«Είναι ιδέα μου ή επικρατεί όλο και μεγαλύτερη τρέλα εκεί έξω;»
Σημείωση: ακολουθούν κάποια σπόιλερς για την υπόθεση της ταινίας, αλλά δεν αποκαλύπτεται το τέλος της ή η έκβαση άλλων κομβικών σημείων της.
Τις τελευταίες μέρες προβάλλεται στους κινηματογράφους η ταινία «Joker» του Αμερικανού σκηνοθέτη Tοντ Φίλιπς, με πρωταγωνιστή τον Χοακίν Φoίνιξ. Η ταινία βραβεύτηκε πρόσφατα με το Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας, ενώ μέσα σε λίγες μέρες προβολών έχει σπάσει τα ταμεία παγκοσμίως (στην Ελλάδα μέσα σε 10 μέρες μετρά 300.000 εισιτήρια).
Η ταινία έχει συζητηθεί πολύ και αποτελεί πράγματι φαινόμενο, όχι μόνο για την εμπορική της επιτυχία. Ξεχωρίζει για την εμβληματική ερμηνεία του Χοακίν Φoίνιξ (στην οποία αρμόζει ένα ολόκληρο ξεχωριστό άρθρο) αλλά και για την καθηλωτική ατμόσφαιρα που συνθέτει η σκηνοθεσία, η φωτογραφία, η μουσική, ο ρυθμός της. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα θέματα που προσεγγίζει και την ενδοσκόπηση που πραγματοποιεί στις πράξεις και την ψυχολογία του ήρωα της, δημιουργούν ένα εξαιρετικό σύνολο που δε συναντάμε συχνά σε ταινίες, πολύ περισσότερο σε Χολιγουντιανές παραγωγές.
Προς τιμήν του ο Τοντ Φίλιπς κάνει την ανατροπή και απ’ το χοντροκομμένο, σεξιστικό χιούμορ που χαρακτήριζε μεγάλο κομμάτι της σκηνοθετικής και συγγραφικής του δουλειάς (βλ. Hangover, Borat, κ.ά.), μας χαρίζει μία ταινία που αναμφισβήτητα θα συζητάμε για καιρό.
Η ιστορία του Άρθουρ Φλεκ
Αν κάποιος περιμένει ότι πηγαίνοντας στις αίθουσες θα δει άλλη μια ταινία για το μύθο του Μπάτμαν και τον κακό του αντίπαλο Τζόκερ, σίγουρα θα εκπλαγεί. Η ταινία διατηρεί ελάχιστα από τα πρωτότυπα στοιχεία του μύθου, τα οποία χρησιμοποιεί ως αφετηρία για να μας πει την ιστορία του Τζόκερ (εδώ ονόματι Άρθουρ Φλεκ), μέσα από ένα τελείως διαφορετικό πρίσμα από αυτό που επικρατεί στις παραγωγές της Marvel και τα βιβλία της DC comics.
O Άρθουρ Φλεκ ζει στη Γκόθαμ Σίτι στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και ανήκει στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Παλεύει καθημερινά με την ψυχική του ασθένεια, ενώ πάσχει και από μια παθολογική διαταραχή που του προκαλεί ακατάπαυστο γέλιο σε άσχετες, μη αστείες στιγμές (νόσος γνωστή ως Ψευδοπρομηκικό Συναίσθημα / Pseudobulbar Affect-PBA). Ζει φτωχικά μαζί με την ηλικιωμένη και επίσης ψυχικά ασθενή μητέρα του, την οποία και φροντίζει, παλεύει καθημερινά για τον βιοπορισμό του παριστάνοντας τον κλόουν, ενώ ανεκπλήρωτο όνειρο της ζωής του είναι να γίνει σπουδαίος stand up κωμικός. Λαμβάνει βαριά φαρμακευτική αγωγή, έχει συνέχεια αρνητικές σκέψεις και συγχέει τακτικά την πραγματικότητα με τη φαντασία. Πολύ συχνά γίνεται θύμα χλευασμού και σωματικών επιθέσεων (στη δουλειά, στους δρόμους) τις οποίες δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί.
Μια σειρά από γεγονότα, μεταξύ άλλων η απόλυσή του και το κλείσιμο της δομής που τον παρακολουθεί, θα αποτελέσουν για τον Άρθουρ το έναυσμα μιας σειράς βίαιων ξεσπασμάτων. Οι πράξεις του θα επηρεάσουν σε αναπάντεχο βαθμό την πόλη της Γκόθαμ Σίτι, ενώ στο πρόσωπό του η κοινωνία που βράζει θα βρει τον ήρωά της.
