Του Ρολάνδου Παύλου
Οι Μπους και Μπλερ χαιρέτισαν τις πρόσφατες εκλογές στο Ιράκ σαν σταθμό στον «εκδημοκρατισμό» της χώρας και τη σταθεροποίηση στην περιοχή.
Ωστόσο, τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την αλήθεια.
Οι εκλογές έγιναν με συντριπτική αποχή των Σουννιτών που αποτελούν το 20% του πληθυσμού της χώρας και συνολική αποχή 42% (επίσημα), οι υποψήφιοι και τα κόμματα που συμμετείχαν ήταν ουσιαστικά άγνωστα στους ψηφοφόρους μέχρι την τελευταία στιγμή (για λόγους …ασφαλείας!), ενώ η μέρα των εκλογών ήταν η πιο αιματηρή από την έναρξη της ιμπεριαλιστικής επέμβασης.
Η συντριβή του διορισμένου από τους αμερικάνους πρωθυπουργού Αλάουι (με ποσοστό 14%), παρόλο που η προεκλογική του εκστρατεία στοίχισε 14 εκ. δολάρια, είναι επίσης ενδεικτική των διαθέσεων των ψηφοφόρων.
Το πιο σημαντικό όμως είναι πως μετά τις εκλογές ανοίγει μια περίοδος ακόμα μεγαλύτερης αστάθειας και αιματηρών συγκρούσεων.
Ασταθής κυβέρνηση
Η νίκη της σιιτικής Ιρακινής Ενωμένης Συμμαχίας με ποσοστό 48% τους δίνει και την πρωθυπουργία της χώρας. Όμως, παρά το ψηλό αυτό ποσοστό, δεν θα μπορέσουν να σχηματίσουν μια σταθερή κυβέρνηση.
Πρώτα – πρώτα, η ίδια η Συμμαχία αποτέλεσε ένα ανομοιογενές συνονθύλευμα οργανώσεων που εύκολα μπορεί να διολισθήσει σε εσωτερικές συγκρούσεις και διάλυση. Το μέτωπο αυτό προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές υιοθέτησε ένα πρόγραμμα, που μεταξύ άλλων μιλούσε για χρονοδιάγραμμα απόσυρσης των Αμερικανικών δυνάμεων, κατάργηση του εξωτερικού χρέους και διατήρηση της κρατικής ιδιοκτησίας της παραγωγής πετρελαίου
Ο υποψήφιος της Συμμαχίας για την πρωθυπουργία, ο Τζααφάρι, ένας μετριοπαθής φιλοαμερικάνος, θα υποχρεωθεί πολύ γρήγορα να παραβιάσει αυτό το πρόγραμμα, προκειμένου να ικανοποιήσει τους αμερικάνους κηδεμόνες του.
Το χειρότερο δυνατό σενάριο
Επιπρόσθετα, ενώ η σιιτική συμμαχία προσπαθεί να δώσει κάποια κυβερνητικά πόστα σε εκπροσώπους των Κούρδων και των Σουνιτών, επί της ουσίας επιδιώκει να ελέγξει αυτή την εξουσία.
Ο Τζααφάρι έχει ήδη διακηρύξει την πρόθεση του να πατάξει την (κυρίως σουνίτικη) αντίσταση. Από την άλλη, ούτε αυτός ούτε οι ιμπεριαλιστές είναι διατεθειμένοι να ικανοποιήσουν το αίτημα των Κούρδων για πραγματική αυτονομία του βόρειου τμήματος της χώρας, όπου οι Κούρδοι αποτελούν συντριπτική πλειοψηφία, καθώς αυτό θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου για εξεγέρσεις των κουρδικών μειονοτήτων στη Συρία, το Ιράν και κυρίως την Τουρκία. Κι αυτό θα στρέψει σταδιακά του Κούρδους ενάντια στην κυβέρνηση και τις κατοχικές δυνάμεις
Όπως έγραφε προεκλογικά η Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν: «Όταν οι ΗΠΑ συζητούσαν ενδεχόμενη επέμβαση στο Ιράκ, όλοι συμφωνούσαν πως υπήρχε ένα ενδεχόμενο που έπρεπε να αποφευχθεί πάση θυσία: ενός εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στους Σουννίτες και τους Σιίτες μουσουλμάνους, που θα προκαλούσε αστάθεια σε όλη τη Μέση Ανατολή και θα έδινε στους τρομοκράτες μια νέα περιοχή ακυβερνησίας για να τη χρησιμοποιήσουν ως βάση για τις επιχειρήσεις τους. Οι προσεχείς εκλογές μοιάζουν όλο και περισσότερο με την απαρχή αυτού, του χειρότερου δυνατού σεναρίου».
Αποτυχία του συστήματος
Η αποτυχία αυτή των ιμπεριαλιστών δεν οφείλεται σε υποκειμενικούς παράγοντες. Είναι απόδειξη της αδυναμίας του συστήματος τους να προσφέρει σταθερότητα, ευημερία και ανάπτυξη στους φτωχούς λαούς της Μέσης Ανατολής και ολόκληρου του αποικιακού κόσμου και να συμφιλιώσει αντικρουόμενες εθνικές και θρησκευτικές ομάδες.
Αντίθετα, η προσπάθεια τους να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα τους ενισχύοντας τη μια ομάδα σε βάρος της άλλης φέρνει μεσοπρόθεσμα το αντίθετο αποτέλεσμα. Ενισχύει τις συγκρούσεις και την ένοπλη αντίσταση σε βαθμό που δεν μπορούν πια να ελεγχθούν, όχι μόνο από τη νέα κυβέρνηση αλλά ούτε κι από τους ίδιους.