Του Λεωνίδα Βατικιώτη. Αναδημοσίευση από το ΠΡΙΝ
Οταν τα ήπια επιχειρήματα για το «σπίτι των λαών», τη δυνατότητα της ΕΕ να μεταρρυθμιστεί και την πειθώ των λογικών επιχειρημάτων καταρρέουν, τότε επιστρατεύεται το τελευταίο επιχείρημα των μνημονιακών και νεοφιλελεύθερων: Η ρήξη εμφανίζεται σαν ισοδύναμο της επιστροφής στην «εποχή των σπηλαίων».
Αξίζει έτσι να επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε το περίγραμμα της επόμενης μέρας της ρήξης, δηλαδή της αθέτησης πληρωμών και της μονομερούς διαγραφής του δημόσιου χρέους και της εξόδου από την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι αναγκαίο να τονισθεί το τεράστιο μεθοδολογικό πρόβλημα που εγείρεται καθώς με τα σημερινά δεδομένα επιχειρείται να λυθεί μια εξίσωση του αύριο, όταν όλες οι παράμετροι του προβλήματος θα έχουν αλλάξει άρδην. Πρόκειται μάλιστα για περιορισμό που δεν επιδρά μόνο ούτε καν κυρίως αρνητικά, δεδομένου ότι η σύγκρουση με το κεφάλαιο θα στερήσει την κοινωνία από πολύτιμους και υπαρκτούς πόρους (π.χ. τα 6 δισ. καθαρών εισροών από τις δοσοληψίες με την ΕΕ το 2015), αλλά κατά βάση θετικά, δεδομένης της ασύλληπτης καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων που τείνει να λάβει ενδημικό χαρακτήρα: από την ανεργία που έχει σταθεροποιηθεί στο 26% μέχρι το αργούν παραγωγικό δυναμικό που στη βιομηχανία αγγίζει το 34%.
Επτά είναι οι τομείς που θα επηρεαστούν αμέσως την επόμενη μέρα της ρήξης κι έχουν επίσης σημασία τόσο για τα λαϊκά εισοδήματα όσο και για την οικονομία: Νόμισμα, χρηματοδότηση εισαγωγών και ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού, τράπεζες, διατροφή, ενέργεια και φάρμακα.
Η ισοτιμία του νέου νομίσματος το πρώτο χρονικό διάστημα θα είναι συνδεδεμένη και σε σχέση ένα προς ένα με το ευρώ, παρότι η ισοτιμία που αντιστοιχεί στη δομή της ελληνικής οικονομίας είναι χαμηλότερη ακόμη κι απ’ αυτήν που έχει σήμερα το ευρώ: Μια ισοτιμία ιδανικά «μαλακή» (λόγω της παρουσίας των νότιων χωρών στην ευρωζώνη), για να μπορεί να εξάγει η Γερμανία, καταστροφικά «σκληρή» ωστόσο για την περιφέρεια. Η πρόσδεση στο ευρώ θα είναι πολιτική απόφαση για να αποτραπούν τιμωρητικού χαρακτήρα κερδοσκοπικές επιθέσεις στη νέα δραχμή και τα απανωτά σοκ στις καθημερινές συναλλακτικές συνήθειες. Ανάλογες πρακτικές «σύνδεσης» δεν ακολουθούνται μόνο από «κλειστές οικονομίες», αλλά και από υπερδιεθνοποιημένες όπως του Χονγκ Κονγκ. Οι επιπτώσεις της υποτίμησης στα λαϊκά εισοδήματα μπορούν να εξουδετερωθούν με ανάλογες μισθολογικές αυξήσεις, ενώ στο επίπεδο τιμών, όπως έχει δείξει ο Θ. Μαριόλης, θα είναι ελεγχόμενες. Δεν θα προκύψει δηλαδή ανεξέλεγκτος πληθωρισμός. Κίνδυνος που είναι αστείο να προβάλλεται σε μια οικονομία η οποία πάσχει από αποπληθωρισμό και, σε επίπεδο ευρωζώνης, για την αντιμετώπισή του ξοδεύονται μηνιαίως 60 δισ. ευρώ μέσω του προγράμματος Ποσοτικής Χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Δάνεια που έχουν συναφθεί σε ευρώ με νόμο θα μετατραπούν στο νέο νόμισμα.