Οι ψυχικές ασθένειες και ο κοινωνικός αποκλεισμός
Ειδικά στο πρώτο μέρος της, η ταινία δίνει έμφαση στην ψυχική ασθένεια του Άρθουρ και αφηγείται τη δύσκολη κατάσταση που βιώνουν καθημερινά οι ψυχικά ασθενείς, καθώς βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα ανύπαρκτο, ή στην καλύτερη περίπτωση αδιάφορο, κράτος πρόνοιας. Οι δομές που τους παρακολουθούν συχνά κλείνουν λόγω έλλειψης κονδυλίων, ενώ η πρόσβαση σε φαρμακευτική και ψυχιατρική περίθαλψη είναι ιδιαίτερα δύσκολη, ειδικά για τα φτωχότερα στρώματα.
Αλλά ακόμη και όταν οι δομές αυτές λειτουργούν, είναι άραγε σε θέση να τους παράσχουν όσα έχουν πραγματικά ανάγκη; Είναι ενδεικτικό ότι στην ταινία ο Άρθουρ παίρνει 7 διαφορετικά χάπια ημερησίως, ενώ οι συνεδρίες του με την υπεύθυνή του δείχνουν να μην του προσφέρουν και πολλά. Χαρακτηριστικά, σε μια σκηνή της ταινίας ο Άρθουρ της λέει: «Δεν ακούς, έτσι; Δεν νομίζω ότι με άκουσες ποτέ πραγματικά. Απλά ρωτάς τις ίδιες ερωτήσεις κάθε εβδομάδα». Το κράτος βέβαια δείχνει την αδιαφορία του όχι μόνο για τους ψυχικά ασθενείς, αλλά και για τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας και τη δουλειά τους, όπως εύστοχα αναφέρει η υπεύθυνη του Άρθουρ.
Παράλληλα, η κοινωνία στέκεται συχνά εχθρική απέναντι σε τέτοια περιστατικά ψυχικής ασθένειας, είτε με ρατσισμό και στοχοποίηση, είτε με έλλειψη κατανόησης. Ο Άρθουρ αποτυπώνει γλαφυρά το συναίσθημα αυτό με μια σημείωση που κρατά στο ημερολόγιό του: «Το χειρότερο όταν έχεις μια ψυχική ασθένεια είναι πως ο κόσμος περιμένει από σένα να συμπεριφέρεσαι σαν να μην την έχεις».
Φτωχοί εναντίον πλουσίων
Παρόλα αυτά η ταινία δεν εστιάζει μόνο στην περίπτωση του Άρθουρ. Η άβολη αίσθηση που σου δημιουργεί αρχικά ότι συνδέει ευθέως την ψυχική ασθένεια με την εκδήλωση βίας και τους κατά συρροή δολοφόνους (ένα στερεότυπο που χρησιμοποιείται κατά κόρον από το σύστημα, αλλά και από αρκετές ταινίες), ξεθωριάζει στην πορεία, μιας και το κέντρο βάρους της ταινίας μετατοπίζεται σταδιακά. Το δράμα και η πορεία του Άρθουρ Φλεκ χρησιμοποιείται ως όχημα για να ειπωθεί παράλληλα και μία άλλη, πιο σημαντική ιστορία.
Στην πορεία η ταινία προσπαθεί να βρει τον «ηθικό αυτουργό», τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν τις βίαιες πράξεις του Τζόκερ, κάνοντας αναφορά σε όλους αυτούς που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας για μια σειρά από λόγους. Κεντρικός άξονας για την αφήγηση γίνεται το κράτος και η κοινωνία που «ξερνάει» τελικά όχι μόνο τους «τρελούς», αλλά όλους τους φτωχούς και τους αδύναμους.
Το βασικό κλικ προς αυτή την κατεύθυνση γίνεται με το πρώτο μεγάλο ξέσπασμα βίας του Άρθουρ ενάντια σε κάποιους κυριλέ εκνευριστικούς τύπους που παρενοχλούν μια κοπέλα σε έναν συρμό του μετρό. Οι τύποι αυτοί αποδεικνύεται ότι δουλεύουν για τον πολυεκατομμυριούχο Τόμας Γουέιν (ο πατέρας του Μπάτμαν σα να λέμε) που διεκδικεί τη δημαρχία της Γκόθαμ Σίτι.
