτέμβρη – το τέλος ενός μεγάλου κύκλου». Τα προηγούμενα τρία μπορείτε να τα δείτε στους ακόλουθους συνδέσμους:
Η Αριστερά και η 20η Σεπτέμβρη – Το τέλος ενός μεγάλου κύκλου
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά που μιλά στο όνομα του Μαρξ
20η Σεπτέμβρη: η αριθμητική του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Το αποτέλεσμα της Λαϊκής Ενότητας (ΛΑΕ) αποτέλεσε σοκ για τα στελέχη της, τα οποία ξεκίνησαν προσβλέποντας (αρχικά, παρότι στη συνέχεια μετρίασαν τις προσδοκίες τους) σε διψήφια ποσοστά και σοβαρή παρουσία στη νέα Βουλή.
Η ΛΑΕ αποτέλεσε την ελπίδα χιλιάδων οργανωμένων μελών και δεκάδων χιλιάδων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ για να δοθεί μια απάντηση στην υποταγή του Α. Τσίπρα στην Τρόικα και στη διάλυση της εσωκομματικής δημοκρατίας από την ηγετική ομάδα γύρω από αυτόν. Η αποτυχία της ΛΑΕ να μπει στη Βουλή αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα όχι μόνο για την ίδια αλλά και για σημαντικές δυνάμεις στην υπόλοιπη Αριστερά, που έλπιζαν σε μια κάποιου είδους «αναγέννηση» στο χώρο.
Πόσο αντικειμενικό, πόσο υποκειμενικό;
Βασικά ηγετικά στελέχη της ΛΑΕ, εκπροσωπώντας την «παλιά» (από την εποχή που ήταν στον ΣΥΡΙΖΑ) Αριστερή Πλατφόρμα, αποδίδουν την αποτυχία σε αντικειμενικές αιτίες: τον περιορισμένο χρόνο για εκλογική εκστρατεία, την επίθεση που δέχτηκε η ΛΑΕ από το κατεστημένο και τα Μίντια, την απογοήτευση του κόσμου γενικά από την υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ κοκ.
Σε όλα αυτά ασφαλώς υπάρχει μια μεγάλη δόση αλήθειας.
Αυτό όμως που δεν έχουμε δει σε κανένα σημείο είναι κάποιου είδους αυτοκριτική για το αποτέλεσμα, κάποιου είδους σοβαρό προβληματισμό έστω, για την περίπτωση να έγιναν «λάθη» από τη μεριά της ηγεσίας της ΛΑΕ, «λάθη» που να ευθύνονται για το αποτέλεσμα.
Η απουσία αυτοκριτικής αντιμετώπισης του αποτελέσματος αποτελεί κακό ξεκίνημα. Αν υπάρχει σωστή ανάλυση, θέσεις και προτάσεις, οι 155.000 υποστηρικτές της ΛΑΕ μπορούν να αποτελέσουν μια πολύ ισχυρή δύναμη, που σε σχετικά σύντομο χρόνο να προκαλέσει μεγάλες ανατροπές. Αν δεν υπάρχει σωστή ανάλυση και θέσεις, οι 155.000 μπορούν να «περιθωριοποιηθούν» και έτσι να αποτύχει η προσπάθεια να καλυφθεί το κενό που υπάρχει στην Αριστερά μετά την υποταγή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι αντικειμενικές δυσκολίες στις οποίες αναφέρονται τα ηγετικά στελέχη της ΛΑΕ όντως υπήρξαν. Αλλά ήταν από πριν γνωστές και δεδομένες και δεν μπορούν να αποτελέσουν την εξήγηση, ειδικά τη μόνη εξήγηση, για το αποτέλεσμα.
