Άρθρο του σ. Πίτερ Ταφ, γραμματέα του «Σοσιαλιστικού Κόμματος» (CWI) Βρετανίας, που γράφτηκε μετά από πρόσφατη επίσκεψη του στις ΗΠΑ. Σ’ αυτό περιγράφει τις συνθήκες στη μητρόπολη του καπιταλισμού καθώς και τα σημαντικά αποτελέσματα της δουλειάς της «Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής», του τμήματος της CWI στις ΗΠΑ.
Μετάφραση, επιμέλεια: Κατερίνα Κλείτσα
Το κύμα απεργιών των εργαζομένων στα φαστ φουντ, αλλά και η εκλογή της Κσάμα Σαγουάντ στο Δημοτικό Συμβούλιο του Σιάτλ, είναι ενδεικτικά στοιχεία της ριζοσπαστικοποίησης της αμερικάνικης κοινωνίας τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα αναδεικνύουν την αγωνία των αστών για το μέλλον τους, όπως δείχνει ένα χαρακτηριστικό σχόλιο της βδομαδιάτικης εφημερίδας του Σιατλ «Seattle Weekly» αναφερόμενο στην εκλογή της Κσάμα:
«Πώς στο διάολο το Σιάτλ εξέλεξε μία σοσιαλίστρια; Κάποτε ήμασταν πολύ καλοί άνθρωποι».
Η απάντηση τόσο σε αυτό, όσο και σε άλλα παρόμοια ερωτήματα που θέτουν τα μέσα ενημέρωσης του κατεστημένου, μπορεί να δοθεί πολύ εύκολα, αν λάβουμε υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει η εργατική τάξη των ΗΠΑ. Εξηγείται επίσης από το γεγονός ότι η εκστρατεία της Κσάμα υιοθέτησε το αίτημα για θέσπιση κατώτατης αμοιβής στον ιδιωτικό τομέα, ύψους 15 δολαρίων την ώρα (κίνημα που ονομάστηκε «15now» – «15τώρα») και συμμετείχε δυναμικά στη μάχη για την αύξηση του βασικού μισθού.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν δημιουργήσει ενθουσιασμό και μαχητική διάθεση σε μεγάλα στρώματα των εργαζομένων, ειδικά των νέων, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στην εντυπωσιακή ανάπτυξη των δυνάμεων της «Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής».
Ο αμερικάνικος καπιταλισμός δεν είναι πια «καλός»
Αν ο αμερικάνικος καπιταλισμός υπήρξε ποτέ «καλός», για τα εκατομμύρια θύματά του, τους εργαζόμενους που έχει βυθίσει στη φτώχεια, αυτή η εποχή έχει τελειώσει. Ακόμη και στο Σιάτλ, μια ιδιαίτερα όμορφη πόλη, αυτή η εικόνα είναι πλέον γλαφυρή, με τους άστεγους να κατασκηνώνουν στο κέντρο της πόλης, γύρω από το δημαρχείο.
Ακόμη και η «Seattle Weekly» αναγκάστηκε να αναγνωρίσει πως αυτές ακριβώς οι κοινωνικές συνθήκες είναι που οδήγησαν στην εκλογική επιτυχία της Κσάμα:
«Στο Σιάτλ υπάρχουν περίπου 102.000 εργαζόμενοι που αμείβονται με λιγότερο από 15 δολάρια την ώρα, έχουμε το 17ο μεγαλύτερο κόστος ζωής στη χώρα, μία γκαρσονιέρα κοστίζει περίπου 1.300 δολάρια το μήνα…»
Οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι εκπρόσωποι τους, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοκρατικού Κόμματος, φοβούνται τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που μπορεί να προκαλέσει η εκστρατεία της Κσάμα και προσπαθούν να εξαφανίσουν το «σοσιαλιστικό πείραμα». Ήδη, πολλά ΜΜΕ προσπαθούν να προωθήσουν ως εκλογικό «αντίπαλο» της Κσάμα, στις επόμενες εκλογές, το Δημοκρατικό Κόμμα με υποψήφιο ένα γνωστό ακτιβιστή για την νομιμοποίηση της κάνναβης.
Είναι καθαρό ωστόσο, ότι η εκλογική νίκη της Κσάμα, δε βασίστηκε σε «ευχολόγια» και καταγγελίες. Βασίστηκε στο γεγονός ότι μετέτρεψε την ανάγκη της κοινωνίας να διεκδικήσει καλύτερες εργασιακές συνθήκες και βιοτικό επίπεδο σε συγκεκριμένη δράση. Η «Σοσιαλιστική Εναλλακτική» ήταν η μόνη οργάνωση στις ΗΠΑ που κατάφερε να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη, υιοθετώντας τα αιτήματα των εργαζομένων και χτίζοντας μαχητικές εκστρατείες, προκαλώντας ανοιχτά τους μεγάλους επιχειρηματίες και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους.