Ο Τόμας Γουέιν γίνεται ο κύριος εκφραστής του αντίπαλου στρατοπέδου, των προνομιούχων που αντιμετωπίζουν τους φτωχούς ως σκουπίδια και άχρηστους που δεν τα έχουν καταφέρει στη ζωή τους. Όταν τον ρωτούν τη γνώμη του για το περιστατικό στο μετρό, αναφέρει με έπαρση: «Όσοι από εμάς έχουμε καταφέρει κάτι στη ζωή μας, θα κοιτάμε πάντα εκείνους που δεν έχουν (σ.σ. καταφέρει τίποτα), σαν τίποτα άλλο παρά κλόουν». Αλλά η φιγούρα του Τόμας Γουέιν έχει ενδιαφέρον και για έναν επιπλέον λόγο: γιατί ανατρέπει την κλασική απεικόνιση που είχε ο συγκεκριμένος ήρωας στις ως τώρα αφηγήσεις της DC comics, αυτή του ευγενή, φιλάνθρωπου πλούσιου. Κι ενώ πλασάρεται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ως ο νέος επίδοξος σωτήρας της Γκόθαμ Σίτι, στην πορεία της ταινίας όλη αυτή η λαμπερή φιγούρα αποδομείται.
Το περιστατικό στο μετρό και οι δηλώσεις του Τόμας Γουέιν γίνονται η αφορμή για τους φτωχούς της πόλης να ταυτιστούν με τον Τζόκερ και να βγουν στους δρόμους, εκφράζοντας την οργή τους για τα προνόμια των πλουσίων, την κοινωνική ανισότητα, την ανεργία, την ανασφάλεια. Και μπορεί εδώ ο τρόπος γέννησης και η ταυτότητα των κινημάτων να αντιμετωπίζονται κάπως επιφανειακά και πρόχειρα, ωστόσο σε αυτό το σημείο η ταινία λέει (άθελά της ίσως) μια αλήθεια των καιρών: ότι τα τελευταία χρόνια πολλά κινήματα σε μια σειρά από χώρες του κόσμου έχουν ξεσπάσει με έναν αυθόρμητο τρόπο, με μια αφορμή που άλλοτε δε θα έμοιαζε ικανή να προκαλέσει κοινωνικές εξεγέρσεις, αλλά που πια μπορεί να αποτελέσει τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι.
Ο κανιβαλισμός των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης
Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει επίσης το στίγμα που αφήνει η ταινία σε σχέση με στο ρόλο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και την επιρροή τους τόσο στην ατομική ψυχολογία, όσο και στη μαζική κουλτούρα.
Η τηλεόραση παίζει κεντρικό ρόλο στην καθημερινότητα του Άρθουρ. Σε αυτή μοιάζει να βρίσκει την συντροφιά που δεν έχει πουθενά αλλού, άλλο ένα σημάδι της αστικής μοναξιάς του. Παρακολουθεί ανελλιπώς το τηλεοπτικό talk show του ινδάλματός του Μέρι Φράκλιν, που ερμηνεύει ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Είναι ίσως και οι μόνες στιγμές που ο Άρθουρ γελάει με την καρδιά του και όχι λόγω της διαταραχής του. Άλλωστε, μεγάλο όνειρο του είναι να εμφανιστεί σε αυτή την εκπομπή ως νέο ταλέντο. Σύντομα όμως ο Φράκλιν θα χρησιμοποιήσει υλικό από κάποια αποτυχημένη παράσταση του Άρθουρ για να τον κάνει ρεζίλι σε μια από τις εκπομπές του, προκαλώντας σπαρταριστά γέλια στο κοινό, και οργή στον ίδιο. Και τελικά η συνάντηση αυτών των δύο live στο στούντιο θα αποδειχτεί καθοριστική για την πορεία του Τζόκερ.