Η ΛΑΕ ήταν σχετικά καλά, ικανοποιητικά θα λέγαμε, προετοιμασμένη για το πιεστικό χρονοδιάγραμμα και την επερχόμενη σύγκρουση με την πλειοψηφία στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Το «Αριστερό Ρεύμα» του ΣΥΝ (ιστοσελίδα ΙΣΚΡΑ) και το «Κόκκινο Δίκτυο» (RProject) που μαζί αποτελούσαν τις κύριες δυνάμεις της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ήδη «σε θέση μάχης» αρκετά νωρίς, έχοντας έντονες «ανησυχίες» για το που το πήγαινε ο Τσίπρας.
Είχαν μάλιστα έγκαιρα γίνει οι επαφές με τις υπόλοιπες 15 περίπου οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που συναποτελούν σήμερα, μαζί με την «παλιά» Πλατφόρμα, τη ΛΑΕ, από τις αρχές Αυγούστου. Ενδεικτικά, το πρώτο κείμενο που «έδειχνε» προς την κατεύθυνση ενός νέου πολιτικού φορέα είχε ήδη εμφανιστεί δημόσια από τις 13 Αυγούστου[1].
Σε ό,τι αφορά τα ΜΜΕ βέβαια δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς τίποτε άλλο, ο ρόλος τους είναι γνωστός και δεδομένος. Δεν μπορείς, επομένως, να κατηγορείς τον εχθρό σου για την προσπάθειά του να σε βλάψει!
Αξίζει όμως να θυμηθούμε και το γεγονός ότι (με δεδομένο τον εχθρικό ρόλο των ΜΜΕ και των εταιρειών δημοσκόπησης) οι πρώτες δημοσκοπήσεις δίνανε στη ΛΑΕ πολύ πιο ψηλά ποσοστά (διπλάσια ή και τριπλάσια) από αυτά που τελικά πήρε.
Υπήρξε μια σαφής πτωτική τάση στα ποσοστά της ΛΑΕ – αυτό δεν το λέμε μόνο με βάση τις δημοσκοπήσεις αλλά και με βάση τις διαπιστώσεις των μελών του «Ξ» που παρέμβαιναν σε πάρα πολλούς χώρους και με βάση τα μηνύματα αποστασιοποίησης που παίρναμε σχετικά με τη ΛΑΕ από πολύ κόσμο που αρχικά την έβλεπε θετικά.
Υπήρξαν λοιπόν ελλείμματα και λάθη. Σ’ αυτά θα αναφερθούμε στη συνέχεια, με βασική επιδίωξη τη διόρθωση τους, ακριβώς γιατί η «υπόθεση» της ΛΑΕ δεν αφορά μόνο την ίδια αλλά την Αριστερά συνολικά και την κοινωνία.
Η υποτίμηση των δυσκολιών από την «έξοδο»
Κατ’ αρχήν υπήρξε, όπως όλα δείχνουν, υποτίμηση των δυσκολιών που συνεπάγεται η έξοδος μιας μειοψηφούσας αντιπολιτευτικής τάσης από ένα μαζικό κόμμα.
Η Αριστερή Πλατφόρμα λειτουργούσε σαν αντιπολίτευση μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Η λειτουργία όμως σαν τάση στο εσωτερικό ενός κόμματος είναι μια εντελώς διαφορετική «ιστορία» από τη λειτουργία σαν ανεξάρτητος πολιτικός φορέας (κόμμα ή μετωπικός πολιτικός σχηματισμός) ανοιχτά, μέσα στα κινήματα και την κοινωνία.
Η ύπαρξη κόμματος και η συμμετοχή σ’ αυτό «προστατεύει», με μια έννοια, τις εσωτερικές (αντιπολιτευτικές) τάσεις από τις δυσκολίες που εμφανίζει η απευθείας σχέση με την κοινωνία, με τα κινήματα, με την ταξική πάλη κλπ, λόγω του μεγέθους και του βάρους του κόμματος στην κοινωνία.
Το μαζικό κόμμα, με το βάρος που έχει στην κοινωνία ως τέτοιο, λειτουργεί σαν πόλος έλξης και «λύνει» προβλήματα που αντιμετωπίζει η μικρότερη, εξωκοινοβουλευτική, αριστερά όπως: μαζικότητα, δομές, λειτουργία, αντιμετώπιση διαφωνιών, αυτόνομη παρέμβαση στα κινήματα και την κοινωνία, οικονομικά, κοκ.