Το αναγκαίο συνάλλαγμα για την κάλυψη του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου που (χωρίς καύσιμα και πλοία) ανήλθε το 2014 σε 8,13 δισ. ευρώ (από 16,04 δισ. το 2010) μπορεί να καλυφθεί από το πλεονασματικό ισοζύγιο ταξιδιωτικών υπηρεσιών που το 2014 ανήλθε σε 11,32 δισ. ευρώ (13,39 δισ. εισπράξεις μείον 2,07 πληρωμές). Η μικρή παρουσία καθετοποιημένων τουριστικών δραστηριοτήτων, που ελέγχονται από πολυεθνικές, παρά την αυξανόμενη τους διείσδυση στον κλάδο τα τελευταία χρόνια, επιτρέπει σε μια κυβέρνηση να παρέχει τα κατάλληλα κίνητρα για να συγκεντρώσει αυτούς τους πόρους. Επιπλέον το κλίαρινγκ (μη εγχρήματες μορφές ανταλλακτικού εμπορίου) μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη συναλλάγματος, ενώ έξυπνα μέτρα προώθησης των εισαγωγών, όπως αυτά που εφαρμόζει πετυχημένα η Αργεντινή με την υποχρέωση που αναλαμβάνει κάθε εισαγωγέας να εξάγει ένα συγκεκριμένο ποσοστό της αξίας των εισαγωγών του, περιορίζουν την ανάγκη σε συνάλλαγμα και τονώνουν τις εξαγωγές.
Ανάγκη για κάλυψη των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού δεν υπάρχει τουλάχιστον για παλιούς και νεοφώτιστους λάτρεις των Μνημονίων, που υποστηρίζουν ότι παρέδωσαν πλεονάσματα. Για όλους τους υπόλοιπους που οι αυξημένες ανάγκες επανασύστασης των εσχάτως παρηκμασμένων και μόνιμα ελλιπών κοινωνικών δομών αποτελούν προτεραιότητα υπάρχει η δυνατότητα κοπής νέου χρήματος, που φυσικά κινείται σε περιορισμένα όρια. Πέρα απ’ αυτά υπάρχει η βασιλική οδός του εσωτερικού δανεισμού, που κάλλιστα μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο αναδιανομής κι ενίσχυσης των χαμηλών εισοδημάτων, δείχνοντας πως δεν είναι μεμπτές όλες οι μορφές χρέους. Έτσι άλλωστε ήταν σε ένα βαθμό όσο το ελληνικό δημόσιο κάλυπτε τις χρηματοδοτικές του ανάγκες μέσω της έκδοσης εντόκων γραμματίων που απευθύνονταν στο αποταμιευτικό κοινό ακόμη και τη δεκαετία του 1990. Ενδεικτικά, το 1998 το 80% του δανεισμού ήταν εσωτερικός, με το 70% αυτού του δανεισμού βραχυχρόνιο, μικρού δηλαδή κινδύνου. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ κατήργησε αυτή τη δυνατότητα προς όφελος των τραπεζών γενικά (που εξαφάνισαν έτσι τον ανταγωνισμό τον οποίο δέχονταν) και των χρηματοπιστωτικών κολοσσών ειδικότερα που ανέλαβαν το δανεισμό των κρατών. Η ασφάλεια που παρέχει ο εσωτερικός δανεισμός φαίνεται πεντακάθαρα στην περίπτωση της Ιαπωνίας που τα επίπεδα ρεκόρ του δημόσιου χρέους της (246,1% για το 2015) -ακριβώς επειδή είναι εσωτερικός κι επιδεχόμενος επομένως άπειρων αθόρυβων αναδιαρθρώσεων- δεν έχουν οδηγήσει σε υποβάθμιση το αξιόχρεό της από τους οίκους αξιολόγησης. Ο κίνδυνος που αποτελεί για τη διεθνή κερδοσκοπία ο εσωτερικός δανεισμός φάνηκε κι από την τιμωρητική συμπεριφορά που επιδείχθηκε με αφορμή το PSI τον Φεβρουάριο του 2012, όταν για τους ομολογιούχους δεν προβλέφθηκε καμιά πρόνοια. ΔΝΤ και χρηματοπιστωτικοί οίκοι ήθελαν να εξαλείψουν για πάντα αυτή τη δυνατότητα. Αντίθετα, μια κυβέρνηση που θέλει να επανασυστήσει την εσωτερική αγορά δανεισμού οφείλει να αποζημιώσει στο ακέραιο τους ομολογιούχους που καταστράφηκαν το 2012, ορίζοντας ενδεχομένως κι ένα πλαφόν, π.χ. 100.000 ευρώ, για να αποκλειστούν τα πολύ υψηλά εισοδήματα.
Η άμεση εθνικοποίηση των τραπεζών θα απαλλάξει την κοινωνία από την αγωνία του παρατεταμένου επιθανάτιου ρόγχου τους. Οι τράπεζες σήμερα, παρά τα 211 δισ. που έχουν πάρει από το 2008 υπό τη μορφή ρευστού και εγγυήσεων, είναι σε πολύ χειρότερη μοίρα όπως δείχνει η σχέση δανείων και καταθέσεων: από μια σχέση θαυμαστής ισορροπίας το 2000 (δάνεια 108,23 δισ. ευρώ προς καταθέσεις 109,23 δισ. ευρώ ή 99%) σε μια ασυμμετρία που προκαλούσε ζάλη το 2009 (300,32 δισ. δάνεια προς 237,53 δισ. καταθέσεις ή 126%) η οποία έχει επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο (214 δισ. δάνεια τον Ιανουάριο του 2015 προς 147 δισ. καταθέσεις ή 146%, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να ανέρχονται σε 78 δισ. ευρώ) και θα επιδεινωθεί έτι περαιτέρω λόγω της φυγής των καταθέσεων από την πολιτική ασφυξίας της ΕΚΤ.
