Διαβάστε παρακάτω την εισήγηση του Λούκα Σιάκι, αναπληρωτή καθηγητή Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Valle d’Aosta στην Ιταλία και Υπεύθυνου-Συντονιστή των καθηγητών πανεπιστημίου στην FLC CGIL (Ομοσπονδία Εργαζομένων στην Εκπαίδευση και την Έρευνα) στη συζήτηση με τίτλο «Ποια πολιτική εναλλακτική απέναντι στην Ακροδεξιά» που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 22/3 στο πλαίσιο του διημέρου AntifaCon 2025. Δείτε σχετικό ρεπορτάζ του Antinazi Zone εδώ. Δείτε τη μαγνητοσκοπημένη ομιλία του Λ. Σιάκι από το OmniaTV εδώ.
Σας ευχαριστώ όλους για την πρόσκληση. Πιστεύω ότι τέτοιες πρωτοβουλίες είναι σημαντικές για την Ελλάδα, αλλά θα ήθελα επίσης να μιλήσω για το τι συμβαίνει και σε άλλες χώρες- πχ για την συζήτηση αν υπάρχει πιθανότητα να υπάρξει ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος. Έχουμε τη Μελόνι, τον Τραμπ, τη Λεπέν, την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) που ανεβαίνουν. Και πιστεύω ότι γι’ αυτόν τ ον λόγο είναι σημαντικό το αντιφασιστικό κίνημα να χτιστεί διεθνώς.
Ένα ερώτημα που ακούω συνέχεια είναι «πώς είναι δυνατόν στην εποχή μας να ανεβαίνει στην εξουσία ένα φασιστικό κίνημα στην Ιταλία και να μην έχει ανοίξει μύτη, να μην έχουμε δει τα μεγάλα κινήματα στους δρόμους όπως είδαμε στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Αγγλία». Και αυτό που απαντάω, είναι ότι οι «Αδελφοί Ιταλοί» της Μελόνι είναι ένα κόμμα το οποίο έχει μια ιστορία δεμένη με τον φασισμό, έχει μια κουλτούρα δεμένη με τον φασισμό. Τα σύμβολά τους παραπέμπουν στον Μουσολίνι και τον φασισμό. Αλλά σήμερα πια, δεν είναι ένα φασιστικό κόμμα.
Δεν έχει τους μελανοχίτωνες που είχε ο Μουσολίνι, δεν έχει μια οργάνωση στρατιωτικού τύπου. Ούτε χρησιμοποιεί τη βία του δρόμου απέναντι στα συνδικάτα ή το αντιφασιστικό κίνημα.
Υπάρχουν φασιστικές οργανώσεις στην Ιταλία. Οι πιο βασικές είναι η Forza Nuova (Νέα Δύναμη) και η CasaPound. Αυτές οι οργανώσεις έχουν στο παρελθόν οργανώσει επιθέσεις σε συνδικάτα, έχουν π.χ. επιτεθεί στα γραφεία της CGIL (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) στη Ρώμη κατά τη διάρκεια μιας φασιστικής διαδήλωσης. Όμως αυτού του τύπου ο φασισμός είναι πλέον πιο αδύναμος, επειδή σε μεγάλο βαθμό καλύπτεται από τις πολιτικές της Μελόνι και των «Αδελφών Ιταλών».
Η κατάρρευση της Αριστεράς και η το πολιτικό κενό
Πώς κατάφερε η Μελόνι να ανέβει στην εξουσία; Πώς μαζικοποιήθηκε το κόμμα της; Σε μια χώρα με ιστορία 40 – 50 χρόνων μαζικών κινημάτων και κομμάτων της Αριστεράς, είναι σημαντικό να εντοπίσουμε τις βασικές αιτίες που μας οδήγησαν εδώ.
Πρώτα απ’ όλα, υπήρξαν δύο μεγάλες οικονομικές κρίσεις, το 2009 και το 2012. Η Ιταλία έχασε το 10% του ΑΕΠ της. Χτυπήθηκαν ιδιαίτερα οι μεσαίες τάξεις, οι μικροέμποροι και οι αυτοαπασχολούμενοι. Αυτές οι κοινωνικές ομάδες προσπάθησαν να διαμορφώσουν μια πολιτική εναλλακτική απέναντι στις τράπεζες, τη λιτότητα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το εργατικό κίνημα εκείνη την εποχή ήταν αδύναμο και ανοργάνωτο, και δεν κατάφερε να αντιδράσει. Η Αριστερά και τα συνδικάτα, ακόμα και τα πιο ριζοσπαστικά όπως η Κομμουνιστική Επανίδρυση (Rifondazione Comunista) και η CGIL, είχαν συμμετάσχει σε κυβερνήσεις λιτότητας, όπως εκείνη του Ρομάνο Πρόντι. Έτσι, ο κόσμος είχε πάψει να τα βλέπει ως εναλλακτική.
Οι εργαζόμενοι ήταν διασπασμένοι και δεν μπορούσαν να οργανώσουν καμία ουσιαστική κινητοποίηση ενάντια στη λιτότητα. Η συσσωρευμένη οργή εκφράστηκε με την ψήφο σε μια αλλόκοτη κυβέρνηση, που στην Ιταλία ονομάστηκε «κιτρινοπράσινη»: από τη μία το «Κίνημα των Πέντε Αστέρων», ένα περίεργο μόρφωμα που συνδύαζε κάποια αριστερά στοιχεία, με αντιμεταναστευτικό λόγο, και από την άλλη η «Λέγκα του Βορρά» του Ματέο Σαλβίνι, που ξεκίνησε ως αυτονομιστικό κόμμα και μετατράπηκε σε εθνικιστικό.
