Κατερίνα Κλείτσα
Η Βενεζουέλα μια χώρα με τεράστια αποθέματα πετρελαίου, βυθίζεται στην οικονομική και πολιτική κρίση με την δεξιά αντιπολίτευση να σηκώνει όλο και πιο ψηλά το κεφάλι. Από τη μία η έλλειψη βασικών αγαθών όπως τα τρόφιμα, τα φάρμακα από τα δημόσια νοσοκομεία, ο περιορισμός σε ηλεκτροδότηση και υδροδότηση και από την άλλη οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας της αντιπολίτευσης ενάντια στον πρόεδρο Μαδούρο, έχουν δημιουργήσει μία έκρυθμη κατάσταση στην χώρα, με τον Μαδούρο να βρίσκεται με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο.
Η οικονομία της Βενεζουέλας είναι άμεσα συνδεδεμένη με την τιμή του πετρελαίου, αφού το 96% του προϋπολογισμού της χώρας βασίζεται στα έσοδα από το πετρέλαιο. Η τιμή του πετρελαίου όμως τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε σχεδόν ελεύθερη πτώση. Ενδεικτικά το 2012 η τιμή του πετρελαίου ήταν 103,42$ το βαρέλι, ενώ πριν την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 είχε φτάσει και τα 150$, για να φτάσει το 2014 σε 47,05$ το βαρέλι και να παραμένει σήμερα κάπου ανάμεσα στα 40 και 50$ το βαρέλι!
«Κατάσταση έκτακτης ανάγκης»
Από τις αρχές του χρόνου ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Νίκολας Μαδούρο, κήρυξε την χώρα σε «κατάσταση έκτακτης οικονομικής ανάγκης» που σήμαινε ότι για 60 ημέρες θα κυβερνούσε την χώρα με διατάγματα, υποσκελίζοντας το Κοινοβούλιο, με σκοπό να μπορέσει «να παρέμβει» στην οικονομική και νομισματική πολιτική.
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης πήρε παράταση στη συνέχεια μέχρι τις 14 Μαΐου, ενώ στις 13 Μαΐου ο Μαδούρο δήλωσε πως θα πάρει παράταση για άλλες 90 ημέρες.
Παράλληλα, ήδη από τον προηγούμενο χρόνο, οι ελλείψεις σε βασικά αγαθά που ήταν συχνό φαινόμενο τα τελευταία χρόνια, έφτασαν σε ακόμα πιο ψηλά επίπεδα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Βενεζουέλας οι ελλείψεις στα τρόφιμα έφτασαν την προηγούμενη χρονιά στο 30% ενώ στα τα δημόσια νοσοκομεία συχνές είναι οι ελλείψεις σε βασικό ιατρικό εξοπλισμό και οι ασθενείς και οι οικογένειές τους είναι αναγκασμένοι να εφοδιάζονται μόνοι τους με σύριγγες κι επιδέσμους.
Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύεται φυσικά η δεξιά αντιπολίτευση, που ασκεί κριτική στον Μαδούρο και έχει καταφέρει να αυξήσει την επιρροή της τόσο κοινοβουλευτικά, όσο και ανάμεσα στην κοινωνία.
Ήδη, από τις εκλογές του προηγούμενου Δεκέμβρη ο δεξιός συνασπισμός «Τραπέζι της Δημοκρατικής Ενότητας», είχε καταφέρει να κερδίσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο λαμβάνοντας τις 99 από τις 167 έδρες του Κοινοβουλίου, ενώ το «Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα», PSUV, του Προέδρου Μαδούρο, ακολούθησε με 46 έδρες. Ο Μαδούρο προχώρηση στην κήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης ακριβώς επειδή έχασε την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Το Κοινοβούλιο λοιπόν, στα χέρια της αντιπολίτευσης πια, καταψήφισε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που κήρυξε ο Μαδούρο στις 13 Μαΐου, με τον Μαδούρο να τους αγνοεί, δίνοντας την ευκαιρία στην αντιπολίτευση να τον κατηγορήσει για αντιδημοκρατικές πολιτικές.
Υπογραφές για δημοψήφισμα
Ταυτόχρονα η αντιπολίτευση ξεκίνησε τη συλλογή υπογραφών με τις οποίες ζητά δημοψήφισμα για την αποπομπή του Μαδούρο, τις οποίες επίσης ο Μαδούρο αγνόησε καταγγέλλοντας νοθεία.
Ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας όμως συμμετέχει σε διαμαρτυρίες που καλεί η αντιπολίτευση και ζητά την παραίτησή του Μαδούρο, παρατηρούνται συχνά λεηλασίες σε σούπερ μάρκετ και αποθήκες, η εγκληματικότητα έχει αυξηθεί και ο Μαδούρο απαντά με την χρήση του στρατού και αγνοώντας όλες τις φωνές διαμαρτυρίας.
Από την άλλη ήδη μια σειρά επιχειρήσεις ανακοινώνουν την αναστολή της παραγωγής (όπως η Coca Cola, επικαλούμενη την έλλειψη ζάχαρης) αλλά και η Lufthansa που προχώρησε στην αναστολή των πτήσεων της από και προς τη Βενεζουέλα.
Το κόμμα/κίνημα του Τσάβες λοιπόν, που στο παρελθόν κατάφερε να ανατρέψει πραξικοπήματα της άρχουσας τάξης της Βενεζουέλας και των ΗΠΑ, βασισμένο στην στήριξη της κοινωνίας, σήμερα κατηγορείται για έλλειψη δημοκρατίας με τον αρχηγό της δεξιάς αντιπολίτευσης Ενρίκε Καπρίλες να καλεί τις ένοπλες δυνάμεις να πάρουν θέση και «ή να πάνε με το Σύνταγμα ή με τον Μαδούρο».
Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι «πώς φτάσαμε ως εδώ;» και «υπήρχε τρόπος να αποφευχθεί η σημερινή κατάσταση;».
Πώς φτάσαμε ως εδώ;
Στη μπροσούρα Τσάβεζ και Βενεζουέλα: Εμπειρίες από μια κυβέρνηση της Αριστεράς που το «Ξεκίνημα» έκδωσε το 2013, εξηγούσαμε, αναφερόμενοι στις προοδευτικές και φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις που χαρακτήριζαν την πορεία της κυβέρνησης του Ούγκο Τσάβεζ στα χρόνια που είχαν προηγηθεί:
Για να κρατηθούν και να ολοκληρωθούν αυτές οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, και να αποσοβηθεί ο κίνδυνος επιστροφής ενός σκληρού νεοφιλελεύθερου καθεστώτος, το κίνημα της Βενεζουέλας πρέπει να προχωρήσει στο επόμενο βήμα.
Το βήμα αυτό είναι η αφαίρεση της εξουσίας από τα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου. Μπορεί να έχεις την κυβέρνηση, το στρατό, και το λαό με το μέρος σου. Στο βαθμό όμως που η οικονομική εξουσία βρίσκεται στα χέρια των καπιταλιστών, κάθε κατάκτηση είναι πρόσκαιρη.
Η σκληρή πραγματικότητα είναι ακριβώς αυτή: παρά τα φιλολαϊκά μέτρα που πήρε η κυβέρνηση του Τσάβεζ, είχε αφήσει τον έλεγχο της οικονομίας στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου, αρνούμενος να προχωρήσει στην εφαρμογή ενός τολμηρού σοσιαλιστικού προγράμματος και στο μετασχηματισμό της Βενεζουελανής οικονομίας και κοινωνίας.
Γράφαμε το Νοέμβρη του 2013 στο άρθρο Βενεζουέλα: η «Μπολιβαριανή επανάσταση» σε κρίση
Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις και την φιλολαϊκή πολιτική που άσκησε τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια η κυβέρνηση του Τσάβεζ, η αστική τάξη της χώρας εξακολουθεί όχι μόνο να δρα ανενόχλητη, αλλά και να αυξάνει τα κέρδη της. Το 70% του ΑΕΠ παραμένει στα χέρια του 1% του πληθυσμού, ενώ 423 μονάδες παραγωγής αγροτικών προϊόντων έχουν στην κατοχή τους το 55% των αγροτικών εκτάσεων. Την ίδια ώρα, οι πολυεθνικές εταιρίες με έδρα στο εξωτερικό είναι πλήρως απαλλαγμένες από την υποχρέωση να πληρώνουν φόρους στη Βενεζουέλα, γεγονός που υπολογίζεται ότι έχει στερήσει περίπου 17 δισ. δολάρια από τα κρατικά ταμεία, από το 2009.
