Στις 23 Ιούλη, στην Ισπανία, θα διεξαχθούν πρόωρες βουλευτικές εκλογές που καλέστηκαν από τον πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ, μετά τα πολύ χαμηλά ποσοστά που πήρε το κόμμα του στις τοπικές και περιφερειακές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 28 Μάη. Για πολλούς οι εκλογές αυτές αποτέλεσαν «πρόβα» των βουλευτικών εκλογών και σίγουρα έχουν να προσφέρουν σημαντικά συμπεράσματα.
Τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών
Οι τοπικές εκλογές αφορούσαν 8.131 δήμους και τις 12 από τις 17 περιφέρειες της χώρας. Τα στοιχεία που κυριάρχησαν στις εκλογές ήταν, από τη μια, η βαριά ήττα του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSOE – αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ) και του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ και η πτώση των ποσοστών του κεντροαριστερού Podemos και, από την άλλη, η καθαρή νίκη του δεξιού Λαϊκού Κόμματος (PP) και η ενίσχυση του ακροδεξιού Vox.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχασε 500.000 ψήφους σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, πέφτοντας από 6,7 εκατομμύρια σε 6,2 εκατομμύρια ψήφους, ενώ το PP αύξησε τις ψήφους του από 5,1 σε 6,9 εκατομμύρια. Το Vox, με πάνω από 1,5 εκατομμύριο ψήφους στις δημοτικές εκλογές (7,19%), διπλασίασε το ποσοστό του μέσα σε τέσσερα χρόνια κάνοντας θεαματική είσοδο σε αρκετά τοπικά κοινοβούλια.
Το PP μόνο του ή σε συμμαχία με το Vox σε κάποιες περιοχές, ήρθε πρώτο σε ψήφους σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ισπανίας, με εξαίρεση τη Βαρκελώνη.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο των εκλογών είναι το γεγονός πως το Podemos έχασε όλους τους δημοτικούς συμβούλους του στη Μαδρίτη, τη Βαλένθια, τη Σαραγόσα, την Τενερίφη, το Μπούργος, το Βαγιαδολίδ, το Βίγκο και την Κορούνια. Στη Βαρκελώνη, η υποστηριζόμενη από το Podemos δήμαρχος, Άντα Κολάου, έχασε τη δημαρχία της μετά από οκτώ χρόνια.
Μια παρόμοια εικόνα προκύπτει και από τις περιφερειακές εκλογές, καθώς το Podemos έχασε 10 περιφερειακούς αντιπροσώπους στην περιφέρεια της Μαδρίτης και 8 στη Βαλένθια.
Τα αποτελέσματα αυτά αντανακλούν την αγανάκτηση των εργαζομένων και της νεολαίας απέναντι στην κυβέρνηση συνεργασίας ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Unidos Podemos (στο οποίο συμμετέχουν το Podemos και το ΚΚ Ισπανίας) λόγω των πολιτικών που εφάρμοσαν τα 3 προηγούμενα χρόνια.
Αυτή η εκλογική ήττα οδήγησε τον Σάντσεθ να προκηρύξει πρόωρες εκλογές την επόμενη μέρα των τοπικών εκλογών.
Ένας ορατός κίνδυνος
Τα παραπάνω αποτελέσματα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την πιθανή ενίσχυση του ακροδεξιού Vox στις βουλευτικές εκλογές της 23ης Ιούλη. Κίνδυνος που γίνεται πιο ορατός, καθώς πρόσφατα και μετά τις εκλογές του Μαΐου, το PP και το Vox ανακοίνωσαν τον σχηματισμό περιφερειακής κυβέρνησης συνεργασίας στην Εστρεμαδούρα.
Αυτή θα είναι η τρίτη περιφέρεια στην οποία το PP και το Vox δημιουργούν κυβερνητικό συνασπισμό, μετά την Καστίλλη και την Λεόν καθώς και την αυτόνομη περιφέρεια της Βαλένθια, μία από τις πλουσιότερες περιφέρειες της χώρας.
Αυτή η συνεργασία σε περιφερειακό επίπεδο ανάμεσα στη Δεξιά και την Ακροδεξιά, προμηνύει και τα σχέδια που έχουν για συνεργασία και σε κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο. Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, το PP συγκεντρώνει το 35% των ψήφων και το Vox το 12,6%, και με βάση τις προβλέψεις το PP συγκεντρώνει μεταξύ 138 και 147 εδρών στην 350μελή βουλή και το Vox μεταξύ 32 και 39 εδρών. Αυτό σημαίνει ότι ενδέχεται τα δυο κόμματα να συγκεντρώσουν την απόλυτη πλειοψηφία που μπορεί να κυμαίνεται και στις 180 έδρες.
