Σοφία Χατζηφούντα, κάτοικος Κω
Τη Δευτέρα 1 Ιούνη ξεκίνησε η δίκη των κατηγορούμενων για ομαδικό βιασμό της 19χρονης -τότε- κοπέλας στη Ρόδο, στη 1 Δεκέμβρη του 2018. Ο ένας από τους δύο κατηγορούμενος είναι ο βιαστής και δολοφόνος της Ελένης Τοπαλούδη, ο οποίος μαζί με έναν ακόμα άντρα βίασαν την κοπέλα τρεις μόλις μέρες μετά τον βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης.
Η έκβαση της δίκης είναι πολύ σημαντική για το θύμα του βιασμού, συνολικά για όλες τις γυναίκες θύματα αντίστοιχων εγκλημάτων αλλά και για έναν ακόμα λόγο. Το πιο πιθανό είναι ο δολοφόνος της Ελένης να ζητήσει έφεση για την ποινή που του επιβλήθηκε για εκείνο το έγκλημα και το εάν θα κριθεί ένοχος ή αθώος θα παίξει ρόλο και στην εκδίκαση της έφεσης.
Το ιστορικό ενός -ακόμα- ομαδικού βιασμού
Μόλις τρεις ημέρες μετά τον βιασμό, τα απάνθρωπα βασανιστήρια και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, ο ένας από τους δράστες μαζί με έναν ακόμα νέο άντρα, προσέγγισαν τη 19χρονη, της πρότειναν να πάνε μία βόλτα με το αυτοκίνητο και αφού τη μετέφεραν σε ένα ερημικό μέρος την απείλησαν, τη χτύπησαν και τη βίασαν.
Η κοπέλα αρχικά δεν κατήγγειλε τον βιασμό της, ενώ όπως η ίδια κατέθεσε στο δικαστήριο, η αδερφή της απευθύνθηκε σε γνωστό της λιμενικό, ο οποίος με τη σειρά του το ανέφερε στην αστυνομία. Τα λόγια της κοπέλας αποκαλύπτουν το πώς νιώθει για την αστυνομία η πλειοψηφία των θυμάτων βιασμού. Όπως λέει, γνώριζε και εμπιστευόταν τον λιμενικό, για αυτό και η αδερφή της απευθύνθηκε σε αυτόν. Με άλλα λόγια, ένα θύμα βιασμού για να προχωρήσει σε καταγγελία πρέπει να νιώθει εμπιστοσύνη για τις Αρχές στις οποίες θα απευθυνθεί. Και η αστυνομία αποτυχαίνει διαχρονικά να εμπνεύσει αυτήν την εμπιστοσύνη στα θύματα όχι μόνο βιασμού αλλά συνολικότερα σεξιστικής βίας, παρενόχλησης, ενδοοικογενειακής βίας κλπ.
Όταν η δίκη αποτελεί «δεύτερο βιασμό»
Το να παρακολουθείς από κοντά τη δίκη μίας υπόθεσης βιασμού, μπορεί να γίνει πολύ δύσκολο και ψυχοφθόρο, ενώ για το ίδιο το θύμα συχνά περιγράφεται σαν «δεύτερος βιασμός», όχι μόνο γιατί αναγκάζεται να αναβιώσει τις τραυματικές στιγμές που έζησε, αλλά και από όσα μπορούν να ακουστούν κατά τη διάρκεια της δίκης.
Ο τρόπος που εξελίσσεται αυτή η δίκη είναι ακόμα μία απάντηση στο γιατί τα θύματα βιασμού συχνά αποφεύγουν την καταγγελία. Η κατάθεση της κοπέλας διήρκησε περισσότερο από τέσσερις ώρες, με τους συνηγόρους των κατηγορούμενων να κάνουν ξανά και ξανά τις ίδιες ερωτήσεις προσπαθώντας να την εξαντλήσουν και να την οδηγήσουν σε αντιφάσεις ή ακόμα και να «αποδείξουν» πως όσα καταγγέλλει το θύμα δε συνέβησαν ποτέ και τα «φαντάστηκε».
Και όπως συμβαίνει σχεδόν σε κάθε δίκη για βιασμό, οι συνήγοροι των κατηγορούμενων ασχολήθηκαν με την ερωτική ζωή του θύματος. Κατά τη διάρκεια κατάθεσης της αδερφής του θύματος υπήρξαν ερωτήσεις για την προηγούμενη ερωτική ζωή της και τις προηγούμενες σχέσεις της! Και σαν να μην έφτανε αυτό, ένας από τους συνηγόρους των κατηγορούμενων σε κάποια στιγμή ανέφερε πως:
«δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές μεταξύ βιασμού και σεξ»
με την εισαγγελέα να παρεμβαίνει και να απαντάει:
«Ε όχι και δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές»!