Μια αριστερή αντιπολιτευτική τάση σε ένα μαζικό κόμμα, όπως ήταν μέχρι πρόσφατα η Αριστερή Πλατφόρμα στο ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να ασκεί την κριτική της σε διάφορα σημεία «χρεώνοντας» στην πλειοψηφία τις ευθύνες για τα κακώς κείμενα, τα λάθη, τα ελλείμματα στην πολιτική του κόμματος κοκ και την ίδια στιγμή απολαμβάνοντας τα «οφέλη» από τη συμμετοχή στο κόμμα αυτό (βουλευτές, οικονομικά, σταθερά μαζικό ακροατήριο κ.α.).
Όταν η «κάλυψη» ή η «προστασία» αυτού του είδους (που προσφέρει ένα μαζικό κόμμα) αφαιρεθεί, τότε η αντιπολιτευτική τάση μπορεί να ανακαλύψει ότι η απευθείας σχέση με την κοινωνία είναι μια πολύ πιο δύσκολη υπόθεση και πως είναι άλλο πράγμα η πάλη των εσωκομματικών μηχανισμών και άλλο η εμπλοκή στις κοινωνικές διεργασίες.
Μπορεί να ανακαλύψει για παράδειγμα («θα ανακαλύψει», είναι η πιο ακριβής έκφραση) ότι δεν είναι όλοι οι υποστηρικτές της μέχρι χθες αντιπολιτευτικής τάσης διατεθειμένοι να την ακολουθήσουν στη σύγκρουση με την ηγεσία του κόμματος και την πλειοψηφία. Ένα κομμάτι, κατά κανόνα, προτιμά να μείνει στο κόμμα. Ένα άλλο κομμάτι αποστρατεύεται – συχνά αυτό είναι και το μεγαλύτερο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του συνδικαλιστικού του ΣΥΡΙΖΑ, που ελεγχόταν από την Αριστερή Πλατφόρμα, δεν ακολούθησε τη ΛΑΕ όταν αυτή δημιουργήθηκε. Υπάρχουν επίσης αρκετές περιπτώσεις ατόμων, σταθερών υποστηρικτών της Αριστερής Πλατφόρμας για χρόνια, που μετά τη διάσπαση αποχώρησαν μεν από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν ακολούθησαν τη ΛΑΕ.
Το αποτέλεσμα είναι μια τάση που «ήλεγχε» το 1/3 των οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ (στο Συνέδριο, την Κεντρική Επιτροπή, κλπ) και σε μερικές περιπτώσεις έφτανε να κερδίζει την υποστήριξη του 45% της Κεντρικής Επιτροπής, όταν μετά από πολλά χρόνια ή και δεκαετίες δουλειάς, βρέθηκε εκτός κόμματος πήρε μόνο το 2,86% της ψήφου.
Αν από αυτό μάλιστα «αφαιρέσουμε» την υποστήριξη που είχε η ΛΑΕ λόγω της παρουσίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου και του Μανώλη Γλέζου στα ψηφοδέλτια, καθώς και των 15 περίπου οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς τότε τα «καθαρά» (στο βαθμό που μπορεί να γίνει ένας τέτοιος υπολογισμός) ποσοστά της Αριστερής Πλατφόρμας στην κοινωνία είναι αισθητά χαμηλότερα.
Όλα τα πιο πάνω συνηγορούν στην επόμενη διαπίστωση: η έξοδος μιας μειοψηφούσας τάσης από ένα μαζικό (ή και ημιμαζικό κάτω από άλλες συνθήκες) πολιτικό σχηματισμό οδηγεί συχνά σε κρίση φυσιογνωμίας: κρίση ιδεολογική, πολιτική, οργανωτική, οικονομική.