Η άρχουσα τάξη διπλά χαρούμενη
Οι αστοί αναλυτές είναι έτσι τρισευτυχισμένοι. Από τη μια γιατί μπορούσαν να συνεχίσουν να θησαυρίζουν όλα τα προηγούμενα χρόνια, παρότι η κυβέρνηση μιλούσε για σοσιαλισμό, δικαιοσύνη κλπ, κι από την άλλη με το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει σήμερα η κυβέρνηση.
Χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τον λαό της Βενεζουέλας και την ίδια ώρα χαμογελώντας κάτω από τα μουστάκια τους δηλώνουν σε κάθε τόνο ότι για μία ακόμα φορά το μοντέλο που επέλεξε η Αριστερά απέτυχε. Για μία ακόμα φορά μιλούν για «το τέλος της ιστορίας» και τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» που απέτυχε.
Έτσι στην πραγματικότητα εκεί που τρεις φορές δοκίμασαν να ανατρέψουν πραξικοπηματικά και με τη βία το κίνημα του «Τσαβισμού» και απέτυχαν παταγωδώς[1] σήμερα βλέπουν τον «Τσαβισμό» να καταρρέει μέσα από τις εσωτερικές του αντιφάσεις.
Δεν είναι αποτυχία του «σοσιαλισμού»
Στην πραγματικότητα όμως, η αποτυχία δεν είναι αφορά το σοσιαλιστικό μοντέλο, αλλά την αποτυχία του Τσάβες αρχικά και του Μαδούρο στη συνέχεια να προχωρήσουν στην εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού μοντέλου.
Η κοινωνία της Βενεζουέλας βλέπει όσα κερδήθηκαν την προηγούμενη περίοδο να κινδυνεύουν να χαθούν, ενώ η ιστορική ευκαιρία για ανατροπή του καπιταλισμού στη Βενεζουέλα έχει απομακρυνθεί.
Αυτό που αποτυγχάνει σήμερα είναι η προσπάθεια των Τσάβες και Μαδούρο να ικανοποιήσουν ταυτόχρονα τις ανάγκες των εργαζομένων από τη μια και της αστικής τάξης από την άλλη. Αυτό ήταν από την αρχή καταδικασμένο να οδηγήσει σε αδιέξοδο.
Η πτώση των τιμών του πετρελαίου
Στηριγμένος στις ψηλές τιμές του πετρελαίου στη διεθνή αγορά και στα αντίστοιχα δημόσια έσοδα, ο Τσάβεζ νόμιζε πως μπορούσε να συνεχίσει να χρηματοδοτεί φιλολαϊκά έργα κι έτσι το «κίνημά» του να παραμένει δημοφιλές. Αυτό αποτελούσε τραγικό λάθος, γιατί όφειλε να ξέρει ότι η άνοδος των τιμών του πετρελαίου είναι ένα κυκλικό φαινόμενο.
Το «Ξ» εξηγούσε διαρκώς πως η στήριξη στις ψηλές τιμές του πετρελαίου για δημόσιες δαπάνες θα είχε ημερομηνία λήξης. Γράφαμε σχετικά το Φλεβάρη του 2009:
Στον τομέα του βιοτικού επιπέδου, ενώ έχουν γίνει πολύ σημαντικά προχωρήματα, ο Τσάβεζ δεν έχει καταφέρει να βγάλει την χώρα από την υπανάπτυξη. Τα προγράμματα βοήθειας βασίστηκαν στα αυξημένα έσοδα από τις ψηλές τιμές του πετρελαίου. Με το χτύπημα της κρίσης και την πτώση της τιμής του, είναι ανοιχτό ποια από αυτά θα συνεχιστούν και για πόσο διάστημα.[2]
Και ξανά, για το ίδιο θέμα το Γενάρη του 2010:
Όταν ξέσπασε η διεθνής οικονομική κρίση, ο Τσάβες ισχυρίστηκε πως δεν πρόκειται να επηρεάσει την Βενεζουέλα. Στην πραγματικότητα, η πτώση της τιμής του πετρελαίου –που είναι το βασικό εξαγωγικό προϊόν της χώρας– έχει αρχίσει να χτυπά την οικονομία. Είναι ενδεικτικό πως η κρατική εταιρεία πετρελαίου, PDVSA, είχε αύξηση χρεών το 2008 κατά 146%! Εκτιμάται πως η PDVSA χρωστά συνολικά 12 δις δολάρια.
