Είναι γνωστό ότι η μεγάλη πλειοψηφία του κατεστημένου των ΗΠΑ πάλεψε λυσσαλέα ενάντια στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, στηρίζοντας με νύχια και με δόντια την αντίπαλο του Χίλαρι Κλίντον – προσπάθεια η οποία τους γύρισε τελικά μπούμερανγκ, ενισχύοντας το προφίλ του «αντισυστημικού υποψηφίου» για τον Τραμπ, με σημαντικό ποσοστό των ψηφοφόρων να τον στηρίζει ακριβώς επειδή τα μεγάλα ΜΜΕ στηρίζαν ανοιχτά και εμφατικά την αντίπαλο του.
Την περίοδο πριν την 3η Νοεμβρίου, ημέρα διεξαγωγής των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, βλέπαμε ξανά το ίδιο έργο σε επανάληψη: η μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ του κατεστημένου στις ΗΠΑ (αλλά και διεθνώς) παίρνουν θέση ενάντια στον Τραμπ και υπέρ του υποψηφίου των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν.
Τι είναι όμως αυτό που πραγματικά ανησυχεί το κατεστημένο; Γιατί ένας δισεκατομμυριούχος –σάρκα εκ της σαρκός του συστήματος– γίνεται «κόκκινο πανί» για αυτό; Όχι πάντως γιατί αυτός είναι κατά οποιονδήποτε τρόπο «αντισυστημικός»!
Τι φοβούνται;
Ένας από τους κύριους λόγους που το κατεστημένο στέκεται απέναντι στον Τραμπ είναι γιατί θεωρεί –και σωστά– πως ένας πρόεδρος με τέτοια ρητορική κάνει πολύ κακό στο προφίλ του συστήματος και ενισχύει τις τάσεις αμφισβήτησης του. Κι αυτό μάλιστα σε μια περίοδο που η ριζοσπαστική αναζήτηση, ακόμη και το «φλερτ» με τις σοσιαλιστικές ιδέες, είναι πολύ έντονα σε τμήματα της αμερικάνικης κοινωνίας, ιδιαίτερα στις τάξεις της νεολαίας. Με άλλα λόγια το κατεστημένο απορρίπτει τον Τραμπ πρώτα και κύρια γιατί φοβάται μήπως (και εξαιτίας του) μεγαλώσει το τμήμα εκείνο της κοινωνίας που απορρίπτει συνολικά τον καπιταλισμό. Αυτή δεν είναι μια κουβέντα σε κενό αέρος, καθώς τα τελευταία χρόνια μια σειρά στοιχεία δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι ενδεικτικό πως το 2015 στις ΗΠΑ, το λήμμα που αναζητήθηκε περισσότερο σύμφωνα με τους υπεύθυνους έκδοσης του κορυφαίου λεξικού Μίριαμ-Ουέμπστερ ήταν ο «σοσιαλισμός» ενώ μια σειρά έρευνες την τελευταία δεκαετία έχουν αναδείξει πως στην αμερικάνικη κοινωνία ο όρος «σοσιαλισμός» κερδίζει διαρκώς δημοφιλία σε σχέση με τον όρο «καπιταλισμός».
Σύμφωνα μάλιστα με δημοσκόπηση της εταιρείας Axios που δημοσιεύτηκε τον Ιούνη του 2019:
- το 40% των Αμερικανών πολιτών θα προτιμούσαν να ζουν σε μια σοσιαλιστική χώρα αντί για μια καπιταλιστική.
- Το 55% των γυναικών ηλικίας μεταξύ 18 και 54 ετών προτιμούν το σοσιαλισμό από τον καπιταλισμό.
- Το 66% των πολιτών συμφωνεί ότι η καθολική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ήταν σήμα κατατεθέν των σοσιαλιστικών χωρών.
- το 72% τάσσεται υπέρ της δωρεάν και δημόσιας εκπαίδευσης.
- το 68% πιστεύει ότι ο επαρκής μισθός για την κάλυψη των βασικών αναγκών αποτελεί κομμάτι ενός σοσιαλιστικού συστήματος.