Αυτό συχνά συνοδεύεται από έντονες εσωτερικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτές μπορεί να είναι διαλυτικές. Σε άλλες μπορεί να είναι η αφετηρία για μια νέα επιτυχημένη επανεκκίνηση.
Στόχος είναι ασφαλώς το τελευταίο, και σ’ αυτό οφείλει να επιδιώκει κάθε συμβολή στη σχετική συζήτηση. Στην επαφή του με τη ΛΑΕ το «Ξ» έχει διαπιστώσει μια σειρά από σοβαρά ελλείμματα που εξηγούν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα.
Δημοκρατία
Στη διαδικασία συγκρότησης της ΛΑΕ δεν υπήρξε ο οφειλόμενος σεβασμός σε δημοκρατικές διαδικασίες συγκρότησης. Τις πρώτες μέρες μετά την εξαγγελία της ΛΑΕ, η συγκρότησή της πήρε χαρακτηριστικά «κλειστών διαδικασιών»: καμία προσπάθεια ανοιχτών συνελεύσεων, κανένα κάλεσμα πλατιάς συμμετοχής σε εργατικά και λαϊκά στρώματα και κόσμο της Αριστεράς, καμία προσπάθεια οι τοπικές συντονιστικές επιτροπές να προκύψουν μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες συνελεύσεων. Αντίθετα ξεκαθαρίστηκε, μάλιστα συχνά με επιθετικό τρόπο, ότι όλοι οι υποψήφιοι σε εκλόγιμες θέσεις θα προερχόντουσαν από τις γραμμές της παλιάς Αριστερής Πλατφόρμας (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως της Ζωής Κωνσταντοπούλου και του Μανώλη Γλέζου).
Το «Ξ» είχε υπογράψει το πρώτο κείμενο που έδειχνε στην κατεύθυνση συγκρότησης νέου φορέα [1]. Όταν όμως είδε σε δεκάδες περιοχές τα στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας να λειτουργούν σαν ένα «κλειστό κύκλωμα» που επεδίωκε να ελέγχει τα πάντα, όπως περιγράφεται πιο πάνω, «έκανε πίσω» δηλώνοντας απλά συνεργασία και προσφέροντας «κριτική υποστήριξη» στη ΛΑΕ. Σε αντίθετη περίπτωση θα ισοδυναμούσε με το να αποδεχόταν τη συμμετοχή σε ένα νέο σχηματισμό που να αποτελείται από την Αριστερή Πλατφόρμα και έναν αριθμό οργανώσεων – δορυφόρων.
Δεν είναι μόνο το «Ξ» που «έκανε πίσω». Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων της βάσης προσέγγισε τη ΛΑΕ τις πρώτες μέρες της εξαγγελίας της για να αποχωρήσει σύντομα μετά, δηλώνοντας απογοήτευση.
Το ζήτημα της εσωτερικής δημοκρατίας σε ένα σχηματισμό της Αριστεράς είναι, χωρίς την παραμικρή υπερβολή, κρίσιμο. Χωρίς πλατιά εσωτερική δημοκρατία, ειδικά στη σημερινή εποχή, κανένας σχηματισμός δεν μπορεί και δεν πρόκειται να πείσει και να ελκύσει μαζικά στρώματα[2].
Στις μέρες που ακολούθησαν τα πιο πάνω περιστατικά, μια σειρά στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας δήλωσαν πως τα προβλήματα αυτά όντως υπήρξαν, ήταν όμως θέμα κακών χειρισμών και πως θα διορθώνονταν άμεσα.
Αυτή η διαπίστωση είναι ασφαλώς καλοδεχούμενη, αλλά η αλλαγή στάσης πρέπει να φανεί στην πράξη.