Τα περισσότερα από τα κοινωνικά προγράμματα που εφάρμοζε η κυβέρνηση την προηγούμενη περίοδο χρηματοδοτούνταν από τα κέρδη της PDVSA. Το αυξανόμενο χρέος της αναγκάζει τώρα την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μεγάλες περικοπές. Μόνο στην διάρκεια του 2008, οι κοινωνικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 58% και το 2009 οι περικοπές συνεχίστηκαν.[3]
Για το θέμα των εθνικοποιήσεων
Ένα από τα κομβικά σημεία που έμεινε μετέωρο, είναι το ζήτημα των εθνικοποιήσεων των στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Όπως αναφέραμε πιο πάνω οι εθνικοποιήσεις του Τσάβεζ ήταν πολύ πίσω από τις ανάγκες, ήταν δειλές και κάθε άλλο παρά επαρκείς.[4]
Τον Μάρτιο του 2013, γράφαμε για τις ελλείψεις:
Οι αντιφάσεις του μοντέλου της Βενεζουέλας φαίνονται ξεκάθαρα στον «πόλεμο των τιμών» που μαίνεται στη χώρα από το 2002 και μετά. Το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού εμπορίου ελέγχεται από το ιδιωτικό κεφάλαιο, και το ίδιο ισχύει και για το σύστημα διανομής των προϊόντων. Όπως σε κάθε χώρα, οι εταιρίες αυτές προσπαθούν να βγάλουν υπερκέρδη, και για να το πετύχουν υπερτιμολογούν τα προϊόντα τους. Αυτό φυσικά ρίχνει το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού.
Για να απαντήσει σε αυτό, ο Τσάβεζ επέβαλε έλεγχο των τιμών (διατίμηση) σε βασικά προϊόντα. Η λογική ήταν ότι υπάρχει μια «δίκαιη τιμή», προσεγγίσιμη από τον καταναλωτή, που επιτρέπει ένα λογικό ποσοστό κέρδους. Ταυτόχρονα άνοιξε και αλυσίδες κρατικών super market όπου γινόταν διάθεση προϊόντων σε χαμηλές τιμές.
Η απάντηση των καπιταλιστών ήταν να σταματήσουν να παράγουν τα προϊόντα που θεωρούσαν ότι δεν τους προσφέρουν σημαντικό περιθώριο κέρδους. Αυτό οδήγησε σε ελλείψεις ακόμα και βασικών προϊόντων από τα ράφια των super market (γάλα, αλεύρι, ζάχαρη, χαρτί υγείας, κτλ).
Οι ελλείψεις βασικών προϊόντων χρησιμοποιούνται για να μειώσουν την υποστήριξη στην κυβέρνηση. Με αυτό τον τρόπο, οι καπιταλιστές φορτώνουν την δική τους αντικοινωνική συμπεριφορά στο κράτος, και έτσι πετυχαίνουν και μια ιδεολογική νίκη. Παρουσιάζουν τις ελλείψεις σαν αποτυχία της κρατικής παρέμβασης στις τιμές. Επιχειρηματολογούν ότι το κράτος δεν πρέπει να μπερδεύεται στις υποθέσεις τις αγοράς. Και χρησιμοποιούν το πραγματικό πρόβλημα, που ο κάθε κάτοικος βιώνει καθημερινά, σαν επιχείρημα υπέρ της «ελεύθερης αγοράς».»[5]
Το πρόβλημα αφορούσε ευρύτερα την οικονομία και πιο ειδικά τον τραπεζικό τομέα, που παρέμενε στα χέρια των ιδιωτών:
Χαρακτηριστική επίσης είναι η κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα της χώρας. Ο Τσάβεζ δεν ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με τον τραπεζικό τομέα μέχρι την κρίση του 2008. Η κυβέρνηση άρχισε να εθνικοποιεί τις τράπεζες που ήταν στα πρόθυρα χρεοκοπίας λόγω «κακών επενδύσεων». Οι εθνικοποιήσεις έγιναν με αποζημίωση, και μάλιστα, στην περίπτωση της ισπανικής Santander, σε πολύ υψηλή τιμή…
…Επιπλέον, λόγω των υψηλών επιτοκίων με τα οποία δανείζεται η Βενεζουέλα, οι ιδιωτικές τράπεζες αγοράζουν μαζικά κρατικά ομόλογα, με συνέπεια να βγάζουν κέρδη χωρίς να κάνουν τίποτα. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους της αύξησης του δημόσιου χρέους της χώρας…[5]
Τέλος, το κρίσιμο θέμα της δημοκρατίας
Πέρα όμως από την άρνηση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε τολμηρές εθνικοποιήσεις, κομβικό ζήτημα ήταν και η δημοκρατία, τόσο στον έλεγχο και τη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων, όσο και στο εσωτερικό του κόμματος του Τσάβες.