Την πρώτη περίοδο μετά την εκλογή του Τραμπ πολλοί (ακόμη και στις τάξεις της Αριστεράς) μιλούσαν για «δεξιά στροφή» ή ακόμη και «εκφασισμό» της αμερικάνικης κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, όπως εξηγούσαμε τότε:
«…Είναι αδύνατο ο Τραμπ να ανακόψει τις διεργασίες αναζήτησης και ανάπτυξης μιας ριζοσπαστικής και ταξικής συνείδησης στις ΗΠΑ. Να μην αποκλείσουμε μάλιστα την πιθανότητα να τις επιταχύνει…»
Τα χρόνια που μεσολάβησαν είχαμε εξαιρετικά σημαντικά και μαζικά κινήματα στις ΗΠΑ, με κορυφαίο βέβαια το κίνημα Black Lives Matter.
Οι «ανησυχίες» των Financial Times
Oι Financial Times είναι ένα από τα σημαντικότερα ΜΜΕ της άρχουσας τάξης και διαχρονικά εκφράζουν το πιο «διορατικό» τμήμα της. Με αυτή την έννοια το πρόσφατο (22/10) κεντρικό άρθρο της σύνταξης της εφημερίδας με τον (εξαιρετικά εύγλωττο) τίτλο «Η οικονομική πολιτική του Μπάιντεν μπορεί να διαφυλάξει την υποστήριξη για τον καπιταλισμό» και υπότιτλο «Δεν είναι ριζοσπάστης, ο Δημοκρατικός (σημ: υποψήφιος) θέλει να σώσει τις αγορές μαλακώνοντας τες» είναι απολύτως ενδεικτικός του κλίματος που επικρατεί στις τάξεις του κατεστημένου.
Σύμφωνα με το άρθρο ο Μπάιντεν αποτελεί «τον πιο προοδευτικό υποψήφιο των Δημοκρατικών από την δεκαετία του ’80», ενώ στη συνέχεια παρουσιάζονται μια σειρά «προοδευτικά» στοιχεία του οικονομικού του προγράμματος (επενδύσεις ύψους 2 τρισ. δολαρίων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μεγαλύτερη κρατική ενίσχυση των σχολείων στις φτωχές περιοχές, τραπεζικές διευκολύνσεις για την αγορά πρώτης κατοικίας, κατάργηση των φοροαπαλλαγών που εισήγαγε ο Τραμπ για όσους έχουν περιουσία μεγαλύτερη των 400.000 δολαρίων κοκ) ενώ μόλις στην επόμενη παράγραφο εξηγείται πως η εφαρμογή αυτών των μέτρων απαιτεί αφενός το να ελέγξουν οι Δημοκρατικοί και την Γερουσία και αφετέρου ότι πολλοί… Δημοκρατικοί γερουσιαστές ενδεχομένως να τα μπλοκάρουν…
Στην ίδια παράγραφο οι Financial Times καθησυχάζουν την άρχουσα τάξη εξηγώντας πως ναι μεν
«…ο Μπάιντεν οραματίζεται ένα μεγαλύτερο ρόλο για το κράτος από τον Κλίντον ή τον Ομπάμα, αλλά δεν μιλάμε για αλλαγές τύπου Νιου Ντιλ (σημ: παρεμβατική οικονομική πολιτική του πρόεδρου Ρούσβελτ την δεκαετία του ’30 προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929) ή Μεγάλης Κοινωνίας (σημ: πρόγραμμα φιλολαϊκών προοδευτικών μεταρρυθμίσεων του πρόεδρου Τζόνσον την δεκαετία του ’60)…»
«…Στην πραγματικότητα, με δεδομένη την αριστερή τάση της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσε (σημ: ο Μπάιντεν) να προχωρήσει πολύ περισσότερο. Οι υποστηρικτές του Μπέρνι Σάντερς σίγουρα αυτό θα πιστεύουν…»
Όλο όμως το «ζουμί» του άρθρου βρίσκεται στην τελευταία παράγραφο, στην οποία αναφέρεται πως
«…Αυτοί που καλούνται να πληρώσουν την δημοσιονομική πολιτική του κ. Μπάιντεν συγχωρούνται για το γεγονός πως ψάχνουν νευρικά τα πορτοφόλια τους. Πρέπει όμως να δουν την μεγάλη εικόνα. Από την εποχή του Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο βασικός σκοπός της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία δεν είναι η κατάργηση των αγορών, αλλά η διατήρηση της υποστήριξης τους από την κοινωνία. Ένας ανεξέλεγκτος καπιταλισμός δεν θα επιβίωνε της κρίσης του εκλογικού σώματος. Σίγουρα υπήρξαν στιγμές μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008 που η λαϊκή δυσαρέσκεια για τις ανισότητες, ιδιαίτερα ανάμεσα στη νεολαία, απειλούσε να μετεξελιχθεί σε απαιτήσεις για συνολική συστημική αλλαγή. Εάν εφαρμοστεί, η οικονομική πολιτική του Μπάιντεν θα κάνει τη ζωή πιο δύσκολη για τις επιχειρήσεις και όσους κερδίζουν πολλά. Αλλά θα μπορούσε επίσης να αποτρέψει μια μεγαλύτερη ζημιά στο μέλλον…».