Τονίζουμε όμως το εξής: η δημοκρατία στο εσωτερικό ενός πολιτικού φορέα της Αριστεράς δεν είναι κάτι που μπορεί να σου διαφύγει, να το ξεχάσεις ή να παραβλέψεις – δεν μπορεί να λείπει «κατά λάθος». Είναι οργανικό στοιχείο: είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει, είτε την πιστεύεις είτε δεν την πιστεύεις. Δημοκρατία σαν παραχώρηση, λόγω πιέσεων, δεν μπορεί να υπάρξει – θα υπάρξει προσωρινά, ακριβώς λόγω των πιέσεων, μέχρι το κυρίαρχο «κομμάτι» να νοιώσει αρκετά δυνατό ώστε να την καταργήσει ή να την περιστείλει. Αυτό μήπως δεν έκανε ο Τσίπρας στο ΣΥΡΙΖΑ;
Είναι ξεκάθαρο κατά τη γνώμη μας ότι τα στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας υποτιμούν τη σημασία αυτού που παράγοντα – της εσωτερικής δημοκρατίας. Κάνουν όμως έτσι ένα πολύ σοβαρό λάθος. Γιατί μπορεί η κοινωνία πλατιά να μην παρακολουθεί ή να μην ενδιαφέρεται για την εσωτερική λειτουργία των κομμάτων, όμως τα μέλη και οι ενεργές δυνάμεις στη βάση των κομμάτων της Αριστεράς θεωρούν το θέμα της δημοκρατίας καθοριστικής σημασίας. Ειδικά στη σημερινή εποχή, κανένας δεν είναι διατεθειμένος να συμμετέχει χωρίς να έχει δικαιώματα – και πολύ σωστά!
Αν ένας σχηματισμός δεν χαρακτηρίζεται από ελεύθερη και δημοκρατική συζήτηση, τότε αναπόφευκτα θα διώξει κόσμο και αυτό το πρόβλημα είναι τεράστιο. Γιατί η δύναμη της Αριστεράς είναι πάντα, πρώτα και κύρια, οι άνθρωποί της! Είναι οι αριθμοί των αγωνιστών που θα είναι διατεθειμένοι να βγουν στο δρόμο, να πάνε πόρτα-πόρτα, να παλέψουν για τη ψήφο κοκ.
Οι (εφιαλτικές) εποχές που οι άνθρωποι των λαϊκών στρωμάτων πίστευαν σε πατερούληδες και μεγάλους αδελφούς, τύπου Στάλιν και Ζαχαριάδη, έχουν ευτυχώς περάσει προ πολλού.
Δεν υπήρξε κάτι «νέο» και «φρέσκο»
Ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας που κάθε άλλο παρά βοήθησε τη ΛΑΕ είναι ότι δεν υπήρξε η εικόνα του «νέου» και «φρέσκου».
Αυτός ο παράγοντας λειτούργησε καταλυτικά για την κοινωνία. Γιατί να έχει κανείς εμπιστοσύνη στα παλιά στελέχη από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που μόλις πρόσφατα κατείχαν υπουργικούς θώκους; Επειδή αυτοί είπανε πως δεν υπογράφανε αυτά που υπόγραψε ο Τσίπρας; Γιατί να το πιστέψει αυτό μια κοινωνία που μόλις πρόσφατα είχε την εμπειρία της «εξαπάτησης» από τον Α. Τσίπρα; Γιατί να μην πιστέψει στην προπαγάνδα κύκλων του ΣΥΡΙΖΑ και μερίδας των ΜΜΕ π.χ. πως η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ έγινε για να εξυπηρετηθούν άλλες φιλοδοξίες; Είναι φανερό πως η Πλατφόρμα έπρεπε να διαχωρίσει τη θέση της πιο πολύ πιο νωρίς και με πιο καθαρό τρόπο.
Έχοντας φύγει από το ΣΥΡΙΖΑ και έχοντας χάσει μεγάλο μέρος των δυνάμεων που είχαν στο εσωτερικό του κόμματος, τα στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας έπρεπε να ξέρουν πως η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία θα «αγκάλιαζε» σε σημαντικό βαθμό και τους ίδιους. Και για να «σπάσουν» αυτή την εντύπωση θα έπρεπε να βγάλουν μπροστά νέα πρόσωπα – και τέτοια υπήρχαν πολλά.