Η υποστήριξη στον Τσάβες προερχόταν από δύο αλληλοσυγκρουόμενα στρώματα. Από τη μία από την ίδια την κοινωνία και τους εργαζόμενους που είδαν την ζωή τους να βελτιώνεται με τις πολιτικές του. Από την άλλη από διεφθαρμένα κρατικά στελέχη και τμήματα της άρχουσας τάξης που συνειδητοποίησαν ότι εφόσον δε μπορούν να «ρίξουν» τον Τσάβες, το πλέον συμφέρον ήταν να συνεργαστούνε μαζί του.
Έτσι, το PSUV (σημ: το κόμμα του Τσάβεζ) «καταλήφθηκε» σε μεγάλο βαθμό από ένα γραφειοκρατικό στρώμα, που για παράδειγμα έφερνε στις ψηφοφορίες «κουβαλητούς» για βγάλει τους δικούς της αντιπροσώπους, εμποδίζοντας κάθε κριτική φωνή και ανοιχτή συζήτηση. Η διαφθορά παραμένει σε υψηλά επίπεδα μέσα στον κρατικό μηχανισμό, και ναρκοθετεί τις παραγωγικές προσπάθειες του κράτους (π.χ. ανακάλυψη φορτίων για τις κρατικές αλυσίδες super-market που σάπιζαν στα λιμάνια) αλλά και αντιτίθεται σε προοδευτικές κινήσεις (σε πολλές περιπτώσεις τοπικές αρχές προβάλλουν αντίσταση στην υλοποίηση αποφάσεων για εθνικοποιήσεις ή εργατικό έλεγχο).
Αναπτύχθηκε επίσης και μια γραφειοκρατία στο εργατικό κίνημα δεμένη με τη «Βολιβαριανή μπουρζουαζία» που προσπαθεί να σταματήσει κάθε εργατικό αγώνα (π.χ. για Συλλογικές Συμβάσεις) χρησιμοποιώντας τον εκβιασμό «όποιος είναι ενάντια στην κυβέρνηση είναι με τους ιμπεριαλιστές».
Αυτή η αντίφαση (…) δεν δημιουργεί απλά μπερδέματα στον κόσμο, αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για το μέλλον!
Όπως έχει αποδειχτεί ιστορικά, μεγάλος δημόσιος τομέας χωρίς δημοκρατικό σχεδιασμό, εργατικό έλεγχο και εργατική διαχείριση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη δυσλειτουργία, στην ανάπτυξη γραφειοκρατίας και στη διαφθορά.
Αυτό χρησιμοποιείται από την αστική τάξη για να (…) καταγγείλει συνολικά το δημόσιο και να δημιουργήσει το περιβάλλον για τις πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων.»[5]
Τι μπορεί να γίνει;
Σήμερα, είναι ανοιχτό το πώς θα εξελιχτεί η κατάσταση, αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως παρά τα στρατηγικής σημασίας «ελλείμματα» του Τσάβες και του Μαδούρο, οι εργαζόμενοι και η νεολαία δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα με το να υποστηρίξουν τη δεξιά αντιπολίτευση, η οποία υπερασπίζεται τα συμφέροντα της ντόπιας και ξένης αστικής τάξης.
Οι εργαζόμενοι μπορούν να δουν λύσεις στα προβλήματά τους μόνο αν κινηθούν γρήγορα και δημιουργήσουν επιτροπές από τα κάτω, που θα οργανώσουν τη διανομή τροφίμων και άλλων αγαθών, θα λειτουργούν δημοκρατικά και θα μπορέσουν να χτίσουν μαζικά κινήματα ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα.
Να υιοθετήσουν και να προτείνουν ένα νέο σχέδιο, πραγματικά δημοκρατικό και σοσιαλιστικό για την οικονομία της χώρας, που θα βασιστεί στις εθνικοποιήσεις του τραπεζικού συστήματος και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας κάτω από εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.
Αν δεν κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση, ο δρόμος για την κοινωνική κατάρρευση και την επικράτηση της δεξιάς στην Βενεζουέλα είναι ανοιχτός και σχεδόν αναπόφευκτος.