Η παρακμή της μαζικής κουλτούρας και των ΜΜΕ, οι «ευκαιρίες» που δίνουν τα talent show, το «χιούμορ» που καλλιεργείται σε μαζικό επίπεδο, τα ρατσιστικά κλισέ που μοιάζουν να διαιωνίζονται χωρίς σταματημό, όλα αυτά απαθανατίζονται γλαφυρά μέσα από το σόου και την προσωπικότητα του Μέρι Φράκλιν. Γιατί τελικά ο δημόσιος χλευασμός των αδύναμων και διαφορετικών δεν είναι αποκλειστικότητα της ελληνικής trash τηλεόρασης και των εμετικών φαινομένων τύπου Αννίτα Πάνια. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι μιας σάπιας κουλτούρας που προωθείται ως κυρίαρχη ψυχαγωγία σε παγκόσμιο επίπεδο (η αμερικάνικη τηλεόραση είναι άλλωστε πρωτεργάτης σε αυτό το είδος).
Παράλληλα, τα ΜΜΕ παίζουν πιστά το ρόλο της προώθησης των κυρίαρχων επιχειρηματικών συμφερόντων, στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη συνεχή προβολή του κροίσου Τόμας Γουέιν και του «λαμπρού μέλλοντος» που είναι σε θέση να προσφέρει στην πόλη.
Χαμογέλα ρε… τι σου ζητάνε;
Το χαμόγελο του Τζόκερ ήταν πάντα αναπόσπαστο κομμάτι της μυθολογίας και της αναπαράστασής του. Είναι γνωστή άλλωστε η φράση του «Why so serious?» («Προς τι τόση σοβαρότητα;»).
Όμως στην ταινία του Τοντ Φίλιπς, οι έννοιες του γέλιου, του χαμόγελου, και εν γένει της ευτυχίας, μπαίνουν στο μικροσκόπιο με μια σειρά από διαφορετικούς τρόπους. Με τη διαταραχή που κάνει έναν βαθιά δυστυχισμένο άνθρωπο να γελάει χωρίς λόγο σε στιγμές φόβου, θυμού και αμηχανίας. Με την ελπίδα του Άρθουρ ότι μπορεί να γίνει ένας πετυχημένος κωμικός, καθώς -όπως του έλεγε πάντα η μητέρα του- έχει έρθει στον κόσμο για να διαδώσει τη χαρά και το γέλιο. Με το γεγονός ότι ο κόσμος γελάει με τον ίδιο τον Άρθουρ και την κατάστασή του, αλλά όχι με τα αστεία του. Με την αναπαραγωγή προσβλητικού χιούμορ από την κυρίαρχη μαζική κουλτούρα ψυχαγωγίας ενάντια σε όσους ξεφεύγουν από το καλούπι της.
Και βέβαια με το τραγούδι Smile του Jimmy Durante, ένα κατά τ’ άλλα χαρούμενο τραγούδι από το μακρινό 1965, που στην ταινία παίζει ως χαλί σε κάποιες από τις πιο θλιβερές και σοβαρές στιγμές προκαλώντας ανατριχίλα και βαθιά μελαγχολία. Εδώ οι στίχοι του τραγουδιού «Light up your face with gladness, hide every trace of sadness» («Φώτισε το πρόσωπό σου με χαρά, κρύψε κάθε ίχνος θλίψης») δεν μοιάζουν με παρότρυνση προς την αισιοδοξία, αλλά πιο πολύ σαν ένα ειρωνικό σχόλιο προς μια κοινωνία που σε πιέζει να είσαι μονίμως χαμογελαστός και ευτυχισμένος, ανεξαρτήτως συνθηκών.
Οι αντιδράσεις στην Αμερική για την ταινία
Μπορεί στην πλειοψηφία τους οι κριτικές για το Τζόκερ να είναι διθυραμβικές, ωστόσο δε συμβαίνει το ίδιο και στην άλλη γωνιά του πλανήτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αμερική έχουν προκληθεί υπερβολικές αντιδράσεις από κάποια μέσα και από μερίδα του κατεστημένου, υπό το φόβο ότι η βία της ταινίας μπορεί να προκαλέσει φαινόμενα μαζικών πυροβολισμών και να εκκολάψει νέους δολοφόνους. Λες κι αυτή είναι η πρώτη ταινία με σκηνές βίας στον παγκόσμιο κινηματογράφο… (Αλήθεια τις χιλιάδες ταινίες, σειρές και videogames στα οποία κυριαρχεί η υπέρμετρη βία, δεν τα έχουν υπόψη;) Ο αμερικάνικος στρατός ανέφερε ότι είχε προειδοποιηθεί από το FBI για πιθανές εκρήξεις βίας, πριν καν η ταινία κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις έχουν υπάρξει δρακόντεια μέτρα περιφρούρησης από την αστυνομία στους κινηματογράφους όπου προβαλλόταν η ταινία.
