Άρθρο του Βλαντ Μπορτούν, που δημοσιεύτηκε αρχικά στο Cross-border talks
Σε μια από τις πιο διάσημες παρατηρήσεις του, ο Βολταίρος είχε πει ότι η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν ήταν «ούτε αγία, ούτε Ρωμαϊκή, ούτε αυτοκρατορία». Είχε δίκιο. Το γεγονός ότι κράτη, κόμματα ή άτομα αυτοαποκαλούνται κάτι, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι πράγματι. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πιστεύουν ότι επειδή οι Ναζί αυτοαποκαλούνταν Εθνικοσοσιαλιστές, τότε λογικά θα πρέπει να ήταν σοσιαλιστές. Δεν ήταν όμως.
Η πιο πρόσφατη επανάληψη αυτού του παλιού και πολλές φορές διαψευσμένου μύθου προέρχεται από την Άλις Βάιντελ, συμπρόεδρο του ακροδεξιού κόμματος AfD της Γερμανίας. Σε συνέντευξή της στον Elon Musk ισχυρίστηκε ότι ο Χίτλερ «ήταν ένας κομμουνιστής και σοσιαλιστής». Η δήλωση αυτή ήρθε από την ηγέτιδα ενός κόμματος του οποίου τα μέλη έχουν επανειλημμένα επιδείξει συμπάθεια στον νεοναζισμό, αλλά δεν πειράζει. Το gaslighting[1] είναι στην εποχή μας μια διαδεδομένη μέθοδος στην πολιτική. Αυτό πάει χέρι-χέρι με τη διαστρέβλωση του νοήματος των λέξεων προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένοι πολιτικοί σκοποί.
Τι λένε τα στοιχεία;
Τα πραγματικά ιστορικά στοιχεία δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας για τον χαρακτήρα του ναζιστικού καθεστώτος: ήταν ένα από τα καθεστώτα που πήραν τα πιο επιθετικά μέτρα υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων στην ιστορία του καπιταλισμού.
Βέβαια, όταν ήταν στην αντιπολίτευση, οι Ναζί υιοθέτησαν τον όρο «σοσιαλιστές» και κάποια ρηχή αντικαπιταλιστική ρητορική, επειδή ήθελαν να καρπωθούν τη μαζική δυσαρέσκεια για το καπιταλιστικό status quo. Τα σοσιαλιστικά κόμματα ήταν εξαιρετικά δημοφιλή στη Γερμανία εκείνη την εποχή, κερδίζοντας συνολικά τουλάχιστον το ένα τρίτο των ψήφων σε όλη τη δεκαετία του ’20 και στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Είχαν βαθιές ρίζες στις λαϊκές μάζες, στις οποίες οι Ναζί γνώριζαν ότι έπρεπε να απευθυνθούν αν ήθελαν να κερδίσουν την εξουσία. Ως εκ τούτου, οι Ναζί επιδίδονταν στον ίδιο τύπο λαϊκιστικής δημαγωγίας που βλέπουμε σήμερα σε ακροδεξιά κόμματα όπως το AfD, που ισχυρίζονται ότι είναι ενάντια στην «ελίτ», παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι οι ηγέτες και οι χρηματοδότες τους προέρχονται από την ελίτ.
Αλλά αυτή η δημαγωγική ρητορική ήταν ακριβώς αυτό: ρητορική. Παρά την τάση των πολιτικών επιστημόνων και των αναλυτών σήμερα να παίρνουν τον πολιτικό λόγο τοις μετρητοίς, πρέπει να πάμε πέρα από αυτόν και να εξετάσουμε τα μέτρα που εφαρμόζουν τελικά οι πολιτικοί όταν παίρνουν την εξουσία. Την παραμονή των εκλογών του 1933 που έφεραν τους Ναζί στην εξουσία, οι ίδιοι βρίσκονταν αντιμέτωποι με τη χρεοκοπία, γεγονός που ώθησε τον Γκέρινγκ να καλέσει τους κορυφαίους βιομηχάνους της χώρας και να ζητήσει χρήματα. Στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1933, ο Χίτλερ υποσχέθηκε ότι η κυβέρνησή του θα εξαλείψει όλα τα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα, καθώς «οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να συντηρηθούν σε μια δημοκρατία». Εν μέρει είχε δίκιο: οι ταξικές αντιθέσεις στη Γερμανία εκείνη την εποχή -όχι μόνο μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, αλλά και μεταξύ αντίπαλων τμημάτων του κεφαλαίου- μπορούσαν να επιλυθούν υπέρ του χρηματιστικού – βιομηχανικού κεφαλαίου, μόνο μέσω μιας βάναυσης δικτατορίας. Ο Χίτλερ πρέπει να ήταν αρκετά πειστικός ώστε να καταφέρει να πείσει μεγάλα καρτέλ όπως η Krupp και η I.G. Farben να δωρίσουν εκατομμύρια για να σώσουν το κόμμα από τη χρεοκοπία.