Το αίτημα για αύξηση του βασικού μισθού
Το παράδειγμα του Σιάτλ έχει «ανοίξει την όρεξη» για αντίστοιχες διεκδικήσεις στους εργαζομένους σε όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις. Στις 4 Σεπτέμβρη πραγματοποιήθηκε απεργία των εργαζομένων στα φαστ φουντ, σε περισσότερες από 100 πόλεις των ΗΠΑ, ενώ συμμετείχαν εργαζόμενοι στα μεγαθήρια του τομέα, όπως τα McDonald’s, τα Burger King και τα KFC.
Ένας εργαζόμενος από το Σικάγο περιέγραψε την κατάσταση με ακρίβεια λέγοντας: «το κίνημα είναι σαφέστατα σε ανοδική φάση επειδή αντιλαμβανόμαστε ότι το δίκαιο είναι με το μέρος μας… Δε μπορούμε να περιμένουμε».
Αλλά και η «άλλη πλευρά» έχει ξεκαθαρίσει την θέση της, με εκπρόσωπο των McDonald’s να δηλώνει: «Οποιαδήποτε αύξηση του βασικού μισθού πρέπει να γίνει σε ένα βάθος χρόνου, ώστε οι συνέπειες… να είναι διαχειρίσιμες».
Το γεγονός ότι τα αφεντικά ισχυρίζονται ψευδώς ότι αδυνατούν να πληρώσουν μισθούς μεγαλύτερους από 7,25 δολάρια την ώρα (το σημερινό θεσπισμένο κατώτατο μισθό) σχολιάστηκε αρνητικά ακόμη και από την εφημερίδα – φωνή του συστήματος, τη New York Times. Σε άρθρο της 31ης Αυγούστου αναφέρει:
«Το 2013 τα κέρδη των επιχειρήσεων, σαν ποσοστό στο σύνολο της οικονομίας έφτασαν το ψηλότερο επίπεδο της ιστορίας, αντίστοιχο με αυτό που καταγράφηκε το 1965, την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό για τους μισθούς των εργαζομένων κατρακύλησε στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί (το 1948) … σήμερα καταγράφονται τεράστια κέρδη για τις επιχειρήσεις και στάσιμοι, ή πτωτικοί μισθοί για τους εργαζόμενους…»
Την ίδια ώρα, έρευνα του «Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής» των ΗΠΑ δείχνει ότι από το πρώτο μισό του 2013 μέχρι το πρώτο μισό του 2014 τα μεροκάματα για δουλειές που πληρώνονται με την ώρα έχουν μειωθεί για όλους όσους δεν εντάσσονται στο πλουσιότερο 10% του πληθυσμού. Έτσι, ακόμα και αν εφαρμοζόταν η πλήρως ανεπαρκής πρόταση του Ομπάμα για 10,10 δολάρια την ώρα, που θα αύξανε την οικονομική δυνατότητα των εργαζομένων κατά 35 δισ. δολάρια σε βάθος τριών χρόνων, οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι δηλώνουν πως αυτό δε θα ήταν αρκετό. Διεκδικούν 15 δολάρια την ώρα.
Η εργατική τάξη ξανά στο προσκήνιο
Αλλά ακόμα και αυτές οι δειλές προτάσεις του Ομπάμα για αύξηση του βασικού μισθού «βρήκαν τοίχο» στους Ρεπουμπλικάνους. Πρόκειται απλά για μια ακόμη απόδειξη του γεγονότος ότι αν η εργατική τάξη θέλει να πετύχει βελτίωση του βιοτικού της επιπέδου, πρέπει να ισχυροποιηθεί, τόσο εκλογικά (με το χτίσιμο και την ενδυνάμωση σχηματισμών που πραγματικά παλεύουν για τα συμφέροντά της) όσο και μέσα στους εργατικούς χώρους.
Αυτό απαιτεί από τη μια μεριά την εγκατάλειψη των αυταπατών στους Δημοκρατικούς και από την άλλη ριζικές αλλαγές σε επίπεδο ηγεσίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αφού πολλά από τα συνδικάτα έχουν παραιτηθεί από την προσπάθεια της οργάνωσης αγώνων ενάντια στους εργοδότες, με τη δικαιολογία ότι οι τελευταίοι είναι «ανίκητοι».
Η εκλογική νίκη της Κσάμα έχει καθιερώσει τη Σοσιαλιστική Εναλλακτική ως το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο Σιάτλ (το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι σχεδόν ανύπαρκτο στην πόλη). Ταυτόχρονα έχει εμπνεύσει την εργατική τάξη του Σιάτλ που μπαίνει σε αγώνες για να παλέψει για καλύτερη ζωή. Παράλληλα όμως, στη μάχη μπαίνει και ένα μεγάλο κομμάτι της μεσαίας τάξης, που τα τελευταία χρόνια της κρίσης έχει δει το βιοτικό της επίπεδο να καταβαραθρώνεται.