Αυτή η κυβέρνηση οδήγησε στη Δεξιά πολύ κόσμο που προηγουμένως βρισκόταν στην Αριστερά. Όταν φάνηκε η αποτυχία της, επέστρεψε ο Μάριο Ντράγκι με μια τεχνοκρατική, νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, που επανέφερε τις πολιτικές λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το μόνο κόμμα που φαινόταν να είναι πραγματική αντιπολίτευση μέσα στη βουλή ήταν η άκρα Δεξιά της Μελόνι. Και έτσι, βρέθηκε γρήγορα από το 3% στο 30%.
Σήμερα, η κυβέρνηση της Μελόνι δεν έχει τηρήσει καμία από τις προεκλογικές της υποσχέσεις και υποχωρεί στις δημοσκοπήσεις. Επομένως, τι μπορούμε να κάνουμε;
Οι λανθασμένες απαντήσεις
Υπάρχουν δύο λανθασμένες απαντήσεις που κυκλοφορούν στην Ιταλία. Η πρώτη προέρχεται από ένα κομμάτι της Αριστεράς και αφορά τον «αντιφασισμό του δρόμου», δηλαδή την ιδέα της οργανωμένης αυτοάμυνας ενάντια στη φασιστική βία, που ουσιαστικά ταυτίζει την κυβέρνηση της Μελόνι με οργανώσεις όπως η CasaPound ή η Χρυσή Αυγή. Όμως στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι, ούτε η κοινή γνώμη το αντιλαμβάνεται με αυτόν τον τρόπο. Η Μελόνι δεν χρησιμοποιεί βία για να κυβερνήσει. Αντιθέτως, κερδίζει αναγνώριση και υποστήριξη όχι μόνο στη μεσαία τάξη, αλλά και σε τμήματα της εργατικής τάξης, ακόμα και της οργανωμένης. Στις λαϊκές γειτονιές, που κάποτε ήταν κάστρα της Αριστεράς.
Το δεύτερο λάθος είναι το λεγόμενο «δημοκρατικό τείχος». Η ιδέα ότι η Αριστερά πρέπει να συμμαχήσει με δυνάμεις που συνεχίζουν να υποστηρίζουν τις πολιτικές της λιτότητας. Δεν κερδίζουμε έτσι απέναντι στη Ακροδεξιά.
Τα νέα κινήματα και η ανάγκη για επαναθεμελίωση τους
Ως απάντηση σε αυτή την κατάσταση γεννιούνται νέα κινήματα. Στα σχολεία, υπάρχουν σημαντικοί αγώνες ενάντια στην Ακροδεξιά, γιατί το σχολείο ήταν πάντα πεδίο μάχης απέναντι της. Η ακροδεξιά κυβέρνηση της Μελόνι χωρίζει τα σχολεία σε δύο κατηγορίες, σε σχολεία για πλούσιους και για φτωχούς. Φέρνει τον στρατό στην εκπαίδευση για να καλλιεργήσει εθνικιστικά αισθήματα από το δημοτικό μέχρι το λύκειο. Δημιουργεί μια ιεραρχική κουλτούρα, όπου η φωνή του διευθυντή μετρά περισσότερο από τους δημοκρατικούς θεσμούς του σχολείου. Σε αυτό τον αγώνα βλέπουμε εκπαιδευτικούς και οικογένειες δημοκρατικών μαθητών να παλεύουν μαζί.
Ένα δεύτερο σημαντικό κίνημα είναι αυτό ενάντια στον λεγόμενο «νόμο περί ασφάλειας». Πρόκειται για έναν νόμο που αυστηροποιεί τις ποινές για απεργούς, καταληψίες, αλλά και όσους κλείνουν τους δρόμους. Το κίνημα αυτό έχει βαθιές ρίζες στα συνδικάτα, στα κόμματα της Αριστεράς και στα κοινωνικά κινήματα και έχει καταφέρει να τους ενώσει όλους σε ένα κοινό μέτωπο.
Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν μια διαδήλωση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων τον περασμένο Δεκέμβριο. Η συνδικαλιστική μου οργάνωση, η «Radici del Sindacato» (Οι Ρίζες του Συνδικαλισμού), συμμετείχε ενεργά στις κινητοποιήσεις. Πιστεύουμε ότι πρέπει να επιστρέψουμε στις ρίζες μας: να αγωνιστούμε ενάντια στον φασισμό, υπερασπιζόμενοι τα δικαιώματα των καταπιεσμένων τάξεων. Να συντονίσουμε τους αγώνες των κοινωνικών κινημάτων, να σταθούμε απέναντι σε πολιτικές λιτότητας που στρέφονται ενάντια στα λαϊκά στρώματα. Να είμαστε παρόντες στον αγώνα για μια άλλη κοινωνία.
Κλείνοντας, θα χρησιμοποιήσω μια φράση του Γκράμσι:
«Έχουμε την απαισιοδοξία της γνώσης, αλλά και την αισιοδοξία της θέλησης» – της θέλησης να χτίσουμε μαζικούς αγώνες, που θα μεγαλώσουν μέσα στους επόμενους μήνες.