Μετά την κατάληψη της εξουσίας, οι Ναζί ανταμείψανε στο δεκαπλάσιο αυτή τη γενναιοδωρία, ξεκινώντας μια δεκαετή οικονομική πολιτική υπέρ των μεγάλων μονοπωλίων. Ήδη από τα τέλη του 1933, ψήφισαν νόμο σύμφωνα με τον οποίο όλες οι εταιρείες έπρεπε να ενταχθούν σε καρτέλ, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα ακολούθησε διάταγμα που διέλυε όλες τις επιχειρήσεις με κεφάλαιο κάτω από 40.000 δολάρια. Έτσι, παρόλο που ο πυρήνας των ψηφοφόρων τους ήταν ανάμεσα στους μικροεπιχειρηματίες που απειλούνταν με προλεταριοποίηση από τη μεγάλη κρίση του 1929, μόλις βρέθηκαν στην εξουσία, οι Ναζί απλώς ενίσχυσαν την υποταγή των μικροαστών στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Επίθεση στο εργατικό κίνημα
Επιπλέον, όπως υποσχέθηκαν, απαγόρευσαν όλα τα ανεξάρτητα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα, δολοφονώντας δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές εργάτες.
Οι ναζί είχαν ήδη ξεκινήσει την επίθεση στην οργανωμένη εργατική τάξη πριν από την κατάληψη της εξουσίας, αλλά αφού βρέθηκαν στην κυβέρνηση ήταν πλέον σε θέση να το κάνουν με συστηματικό τρόπο. Έτσι, δημιούργησαν ένα ελεγχόμενο από το κράτος συνδικάτο που διακήρυττε μια ψευδεπίγραφη ενότητα μεταξύ εργατών και καπιταλιστών. Αυτοί όμως που επωφελούνται από αυτή την εικονική ενότητα δεν είναι ποτέ οι εργάτες. Στα πρώτα πέντε χρόνια της ναζιστικής κυριαρχίας, κατέληξαν να εργάζονται περισσότερες ώρες, ενώ οι πραγματικοί μισθοί τους μειώθηκαν κατά περίπου 25%. Την ίδια περίοδο αντίθετα, η απόδοση του κεφαλαίου στη βιομηχανία αυξήθηκε εκθετικά, με ρυθμό υψηλότερο από κάθε άλλη αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα. Αυτό το κεφάλαιο ήταν ιδιωτικό και όχι κρατικό. Ως εκ τούτου αυτή η κερδοφορία οδήγησε τους πλούσιους στο να γίνονται πλουσιότεροι, με το κορυφαίο 1% να αυξάνει το μερίδιό του στον εθνικό πλούτο κατά πάνω από 50%.
Αλλά οι Ναζί προχώρησαν ακόμη περισσότερο, ιδιωτικοποιώντας αρκετές κρατικές επιχειρήσεις, από τις τράπεζες μέχρι τη χαλυβουργία και την αεροπορική βιομηχανία. Έτσι, η κυβέρνηση του Χίτλερ όχι μόνο υπερασπίστηκε και ενίσχυσε τη δύναμη του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά και την επέκτεινε. Οι επιχειρήσεις που ανήκαν σε ξένες επιχειρήσεις έμειναν επίσης ανενόχλητες από το καθεστώς. Μπορεί κάποιοι αναγνώστες να σοκάρονται, αλλά ακόμη και μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, αμερικανικές εταιρείες όπως η Ford, η General Motors ή η ITT, συνέχισαν τις οικονομικές τους δραστηριότητες στο γερμανικό έδαφος. Αυτό περιελάμβανε τη θυγατρική της ITT που κατείχε μετοχές της γερμανικής εταιρείας κατασκευής αεροσκαφών, Focke-Wulf – της ίδιας εταιρείας που παρήγαγε ορισμένα από τα στρατιωτικά αεροπλάνα που βομβάρδιζαν τα συμμαχικά στρατεύματα. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, χρόνια μετά τον πόλεμο, τόσο η ITT όσο και η General Motors έλαβαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ εκατομμύρια δολάρια σε αποζημιώσεις για την καταστροφή των εργοστασίων τους από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Πραγματικά απίστευτο! Οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν έχουν καμία άλλη ιδεολογία πέρα από το κέρδος.
Βέβαια, η ναζιστική εκδοχή του καπιταλισμού μπορεί να μην ταιριάζει με την «laissez-faire» (φιλελεύθερη) εκδοχή του,[2] που πολλοί από τον χώρο της δεξιάς θεωρούν ιδανική. Αλλά ο υπαρκτός καπιταλισμός δεν ενδιαφέρεται για τα συναισθήματά τους.
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλές εκδοχές του καπιταλισμού, από όλα τα είδη των φιλελεύθερων ουτοπιών μέχρι την κεϋνσιανή σοσιαλδημοκρατία και τον ποικιλόμορφο κρατικό καπιταλισμό που χαρακτήριζε όλα τα φασιστικά καθεστώτα. Αυτό που μοιράζονται όλες, όμως, ως βασικό προσδιοριστικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος, είναι η επιδίωξη του κέρδους ως πρωταρχικού στόχου της οικονομικής δραστηριότητας και ο – τουλάχιστον μερικός – ιδιωτικός έλεγχος αυτού του κέρδους. Η ναζιστική Γερμανία δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Γιατί δεν ήταν σοσιαλιστές
Ναι, το ναζιστικό κράτος ήταν πιο παρεμβατικό από άλλα καπιταλιστικά κράτη, αλλά αυτό δεν το έκανε σοσιαλιστικό. Σοσιαλισμός δεν σημαίνει κρατική παρέμβαση ή έλεγχος, ή όταν γενικά το κράτος παίρνει πρωτοβουλίες.