Στα είδη διατροφής, με βάση μελέτη τη ΠΑΣΕΓΕΣ που εξετάζει 41 βασικά αγροτικά-διατροφικά προϊόντα φυτικής και ζωικής παραγωγής για το έτος 2011 (Αύγουστος 2012) παρατηρείται αυτάρκεια (όπως ορίζεται η παραγωγή προς την κατανάλωση, με την κατανάλωση να ορίζεται ως παραγωγή συν εισαγωγές μείον τις εξαγωγές) στο ελπιδοφόρο επίπεδο του 91,5%. Με μια δεύτερη ωστόσο ματιά φαίνεται ότι η υψηλότερη αυτάρκεια παρατηρείται σε μη αναγκαία προϊόντα (ελιές βρώσιμες 996%, σταφίδα 275%, αλιεύματα 221%, πορτοκάλια 191% και ακτινίδια 180%), ενώ η χαμηλότερη στα σχεδόν απαραίτητα (ζάχαρη 14%, κρέας βόειο 29%, φακές 33%, σιτάρι μαλακό 33% και χοιρινό 36%). Η περίπτωση της ζάχαρης ωστόσο είναι χαρακτηριστική, για να φανεί η καταστροφή που επήλθε στην αγροτική παραγωγή λόγω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και των οδηγιών της ΕΕ που οδήγησαν σε κλείσιμο τα εργοστάσια της ΕΒΖ, προς όφελος των γερμανών εξαγωγέων, οπότε η Ελλάδα από καθαρός εξαγωγέας έγινε καθαρός εισαγωγέας. Ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν και στην κτηνοτροφία. Η δυνατότητα να καλύψει μια χώρα το κενό, στο πλαίσιο μιας στροφής της πολιτικής της, αποδείχθηκε το 2010, όταν η Ρωσία προέβη σε μαζικές αγορές νεαρών αγελάδων γαλακτοπαραγωγής από τη Δ. Ευρώπη καταφέρνοντας να γίνει αυτάρκης μια διετία μέσα. Σε ό,τι αφορά τα στερεά καύσιμα, η αγορά χαρακτηρίζεται από υπερπροσφορά με εγκατεστημένη ισχύ 17.500 MW και τη ζήτηση να ανέρχεται στο ανώτατο σημείο της στις 7.000 MW. Όπως συμβαίνει και στην παραγωγή των τροφίμων, έτσι και στην ενέργεια, αν δεν υπήρχαν οι οδηγίες της ΕΕ στο πλαίσιο της λεγόμενης απελευθέρωσης, θα μπορούσε να παράγεται πολύ φθηνότερο ρεύμα, σταματώντας για παράδειγμα τη σκανδαλώδη χρηματοδότηση των ιδιωτών που ελέγχουν τις ΑΠΕ, επιτρέποντας την επέκταση της ΔΕΗ, κ.λπ. Σε ό,τι αφορά τα υγρά καύσιμα η στρατηγική συνεργασία της Ελλάδας με τη Ρωσία και η επιλογή του Ιράν ως προμηθευτή στη θέση των αμερικάνικων προτεκτοράτων μπορεί να εξασφαλίσει πολύ φθηνότερα καύσιμα.
Τέλος, στα φάρμακα μπορεί σήμερα η εγχώρια παραγωγή (από 27 φαρμακοβιομηχανίες) να καλύπτει το 18% μόνο της ζήτησης με το υπόλοιπο 82% να καλύπτεται από πολυεθνικές, οι ίδιοι ωστόσο οι βιομήχανοι που καταγγέλλουν τη σκανδαλώδη πριμοδότηση των πολυεθνικών στα χρόνια του Μνημονίου και οι οποίοι εξάγουν σε 80 χώρες έχουν δηλώσει ότι μπορούν να καλύψουν με ποιοτικά φάρμακα σε χαμηλό κόστος το 70% της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και το 50% της νοσοκομειακής. Αρκεί να δοθούν οι κατάλληλες οδηγίες στη συνταγογράφηση…
Εν κατακλείδι στα τρόφιμα, την ενέργεια, τα φάρμακα αλλά και γενικότερα η επαναστατική ρήξη, γιατί καμιά αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να εφαρμόσει τα παραπάνω μέτρα, να απελευθερώσει ασύλληπτες προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις που σήμερα ακρωτηριάζονται, επιτρέποντας στην κοινωνία να εισέλθει σε έναν νέο «χρυσό αιώνα»…