Αυτό δεν έγινε και είχε κόστος.
Το πολιτικό πρόγραμμα
Τέλος, και σημαντικότερο, υπήρχε πρόβλημα με το πολιτικό πρόγραμμα[3].
Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης περιέγραψε σε διάφορες τοποθετήσεις το πρόγραμμα της ΛΑΕ σαν «δημοκρατικό – πατριωτικό». Αφαίρεσε ή υποβάθμισε, έτσι, τη σημασία του ταξικού, αντικαπιταλιστικού προγράμματος, τη σημασία της σοσιαλιστικής προοπτικής.
Το πρόγραμμα της ΛΑΕ, αν το διαβάσει κανείς με προσοχή είναι ένα πρόγραμμα αντικαπιταλιστικό. Όμως η ηγεσία «φοβήθηκε» να προβάλει αυτό το στοιχείο. Με άλλα λόγια νόμισε πως «στρογγυλεύοντας» (στις δημόσιες προφορικές τοποθετήσεις) τις θέσεις θα γινόταν πιο ελκυστική σε πιο πλατιά στρώματα.
Πρόκειται για τραγικό λάθος. Γιατί μ’ αυτό τον τρόπο δεν διευρύνεις την απήχησή σου, απλά «διώχνεις» τα πιο μαχητικά κομμάτια του κινήματος που ζητούν από σένα καθαρή γραμμή και καθαρά λόγια και δημιουργείς αμφιβολίες σε στρώματα που φοβούνται μια κάποιου είδους νέα «διγλωσσία».
Έτσι η ΛΑΕ περιόρισε τον εαυτό της στην προβολή της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα – έκανε δηλαδή, στην ουσία, τη δραχμή, απάντηση στην κρίση και στα Μνημόνια. Όσο και αν ηγετικά στελέχη της ΛΑΕ, όπως ο Π. Λαφαζάνης, προσπάθησαν να διευκρινίσουν ότι «το νόμισμα δεν είναι λύση, είναι εργαλείο» η απουσία μιας πιο ολοκληρωμένης πρότασης άφηνε ένα κενό που επέτρεψε στα ΜΜΕ να το εκμεταλλευτούν παρουσιάζοντας τη ΛΑΕ σαν «το κόμμα της δραχμής».
Τα ελλείμματα μπορούν να ξεπεραστούν
Όλα αυτά αποτελούν ελλείμματα, λάθη και αντιφάσεις με τα οποία είναι αντιμέτωπη η Λαϊκή Ενότητα. Μπορούν να ξεπεραστούν εφόσον υπάρχει η απαιτούμενη διάθεση και με στόχο και προοπτική να ξεκαθαρίσει το κεντρικό ζήτημα με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι: Τι Αριστερά θέλουμε; Πώς πρέπει να είναι η Αριστερά που χρειάζονται οι εργαζόμενοι, η κοινωνία, η χώρα, για να βγει από την κρίση και να θέσει τη λειτουργία της οικονομίας στην υπηρεσία των λαϊκών στρωμάτων και της μεγάλης πλειοψηφίας, αυτής που διεθνώς πια αναφέρεται σαν το 99% ενάντια στο 1% των πλούσιων, του μεγάλου κεφαλαίου και των εκπροσώπων του; Ποια πρέπει να είναι η φυσιογνωμία της Αριστεράς του 21ου αιώνα για να χρησιμοποιήσουμε την προσφιλή έκφραση στη ΛΑΕ;
Η δική μας άποψη για το θέμα αυτό, στο επόμενο, τελευταίο μέρος της σειράς «Η Αριστερά και η 20η Σεπτέμβρη – το τέλος ενός μεγάλου κύκλου».
Το 5ο μέρος θα δημοσιευτεί στο site του «Ξ» την Πέμπτη 8 Οκτώβρη