Ο παρεμβατισμός της κυβέρνησης τωνΝαζί ήταν για λογαριασμό της ατομικής ιδιοκτησίας και της μεγιστοποίησης του κέρδους της. Η ίδια η πολεμική προσπάθεια υποκινήθηκε κυρίως από την αντικειμενική ανάγκη των γερμανικών μεγάλων μονοπωλίων να επεκταθούν στο εξωτερικό και να οικειοποιηθούν νέες αγορές, εργατικό δυναμικό και πόρους. Ακόμα και σήμερα, οι περιουσίες πολλών από τους υπερπλούσιους της Γερμανίας ανάγονται σε εκείνη την εποχή.
Η ναζιστική πολιτική οικονομία ήταν αντίθετη με τον σοσιαλισμό σε κάθε σημαντική πτυχή, καθώς ο τελευταίος συνεπάγεται τη δημόσια ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών και όχι του κέρδους. Η ναζιστική θεωρία και πρακτική ήταν επίσης αντίθετη με κάθε έννοια ισότητας ή διεθνισμού, που βρίσκονται στον πυρήνα της σοσιαλιστικής κοσμοθεωρίας. Ο λεγόμενος «κολεκτιβισμός» της ακροδεξιάς είναι απλώς ένας διαφορετικός τρόπος για να ντύσουν και να νομιμοποιήσουν την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία μιας μικρής ελίτ πάνω στην πλειοψηφία. Αυτές οι δύο πολιτικές παραδόσεις δεν θα μπορούσαν να απέχουν περισσότερο η μία από την άλλη. Ωστόσο, ο ιστορικός αναθεωρητισμός που τις εξισώνει, σηκώνει το ενοχλητικό κεφάλι ανά τακτά διαστήματα.
Σκόπιμη συσκότιση
Πολλοί από αυτούς που αναπαράγουν αυτόν τον αναθεωρητισμό (οι διάφοροι καπιταλιστές χωρίς κεφάλαιο που περιφέρονται καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) μπορεί να το κάνουν από καθαρή άγνοια. Όμως οι Μασκ και Βάιντελ το κάνουν σκόπιμα.
Τους εξυπηρετεί με δύο τρόπους ταυτόχρονα: από τη μία πλευρά, δεδομένου ότι είναι λυσσαλέα αντισοσιαλιστές, η εξίσωση του σοσιαλισμού με τον φασισμό τους βοηθά να διαλύσουν τους φόβους των ανθρώπων σχετικά με τις φασιστικές προεκτάσεις της πολιτικής τους. Ενόψει των πρόωρων εκλογών της 23ης Φλεβάρη στη Γερμανία, η ηγέτιδα του AfD έχει ένα επιπλέον κίνητρο για να το κάνει αυτό, καθώς το κόμμα της έχει επανειλημμένα εκτεθεί για τους δεσμούς του με νεοναζιστικούς κύκλους. Από την άλλη πλευρά, η πλάνη «ο Χίτλερ ήταν σοσιαλιστής» βοηθά φυσικά στην απαξίωση των σοσιαλιστικών ιδεών, καθώς ακροδεξιά λαϊκιστικά κόμματα όπως το AfD είναι σταθερά στο πλευρό των επιχειρήσεων, με στόχο να πολλαπλασιάσουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, όπως η απορρύθμιση της αγοράς, ή η χαμηλή φορολογία για το κεφάλαιο.
Ακριβώς όπως έκαναν οι Ναζί στο παρελθόν (αυτοαποκαλούνταν «σοσιαλιστές») έτσι οι ακροδεξιοί λαϊκιστές σήμερα λένε ότι είναι με το μέρος των πολλών, αλλά εξακολουθούν τελικά να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των πλουσίων. Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε πριν από σχεδόν τρεις δεκαετίες, ο Michael Parenti περιέγραψε αυτή την ακροδεξιά δημαγωγία καλύτερα από τους περισσότερους σημερινούς σχολιαστές:
«Ο φασισμός είναι μια ψευδεπίγραφη επανάσταση. Καλλιεργεί την εικόνα ότι είναι υπέρ φιλο-λαϊκών πολιτικών και μια επαναστατική αύρα, χωρίς να προσφέρει ένα γνήσιο επαναστατικό ταξικό περιεχόμενο. Προπαγανδίζει μια “Νέα Τάξη”, ενώ εξυπηρετεί τα ίδια παλιά χρηματιστικά συμφέροντα. Οι ηγέτες του δεν είναι ένοχοι για απόπειρα σύγχυσης αλλά για εξαπάτηση. Το ότι εργάζονται σκληρά για να παραπλανήσουν τον κόσμο, δεν σημαίνει ότι και οι ίδιοι παραπλανούνται».