Από την άλλη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα βρίσκεται στο 28% και το Sumar (ο νέος κεντρο-αριστερός συνασπισμός με τον οποίο θα συνεργαστεί εκλογικά το Podemos) στο 13%, ενώ και τα δυο κόμματα μαζί εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν οριακά τις 150 έδρες.
Τι σημαίνει μια κυβέρνηση Δεξιάς – Ακροδεξιάς;
Το παράδειγμα της τοπικής συνεργασίας στη Βαλένθια είναι ενδεικτικό για τις πολιτικές που θα εφαρμόσουν PP και Vox σε περίπτωση συγκυβέρνησης – πολιτικών που θα σημάνουν την ολομέτωπη επίθεση ενάντια στα φτωχά και λαϊκά στρώματα της Ισπανίας, ενάντια στις εθνικές μειονότητες και στις κοινωνικά ευάλωτες ομάδες.
Στην περίπτωση της Βαλένθια, το πρόγραμμα μιλάει για την «υπεράσπιση» της Παιδείας από τους «εξτρεμιστές» και τους «καταλανιστές», και την «προστασία της οικογένειας», ενώ ζητά την κατάργηση των νόμων για τις έμφυλες ταυτότητες, την κατάργηση της προστασίας της κατοικίας, τη μείωση κοινωφελών οργανισμών και την καταπολέμηση της μετανάστευσης.
Παράλληλα, η τοποθέτηση ακροδεξιών στελεχών σε υψηλές θέσεις (καθώς το Vox στη Βαλένθια έχει την αντιπροεδρία της τοπικής κυβέρνησης και έχει εξασφαλίσει τα τοπικά υπουργεία Γεωργίας, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών και Διοίκησης) δείχνει τη διάθεση του PP να παραχωρήσει στην Ακροδεξιά σημαντικά κυβερνητικά πόστα.
Οι ευθύνες του Podemos
Η ενίσχυση του Vox έχει άμεση σύνδεση με την αποτυχία του Podemos να προσφέρει μια πειστική διέξοδο για τους εργαζόμενους και τη νεολαία.
Το Podemos από την ίδρυσή του το 2014, εμφανίστηκε σαν ένα νέο αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα. Όμως, η ενσωμάτωση του στον κυβερνητικό συνασπισμό υπό τον «σοσιαλιστή» Σάντσεθ προκάλεσε απογοήτευση σε πλατιά στρώματα της κοινωνίας και άνοιξε τον δρόμο στο Vox, επιτρέποντάς του να εμφανιστεί σαν μια εναλλακτική και «ριζοσπαστική» δύναμη.
Η πρόσφατη ιστορία των «νέων» αριστερών σχηματισμών στην Ευρώπη που μπήκαν στη διαδικασία να θολώσουν τις θέσεις και να συμμετέχουν σε κυβερνήσεις στα πλαίσια του συστήματος, είχαν ακριβώς την ίδια πορεία. Ενσωμάτωση, εκφυλισμός ή και διάλυση. Φυσικά, αυτή η στάση ευνοεί την Ακροδεξιά, καθώς της επιτρέπει να αυτοπροβάλεται σαν η μοναδική «αντισυστημική δύναμη».
Όλα δείχνουν πως οι πιθανότητες από τις εκλογές της 23ης Ιούλη να προκύψει συγκυβέρνηση Δεξιάς-Ακροδεξιάς είναι μεγάλες. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επίθεση στα στρώματα των εργαζομένων, της νεολαίας και των κοινωνικά αδύναμων θα ενταθεί. Την ίδια ώρα, το «Σοσιαλιστικό» (μόνο στο όνομα) Κόμμα και το Podemos, έχουν αποδείξει τα πολύ στενά δικά τους όρια και την πλήρη υποταγή τους στο σύστημα και τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.
Η πολιτική κατάσταση στην Ισπανία σήμερα, είναι ένα ακόμα μεγάλο παράδειγμα για την ανάγκη η ανατρεπτική Αριστερά να βγάλει τα απαραίτητα συμπεράσματα και να προβάλει ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα συνολικής ρήξης με το σύστημα προκειμένου να δώσει μια πραγματική εναλλακτική διέξοδο απέναντι στο κατεστημένο και την Ακροδεξιά. Μέχρι να γίνει αυτό, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και το πολιτικό κενό που θα δημιουργείται, θα δίνει τη δυνατότητα σε ακροδεξιά μορφώματα να σηκώνουν κεφάλι και να κερδίζουν επιρροή μέσα στην κοινωνία.