Αυτή η αντίδραση αφενός δείχνει την ανησυχία που προκαλείται όταν μία ταινία μαζικής προβολής προσπαθεί να θέσει ερωτήματα για την εκρηκτική κατάσταση της σημερινής κοινωνίας και να αμφισβητήσει, έστω με τον τρόπο της, το στάτους κβο. Αφετέρου, αποδεικνύει πώς το αμερικάνικο κατεστημένο συνεχίζει να στρουθοκαμηλίζει απέναντι στο φαινόμενο της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ και των βαθύτερων αιτιών που οδηγούν τον κόσμο (και ιδιαίτερα κομμάτια της νεολαίας) σε ξεσπάσματα βίας και μαζικές δολοφονίες.
Η σήψη της σύγχρονης κοινωνίας στο μεγεθυντικό φακό της τέχνης
Μπορεί η ταινία του Τζόκερ να έχει ψεγάδια, ή κάποιες πιο επιφανειακές και επιτηδευμένες προσεγγίσεις από αυτές που πιθανά θα θέλαμε, ωστόσο έχει καταφέρει μέσα από ένα εξαιρετικά άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα να ανοίξει μια σειρά από σπουδαία ζητήματα. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η σύνδεση που γίνεται με το αριστούργημα του Μάρτιν Σκορσέζε «Ο Ταξιτζής» (όσοι έχουν δει και τις δύο ταινίες έχουν σίγουρα διακρίνει τις ομοιότητες στο πνεύμα τους και την ιδιοσυγκρασία των ηρώων τους).
Ο Φίλιπς χρησιμοποιεί την ιστορία ενός χαρακτήρα για να μιλήσει για κάτι πολύ μεγαλύτερο. Ο λόγος άλλωστε που φεύγεις από το σινεμά με έναν κόμπο στο στομάχι δεν είναι η βία αυτή καθαυτή, ούτε η δυστυχής ιστορία του Άρθουρ. Είναι το γεγονός ότι τα περισσότερα στοιχεία που κυριαρχούν στην ταινία τα βλέπεις καθημερινά γύρω σου και ξέρεις ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι μιας σήψης που μοιάζει να εξαπλώνεται χωρίς σταματημό. Είναι η υπενθύμιση ότι η ευτυχία και το «χαμογελαστό πρόσωπο» δεν είναι μια καθαρά προσωπική σου υπόθεση. Είναι η διαπίστωση ότι όλη αυτή η «βρομιά» που συναντάς στην κοινωνία δεν οφείλεται απλά στα σκουπίδια που έχουν συσσωρευτεί λόγω κάποιας απεργίας των σκουπιδιάρηδων. Είναι η συνειδητοποίηση ότι τελικά όλη αυτή «η τρέλα που επικρατεί εκεί έξω» δεν είναι το προσωπικό δράμα του διπλανού σου, αλλά η παράνοια ενός ολόκληρου συστήματος.
Όμως, ευτυχώς για μας, η σαπίλα και η παρακμή δεν είναι η μοναδική όψη του νομίσματος σε αυτόν τον κόσμο. Υπάρχει και μια άλλη όψη, αυτή του δύσκολου δρόμου της αλληλεγγύης, των αγώνων και της διεκδίκησης. Το πώς θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε την απαισιοδοξία και να διοχετεύσουμε την οργή μας προς μια κατεύθυνση δημιουργική που θα πάει μπροστά τις κοινωνίες και την ανθρωπότητα, χωρίς απλά ξεσπάσματα βίας, είναι μια κουβέντα που καλούμαστε να κάνουμε έξω από τις αίθουσες των κινηματογράφων.
Πάντα θα εκτιμάμε όμως τα καλλιτεχνικά έργα που αφουγκράζονται την εποχή τους και είναι διατεθειμένα να σκάψουν πιο βαθιά στην ατομική ψυχολογία αλλά και την κοινωνία και να αναδείξουν ζητήματα, ακόμη και με τον γκροτέσκο, υπερβολικό τρόπο τους. Άλλωστε, όπως γράφει και ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι σ’ ένα του ποίημα «Η τέχνη δεν πρέπει ν’ αντανακλά σαν τον καθρέφτη, μα σαν φακός να μεγεθύνει».