Συμπερασματικά
Στην πραγματικότητα το εν λόγω άρθρο των Financial Times προσπαθεί αφενός να παρουσιάσει τον Μπάιντεν σαν προοδευτικό προκειμένου να πουλήσει την υποψηφιότητα του στα λαϊκά στρώματα και αφ’ ετέρου να νουθετήσει την άρχουσα τάξη, εξηγώντας πως ο καπιταλισμός χρειάζεται ένα ρετουσάρισμα στο προφίλ του – κι αν αυτό σημαίνει ότι οι πλούσιοι πρέπει να δώσουν μερικά ψίχουλα, τότε αξίζει τον κόπο γιατί «πρέπει να δουν την μεγάλη εικόνα».
Πρόκειται για μια ανοιχτή ομολογία των σχεδίων του πιο διορατικού τμήματος του κεφαλαίου. Δεν ήταν καθόλου τυχαίο άλλωστε πως ο Μπάιντεν επέλεξε για υποψήφια αντιπρόεδρο του την Καμάλα Χάρις (γυναίκα, μαύρη και παιδί μεταναστών) προκειμένου να ενισχύσει το «προοδευτικό» του προφίλ. Το πόσο βέβαια προοδευτική είναι η Χάρις, φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός πως μέσα σε 24 ώρες από την ανακοίνωση της υποψηφιότητας της η εκστρατεία του Μπάιντεν μάζεψε 26 εκατομμύρια δολάρια, κυρίως από μεγάλους χορηγούς.
Όμως τα σχέδια των «διορατικών» αστών δεν αναμένεται να αποδώσουν καρπούς. Σε μια χώρα όπου 30-40 εκ. άνθρωποι κινδυνεύουν με έξωση ή κατάσχεση του σπιτιού τους τους επόμενους μήνες, όπου 30 εκ. άνθρωποι δεν έχουν κανενός είδους ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ 60 εκ. άνθρωποι στην χώρα έχουν μεν ιδιωτική ασφάλιση, αλλά με τέτοιους όρους που, αν χρειαστεί να νοσηλευτούν, θα βρεθούν χρεωμένοι κατά χιλιάδες δολάρια, με το 45% του πληθυσμού να έχει μηδενικές καταθέσεις, ενώ άλλο ένα 24% έχει στην άκρη λιγότερο από 1.000 δολάρια, σε μια χώρα όπου οι πλούσιοι ζουν 10-15 χρόνια περισσότερο από τους φτωχούς και που μια οικογένεια μπορεί και βγάζει 4 εκ. δολάρια την ώρα ενώ οι ανισότητες σπάνε ιστορικά ρεκόρ, κανένα επιδερμικό ρετουσάρισμα του συστήματος δεν πρόκειται να έχει σοβαρά και μακροπρόθεσμα οφέλη για την εικόνα του καπιταλισμού. Η ριζοσπαστική αναζήτηση που τόσο τρέμει το κατεστημένο θα συνεχίσει – καθήκον των Μαρξιστών είναι να επενδύσουν σε αυτήν και να την μπολιάσουν με τις επαναστατικές ιδέες.