Χρονοβόρο και δύσκολο το ξεπέρασμα της κρίσης
Για τους αστούς είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το 2007-8 είναι πολύ μακριά, ενώ εκπρόσωποι του συστήματος αναγνωρίζουν πως η πολυπόθητη ανάκαμψη έχει κάνει την εμφάνισή της μόνο στις τσέπες των μεγαλοαστών. Την ίδια ώρα, η κατάσταση για τους εργαζόμενους επιδεινώνεται συνεχώς.
Φυσικά, όταν μιλάμε για την αμερικάνικη οικονομία, μιλάμε για μια ολόκληρη, τεράστια ήπειρο, που σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξουν τομείς της οικονομίας ή συγκεκριμένες περιοχές που θα παρουσιάσουν κάποια ανάπτυξη. Ωστόσο, η οικονομική κρίση που βιώνουμε σήμερα, είναι μια δομική κρίση του συστήματος και θα συνεχίσει να γεννά υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.
Αυτό που βιώνει η αμερικανική οικονομία σήμερα, είναι μια παρατεταμένη βιομηχανική παρακμή. Από το 2010, ο ιδιωτικός τομέας στις ΗΠΑ έχει δημιουργήσει δέκα εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Απ αυτές, μόλις οι 705.000 είναι θέσεις στον τομέα της βιομηχανίας. Για κάθε θέση εργασίας που δημιουργήθηκε σε ένα εργοστάσιο, δημιουργήθηκαν άλλες δύο σε εστιατόρια και ξενοδοχεία, και δύο ακόμη στους τομείς της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας. Και ενώ παραμένει η πλέον προηγμένη βιομηχανικά χώρα σε επίπεδο παραγωγής, αντικατοπτρίζει την εικόνα όλων των αντίστοιχα «ανεπτυγμένων» χωρών: αυτή της διαρκούς πτώσης της βιομηχανικής παραγωγής.
Συγκρούσεις
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να ξεφύγουν από τις κοινωνικές εκρήξεις, ενώ είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο να φτάσουν στο επίπεδο της δεκαετίας του ‘60, ακόμη και στο σημείο εξέγερσης των έγχρωμων Αμερικάνων. Η δολοφονία του Μάικλ Μπράουν, ενός νέου Αφροαμερικάνου στο Φέργκιουσον ανέδειξε τις ανισότητες ανάμεσα στους λευκούς και τους μαύρους Αμερικάνους, ενώ έφερε στο φως την τεράστια στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας. Ένας δημοκρατικός γερουσιαστής παρομοίωσε την επέμβαση της αστυνομίας στο Φέργκιουσον με την επέμβαση του στρατού στη Φαλούτζα του Ιράκ!
Οι φυλετικές ανισότητες προκαλούν την πολιτικοποίηση του μαύρου πληθυσμού, όπως συνέβη στις δεκαετίες του ‘60 και ‘70. Σε αυτές τις συνθήκες, αυτό που χρειάζεται είναι να πολιτικός φορέας που θα παλέψει πραγματικά για τα δικαιώματα των πιο καταπιεσμένων κομματιών της εργατικής τάξης. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να το κάνει ο Ομπάμα και η κυβέρνησή του. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι όσο βρίσκεται στην εξουσία έχουν απελαθεί περισσότεροι μετανάστες από όσους απελάθηκαν από όλους τους προηγούμενους προέδρους μαζί!
Από την άλλη μεριά, η εκστρατεία για τα 15 δολάρια την ώρα και η παρουσία και ο ρόλος της Κσάμα Σαγουάντ, απέδειξε πως η πάλη ντόπιων και μεταναστών εργατών, με τη στήριξη μιας πραγματικά μαχητικής φωνής που να μιλάει στο όνομα των καταπιεσμένων, υπάρχει και μπορεί να πετύχει νίκες! Από τη στιγμή που αυτό έγινε δυνατό να συμβεί σε μία πόλη, το παράδειγμά πρέπει να επεκταθεί σε πανεθνικό επίπεδο.
Οι συνθήκες αλλάζουν δραματικά στις ΗΠΑ, αν και η προηγούμενη μακρόχρονη φάση αδράνειας της ταξικής συνείδησης της κοινωνίας, με αποτέλεσμα λίγους και αποσπασματικούς ταξικούς αγώνες, έχει αφήσει εμφανή σημάδια.
Όποια κι αν είναι η εξέλιξη των πραγμάτων, το σίγουρο είναι πως τίποτα πλέον δεν μπορεί να υποβαθμίσει την παρακαταθήκη του Σιάτλ και των εργατικών αγώνων του τελευταίου διαστήματος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το παράδειγμα των μελλοντικών σημαντικών γεγονότων που θα έρθουν αναπόφευκτα, αφού ακόμη και ένα πιθανό πισωγύρισμα στη συνείδηση της κοινωνίας δεν μπορεί να υπονομεύσει την ανάκαμψη της αμερικανικής εργατικής τάξης σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.