Το εγκληματικό χτύπημα του Παρισιού αποκαλύπτει με τρόπο δραματικό –πριν και πάνω απ’ όλα– συστημική βαρβαρότητα και αδιέξοδα. Η κυρίαρχη αντίληψη, που παρουσιάζει τον ISIS ως εχθρό των μεγαλόσχημων ισχυρών της Δύσης (ΕΕ και ΗΠΑ), παρακάμπτει το γεγονός ότι οι δυνάμεις αυτές του παρείχαν όλα τα μέσα για να αναπτυχθεί –κι αυτό σε δύο τουλάχιστον επίπεδα, ένα στενά επιχειρησιακό και ένα βαθύτερα δομικό.
Ως προς το πρώτο, αρκεί κανείς να αναφερθεί σε πράξεις όπως η απόφαση της ΕΕ τον Απρίλιο του 2013 να άρει το εμπάργκο στην εισαγωγή Συριακού πετρελαίου –από περιοχές, δηλαδή, που ήδη ελέγχονταν από τζιχαντιστές· η ενεργή υποστήριξη που παρείχαν CIA και MI6 στην εκπαίδευση ισλαμιστικών ομάδων και στον εξοπλισμό τους από τα λιβυκά οπλοστάσια· και το γεγονός ότι, όπως αποκαλύφθηκε από επίσημο έγγραφο της αμερικανικής αντικατασκοπίας, μέχρι και το 2012 οι ΗΠΑ προωθούσαν, ως μέσο για τη διεύρυνση της επιρροής τους, τη δημιουργία ενός Σαλαφιστικού πριγκιπάτου μεταξύ Συρίας και Ιράκ. Πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που σήμερα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τα αδικοχαμένα θύματα του τέρατος που οι ίδιοι δημιούργησαν, χωρίς καν να διανοούνται να απολογηθούν.
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο επίπεδο ευθύνης, βαθύτερο και ενδεχομένως ακόμη πιο αδυσώπητο: η πλήρης οικονομική, πολιτική και κοινωνική καταστροφή που οι δυτικές επεμβάσεις επέφεραν στην περιοχή αυτή του πλανήτη. Οι 1,5 εκατομμύριο νεκροί στο Ιράκ, η απόλυτη ερήμωση, ο εκβαρβαρισμός –ας μην έχουμε καμιά αμφιβολία για την εξυπηρέτηση μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων. Προϊόν και τεκμήριο αυτής της κόλασης είναι το φαινόμενο ISIS και οι πρακτικές του. Είναι κάτι σαν τη φωτιά που έβαλε ένας πυρομανής, που τώρα έφτασε να απειλεί και τον ίδιο. Όμως το μόνο που μπορεί να κάνει ο πυρομανής που όψιμα απειλείται –οι μεγάλες δυνάμεις του καπιταλισμού της καταστροφής– είναι να βάλουν κι άλλες φωτιές.
Στις συνθήκες αυτές κυοφορείται όμως και μια άλλη, εξίσου αποτρόπαιη προοπτική: η περαιτέρω συρρίκνωση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων δήθεν ως αμυντικό μέσο που όμως κύριο στόχο έχει την κεφαλαιοποίηση του φόβου και την παράλυση των διεκδικητικών ανακλαστικών της κοινωνίας. Στην Ελλάδα γνωρίζουμε μόνο πολύ καλά τους τρόπους με τους οποίους οι ισχυροί επιδιώκουν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους αξιοποιώντας τα αλλεπάλληλα σοκ που βιώνουν οι απλοί άνθρωποι. Είναι βέβαιο ότι αυτό θα επιχειρηθεί και σήμερα –έχει άλλωστε ήδη αρχίσει με τις αμετροεπείς εξαγγελίες ολικών πολέμων (ανάλογων του πνεύματος Μπους την επαύριο της 11ης Σεπτέμβρη) και την αδιαφοροποίητη προώθηση ενός λόγου επίτασης της ασφάλειας (λες κι αυτό πρόκειται ή είναι δυνατόν να δώσει λύσεις στο πρόβλημα) που αναπόφευκτα θα εκθρέψει άλογη μισαλλοδοξία και φανατισμό –εκείνα ακριβώς τα στοιχεία που διατείνεται ότι καταπολεμεί. Πρώτα θύματα είναι ήδη οι πρόσφυγες και οι μετανάστες (άνθρωποι που βιώνουν καθημερινά τόσο τη δυτική όσο και τη φονταμενταλιστική συστημική βαρβαρότητα –κι ας μη ξεχνούμε εδώ ότι μια μέρα πριν το Παρίσι, στις 12 Νοέμβρη, είχαμε ανάλογη επίθεση στη Βηρυτό με 43 νεκρούς και 200 τραυματίες), αδήριτα όμως ακολουθούμε και όλοι εμείς. Η καθ’ ημάς βαρβαρότητα του συστήματος –η ανεργία, η εκτεταμένη φτωχοποίηση, ο κοινωνικός δαρβινισμός– θα τείνουν να προσλάβουν το επιπλέον απεχθές χαρακτηριστικό της κοινωνίας της επιτήρησης.
Απέναντι σε όλους αυτούς τους κινδύνους, οι ευθύνες που επωμίζονται οι δυνάμεις που αντιμάχονται τη συστημική κυριαρχία, στην Ελλάδα και διεθνώς, είναι τεράστιες. Στα καθήκοντά τους συγκαταλέγεται η άμεση ανάσχεση των επιχειρημάτων περί περιορισμού των ελευθεριών που αδιάντροπα εκπέμπουν οι ισχυροί, η αποκάλυψη των τεράστιων ευθυνών που ΗΠΑ και ΕΕ έχουν για τη γιγάντωση του φαινομένου ISIS (όπως και η παντελής αδυναμία τους να το ελέγξουν) και η συγκεκριμενοποίηση του εναλλακτικού οράματος: το «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», φράση που πρωτοδιατυπώθηκε από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ στο πλαίσιο της φρίκης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρο από ποτέ.