Την ίδια ώρα θεωρήθηκε από τους συνηγόρους «αναξιόπιστη» καθώς δεν του φαινόταν φορτισμένη κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της και δεν ταίριαζε με το «προφίλ» των θυμάτων βιασμού αφού ήταν «ψύχραιμη, συγκεντρωμένη και ετοιμόλογη», αναπαράγοντας στην ουσία την αντίληψη πως για να πείσει μία γυναίκα ότι βιάστηκε, θα πρέπει να είναι «τσακισμένη» ψυχολογικά. Κάτι αντίστοιχο είχαμε δει εξάλλου στην Ισπανία, στη δίκη των «βιαστών της αγέλης», όταν αρχικά το δικαστήριο έκανε δεκτά ως αποδεικτικό μέσο τα στοιχεία που συνέλεξε ιδιωτικός ντετέκτιβ ο οποίος παρακολούθησε για καιρό την κοπέλα. Ο ντετέκτιβ προσελήφθη από την πλευρά των κατηγορουμένων και ακολουθούσε την κοπέλα τόσο στις εξόδους της, όσο και διαδικτυακά, προσπαθώντας να αποδείξει ότι αν πράγματι εκείνη είχε βιαστεί, τότε πώς ήταν δυνατόν μετά να συνεχίζει τη ζωή της, να βγαίνει, να κάνει βόλτες, να αναρτά φωτογραφίες σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης κλπ. Τότε, η πίεση που άσκησε το γυναικείο κίνημα, ανάγκασε το δικαστήριο να αναιρέσει αυτήν την απόφαση, αυτή η αντίληψη όμως που αναζητά εμφανή σωματικά και ψυχικά σημάδια στα θύματα βιασμού εξακολουθεί να υφίσταται.
Κατά τη διάρκεια της δίκης της Ελένης Τοπαλούδη, ο συνήγορός της αλλά και η εισαγγελέας στην αγόρευσή της, χρησιμοποίησαν το γεγονός πως η Ελένη ήταν άριστη φοιτήτρια ως μέθοδο υπεράσπισής της. Σήμερα, σε αυτή τη δίκη βλέπουμε την «αριστεία» του θύματος να χρησιμοποιείται από τους συνηγόρους των κατηγορούμενων ως στοιχείο υπεράσπισης των θυτών. Έτσι, η κοπέλα που είχε πολύ υψηλούς βαθμούς θεωρείται η «έξυπνη» (και άρα «πονηρή»), «παγίδεψε» τον λιγότερο καλό μαθητή και άρα λιγότερο έξυπνο και τον κατηγορεί για ένα έγκλημα που δεν έκανε ποτέ! Και έτσι, αυτή η υπόθεση αποδεικνύει, δυστυχώς με τον χειρότερο τρόπο, πως όταν οι παράγοντες της μόρφωσης, της οικονομικής κατάστασης και της καριέρας του θύματος μπαίνουν σαν κριτήρια για την ενοχή του θύτη, μπορούν να «γυρίσουν μπούμερανγκ» για τα επόμενα θύματα βιασμού. Το μόνο κριτήριο για το εάν μία γυναίκα (ή άντρας) βιάστηκε θα πρέπει να είναι το εάν υπήρξε συναίνεση! Και ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί η σωστή έρευνα σε αυτό το κομμάτι είναι η αστυνομία και οι Αρχές να αντιμετωπίζουν τα θύματα με σεβασμό και ευαισθησία, ώστε να νιώσουν άμεσα την εμπιστοσύνη να καταγγείλουν όσα τους συνέβησαν και να γίνει έρευνα όσο το δυνατόν συντομότερα.
Αλληλεγγύη στα θύματα σεξιστικής βίας
Κάθε χρόνο στην Ελλάδα διαπράττονται περίπου 5000 βιασμοί. Από αυτούς, μόλις οι 150 παίρνουν τον νομικό δρόμο και ακόμα λιγότερες υποθέσεις καταλήγουν σε καταδίκη των δραστών. Η αντιμετώπιση των θυμάτων από την αστυνομία και τα δικαστήρια, οδηγεί την πλειοψηφία αυτών στο να μην καταγγείλουν ποτέ ό,τι τους συνέβη, ενώ όσα θύματα βρουν το θάρρος να το κάνουν, έχουν να αντιμετωπίσουν παρόμοιες συνθήκες με τις παραπάνω.
Έτσι, έχει τεράστια σημασία να μην αφήνουμε κανένα θύμα μόνο του απέναντι στη σεξιστική «δικαιοσύνη». Η παρουσία αλληλέγγυων ομάδων και ατόμων στα δικαστήρια προσφέρει ηθική στήριξη στο θύμα και παράλληλα στέλνει καθαρά το μήνυμα πως όσο οι δίκες βιασμών καταλήγουν να στιγματίζουν περισσότερο τα θύματα και όχι τους δράστες, εμείς θα είμαστε «εδώ» για να αποκαλύπτουμε την κουλτούρα του βιασμού και να αγωνιζόμαστε για δίκαιες δίκες, για την καταδίκη των ενόχων και για το δικαίωμα κάθε γυναίκας όταν λέει «όχι», να είναι ασφαλής.